Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Μητροπολίτης Αντινόης κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ: Γ' Κυριακή των Νηστειών

Μητροπολίτης Αντινόης κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ: Γ' Κυριακή των Νηστειών


Μητροπολίτης Αντινόης κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ: Γ'  Κυριακή των Νηστειών
Γ' ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
Υπό
Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Αντινόης
κ.κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ
Η τρίτη Κυριακή των Νηστειών, είναι αφιερωμένη στην προσκύνηση του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού.  Σύμφωνα με την Ιερά Παράδοση, μετά από την σταύρωση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, οι Θεοκτόνοι Εβραίοι για να ατιμάσουν ακόμη περισσότερο τον θάνατο του Ιησού  έθαψαν τους τρεις σταυρούς.  Κατά την περίοδο της Ιουδαϊκής επαναστάσεως του 70 μ.Χ. ο τότε στρατηγός και μετέπειτα Ρωμαίος Αυτοκράτωρ Τίτος πολιόρκησε τα Ιεροσόλυμα.  Οι πολιορκημένοι Εβραίοι στερήθηκαν από τροφές και νερό.  Η πείνα οδήγησε σε παραφροσύνη τους πολιορκημένους, οι οποίοι, για να επιζήσουν, άρχισαν να σκοτώνουν και να τρώγουν τα ίδια τα παιδιά των.  Όταν ο Τίτος κατέλαβε την πόλη και αντίκρυσε το απάνθρωπο εκείνο θέαμα, διέταξε τα στρατεύματά του να κατεδαφίσουν την πόλη και να μην αφήσουν ούτε μία πέτρα επάνω σ’ άλλη.  Έτσι, τα προφητικά λόγια του Κυρίου εκπληρώθηκαν:  «Αμήν λέγω υμίν, ου μη αφεθή ώδε λίθος επί λίθον, ος ου καταλυθήσεται» (Ματθ. 24:2) και «θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε επ’ εμέ, πλην εφ’ εαυτάς κλαίετε και επί τα τέκνα υμών.  Ιδού έρχονται ημέραι εν αις ερούσι• μακάριαι αι στείραι και κοιλίαι αι ουκ εγέννησαν, και μαστοί οι ουκ εθήλασαν» (Λουκ. 23:28-29).

Ο Σταυρός του Κυρίου παρέμεινε στην αφάνεια περίπου τρεις αιώνες και μόλις το 327 μ.Χ. η μητέρα του Αγίου Κωνσταντίνου, η Αγία Ελένη, αναζήτησε τον Τίμιο Σταυρό.  Κανείς όμως δεν γνώριζε την ακριβή τοποθεσία.  Μία εβραιοπούλα περιέγραψε κάποια τοποθεσία, όπου φύτρωνε ένα αρωματικό φυτό.  Αυτό το φυτό είναι ο βασιλικός, που σημαίνει το φυτό του βασιλέως Χριστού.  Οι στρατιώτες, αφού έσκαψαν την περιοχή βρήκαν τους τρεις σταυρούς.  Νέο πρόβλημα παρουσιάσθη:  Ποιός από τους τρεις σταυρούς είναι του Σωτήρος Χριστού;  Όλοι έμοιαζαν μεταξύ τους.  Και, ενώ όλοι διερωτώντο, μία κηδεία εξήρχετο από την πόλη.  Η Αγία Ελένη διέταξε να φέρουν το πτώμα της νεκράς και μόλις το τοποθέτησαν επάνω στο Σταυρό του Κυρίου, η νεκρά αναστήθηκε και δοξολογούσε τον Χριστό.

Η Αγία μας Ορθόδοξος Εκκλησία τοποθετεί τον Τίμιο Σταυρό στο μέσον του ναού, για να τον προσκυνήσουμε και να τον ασπασθούμε, ώστε να λάβουμε δύναμη και θεία Χάρη για να συνεχίσουμε τον πνευματικό μας αγώνα την περίοδο αυτή της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής.  Ο Τίμιος Σταυρός προβάλλετε για να ενθυμηθούμε τις αμέτρητες δωρεές, που εκπήγασαν από την σταυρική Θυσία του Υιού του Θεού.  Αντικρύζοντας τον Σταυρό του Κυρίου ενθυμούμεθα την αγάπη και το έλεος του Θεού προς τον άνθρωπο.  

Η αγάπη περιέχει ένα βασικό στοιχείο, τον πόνο.  Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός μας αγάπησε τόσο πολύ, ώστε έδωσε την ιδίαν Του την ζωή προς χάρη της σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου.  Η αγάπη του Θεού είναι πράξη θυσίας.  Δεν ζητά άλλοι να θυσιαστούν, αλλά ο Ίδιος θυσιάζει τον Εαυτό Του.  Γίνεται ο Θύτης και το Θύμα, ο προσφέρων και ο πρεσφερόμενος, και διά της προσφοράς αυτής της μοναδικής θυσίας υπέρ όλων εκείνων, που ήσαν ένοχοι της αμαρτίας, επέφερε την συμφιλίωση μεταξύ του Θεού Πατρός και του ανθρωπίνου γένους.  Η Θυσία του Κυρίου ήταν μία θυσία τέλειας υπακοής προς το θέλημα του Θεού Πατρός.

Ο Κύριος απέθανε επάνω στο Σταυρό για τις δικές μας αμαρτίες.  Θέλησε να μας καθαρίσει από τον σπίλο της ακαθαρσίας και να μας παρουσιάσει καθαρούς και αγνούς.  Ο Κύριος απέθανε επί του Σταυρού, για να ανοίξει τις Πύλες του Παραδείσου.  Ο Κύριος απέθανε επί του Σταυρού, για να αναστήσει τον άνθρωπο από την πτώση του.  Ο Κύριος απέθανε επί του Σταυρού, για να μας κάμει υιούς και θυγατέρες και συγκληρονόμους της ουράνιας Του Βασιλείας.  Ο Κύριος απέθανε επί του Σταυρού, για να δείξει την άπειρο αγάπη Του προς το πλάσμα Του.

Η Ορθόδοξος μας Εκκλησία προσκαλεί όλους μας να προσέλθουμε και να γονατίσουμε μπροστά στον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου και με ταπεινό πνεύμα να ζητήσουμε το έλεος και την συγχώρηση των αμαρτιών μας.  

Ο Σταυρός του Κυρίου είναι το σύμβολο της Χριστιανοσύνης.  Είναι η ταυτότητα όλων εκείνων που πιστεύουν και ομολογούν τον Ιησού Χριστό ως τον ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού Πατρός.  Είναι το σύμβολο της νίκης του Θεανθρώπου κατά του Διαβόλου.  Είναι το λάβαρο της ελευθερίας του ανθρώπου εναντίον της δουλείας και της τυραννίας του θανάτου.  Είναι το δώρο της συγχώρησης, η πηγή αγιασμού και ο χορηγός της εν Χριστώ καινούργιας ζωής.
Ορθόδοξο Φυλλάδιο Ι.Ν. Αγ. Θεοδώρου, Lanham
Υπό Σεβ. Μητροπολίτου Αντινόης κ.κ. ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ  
23 Απριλίου 2014

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

ΤΑ ΚΕΡΙΑ

Στην ομιλία αυτή, αγαπητοί μου, θα μιλήσουμε για τα φώτα που χρησιμοποιούνται στις εκκλησίες και ιδιαιτέρως για τα κεριά.
***
Σκοτάδι βασίλευε κάποτε σ’ όλη την κτίση. Δεν υπήρχε φως. Αλλά μεσ’ στο σκοτάδι ακούστηκε η φωνή του Θεού: «Γεννηθήτω φως». Και αμέσως άναψε φως. Με όση ευκολία πατούμε εμείς σήμερα ένα κουμπί και ανάβει το φως και φωτίζεται το σπίτι, με τόση – τι λέω; -, με ασυγκρίτως μεγαλύτερη ευκολία ο Θεός, ο δημιουργός του παντός, άναψε το φως. Όπως λέει η Γραφή, «είπεν ο Θεός· Γεννηθήτω το φως· και εγένετο φως».
Δημιούργησε δε και τον ήλιο σαν μια τεράστια αποθήκη φωτός, που κάθε μέρα ξοδεύει αμέτρητα εκατομμύρια κιλοβάτ και όμως δεν φαίνεται να λιγοστεύει το φως του.
Το φως είνε ένα από τα πιο σπουδαία και ωφέλιμα έργα της θείας δημιουργίας. Το βλέπουμε, το αισθανόμαστε, περιγράφουμε τις ιδιότητές του, αλλ’ αν ρωτήσεις όχι μαθητή του δημοτικού σχολείου, αλλά τον πιο μεγάλο φυσικό επιστήμονα τι είνε το φως, δεν μπορεί να σου απαντήσει. Το φως είνε ένα από τα μυστήρια της φύσεως.
Φυσικό είνε το φως του ήλιου και των άλλων άστρων. Γιατί και άλλα αστέρια είνε και αυτά ήλιοι, και μερικά μάλιστα απ’ αυτά είνε πιο μεγάλα και πιο φωτεινοί ήλιο απ’ τον δικό μας. Τα φωτεινά αυτά αστέρια είνε σαν ένας πολυέλεος. Με τη διαφορά ότι ο πολυέλεος έχει 100-200 μικρά ηλεκτρικά φώτα, ενώ τα φωτεινά αστέρια είνε αμέτρητα εκατομμύρια. Τι θέλω να πω μ’ αυτό; ότι δεν υπάρχει μόνο ο ναός που πηγαίνουμε και εκκλησιαζόμαστε· εκτός από το ναό αυτό υπάρχει και ένας άλλος ναός. Είνε ο ουρανός, είνε ολόκληρο το σύμπαν. Πολυέλεο έχουν οι ναοί; Αλλά πολυέλεο έχει και ο ουρανός. Είνε ο ήλιος, το φεγγάρι, τα άστρα. Γι’ αυτό οι άπιστοι, που λένε θα γκρεμίσουν τις εκκλησίες για να μην ακούγεται το όνομα του Θεού δεν ξέρουν τι λένε. Γιατί κι’ όλες τις εκκλησίες να γκρεμίσουν, θα υπάρχει ο ουρανός με τα δισεκατομμύρια αστέρια, που μέρα – νύχτα με το δικό του τρόπο θα ψάλλει το μεγαλείο του Θεού.
Ναι, μια μικρή εικόνα του ουρανού είνε η κάθε εκκλησία. Όταν μπαίνουμε μεσ’ στην εκκλησία είνε σαν ν’ αφήνουμε τη γη και να πετάμε ψηλά, να φθάνουμε στον ουρανό, κι εκεί μαζί με τους αγγέλους και τους αγίους να υμνούμε το άγιο όνομα του Θεού. Ο ουρανός είνε εκκλησία, ναός, αλλά και η εκκλησία είνε ουρανός. Έτσι λέγαμε όταν μιλούσαμε για την Αγία Σοφία.
***
Αλλ’ ας ξανάρθουμε στο θέμα. Φως πλούσιο υπάρχει στη φύση. Είναι το φως του ήλιου. Αλλ’ εκτός από το φυσικό αυτό φως υπάρχει και άλλο φως, τεχνητό φως, που με διάφορες ύλες ανάβει ο άνθρωπος. Υπάρχει φως από δαδιά, φως από κάρβουνα, φως από πετρέλαια και αέρια, φως ηλεκτρικό. Αλλ’ υπάρχει και φως από λάδι και κεριά.
Η Εκκλησία έχει ανάγκη από φως, γιατί υπάρχουν ακολουθίες που δεν γίνονται τη μέρα αλλά τη νύχτα. Παλιότερα μάλιστα οι χριστιανοί έκαναν αγρυπνίες και όλη τη νύχτα, από τη δύσι του ηλίου μέχρι την ανατολή, έμεναν στην εκκλησία και προσεύχονταν. Τώρα άλλαξαν τα πράγματα· από τη δύσι του ηλίου μέχρι την ανατολή ξενυχτάν οι άνθρωποι όχι πια στις εκκλησίες του Θεού, αλλά στις εκκλησίες του διαβόλου, όπως μπορεί να ονομάσει κανείς τα νυχτερινά κέντρα διασκεδάσεως, όπου τραγουδούν και χορεύουν, πίνουν και μεθούν. Οι άνθρωποι σήμερα ξενυχτούν για το διάβολο, αλλά δεν ξενυχτούν για το Θεό. Αν ανοίξουμε τις Πράξεις των Αποστόλων, όπου περιγράφεται η ζωή των πρώτων χριστιανών, βλέπουμε ότι όταν ο απόστολος Παύλος περιόδευε τη Μ. Ασία και βρέθηκε στην Τρωάδα, μάζεψε τους χριστιανούς για προσευχή, διδασκαλία και θεία κοινωνία. Νύχτωσε, αλλά η διδασκαλία του Παύλου συνεχίστηκε μέχρι τα μεσάνυχτα. Φυσικά ο απόστολος Παύλος δεν δίδασκε μεσ’ στο σκοτάδι, αλλά στο σπίτι που είχαν μαζευτεί για τη θεία λατρεία ήταν αρκετές λαμπάδες που φώτιζαν (Πραξ. 20, 8), λαμπάδες που έκαιγαν με λάδι.
Από την αρχαία εποχή υπήρχαν λαμπάδες, λυχνάρια που φώτιζαν τους ναούς. Όχι μόνο επειδή υπήρχε ανάγκη φωτισμού στους ναούς, αλλά και για έναν άλλο λόγο, μυστικώτερο. Ποιος ο λόγος αυτός;
Σκοτάδι, είπαμε στην αρχή, σκοτάδι φυσικό υπήρχε σ’ όλη την υλική κτίση. Σκοτάδι που διέλυσε ο ήλιος, το έξοχο αυτό δημιούργημα του Θεού. Αλλ’ εκτός από το σκοτάδι αυτό, πάνω σ’ ολόκληρη την ανθρωπότητα, σ’ όλα τα έθνη και τους λαούς, επικρατούσε και ηθικό σκοτάδι. Το σκοτάδι αυτό ήταν η ειδωλολατρία. Μεσάνυχτα είχαν οι άνθρωποι ως προς τη γνώσι του αληθινού Θεού. Αλλά ήρθε φως, όχι μικρό και ασήμαντο, αλλά φως μεγάλο, φως πλούσιο, φως που φώτισε όλο τον κόσμο. Και το φως αυτό είνε ο Χριστός. Αυτός είνε το φως του κόσμου, αυτός είνε ο πνευματικός ήλιος της ανθρωπότητος. Ο ίδιος είπε: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου. Αυτός που με ακολουθεί δεν θα ζει μέσ’ το σκοτάδι, αλλά θα έχει μέσ’ την καρδιά του το φως της ζωής».
Ανάβοντας λοιπόν κι εμείς μεσ’ στις εκκλησίες φώτα, θέλουμε με το άναμα των φώτων να δείξουμε, ότι ο Χριστός με τη διδασκαλία του και τα άγια μυστήρια είνε φως. Έξω από την εκκλησία, έξω από τον Χριστό είνε σκοτάδι. Ο ιερεύς τη νύχτα της αναστάσεως ανάβει λαμπάδα από την ακοίμητη καντήλα και από την ωραία πύλη καλεί τους χριστιανούς λέγοντας: «Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός».
***
Απ’ όλα τα φώτα που είπαμε παραπάνω, εκείνο το φως που χρησιμοποιεί η Εκκλησία είνε το φως που προέρχεται από το λάδι και από τα κεριά, από το κερί. Γιατί από το κερί;
Το κερί, το καθαρό και γνήσιο κερί, είνε εκλεκτό προϊόν της μέλισσας. Η μέλισσα είνε μικρό αλλά ωφελιμότατο έντομο. Το έχει κατασκευάσει με τέτοια σοφία ο Δημιουργός, ώστε φτάνει μια μέλισσα ν’ αποδείξει ότι υπάρχει Θεός. Γιατί η μέλισσα είναι ένα μικροσκοπικό αξιοθαύμαστο εργοστάσιο, που παίρνει τις πρώτες ύλες από τα λουλούδια, τις επεξεργάζεται και από την επεξεργασία αυτή βγαίνει το μέλι και το κερί. Το κερί προέρχεται από τη γύρι, τη λεπτή εκείνη σκόνη που υπάρχει πάνω στα λουλούδια και είνε μίγμα απ’ όλες τις ευωδίες των λουλουδιών.
Αλλά το κερί που ανάβουμε μπροστά στην εικόνα του Χριστού σημαίνει ακόμη, ότι όπως αυτό καίγοντας λειώνει, έτσι και ο χριστιανός, πάνω στον ιερό αγώνα που κάνει για να φωτίσει τους άλλους με τα λόγια και με τα έργα του, λειώνει σαν κερί, δαπανά τις σωματικές και πνευματικές του δυνάμεις, εξαντλείται, θυσιάζει τη ζωή του για την αγάπη του Θεού και του πλησίον.
Γλυκό φως του αγνού και καθαρού κεριού. Ένα τέτοιο γλυκό φως ας γίνουμε κι εμείς στον κόσμο. Όπως λέει μια σοφή παροιμία, αντί να κατηγορούμε το σκοτάδι που διαρκώς αυξάνει γύρω μας, το σκοτάδι της πλάνης και της αμαρτίας, ας γίνη ο καθένας μας ένα κεράκι. Και πολλά μαζί τέτοια κεράκια θα σκορπίζουμε γύρω μας το γλυκό φως του Χριστού και θα φωτίζουμε ψυχές που ζούνε στο σκοτάδι. «Φως Χριστού φαίνει πάσι!».

«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΝΑΟΣ» ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

ΠΗΓΗ: w http://orthodoxesanazitiseis1.blogspot.com/2013/01/blog-post_2182.html#ixzz2vRrkiAqE

ΤΟ ΛΙΒΑΝΙ

Θα μιλήσουμε, αγαπητοί μου, για το λιβάνι. Δεν είπαμε, πως όλα όσα γίνονται στην ορθόδοξη εκκλησία έχουν τη σημασία τους; Και το λιβάνι λοιπόν έχει τη σημασία του.

Το λιβάνι είνε μια προσφορά. Θυμάστε τον Κάιν και τον Άβελ; Ο πρώτος ήταν κακός, ο δεύτερος καλός, αυτό φάνηκε και απ’ τη θυσία που πρόσφεραν στο Θεό. Ο Κάιν σαν γεωργός πήγε στα χωράφια. Έκοψε καρπούς, και χωρίς να τους διαλέξει τους πρόσφερε έτσι στο θυσιαστήριο. Ο Άβελ σαν βοσκός πήγε στο μαντρί του, διάλεξε απ’ το κοπάδι τα καλύτερα πρόβατα και τα πρόσφερε στο θυσιαστήριο. Η προσφορά του Άβελ έγινε δεκτή απ’ το Θεό· του Κάιν δεν έγινε. Η φωτιά που άναψε στο θυσιαστήριο του Άβελ και έκαψε τις προσφορές του έβγαλε καθαρό καπνό, που ανέβαινε στον ουρανό. Αλλά στο θυσιαστήριο του Κάιν ούτε φωτιά ούτε καπνός. Ο Θεός είδε την καλή καρδιά του Άβελ, την προθυμία του και την ευλάβειά του, και έκανε δεκτή τη θυσία του. Ενώ η καρδιά του Κάιν δεν ήταν καθαρή και η προσφορά του δεν ήταν εν τάξει· δεν έγινε με ακρίβεια και επιμέλεια (Γεν. 4, 1 – 7).
Σ’ αυτό το σημείο ας σταθούμε λίγο κι ας προσέξουμε, γιατί σήμερα οι χριστιανοί πηγαίνουν στην εκκλησία δώρα. Πηγαίνουν πρόσφορο, κερί και λιβάνι. Στα παλιά τα χρόνια το πρόσφορο γινόταν από καθαρό αλεύρι που κοσκίνιζαν αγνές κοπέλες με ειδικό κόσκινο, την τριχιά, το ζύμωναν και το έψηναν στο φούρνο τους με επιμέλεια. Και τα κεριά ήταν από καθαρό κερί και δεν είχαν μέσα άλλες ουσίες. Μοσχοβολούσε από ευωδία το κερί. Επίσης και το λιβάνι ήταν καθαρό…
Αλλά σήμερα; Ας μας ελεήσει ο Θεός! Η προσφορά των σημερινών χριστιανών είνε σαν τη θυσία του Κάιν. Όχι ό,τι εκλεκτό αλλ’ ό,τι χειρότερο έχουμε εκείνο προσφέρουμε. Όλοι μας θα κολασθούμε. Και οι λαϊκοί που προσφέρουν τέτοιες προσφορές, αλλά κι εμείς οι παπάδες και οι δεσποτάδες, που δεχόμαστε τέτοια δώρα χωρίς να διαμαρτυρώμαστε.
***
Το λιβάνι λοιπόν, για να επανέλθουμε στο θέμα, είναι κι αυτό ένα είδος προσφοράς. Αλλά για να γίνει δεκτό απ’ το Θεό, πρέπει πρώτα απ’ όλα να προέρχεται από χριστιανούς με καθαρή καρδιά, καρδιά Άβελ. Τότε η προσευχή που συνοδεύει το λιβάνι ανεβαίνει προς τον ουρανό. Τότε γίνεται αυτό που λέει ο ψαλμός: «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου ως θυμίαμα ενώπιόν σου» (Ψαλμ. 140, 2).
Ένας νεότερος εκλεκτός διδάσκαλος της Εκκλησίας μας παίρνει αφορμή απ’ το θυμιάτισμα για να διδάξει τους χριστιανούς με γλώσσα συμβολική αλλά και απλή. Ποιητής καθώς είναι, κάνει το κάρβουνο του θυμιατού να μιλάει και να λέει… Ήμουνα κάποτε ένα κάρβουνο. Το χρώμα μου μαύρο. Όπου άγγιζα μετέδιδα τη μαυρίλα μου. το άσπρο το χρωμάτιζα μαύρο. Αλλ’ ένα χέρι με πήρε απ’ την αποθήκη και μ’ έβαλε μαζί με άλλα κάρβουνα στο θυμιατό. Τι μεγάλη τιμή για μένα! Στο θυμιατό είχα την ευτυχία να σμίξω με τη φωτιά και απ’ την ώρα εκείνη έπαψα να ’μαι μαύρο. Έγινα κόκκινο σαν τη φωτιά. Αλλ’ αυτό δεν ήταν η μόνη ευτυχία μου. ο άνθρωπος που με πήρε και μ’ έβαλε στο θυμιατό έριξε πάνω μου λιβάνι με αρώματα και άρχισα να τα καίω και έξω από το θυμιατό έβγαινε ένας καπνός γεμάτος ευωδία και σκορπιζόταν σ’ όλο το χώρο του ναού.
Αυτά που σας είπα είναι σαν παραβολή. Ακούστε τώρα την ερμηνεία της παραβολής. Εγώ ο αμαρτωλός άνθρωπος είμαι το κάρβουνο. Όπως το κάρβουνο είναι μαύρο, έτσι κι’ εγώ ήμουν μαύρος απ’ τις αμαρτίες μου. Σκόνιζα και λέρωνα όπου βρισκόμουν. Αλλά μια ευλογημένη μέρα με λυπήθηκε ο Θεός κι’ εμένα τον αμαρτωλό, με πήρε απ’ την καρβουναποθήκη και μ’ έβαλε μέσα στην Εκκλησία του. Αυτή είναι το θυμιατήρι. Μέσα στην Εκκλησία η μαύρη και σκονισμένη ψυχή μου έσμιξε με τη θεϊκή φωτιά, με το Πνεύμα το Άγιο, που μεταδίδουν η θεία διδασκαλία και τα ιερά μυστήρια. Ευλογημένος να ’ναι ο Θεός! Αράπης ήμουν στην ψυχή. Άγρια πάθη βασίλευαν μέσα μου. Μαυρίλα σκόρπιζα παντού. Έτσι ήμουνα προτού να μπω στην Εκκλησία, προτού να μετανοήσω και να χύσω δάκρυα πικρά, προτού να ’ρθει το Πνεύμα το Άγιο.
Αλλά τώρα μέσα στην καρδιά μου άναψε φωτιά. Κι’ όπως μέσ’ απ’ τα αναμμένα κάρβουνα που ’χει το θυμιατό βγαίνει ευωδιαστός καπνός, έτσι μέσ’ απ’ τα σπλάχνα της υπάρξεώς μου βγαίνει θερμή προσευχή, προσευχή με δάκρυα, προσευχή που ανεβαίνει στον ουρανό. Και ο Θεός ακούει την προσευχή μου. Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που εμένα το κάρβουνο, το μαύρο και σβησμένο, με πήρες και μ’ έκανες κάρβουνο που καίει μέσα στην Εκκλησία σου…
Αυτά πρέπει να σκέπτεται κάθε χριστιανός όταν πηγαίνει στην εκκλησία και βλέπει τον ιερέα να κρατάει το θυμιατό, να περνάει μπροστά του και να τον θυμιάζει. Τη στιγμή που τον θυμιάζει ο ιερεύς, αν είνε στο στασίδι, πρέπει να κατέβει απ’ αυτό, να κάνη μια ελαφριά υπόκλιση και να προσεύχεται για να κάνη ο Θεός δεκτή την προσευχή όχι μονάχα τη δική του αλλά όλων των χριστιανών που βρίσκονται μεσ’ στην εκκλησία. Όπως τα κάρβουνα μεσ’ το θυμιατήρι το ένα ανάβει τα’ άλλο, έτσι και μεσ’ την εκκλησία οι χριστιανοί μαζεμένοι ανάβουν και θερμαίνονται απ’ την αγάπη του Θεού. Ένα κάρβουνο μόνο του σβήνει εύκολα, αλλά πολλά κάρβουνα μαζεμένα διατηρούν και αυξάνουν τη φωτιά.
Δέξου, ω Θεέ, την προσευχή μας ως θυμίαμα εύοσμο, σαν λιβάνι μυρωδάτο.
***
Αλλά το θυμίαμα δεν είνε μονάχα μια συμβολική παράστασης της καρδιάς που προσεύχεται στο Θεό. Είνε ακόμα και έκφρασης λατρείας, βαθιάς ευγνωμοσύνης στο Θεό για τις άπειρες ευεργεσίες προς τον άνθρωπο, απ’ τις οποίες πιο μεγάλη είναι ότι έστειλε τον Υιό του τον μονογενή για να θυσιασθεί και να σώσει τον κόσμο. Γι’ αυτό ο ιερεύς, όταν τελείται η θεία λειτουργία, σε διάφορες ιερές στιγμές παίρνει το θυμιατό και θυμιάζει την αγία τράπεζα, τις εικόνες και όλο το ναό. Θυμιάζει προπαντός όταν τελεσθεί η θεία θυσία και ο άρτος, το ψωμί, γίνει σώμα Χριστού, και ο οίνος, το κρασί, γίνει αίμα Χριστού.
Όπως οι μάγοι, όταν προσκύνησαν το Χριστό, πρόσφεραν λιβάνι και σμύρνα, και όπως οι μυροφόρες γυναίκες, όταν πήγαν στο μνήμα για να προσκυνήσουν το Χριστό, έφεραν μαζί τους αρώματα, έτσι κι εμείς, όλη η Εκκλησία του, προσφέρουμε θυμιάματα στη θεία λειτουργία, για να εκφράσουμε αισθήματα απείρου ευγνωμοσύνης προς το Χριστό, τον σωτήρα των ψυχών μας. Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΝΑΟΣ» ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ

ΠΗΓΗ: w http://orthodoxesanazitiseis1.blogspot.com/2013/01/blog-post_9588.html#ixzz2vRrJuk54

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ

Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΣΥΜΒΟΛΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ


Ἀρχιμ. Κύριλλου
(Κεφαλόπουλου) 

      Μέσα ἀπὸ τὶς σελίδες τῆς Ἁγίας Γραφῆς ξεπροβάλλει ἕνας κόσμος παράλληλος μὲ τὸν ἄνθρωπο, αὐτὸς τοῦ ζωικοῦ βασιλείου.
Οἱ ἄνθρωποι ἔρχονται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὰ ζῶα, ζοῦν μαζί τους, τὰ χρησιμοποιοῦν στὶς ἐργασίες. Ἄλλοτε τὰ βλέπουν ὡς ἐχθρούς της ζωῆς τους καὶ τῶν καλλιεργειῶν τους. Πολλὲς φορὲς ἀποδίδουν στὰ ζῶα ἀνθρώπινα χαρακτηριστικὰ ἢ ἰδιότητες, συμβολισμούς, συχνά στὰ ἔχουν ὡς πρότυπα ἀρετῆς ἢ συμπεριφορᾶς πρὸς μίμησιν ἢ ἀποφυγή.
      Ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ ζῶα ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας. Ὁ Θεὸς δημιούργησε τὰ θαλάσσια κήτη, τὰ ψάρια, τὰ πτηνά, τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ θηρία τῆς γῆς, καὶ ἔθεσε τὸν ἄνθρωπο ὡς φύλακα καὶ διαχειριστῆ τοῦ ζωικοῦ καὶ φυτικοῦ βασιλείου στὸν Παράδεισο. Οἱ ἁρμονικὲς αὐτὲς σχέσεις διαταράχθησαν, ὅταν οἱ πρωτόπλαστοι παρήκουσαν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔκτοτε εἰσῆλθε τὸ στοιχεῖο τῆς φθορᾶς καὶ τῆς ἀντιπαλότητας τῆς φύσεως πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς παρακοῆς ἡ φύση ἀπὸ συνεργὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔγινε ἐχθρική.
       Ὅπως κάθε δημιουργία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀγαθή, τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὰ ζῶα. Μία περιγραφὴ τοῦ μεγαλείου τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἁρμονίας τῆς φύσεως ἔχουμε στὸν 103ο Ψαλμὸ (τὸν προοιμιακό του Ἑσπερινοῦ), ὅπου φαίνεται ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ νὰ ἐξασφαλίσει στὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ τὴν τροφὴ καὶ τὸ νερὸ ποὺ τὰ ξεδιψάει, τὴν κατοικία στὰ ἄγρια θηρία καὶ τὰ ζῶα τοῦ δάσους μέσα στὰ δέντρα καὶ τὰ ὑψηλὰ ὅρη, στὰ ψάρια καὶ τὰ κήτη νὰ ταξιδεύουν στὴν θάλασσα. Ὁ ψαλμῳδὸς ἐμφανίζει τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀνατέλλει τὸν ἥλιο, συντηρεῖ καὶ τρέφει ὅλα τα ἔμψυχα καὶ ἔμβια ὄντα ἐπὶ τῆς γῆς.
      Ὁ ἄνθρωπος, ζώντας κοντὰ στὰ ζῶα ἔμαθε νὰ παρατηρεῖ τὶς συνήθειές τους, νὰ νοιώθει πότε τὸν πλησιάζουν ἀπειλητικὰ ἢ πότε μπορεῖ νὰ τὰ ἐξημερώσει καὶ νὰ τὰ χρησιμοποιήσει γιὰ τροφή, ἔνδυση, βοήθεια στὶς ἐργασίες. Ὅλη αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ ζῶα ἀποτυπώνεται στὴν Ἁγία Γραφή.

Ο ΘΕΟΣΔΟΤΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΣΥΣΤΑΤΟΣ ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ

Ο ΘΕΟΣΔΟΤΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΣΥΣΤΑΤΟΣ ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ

Αναρτήθηκε: 08/03/2014
Θεολογική διδασκαλία του Αγίου Βασιλείου περί Νηστείας στην περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, όπου βιώνεται «το στάδιον και η κλίμαξ των αρετών» στον αγώνα κατά των ποικίλων παθών

Ιωάννης Ελ. Σιδηράς
Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός- Νομικός

Η περίοδος της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής αποτελεί την κατ’ εξοχήν «πενθηφόρο» περίοδο του λειτουργικού έτους της Ορθοδόξου εκκλησίας κατά την οποία αθλείται ψυχοσωματικώς το Χριστεπώνυμο πλήρωμα στο στάδιο των αρετών, ανερχόμενο την «πνευματική κλίμακα των αρετών» εν νηστεία, προσευχή και μετανοία. Η έναθλος αυτή περίοδος παρομοιάζεται από τους πατέρες της εκκλησίας ως «πνευματική κολυμβήθρα» ψυχοσωματικής καθάρσεως και εν Χριστώ νήψεως του κάθε καλής προαιρέσεως ανθρώπου, ο οποίος βιώνει την εγκράτεια σταυρώνοντας και θάπτοντας τα πάθη του γενόμενος «ιερόν δοχείον της ακτίστου χάριτος» του Τριαδικού Θεού. Γι’ αυτό ο Αστέριος Αμασείας ορίζει ότι: «Νηστεία εστί ειρήνη κοινή ψυχής και σώματος, ατάραχος ζωή, ευσταθής πολιτεία, βίος θεόν ευφραίνων και λυπών τον εχθρόν», ενώ ο ασκητικός Ισαάκ ο Σύρος θεοπνεύστως αναφέρει ότι η νηστεία: «εγκράτεια γαρ αυτεξουσίου και ελευθέρου φρονήματος εστίν αγών. Η νηστεία υπερασπισμός εστί πάσης αρετής και αρχή του αγώνος και στέφανος των εγκρατών και το κάλλος της παρθενίας και του αγιασμού και η λαμπρότης της σωφροσύνης και η αρχή της οδού του Χριστιανισμού και η μήτηρ της προσευχής και η πηγή της σωφροσύνης και της φρονήσεως και η διδάσκαλος της ησυχίας και η προηγουμένη πάντων των καλών έργων».
Ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος εξεφώνησε πλείστες όσες ηθικού και πρακτικού περιεχομένου ομιλίες, επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την θεολογική προσέγγιση της εκκλησιαστικής πράξεως της νηστείας ως θεοσδότου και θεοσυστάτου πνευματικού θεσμού. Έτσι εξεφώνησε δύο ομιλίες: «Περί Νηστείας», οι οποίες όμως δεν συνιστούν μία ενότητα, ούτε η δεύτερη είναι επιτομή της πρώτης, αλλά δυο αυτοτελείς ομιλίες. Εξεφωνήθησαν κατά την πρώτη Κυριακή της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής αλλά σε διαφορετικό έτος, το οποίο καθ’ όσον αφορά την πρώτη παραμένει απροσδιόριστο, ενώ όσον αφορά την δεύτερη, πιθανόν να είναι το έτος 370 μ.Χ. Οι ειδικοί πατρολόγοι ερευνητές υποθέτουν ότι η πρώτη προηγήθηκε κατά την εκφώνηση από την δεύτερη. Αμφότερες οι θεολογικώς περισπούδαστες αυτές ομιλίες προϋποθέτουν πενθήμερη νηστεία. Ασφαλώς πρόκειται περί των πέντε νηστίμων ημερών της πρώτης εβδομάδος των νηστειών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής κατά τις οποίες οι πιστοί ενήστευαν, ενώ τις άλλες δύο ημέρες της εβδομάδες, δηλαδή το Σάββατο και την Κυριακή, κατέλυαν έλαιον. Οι δυο αυτές πολύτιμες ομιλίες είναι ιδιαίτερα αξιόλογες και αξιοπρόσεκτες επειδή ακριβώς αποτελούν ιστορικές μαρτυρίες και σπάνιες πηγές σχετικά με την αρχαία εκκλησιαστική πράξη της νηστείας κατά την αθλοφόρο περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
«Από νηστεία που γίνεται δημόσια κανένα κέρδος δεν προέρχεται»
Στην πρώτη και εκτενέστερη εκ των δύο ομιλιών, ο Μέγας Βασίλειος γράφει: «…από ευεργεσία που διατυμπανίζεται κανένα όφελος και από νηστεία που γίνεται δημόσια κανένα κέρδος δεν προέρχεται. Διότι αυτά που γίνονται επιδεικτικώς δεν προεκτείνουν τον καρπό στη μέλλουσα ζωή, αλλά τον καταστρέφουν στον έπαινο των ανθρώπων. Τρέξε λοιπόν με χαρά στην δωρεά της νηστείας. Η νηστεία είναι παλαιό δώρο, που δεν παλαιώνει και δεν γηράσκει, αλλά πάντοτε ανανεώνεται και ανθίζει για να αποφέρει ωρίμους καρπούς…
Η νηστεία είναι παλαιοτέρα και από τον νόμο (εννοεί τις Δέκα Εντολές) διότι το εφεύρημα δεν είναι νεώτερο. Το κειμήλιο είναι πατρικό. Κάθε τι που είναι αρχαίο, είναι σεβαστό. Να σέβεσαι την παλαιότητα της νηστείας. Είναι συνομήλικος με την ανθρωπότητα. Η νηστεία ενομοθετήθη στον παράδεισο. Είναι η πρώτη εντολή που έλαβε ο Αδάμ: «Από του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν ου φάγεσθαι»… είναι νομοθέτημα νηστείας και εγκρατείας. Η αμαρτία μας εταλαιπώρησε. Ας θεραπευθούμε με την μετάνοια. Η μετάνοια όμως χωρίς την νηστεία είναι αργή…Επροστάχθης να δοκιμάζεσαι, όχι βέβαια να ζεις τρυφηλώς

Παρασκευή 7 Μαρτίου 2014

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΕΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΕΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ


 
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ
ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΕΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ
(Άρθρο από το έντυπο  «Ορθοδοξία και αίρεσις» της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας, τεύχ. 67, Μαρτ. - Απρ. 2010).
Ιερεύς Σωτήριος Ο. Αθανασούλιας
 
Η αμφισβήτηση Εκκλησίας και Ιερωσύνης
      Όπως είναι γνωστό, ο Προτεσταντισμός προήλθε ως αντίδραση σε μια σειρά από ανεπίτρεπτες και έξω από το χριστιανικό πνεύμα ενέργειες η υπερβολές του Παπισμού των σκοτεινών χρόνων του Μεσαίωνα. Στην προσπάθειά του να ανεύρει τη χαμένη «αυθεντικότητα», ο Προτεσταντισμός σάρωσε κυριολεκτικά καίρια και αυθεντικά στοιχεία του αρχικού Χριστιανισμού, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί πολύ περισσότερο από την ουσία του. Έτσι προέκυψε για μια ακόμη φορά το φαινόμενο να αντιμετωπίζεται μια αίρεση με μια άλλη, η μάλλον με ένα πλήθος αιρέσεων, και, τελικά, αντί για καλό, να γίνεται περισσότερο κακό.
Από τα πρώτα στοιχεία, που δέχθηκαν έντονη πολεμική, ήταν η Βιβλική και Πατερική αντίληψη για την Εκκλησία. Οι Προτεστάντες αντικατέστησαν αυτή την αντίληψη με μια άλλη, προσαρμοσμένη στα μέτρα τους. Απέρριψαν τον διπλό χαρακτήρα της Εκκλησίας, τον ορατό και αόρατο, με αποτέλεσμα όλες σχεδόν οι προτεσταντικές ομάδες, από εκείνες των ηγετών του κινήματος μέχρι τις σύγχρονες μετεξελίξεις του (Πεντηκοστιανοί, Μάρτυρες του Ιεχωβά κ.α,) να δέχονται και να διακηρύττουν ότι η Εκκλησία είναι κάτι το «πνευματικό» και αόρατο, ότι δεν πρέπει να συγχέεται με θεσμικές μορφές η ιστορικές εκφάνσεις, ότι μόνο ο Χριστός γνωρίζει τα μέλη της κ.α. Στην πραγματικότητα, όμως, κάθε προτεσταντική ομάδα ταυτίζει την αυθεντική Εκκλησία με τον εαυτό της, απορρίπτοντας, συνήθως, όλες τις άλλες.
Την ίδια πολεμική δέχθηκαν και κάποια θεσμικά στοιχεία της Εκκλησίας, όπως τα Μυστήρια και η Ιερωσύνη. Μεταξύ άλλων ο Προτεσταντισμός αμφισβήτησε έντονα και τον θεσμό της Ιερωσύνης. Τον απογύμνωσε από το μυστηριακό του περιεχόμενο (δηλ. δεν τον δέχεται ως Μυστήριο) και αρνήθηκε τον μόνιμο και ανεξάλειπτο χαρακτήρά του, δηλ. δεν δέχεται ότι η ιδιότητα της Ιερωσύνης συνδέεται μόνιμα με το πρόσωπο του φορέως της Κληρικού. Έτσι, ο ρόλος του Ιερέως ενδέχεται να εναλλάσσεται σε κάθε «εκκλησιαστική» σύναξη: σήμερα κάνει αυτό το έργο ο ένας και αύριο ο άλλος η, όπως συνηθέστερα γίνεται, οι «Πάστορες» η οι «Ποιμένες» κάθε «εκκλησίας» ασκούν το έργο τους για ένα διάστημα, κι έπειτα αντικαθίστανται. Σε τελευταία ανάλυση, η Ιερωσύνη δεν προέρχεται από τον Θεό. Ο Ιερεύς δεν «λαμβάνει την τιμήν ... καλούμενος υπό του Θεού» (Εβρ. 5,4), αλλά ασκεί την Ιερωσύνη ως προσωρινό ρόλο, που του αναθέτει η «εκκλησία», όπως ακριβώς μια εταιρεία αναθέτει μια συγκεκριμένη εργασία σ' έναν από τους υπαλλήλους της.
Αντί της γνωστής ειδικής έννοιας της Ιερωσύνης, που συνδέεται με την τέλεση των ιερών Μυστηρίων («μυστηριακή Ιερωσύνη») οι Προτεστάντες προβάλλουν έντονα την έννοια της λεγόμενης «γενικής Ιερωσύνης», βασιζόμενοι στο χωρίο Α' Πέτρ. 2,9. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, Ιερωσύνη έχουν όλοι οι Χριστιανοί γενικά, άρα όλοι μπορούν να ασκούν το έργο του Ιερέως. Ας δούμε, όμως, κατά πόσο συμβιβάζονται οι αντιλήψεις αυτές με το πνεύμα και το γράμμα της Αγίας Γραφής.
 
Η Βιβλική Παράδοση για την Ιερωσύνη
      Οι αιρέσεις έχουν δίκαιο όταν επικαλούνται την αυθεντία της Αγ. Γραφής, αρκεί, βέβαια, να μη διαστέφουν τη μαρτυρία της. Τι λέει η Αγ. Γραφή για την Ιερωσύνη; Ας αρχίσουμε από την Παλαιά Διαθήκη, αφού «σκιά ο νόμος των μελλόντων αγαθών» (Εβρ. 5,6). Ό,τι υπάρχει εκεί ως σκιά, υπάρχει στην Καινή Διαθήκη ως πραγματικότητα. Στην Π. Διαθήκη η Ιερωσύνη είναι ιδιότητα που συνδέεται με τη λατρεία, την προσφορά των θυσιών. Ο ίδιος ο Θεός επιλέγει τον Ααρών και τους γιούς του και τους εγκαθιστά Ιερείς του («ιερατεύειν μοι», Εξ. 28,1) και μάλιστα ισόβιους: «ιερατεία μοι εις τον αιώνα» (Εξ. 29,9). Ο Ίδιος δίνει λεπτομερείς οδηγίες για τα άμφια, που θα ενδύονται «εις τιμήν και δόξαν» (Εξ. 28,2 εξ.). Ο Ίδιος δίνει εντολές για τον τρόπο εγκατάστασης των Ιερέων (Εξ. 29,1-45), για την προσφορά της λατρείας (Λευ. 1,1 εξ.), για το Θυσιαστήριο, για τα ιερά σκεύη (Εξ. 30,1 εξ.), για τα πάντα.
Χαρακτηριστικό είναι το εξής περιστατικό: Κάποτε επαναστάτησαν εναντίον του Μωϋσή και του Ααρών κάποιοι Ισραηλίτες στην έρημο, με υποκίνηση των Κορέ, Δαθάν και Αβειρών. «Αφού όλος ο λαός είναι άγιος», έλεγαν, «γιατί να ιερατεύει μόνο ο Ααρών και οι οικείοί του;» (Αρ. 16,2 εξ.). «Γιατί να μην προσφέρουμε κι εμείς θυσίες;» (βλ. και τα παρακάτω αναφερόμενα για το «βασίλειον ιεράτευμα» και τη «γενική Ιερωσύνη»). Μάταια ο Μωϋσής προσπαθούσε να τους μεταπείσει. «Αυτούς», απαντούσε, «τους επέλεξε ο ίδιος ο Θεός και τους κάλεσε κοντά Του»: «εξελέξατο εαυτώ, προσηγάγετο προς εαυτόν» (Αρ. 16,5). Τελικά, συγκεντρώθηκε όλος ο λαός, για να προσφέρουν κι αυτοί θυσία. Τότε ο Θεός έδωσε εντολή στον Μωϋσή να απομακρυνθεί ο λαός από την ομάδα αυτή των επαναστατών. Όντως, έτσι έγινε και μαζί τους έμειναν 250 οπαδοί. Συνέβη τότε κάτι φοβερό: άνοιξε η γη και τους κατάπιε! «Εράγη η γη υποκάτω αυτών, και ηνοίχθη η γη και κατέπιεν αυτούς και τους οίκους αυτών και πάντας τους ανθρώπους τους όντας μετά Κορέ και τα κτήνη αυτών» (Αρ. 16,31-32)! Μετά το φοβερό αυτό σημείο, ο Θεός ζήτησε να φέρει ο αρχηγός κάθε φυλής μια ράβδο, με γραμμένο επάνω της το όνομά του. Οι ράβδοι τοποθετήθηκαν στη Σκηνή του Μαρτυρίου (στον Ναό της εποχής) και, όποιου η ράβδος εβλάστανε, αυτός θα ήταν ο εκλεγμένος από τον Θεό Αρχιερέας. Πράγματι, την άλλη μέρα από τις 12 ράβδους είχε βλαστήσει μόνο του Ααρών, αρχηγού της φυλής του Λευί. Αφού δόθηκαν πάλι οι ράβδοι στους αρχηγούς, ο Θεός έδωσε εντολή να τοποθετηθεί η ράβδος του Ααρών μονίμως στο Ιερό, για να θυμούνται οι μελλοντικοί αμφισβητητές της Ιερωσύνης (Αρ. 17,16-28).
Ας δούμε, όμως, και τη μαρτυρία της Καινής Διαθήκης για την Ιερωσύνη. Κατά τον απ. Παύλο, ο Αρχιερεύς των ανθρώπων προέρχεται από τους ίδιους τους ανθρώπους και εγκαθίσταται σ' ένα έργο για χάρη τους, δηλ. στο να προσφέρει θυσίες για τις αμαρτίες μας: «πας γαρ Αρχιερεύς εις το προσφέρειν δώρά τε και θυσίας καθίσταται» (Εβρ. 8,3 και 5,1). Την «τιμήν» της Αρχιερωσύνης δεν την λαμβάνει μόνος του όποιος θέλει, αλλά όποιος καλείται από τον Θεό, όπως ο Ααρών (Εβρ. 5,4). Ο άνθρωπος Αρχιερεύς είναι ατελής, ασθενής πνευματικά και αμαρτωλός. Γι' αυτό προσφέρει τις θυσίες πρώτα για τον εαυτό του (Εβρ. 5,3), αφού έχει τις ίδιες ανάγκες με τον Λαό. Υπάρχει, όμως, και ο τέλειος, ο αιώνιος Αρχιερεύς, δηλ. ο Χριστός (Εβρ, 4,14 εξ.), ο Οποίος δεν προσφέρει θυσίες για τον Εαυτό Του, αλλά μόνο για τους άλλους, ούτε προσφέρει θυσίες κάθε μέρα, αλλά μία μόνο φορά, όταν ανέβηκε στον Σταυρό (Εβρ. 7,27). Αφού ο νόμος είναι σκιά των μελλόντων αγαθών, ότι συμβαίνει στην Καινή Διαθήκη πρέπει να είναι φανέρωση αυτού, που ήδη υπάρχει στην Παλαιά. Στην Π. Διαθήκη υπάρχει η σκιά της τέλειας Ιερωσύνης: η Ιερωσύνη του Μελχισεδέκ, που ήταν «ιερεύς του Θεού του υψίστου» (Εβρ. 7,1). Ο Χριστός είναι Ιερεύς «κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» (Εβρ. 7,21) και όχι «κατά την τάξιν Ααρών». Υπάρχει, λοιπόν, η Ιερωσύνη του Μελχισεδέκ στην Π. Διαθήκη και η Ιερωσύνη του Χριστού στην Καινή. Υπάρχει η Ιερωσύνη του Ααρών στην Παλαιά, με τους βαθμούς του Αρχιερέως, των Ιερέων και των Λευϊτών, και η Ιερωσύνη της Εκκλησίας στην Καινή, με τους βαθμούς του Επισκόπου, των Πρεσβυτέρων και των Διακόνων. Υπάρχουν οι θυσίες στην Π. Διαθήκη, ως έργο της Ιερωσύνης, υπάρχει η μία και μοναδική Θυσία (η Θ. Λειτουργία) και τα Μυστήρια της Εκκλησίας στην Καινή.
Με βάση τα παραπάνω οι άγιοι Απόστολοι ήσαν οι πρώτοι Αρχιερείς της Εκκλησίας, που έλαβαν την Ιερωσύνη από τον ίδιο τον Χριστό. Έτσι ο απ. Παύλος ασκεί τα έργα της Ιερωσύνης: τελεί τη Θεία Λειτουργία (Πράξ 20, 11), βαπτίζει (Α' Κορ. 1,14-16), χειροτονεί «πρεσβυτέρους» (Πράξ. 14,23). Προφανώς, το ίδιο κάνουν και οι άλλοι Απόστολοι. Σε ευρύτερες περιοχές ο απ. Παύλος εγκαθιστά συνεργάτες του, με εντολή να καταστήσουν «κατά πόλιν πρεσβυτέρους» (Α' Τιμ. 1,5). «Οι καλώς προεστώτες πρεσβύτεροι» αξίζουν διπλή τιμή (Α' Τιμ. 5,17), η δε κατηγορία «κατά πρεσβυτέρου» δεν πρέπει να γίνεται εύκολα αποδεκτή, παρά μόνο αν στηρίζεται στη μαρτυρία «δύο η τριών μαρτύρων» (Α' Τιμ. 5,19). Ο απ. Παύλος υπενθυμίζει στον Τιμόθεο το «χάρισμα», το οποίο έλαβε «δια της επιθέσεως των χειρών» (Α' Τιμ. 4,14, Β' Τιμ. 1,6), δηλ. την Ιερωσύνη, η οποία σαν χάρισμα, σαν πνευματική σφραγίδα χαρακτηρίζει μόνιμα και αμετάκλητα («ό εστιν εν σοί», Β' Τιμ. 1,6) τον φορέα της. Πηγαίνοντας στα Ιεροσόλυμα ο απ. Παύλος συγκαλεί στη Μίλητο «τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας» της Εφέσου και τους απευθύνει μια θαυμάσια ομιλία (Πράξ. 20,17-35). Μεταξύ άλλων λέει: «προσέχετε ουν εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω εν ω υμάς το Πνεύμα το Άγιον έθετο επισκόπους, ποιμαίνειν την εκκλησίαν του Θεού» (20,28).
Η μετάδοση της Ιερωσύνης, όπως ήδη αναφέραμε, γίνεται «δια της επιθέσεως των χειρών», δηλαδή με τη Χειροτονία. Μόνο με την πράξη αυτή μεταδίδεται το «χάρισμα» (η Χάρη) της Ιερωσύνης. Ο ίδιος ο απ. Παύλος χειροτονήθηκε από τους Λειτουργούς της Εκκλησίας της Αντιόχειας (Πράξ. 13,1-3). Ο ίδιος  στη συνέχεια (Β' Τιμ. 1,6) μαζί με τους πρεσβυτέρους (Α' Τιμ. 4,14) χειροτόνησε τον Τιμόθεο. Με τον Βαρνάβα χειροτονεί («χειροτονήσαντες») «πρεσβυτέρους κατ' εκκλησίαν» (Πράξ. 14,23) στις περιοχές Δέρβης, Λύστρων και Αντιόχειας της Πισσιδίας. Για να έχει κάποιος Ιερωσύνη, πρέπει να την έχει λάβει από άλλους που την είχαν νωρίτερα, εκείνοι από παλαιότερους κοκ. Έτσι δημιουργείται μια αλυσίδα μετάδοσης της Ιερωσύνης μέσω της Χειροτονίας, που φθάνει στους πρώτους Επισκόπους, στους Αποστόλους και στον ίδιο τον Χριστό. Η αλυσίδα αυτή ονομάζεται Αποστολική Διαδοχή και, αν κοπεί, δεν υπάρχει ούτε Ιερωσύνη, ούτε Εκκλησία. Ένας λόγος που πολεμούν οι αιρέσεις την Ιερωσύνη είναι επειδή δεν έχουν Αποστολική Διαδοχή, αφού πρόκειται για νεότερες ομάδες, που είναι αδύνατο να έχουν οποιαδήποτε σύνδεση με την Εκκλησία των Αποστόλων.
 
Το «βασίλειον ιεράτευμα»
     Στο χωρίο Α' Πέτρ. 2,9 υπάρχει η μοναδική αναφορά της Καινής Διαθήκης στο «βασίλειον ιεράτευμα», δηλ. στη λεγόμενη «γενική Ιερωσύνη». Εκεί ο απ. Πέτρος (πρβλ. Αποκ. 1,6, 5,10), αναφέρεται σε κάποια βασιλική και ιερατική ιδιότητα, που έχουν όλα τα μέλη της Εκκλησίας. Ταυτίζεται, όμως, η αυτή «γενική Ιερωσύνη» με την «ειδική Ιερωσύνη», που συνδέεται με την τέλεση των Μυστηρίων της Εκκλησίας; Απ' όσα αναφέραμε, φαίνεται ήδη ότι δεν ταυτίζεται, αλλά πρόκειται για δύο διαφορετικές πραγματικότητες, που υπάρχουν παράλληλα στην Εκκλησία και η μία δεν αναιρεί την άλλη.
Όσοι χρησιμοποιούν το παραπάνω χωρίο, παραβλέπουν το γεγονός ότι εκεί ο απ. Πέτρος χρησιμοποιεί λόγους της Παλαιάς Διαθήκης και όχι δικούς του. Συγκεκριμένα αναφέρεται στο χωρίο Εξ. 19,5-6: «υμείς δε έσεσθέ μοι βασίλειον ιεράτευμα και έθνος άγιον», που σημαίνει ότι «γενική Ιερωσύνη» («βασίλειον ιεράτευμα») υπήρχε και στην Π. Διαθήκη. Αυτή, όμως, η Ιερωσύνη δεν ήταν για την προσφορά των θυσιών, για τη λατρεία του Θεού, γι' αυτό υπήρχε και η άλλη Ιερωσύνη, η «ειδική», η Ιερωσύνη του Ααρών. Όπως, λοιπόν, στην Π. Διαθήκη υπήρχε «γενική» και «ειδική» Ιερωσύνη, έτσι και στην Καινή (Εκκλησία) υπάρχει «γενική» και «ειδική» Ιερωσύνη. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλες οι μαρτυρίες της Αγ. Γραφής, που παραθέσαμε, αναφέρονται στην «ειδική» Ιερωσύνη και όχι στη «γενική».
Τι ακριβώς είναι η «γενική Ιερωσύνη»; Ποια ιερατική ιδιότητα έχουν όλα τα μέλη της Εκκλησίας; Για να το καταλάβουμε αυτό, ας θυμηθούμε ότι βασικό έργο του Ιερέως είναι να προσφέρει θυσίες στον Θεό. Κάθε Χριστιανός, λοιπόν, που ανήκει στο βασιλικό και ιερατικό γένος («βασίλειον ιεράτευμα»), προσφέρει θυσία στον Θεό ολόκληρο τον εαυτό του, δηλ. το σώμα του, την ψυχή του, τα έργα του, τα πάντα. Και ο Θεός τα ευλογεί αυτά και τα αγιάζει, ώστε ο πιστός να τα απολαμβάνει ευλογημένα και αγιασμένα. Με αυτήν την έννοια κάθε Χριστιανός γίνεται Ιερέας του εαυτού του. Στη Θ. Λειτουργία ακούμε την προτροπή: «εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα», δηλ. τον εαυτό μας και τους άλλους (όσους εξαρτώνται από μας) και ολόκληρη τη ζωή μας ας την εναποθέσουμε στα χέρια του Χριστού. Και ο απ. Παύλος λέει χαρακτηριστικά: «παρακαλώ ουν υμάς, αδελφοί, ... παραστήσαι τα σώματα υμών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ», δηλ. σάς παρακαλώ, αδελφοί, να προσφέρετε τους εαυτούς σας θυσία ζωντανή, αγία, ευάρεστη στον Θεό (Ρωμ. 12,1). Αυτή ακριβώς είναι η έννοια της «γενικής Ιερωσύνης». 
 
Το πολίτευμα της πρώτης Εκκλησίας
      Οι Προτεστάντες αμφισβητούν συνήθως το πολίτευμα της αρχέγονης Εκκλησίας, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι στην Κ. Διαθήκη, δεν υπάρχει το γνωστό σχήμα Επίσκοπος, Πρεσβύτεροι, Διάκονοι, ότι οι όροι «πρεσβύτεροι» και «επίσκοποι» εναλλάσσονται στην Κ. Διαθήκη, ότι επικεφαλής των αποστολικών Εκκλησιών είναι συνήθως μια ομάδα «πρεσβυτέρων» και ότι ουσιαστικά απουσιάζει ο θεσμός του Επισκόπου. Πολλές αιρέσεις ισχυρίζονται ότι το εκκλησιαστικό πολίτευμα με τη σημερινή του μορφή είναι αποτέλεσμα της «αποστασίας της Εκκλησίας»! Όμως, σύμφωνα με τις αιρέσεις αυτές, η Εκκλησία «αποστάτησε» και έγινε «πόρνη»! (Μάρτυρες του Ιεχωβά κ.α.) τον 4ο αιώνα επί αγ. Κων/νου, αγ. Αθανασίου και Α' Οικουμενικής Συνόδου, ενώ το πολίτευμα της Εκκλησίας με τη σημερινή του μορφή (Επίσκοπος, Πρεσβύτεροι, Διάκονοι) έχει ήδη παγιωθεί δύο αιώνες νωρίτερα, στις αρχές του 2ου αιώνα, όπως μαρτυρεί σαφώς ο άγ. Ιγνάτιος Αντιοχείας (50-113 μ.Χ.). Ο άγ. Ιγνάτιος ήταν μαθητής του αποστόλου Ιωάννου του Θεολόγου, δηλ. ανήκει σχεδόν στην αποστολική εποχή.
      Όντως, στην Κ. Διαθήκη οι όροι «πρεσβύτεροι» και «επίσκοποι» εναλλάσσονται (Πράξ. 20,17-28). Αυτό δημιουργεί πρόβλημα στις πληροφορίες μας για το πολίτευμα της πρώτης Εκκλησίας, όμως, το πρόβλημα αυτό είναι μόνο ιστορικό και όχι θεολογικό. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι αν υπάρχουν οι θεσμοί του Επισκόπου, των Πρεσβυτέρων και των Διακόνων στην Κ. Διαθήκη και όχι τα ονόματα με τα οποία αναφέρονται. Όντως, οι θεσμοί υπάρχουν (βλ. σχετικές μελέτες του Καθηγητού Γερασίμου Κονιδάρη), όσο, όμως, ζούσαν οι άγ. Απόστολοι, επισκιάζονται απ' αυτούς και δεν προβάλλονται ιδιαίτερα. Όπου φαίνεται να ηγούνται της Εκκλησίας «πρεσβύτεροι» (Πράξ. 20, 17), συνήθως μεταξύ αυτών υπερέχει ο ένας, ο οποίος στις πηγές της εποχής διακρίνεται είτε με το όνομά του, είτε με τον χαρακτηρισμό «ο πρεσβύτερος» (πρβλ. Β' Ιω. 1,1, Γ' Ιω. 1). Έτσι, κάποιος, ονομαζόμενος Διοτρεφής, «φιλοπρωτεύων» (άνθρωπος με εξουσία) σε μια τοπική Εκκλησία, φθάνει σε σημείο να μην «επιδέχεται» τον ευαγγελιστή Ιωάννη (Γ' Ιω. 9-10)! Στην Αποκάλυψη ο επικεφαλής κάθε τοπικής Εκκλησίας αποκαλείται «άγγελος» (1,20, 2,1, 2,8 κ.α.). Σε σύντομο χρονικό διάστημα επικράτησε ο ένας «πρεσβύτερος», ο διακρινόμενος από τους άλλους, να ονομάζεται «επίσκοπος» και όλοι οι άλλοι να ονομάζονται «πρεσβύτεροι». Για τον βαθμό του Διακόνου δεν υπάρχουν συνήθως αμφισβητήσεις.
Κατά το άγιο Ιγνάτιο, ο Επίσκοπος εικονίζει τον Χριστό. Προσφέρει τη Θεία Ευχαριστία και προίσταται της τοπικής Εκκλησίας «εις τύπον και τόπον Χριστού». Οι Πρεσβύτεροι περιστοιχίζουν τον Επίσκοπο «εις τύπον συνεδρίου των Αποστόλων». Τίποτε στην Εκκλησία δεν πρέπει να γίνεται χωρίς τη γνώμη του Επισκόπου. Οι Διάκονοι, τέλος, είναι υπηρέτες Θεού. «Χωρίς τούτων», δηλ. χωρίς Επίσκοπο, Πρεσβυτέρους και Διακόνους, «Εκκλησία ου καλείται», δηλ. δεν υπάρχει Εκκλησία κατά τον άγ. Ιγνάτιο.
 
Συμπεράσματα
      Απ' όσα αναφέραμε φαίνεται σαφώς ότι η Ιερωσύνη είναι κάτι αναγκαίο για τη σωτηρία μας. Ο ίδιος ο Θεός την έδωσε ως δώρο για να σωζόμεθα και την συνέδεσε με τον Εαυτό Του, με την Ενσάρκωσή Του και με τη Θυσία Του πάνω στον Σταυρό. Σκοπός της είναι να επιτελείται η «ανάμνηση» της Θυσίας του Χριστού στη Θ. Λειτουργία, δηλ. να μεταβάλλονται τα Δώρα της Ευχαριστίας σε Σώμα και Αίμα του Χριστού, για να κοινωνούν οι βαπτισμένοι «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον». Χωρίς την Ιερωσύνη δεν θα μπορούσαν να τελεσθούν η Θ. Λειτουργία και τα Μυστήρια, άρα κανείς δεν θα μπορούσε να σωθεί. Η Ιερωσύνη είναι ειδικό «χάρισμα» (Α' Τιμ. 4,14, Β' Τιμ. 1,6), που δίνεται σε όσους επιλέγει ο Θεός, μέσω των θεσμών της Εκκλησίας Του. Το χάρισμα αυτό είναι τόσο μεγάλο, ώστε συνδέεται μόνιμα με τα πρόσωπα που το λαμβάνουν. Κανείς δεν μπορεί να τελέσει τα έργα της Ιερωσύνης, αν δεν του έχει δοθεί αυτό το χάρισμα και αν δεν έχει κληθεί από τον Θεό. Στην Π. Διαθήκη ο Θεός κατέστρεψε, όπως είδαμε, όσους θέλησαν από μόνοι τους, αυθαίρετα, να ασκήσουν αυτό το έργο. Σκιά της πραγματικής Ιερωσύνης είναι η Ιερωσύνη της Π. Διαθήκης. Η σκιά αυτή «παρήλθεν», αφού έχει έλθει ήδη η πραγματικότητα. Επειδή μέσω της Ιερωσύνης και των Μυστηρίων επιτελείται η αναγέννηση και η σωτηρία μας, αποκαλούμε συνήθως τους Ιερείς «πατέρες» και εκείνοι μας αποκαλούν «τέκνα» τους. Οι εκφράσεις αυτές πρέπει να νοούνται σχετικά και όχι απόλυτα, γιατί εκείνος, ο οποίος πραγματικά αναγεννά και σώζει μέσω των Ιερέων Του είναι ίδιος ο Θεός (Ματθ. 23,8). Αυτή είναι η σαφέστατη μαρτυρία της Αγ. Γραφής (Παλαιάς και Καινής Διαθήκης) για την Ιερωσύνη, την οποία μόνο κάποιος πνευματικά τυφλός αδυνατεί να διακρίνει.
 
Ιερεύς Σωτήριος Ο. Αθανασούλιας

Read more: http://www.egolpion.net/ierosunh_sthn%20orthodoxia.el.aspx#ixzz2vIJgoCZ8

ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ Του πρ. Γεωργ. Κουγιουμτζόγλου

ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
Του πρ. Γεωργ. Κουγιουμτζόγλου

1. Γενικά
α. Το νόημα των Μυστηρίων
Ή ανθρώπινη φύση μετά το προπατορικό αμάρτημα «εξαγριώθηκε» καί έγινε «ακανθώδης» όπως τα άγρια δέντρα. Για την «ημέρωση» της βλάστησε ή «ράβδος (= βλαστός) έκ της ρίζης Ίεσσαί καί ανθός έκ της ρίζης» (Ήσ. ια', 1), ό Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός καί έγινε «βλαστός» αισθητός, για να εξημερώσει με αισθητό τρόπο τους αισθητούς ανθρώπους.
Αυτό το εξημερωτικό καί αναγεννητικό έργο επιτυγχάνεται με τον τρόπο πού όρισε καί παρέδωσε ό Χριστό; στους Αγίους Αποστόλους καί συνεχίζεται να επιτυγχάνεται καί να τελείται με τα Αγια Μυστήρια, με την ιδιαίτερη για τον καθένα Ιεροτελεστία,
Έφ' όσον στη γη πού ζούμε, με το πεπερασμένο μυαλό πού έχουμε, δεν μπορούμε να ερευνήσουμε όλη την Αλήθεια καί τα Μυστήρια της πίστεως μας, δεχόμαστε την αποκάλυψη τους, (όχι παραπλανητικά καί παράλογα, αλλά υ πέρλογα) καί εξαγιαζόμαστε υπερφυσικά μέσα από φυσικά υλικά στοιχεία καί άκτιστες θειες ενέργειες πού απορρέουν από τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας.
β. Ή έννοια καί ή αναγκαιότητα των Μυστηρίων
Τα θεια Μυστήρια είναι θεοσύστατες τελετές της Εκκλησίας πού μεταδίδουν στα μέλη της με αισθητά σημεία, την αόρατη καθαρτική καί αγιαστική Θεία Χάρη,
Όλα τα Μυστήρια μεταδίδουν τη μία Θεία Χάρη, το καθένα με ειδική τελετή καί είναι αναγκαία για τη σωτηρία μας όχι όμως όλα. Υποχρεωτικά είναι τα Μυστήρια του Βαπτίσματος, του Χρίσματος, της Θείας Ευχαριστίας καί της Μετανοίας - Έξομολογήσεως. Προαιρετικά είναι, της Ίερωσύνης, του Γάμου καί του Εύχελαίου.
Οί θεοσύστατες αυτές τελετές ονομάστηκαν μυστήρια για δύο λόγους. Πρώτον διότι, κατά τον Ιερό Χρυσόστομο, «έτερα ορώμεν καί έτερα πιστεύομεν» δηλ. ή Θεία Χάρη πού μεταδίδουν είναι πραγματική, αλλά αόρατη. Δεύτερον, διότι δεν επιτρεπόταν να τα παρακολουθούν οί άπιστοι ή οί ειδωλολάτρες, αλλά μόνον οί πιστοί. Δε δίδονται τα αγία Μυστήρια της πίστεως σε ανθρώπους πού ζουν βίο ασεβή ή μπορεί να τα καταπατήσουν (Ματθ. ζ', 6). Καί φυσικά τα ανωτέρω είναι τελείως διάφορα από τα αρχαία ειδωλολατρικά μυστήρια ή από τα «μυστήρια» πού υπάρχουν σε σύγχρονες θρησκείες ή αιρέσεις.
γ. Πότε είναι έγκυρα τα Μυστήρια
Για να είναι έγκυρο καί «κανονικό» ένα Μυστήριο, σύμφωνα με την Αποστολική παράδοση, είναι αναγκαία, τα έξης στοιχεία:
    (1) Ό «κανονικά» χειροτονημένος τελετουργός (Ιερέας ή Επίσκοπος).
    (2) Τα αισθητά σημεία, δηλ. ή ύλη του Μυστηρίου, πού ποικίλλει ανάλογα με το Μυστήριο.
    (3) Ή ειδική Ιερολογία, δηλ. τα ειδικά για το καθένα λόγια.
Το πρώτο από τα επτά Μυστήρια, το Μυστήριο των Μυστηρίων πού αποτελεί καί το κέντρο της όλης Λατρείας , είναι το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, ή Θεία Λειτουργία. Το Μυστήριο αυτό, στο όποιο τελείται θυσία εξιλαστήρια καί ευχαριστήρια καί μας προσφέρεται τροφή «ζωής αιωνίου», το Σώμα καί το Αίμα του Κυρίου, αναλύθηκε προηγουμένως καί γι' αυτό θα αναφερθούμε στα υπόλοιπα Μυστήρια.
2. Το Μυστήριο τον Βαπτίσματος
α. Το νόημα του Μυστηρίου
Ή λέξη βάπτισμα σημαίνει τη βύθιση ενός αντικειμένου ολόκληρου μέσα στο νερό. Καί επειδή τα έμψυχα όντα μέσα στο νερό πνίγονται καί επέρχεται ό θάνατος, γι' αυτό στη βάπτιση χρειάζεται έγκαιρη επέμβαση στο βυθισμένο άνθρωπο πρίν πνιγεί.
Ό «ναυαγοσώστης» του ανθρώπου είναι ό Θεάνθρωπο: Χριστός, ό όποιος μας έσωσε με το σταυρικό Του θάνατο (τη βύθιση Του στην «άβυσσο» του αδη, οπού βρισκόταν ό άνθρωπος) καί την Ανάσταση Του (με την οποία ανέσυρε αναστημένο καί τον άνθρωπο). Κατά τον ίδιο τρόπο συμμετέχοντες καί εμείς, στο θάνατο καί την Ανάσταση Του, υφιστάμεθα την τριπλή κατάδυση στη βάπτιση (τριήμερος ταφή) καί ακολουθεί ή ανάδυση καί ή ανάσταση μας, ή νέκρωση του παλαιού ανθρώπου ή αναγεννημένη πνευματικά καινή ζωή δια του Αγίου Πνεύματος καί ή πολιτογράφηση μας στον ουρανό μεταξύ των ζώντων (Ίω. γ', 4-7. Ρωμ. στ', 3-9. έβρ. ιβ', 23).
Ή σωτηρία μας λοιπόν από το θάνατο της αμαρτίας είναι το αληθινό καί πραγματικό νόημα του Μυστηρίου.
β. Ή σύσταση του Μυστηρίου
Το μυστήριο του Βαπτίσματος προεικονίστηκε καί στην Παλαιά καί στην Καινή Διαθήκη. Ό Κύριος επίσης συνομιλώντας με το Φαρισαίο Νικόδημο του είπε: «Εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος καί Πνεύματος ου δύναται εισελθείν είς την βασιλείαν του Θεού» (Ίω. γ', 5). Ή ίδρυση όμως καί ή παράδοση του Μυστηρίου έγινε μετά την Ανάσταση, όταν είπε στους Αποστόλους Του: «Πορευθέντες μαθήτευσα τε πάντα τα έθνη βαπτίζοντες αυτούς είς το όνομα του Πα τρός καί του Υιού καί του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη 19). Ό ίδιος ό Κύριος μίλησε καί για την αναγκαιότητα του Βαπτίσματος με το παρά πάνω «ου δύναται εισελθείν.>> καί με το «ό πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ό δε απι στήσας κατακριθήσεται» (Μαρκ. ιστ', 16).
Έκτοτε αυτή είναι ή πράξη των Αποστόλων καί των διαδόχων τους' ή «κατήχηση» καί το «Βάπτισμα», με το όποιο οποιοσδήποτε εισέρχεται στην Εκκλησία Του, στην Κιβωτό της σωτηρίας.
γ. Τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου
Τρία είναι τα αισθητά σημεία πού βλέπουμε καί ακούμε (1) Το νερό, (2) Ή τριπλή κατάδυση καί ανάδυση του βαπτιζομένου καί (3) Τα λόγια του Ιερέα: «Βαπτίζεται ό δούλος του Θεού... εις το όνομα του Πατρός καί του Υιού καί του Αγίου Πνεύματος».
δ. Ή ειδική χάρη του Μυστηρίου
Με το άγιο Βάπτισμα μεταδίδεται στο βαπτιζόμενο:
    (1) Ή άφεση όλων των αμαρτιών, δηλ. ή απαλλαγή από το μολυσμό του προπατορικού αμαρτήματος καί, όταν ό βαπτιζόμενος είναι μεγάλης ηλικίας, των προσωπικών αμαρτιών. Γι' αυτό μετά το Βάπτισμα, ανεξαρτήτως προηγουμένης ζωής μπορεί ό αναγεννημένος χριστιανός καί να ιερωθεί.
    (2) Ή αναγέννηση, ή δικαίωση, ή υιοθεσία καί ή δυνατότητα σωτηρίας. Ό βαπτισμένος έχει επανέλθει στην προπτωτική κατάσταση του «κατ' εικόνα καί καθ' όμοίωσιν», εκτός της ροπής προς το κακό, το οποίο όμως υπερνικάται (όταν κανείς ζει καί αγωνίζεται εντός της Εκκλησίας) καί του φυσικού θανάτου, ό οποίος όμως δεν έχει άλλες συνέπειες, έφ' όσον πλέον ό άνθρωπος μεταβαίνει με αυτόν τον φυσικό θάνατο στη ζωή (την αιώνιο). Ή βάση της άγιότητας τέθηκε. Υπολείπεται ή ενεργός, ή προσωπική συμμετοχή του καθενός, για να γίνει «κατά χάριν Θεός».
ε. Οι προϋποθέσεις του Βαπτίσματος
Σύμφωνα με τους λόγους του Κυρίου (Μαρκ. ιστ', 16), προυπόθεση του βαπτίσματος είναι ή πίστη μας στο πρόσωπο του Χριστού, χωρίς να την ανταλλάσσουμε ούτε με χρήματα, ούτε με φιλίες, ούτε καί μ' αυτή τη ζωή μας, όπως έκαναν οι Μάρτυρες της Εκκλησίας.
Ή πίστη αυτή περιλαμβάνει κυρίως τρία σημεία:
    (1) Την απόταξη του Σατανά, την απομάκρυνση του πιστού από κάθε τι το σατανικό. Σ' αυτό συντελεί καί ό εξορκισμός του Σατανά πού γίνεται πρίν από τη Βάπτιση.
    (2) Τη σύνταξη του πιστού με τον Χριστό. Τη στροφή δηλαδή της σκέψεως, των πράξεων, της αγάπης καί ολόκληρης της ζωής προς τον Χριστό.
    (3) Την προσκύνηση καί τη λατρεία του Χριστού.
στ. Ή προσωπική συμμετοχή στο Βάπτισμα.
Τα Μυστήρια δεν είναι δυνατόν να κατανοηθούν λογικά, αλλά κατανοούνται βιωματικά οί ενέργειες του Θεού πού απορρέουν από κάθε Μυστήριο. Ή γνώση του Μυστηρίου δεν εξαρτάται από τη διανοητική ικανότητα του άνθρωπου, αλλά από την αγάπη του Θεού. «Δεν Τον έζητήσαμε, αλλά μας έζήτησε» λέγει ό Αγιος Καβάσιλας καί συνεχίζει «το πρόβατο δεν έζήτησε τον ποιμένα, αλλά ό ποιμήν το πρόβατο». Όλα προέρχονται από τον Θεό. Αυτό γίνεται καί με το μικρό παιδί πού βαπτίζεται, το οποίο μάλιστα δεν προβάλλει συνειδητή αντίδραση στη χάρη του Θεού. Ή συνειδητή, βέβαια, συμμετοχή του μικρού παιδιού καί ή αντιληπτική του ικανότητα είναι μικρότερη ή μηδαμινή, Αλλά αυτό δεν έχει σημασία καί γιατί ή πρωτοβουλία ανήκει στον Θεό καί γιατί καί μεγάλο να ήταν το παιδί ή άνδρα: ή αντιληπτική του ικανότητα καί πάλι θα βρισκόταν σε πλήρη δυσαναλογία σχετικά με το ακατανόητο καί άρρητο αποτέλεσμα του ιερού Μυστηρίου.
Αυτοί είναι οί λόγοι για τους οποίους ή Όρθ. Έκκλησία βαπτίζει νήπια καί πιστεύει ότι αύτη είναι ή ορθή πρα ξη καί αυτό είναι το θέλημα του Χριστού (Ματθ. ιθ', 14-15).
ζ. Ό Νηπιοβαπτισμός
Στήν αρχαία Εκκλησία οί άνθρωποι βαπτίζονταν σε ό ποια ηλικία προσέρχονταν στην πίστη. Αυτό όμως δεν ση μαίνει ότι δε βαπτίζονταν νήπια. Οταν οί γονείς πίστευαν στον αληθινό Θεό, ολόκληρη ή οικογένεια βαπτιζόταν άρα καί τα νήπια. Ήταν αδιανόητο ή Εκκλησία να απέκλειε τα νήπια από τη σωτηρία, έφ' όσον ό Χριστός τα έκάλεσε καί τα ευλόγησε (Ματθ. ιθ', 14-15). Ό Αγιος Ειρηναίος (150 μ.Χ.) μαρτυρεί ότι ό νήπιοβαπτισμός ήταν συνηθισμένη πράξη της Εκκλησίας, ενώ ό "Αγιος Κυπριανός (250 μ.Χ.) παρατηρεί ότι τα παιδιά πρέπει να αξιούνται της χάριτος του Βαπτίσματος. Το ίδιο προσθέτει καί ό "Αγιος Γρηγόριος ό Θεολόγος, ότι τα παιδιά πρέπει να βαπτίζονται σε νηπιακή ηλικία.
Σέ περίπτωση κινδύνου ενός αβαπτίστου, ή Εκκλησία αναγνωρίζει το «αεροβάπτισμα», το όποιο μπορεί να τελέσει οποιοσδήποτε ορθόδοξος. Σ' αυτή την περίπτωση υψώνουμε τρεις φορές το παιδί - βρέφος λέγοντας: Βαπτίζεται ό δούλος του Θεού... είς το όνομα του Πατρός καί του Υιού καί του Αγίου Πνεύματος. Εάν το παιδί επιζήσει, το Βάπτισμα τελείται κανονικά από Ιερέα.
Τα νήπια πού πεθαίνουν αβάπτιστα, μερικοί Πατέρες υποστηρίζουν ότι θα βρίσκονται σε «μέση κατάσταση» ούτε θα δοξάζονται, ούτε θα κολάζονται. Ή Άγία Γραφή δε σημειώνει τίποτε σχετικό, γι' αυτό ή πλήρης αποκάλυψη του προβλήματος μας επιφυλάσσεται στην άλλη ζωή.
3. Το Μυστήριο του Χρίσματος
α. Το νόημα του Μυστηρίου
Ή αναγέννηση του αγίου Βαπτίσματος είναι πλήρης, Αλά ό νεοφώτιστος είναι «νήπιος εν Χριστώ» καί έχει ανάγκη βοηθείας, πού δίδεται σ' αυτόν με το Άγιο Πνεύμα κατά την τέλεση του Χρίσματος. Το έργο του Αγίου Πνεύματος στο νεοφώτιστο, είναι ή ειδική καί ποικίλη χάρη, που αρχίζει σαν «Σφραγίδα δωρεάς Πνεύματος Αγίου».
Β. Σύσταση του Μυστηρίου
Στήν Καινή Διαθήκη δεν υπάρχει ρητή μαρτυρία παραδόσεως του Μυστηρίου από τον Κύριο. Οί Άγιοι Άπόστολοι όμως μας παρέδωσαν την πράξη καί μας μιλούν γι' αυτο σαν ιδιαίτερο Μυστήριο: «Καί υμείς χρίσμα έχετε από του Αγίου, καί οίδατε πάντα» (Α' Ίω. β', 20), «εν ω καί ύμεΐς... πιστεύσαντες έσφραγίσθητε τω Πνεύματι τω Άγίω ός εστίν αρραβών της κληρονομιάς ημών» (Εφ. α', 13-14). Επίσης από τίς Πράξεις των Αποστόλων φαίνεται καθαρά ότι υπήρχαν βαπτισμένοι (από τους Διακόνους) χωρίς να έχουν λάβει το Αγιο Πνεύμα, οπότε οι Απόστολοι «επετίθουν τάς χείρας έπ' αυτούς καί ελάμβαναν Πνεύμα Αγιον» (Πράξ. η', 17). Για το Αγιο Πνεύμα ομιλεί καί ό Ευαγγελιστής Ιωάννης στο κεφ. ζ' 39, το οποίο θα ελάμβαναν κατά τους λόγους του Κυρίου «οί πιστεύοντες είς αυτόν», ενώ οι πρώτοι πού έλαβαν το Αγιο Πνεύμα είναι οί Απόστολοι κατά την Πεντηκοστή.
γ. Τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου
Τα σημεία αυτά είναι τέσσερα:
    (1) Το άγιο Μύρο - έλαιον από σαράντα αρώματα, που δηλώνουν «αισθητά» τα ποικίλα χαρίσματα του Άγιου Πνεύματος.
    (2) Ή ευχή του Ιερέα.
    (3) Ή χρίση των κυρίων μερών του σώματος καί
    (4) Τα λόγια του Ιερέα: «Σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου. Αμήν».
Με τα «σημεία» αυτά ό Ιερέας δεν «τελεί» το Μυστήριο αυτό όπως τ' άλλα, αλλά μεταδίδει το Άγιο Πνεύμα.
δ. Ή είδική χάρη του Μυστηρίου.
Ή χάρη του Χρίσματος είναι τα ποικίλα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος (Γαλ. ε', 22-23 καί Α'Κορ. ιβ'4καί 8-11), τα οποία λαμβάνουν όλοι ανεξαιρέτως οι βαπτισμένοι. Εάν τα διατηρούν ή εάν τα αυξάνουν, με τη δύναμη πάλι του Αγίου Πνεύματος, είναι ένα μεγάλο θέμα πού συν δέεται καί με την προαίρεση του καθενός. Πάντως το Χρίσμα δεν επαναλαμβάνεται. Εξαίρεση γίνεται εάν κάποιος ορθόδοξος πλανηθεί καί ακολουθήσει άλλη θρησκεία, εφ' όσον μετανοήσει, μπορεί να γίνει δεκτός ξανά στην ορθόδοξη Εκκλησία με τη χρίση (πάλι) του Αγίου Μύρου. Τα χαρίσματα γίνονται ενεργά με τη μετάνοια, την εξομολόγη ση καί τη θεία Κοινωνία.
4. Το Μυστήριο της Μετανοίας - Έξομολογήσεως
α. Το νόημα του Μυστηρίου
Καθένας πού αποφασίζει να εξομολογηθεί, πρέπει προηγουμένως να έχει μετανοήσει. Δηλαδή να έχει αλλάξει νού τρόπο σκέψεως καί συμπεριφοράς καί να προσαρμοστεί στον Ευαγγελικό Νόμο. Να πάψει να ενεργεί όπως ήξερε, όπως συνήθιζε ή όπως του είπαν καί να εφαρμόζει πλέον ο,τι λέει καί καθορίζει ό Χριστός, παρουσιάζοντας καρπό άξιο της μετανοίας (Ματθ. γ, 8).
Β. Ή σύσταση του Μυστηρίου
Το μυστήριο της Μετανοίας ίδρυσε καί παρέδωσε ό Κύριος στους Αποστόλους Του μετά την Ανάσταση, όταν τους είπε: «...Λάβετε Πνεύμα Αγιον αν τίνων άφήτε τας αμαρτίας, άφίενται αυτοίς, αν τίνων κρατήτε, κεκράτηνται» (Ίω. κ', 22-23).
γ. Τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου
Τα σημεία αυτά είναι τρία:
    (1) Ή εξομολόγηση των αμαρτιών μπροστά στον Πνευματικό με ειλικρινή μετάνοια.
    (2) Ή επίθεση της χειρός του Πνευματικού στον Εξομολογούμενο. ,
    (3) Ή συγχωρητική ευχή πού διαβάζει ό Ιερέας, αλλά ό Χριστός είναι ό συγχωρών.
δ. Ή τέλεση του Μυστηρίου
Το Μυστήριο είναι «απόρρητο». Δεν έχει δικαίωμα ούτε ο Πνευματικός να ανακοινώσει τίποτε άπ' όσα ακούσε στην Εξομολόγηση, ούτε άλλος κανείς να ζητήσει ή ν' απαιτήσει πληροφορίες. Κανονικά ούτε καί ό Έξομολογουμένος πρέπει ν' ανακοινώνει όσα ακούσε, διότι αυτά ισχύουν μόνο για τη δική του περίπτωση. Σ' άλλον, άλλο φάρμακο, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του, καί την ιδιαιτερότητα του θα δώσει ό Πνευματικός.
Το «καταφύγιο» της Έξομολογήσεως «πάντων των κοπιώντων καί πεφορτισμένων» έχει καλύτερα αποτελέσματα όταν ό Έξομολογούμενος δεν ντρέπεται καί φανερώνει την πληγή του στον Πνευματικό, όπως καί στον ιατρό των σωμάτων. Καί την ώρα αύτη, αποδίδοντας τίς αμαρτίες του μόνο στον εαυτό του καί στην αμέλεια του, αισθάνεται σαν κατάδικος καί στην όψη καί στο λογισμό καί, με σκυφτό το πρόσωπο στη γη, βρέχει, εάν μπορεί, με δάκρυα τα πόδια του Πνευματικού, σαν να είναι τα πόδια του Χριστού. Ετσι «άφίενται αί άμαρτίαι», έτσι αποδίδεται λευκός καί ανάλαφρος, για να συνεχίσει τον ωραίο αγώνα της ζωής καί σωτηρίας του. Τα έπιτίμια πού μερικές φορές επιβάλλει ό Πνευματικός δεν είναι ποινές, αλλά απαραίτητα φάρμακα θεραπείας των παθών. Τον Πνευματικό πατέρα μας τον διαλέγουμε. Τον σαρκικό πατέρας μας δεν τον επιλέξαμε. Εξομολογούμαστε λοιπόν σ' αυτόν πού αναπαυόμαστε. Καί είναι τελείως απαραίτητη ή ύπαρξη ενός Πνευματικού, όπως είναι απαραίτητη ή ύπαρξη πολλές φορές καί του Δικηγόρου, Ιατρού, Προπονητού, Φοροτεχνικού κ.λπ. τους οποίους συμβουλευόμαστε κατά κανόνα χωρίς αντιρρήσεις η ενστάσεις. Όποιος κάνει υπακοή στον Πνευματικό του, όχι μόνο λύει συνήθως όλα τα προβλήματα του, αλλά έξασφαλίζει καί τη σωτηρία του. Ή υπακοή αυτή είναι ταπείνωση καί οί ταπεινοί «τον Θεόν όψονται»!
Στό εξομολογητήριο λέμε αμαρτίες καί όχι ιστορίες! Λέμε τα δικά μας αμαρτήματα καί όχι τίς αμαρτίες των άλλων. Στό εξομολογητήριο δεν αναμένουμε κήρυγμα από τον Πνευματικό. Μπορούμε όμως να ρωτάμε, να λύουμε απορίες καί να λαμβάνουμε απαντήσεις, για να ρυθμίζουμε τη στάση καί συμπεριφορά μας, ώστε να είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού καί του Ευαγγελίου. Ή καθοδήγηση αυτή πρέπει να γίνεται στην αρχή της πνευματικής ζωής σε τακτικά διαστήματα. Διαφορετικά ό Έξομολογούμενος επανέρχεται στα ίδια καί χειρότερα μερικές φορές.
5. Το Μυστήριο της Ίερωσύνης
α. Το νόημα του Μυστηρίου
Ό Κύριος αμέσως μετά την έναρξη του έργου Του, εκλέγει καί τους «έργάτας του αμπελώνος» (Ματθ. κ', 1), τους δώδεκα Αποστόλους Του, στους οποίους ως Μέγας Άρχιερεύς μετέδωσε την Ίερωσύνη.
Οί Απόστολοι δια Πνεύματος Αγίου την μετέδωσαν στους διαδόχους τους Αρχιερείς, οι διάδοχοι στους επόμενους κ.ο.κ. Έτσι συνεχίζεται μέχρι των ήμερων μας ή Αποστολική διαδοχή καί θα συνεχίζεται μέχρις ότου υπάρχει ή Εκκλησία του Χριστού στη γη, της οποίας κεφαλή είναι ο Χριστός, σώμα δε ορατό οι πιστοί: Κληρικοί και Λαϊκοί.
β. Ή σύσταση του Μυστηρίου
Σε πολλά χωρία των ίερών Ευαγγελιστών φαίνεται ή εκλογή από τον Κύριο των Αγίων Αποστόλων καί ή ανάθεση σ' αυτούς των τριών αξιωμάτων Του, πού αποτελούν την ουσία του Μυστηρίου της Ίερωσύνης: Του Προφητικού (=διδασκάλου, «προφήτου»), του Αρχιερατικού ( = ιερέως, θύτου) καί του Βασιλικού ( = αρχηγού, πνευματικού ήγέτου του λάου) (Ματθ. θ', 38. ι', 1-32. Λουκ. ι', 17-24).
Καί οί Απόστολοι, «δια της επιθέσεως των χειρών» καί ειδικής προσευχής, μετέδιδαν το χάρισμα αυτό στους διαδόχους τους Επισκόπους, Πρεσβυτέρους καί Διακόνους (Πράξ. η', 18. Α', Τιμ. δ', 14. Β'Τιμ. α', 6. Έβρ. στ', 2).
γ. Τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου
Τα σημεία αυτά είναι:
    (1) Ή επίθεση των χειρών του Επισκόπου (πρέπει να έχει κανονική αποστολική διαδοχή).
    (2) Ή ευχή: «Ή θεία Χάρις, ή τα ασθενή θεραπεύουσα καί τα ελλείποντα αναπληρούσα, προχειρίζεται (σφραγίζει ανεξάλειπτα) τον ευλαβέστατο... είς Διάκονον ή Πρεσβύτερον ή Έπίσκοπον. Εύξώμεθα ουν υπέρ αυτού, ίνα έλθη έπ' αυτόν ή χάρις του Παναγίου Πνεύματος».
Είναι ανεπανάληπτο. Τελείται μόνο μία φορά. Μετά την ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο (681), καθιερώθηκε οί Επίσκοποι να είναι άγαμοι. Οι Πρεσβύτεροι καί Διάκονοι μπορούν να είναι έγγαμοι, αλλά απαγορεύεται ό γάμος μετά τη χειροτονία και σε περίπτωση χηρείας.
Οι χειροτονίες γίνονται κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας Του Διακόνου μετά τον αγιασμό των Τιμίων Δώρων. Του Πρεσβυτέρου μετά το Χειρουβικό ύμνο, για να λάβει μέρος στον αγιασμό των Τιμίων Δώρων, καί του Επισκόπου από 2 τουλάχιστον Αρχιερείς μετά τον Τρισάγιο ύμνο, για να ευλογήσει καί να διδάξει το εκκλησίασμα.
δ. Ή ειδική χάρη του Μυστηρίου
    (1) Ό Επίσκοπος λαμβάνει το πλήρωμα της Ίερωσυνης. Ή διάκριση σε Επισκόπους, Αρχιεπισκόπους, Μη
τροπολίτες ή Πατριάρχες είναι διοικητική. Ως προς την Άρχιερωσύνη είναι όλοι ίσοι.
    (2) Ό Πρεσβύτερος - Ιερέας λαμβάνει τη Χάρη να τελεί όλα τα Μυστήρια πλην του αγιασμού του Άγιου Μύ
ρου, της Ίερωσύνης καί των εγκαινίων των Ναών, τα οποία τελεί ό Επίσκοπος.
    (3) Ό Διάκονος, υπηρετεί τον Επίσκοπο και τον Ιερέα, χωρίς να τελεί Μυστήρια.
ε. Το ύψος και τα προσόντα του ιερατικού Λειτουργήματος.
Την υψηλή αποστολή καί το «ύπούργημα» της Ίερωσύνης τόνισε ό Αγιος Κοσμάς ό Αιτωλός ως εξής: «Αν δεις Άγγελο και Ιερέα να προσκυνήσεις πρώτα τον Ιερέα, διότι τελεί την αναίμακτη θυσία του Χριστού, στην οποία σκύβουν καί Άγγελοι καί την παρακολουθούν με έκσταση». Την πνευματική εξουσία του Ιερέα δεν έχουν ούτε οί Αγγελοι. Γι' αυτό πρέπει ή ίερωσύνη να ανατίθεται σε ανάλογα «χέρια»...
Αυτός πού θέλει να γίνει Ιερέας πρέπει:
    (1) Να έχει αγνά ελατήρια.
    (2) Να έχει την «καλή μαρτυρία» της Εκκλησιαστικής κοινότητας.
    (3) Να μην έχει περιπέσει σε θανάσιμο αμάρτημα (πορνεία, φόνο, ή άλλο κωλυτικό της ίερωσύνης αμάρτημα).
    (4) Να έχει πνευματικές καί ψυχικές ικανότητες.
Ή εξεύρεση καί χειροτονία καλών Ιερέων είναι υπόθεση όλων των πιστών. Αλλοι για να δώσουν ένα τους παιδί στην ίερωσύνη, άλλοι για να γίνουν οί ίδιοι ώριμοι πρεσβύτεροι ή μετά τη συνταξιοδότηση τους καί άλλοι, οί περισσότεροι, με τίς προσευχές τους ό Θεός να φωτίζει, να οδηγεί καί να αναδεικνύει άξιους καί αγίους Ιερείς. Καί επειδή «Ουδείς άξιος των συνδεδεμένων ταις σαρκικαίς έπιθυμίαις καί ηδοναίς» υπάρχει, γι' αυτό ανθρώπινα, θα γίνονται σφάλματα, αλλά δεν είμαστε εμείς αρμόδιοι να κρίνουμε ή να κατακρίνουμε44 τον Ιερέα. Αλλοι είναι αρμόδιοι αυτοί θα δώσουν λόγο καί όχι εμείς γι' αυτούς. Ποιος δεν πίνει το νερό στο σπίτι του επειδή ό σωλήνας είναι σκουριασμένος; εξετάζουμε ποτέ τον σωλήνα; Ποιος δε δέχεται την επιταγή από τον ταχυδρόμο επειδή είναι κακόμορφος ή «αμαρτωλός»; Εμάς πρέπει να μας ενδιαφέρει ή ΕΠΙΤΑΓΗ πού μας προσφέρει ό ταχυδρόμος του Θεού! Προσοχή λοιπόν, διότι τα κάρβουνα είτε σβηστά τα πιάσεις λερώνεσαι, είτε αναμμένα, καίγεσαι...
44.Ή κατάκριση Ιερέα λέγεται ίεροκατηγορία καί είναι αμάρτημα πολύ βαρύτερο από την κατάκριση.

6. Το Μυστήριο τον Γάμου
α. Το νόημα καί ή σύσταση του Μυστηρίου
Γάμος είναι ή τελετή της νόμιμης ενώσεως του άνδρα με τη γυναίκα. Είναι ένας θεσμός πού αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των φύλων, στα πλαίσια μιας κοινής συμβιώσεως καί στον καθορισμό της νομικο-κοινωνικής θέσεως των μελλόντων να γεννηθούν παιδιών, με βάση την προσωπικότητα των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα, φυλή, θρησκεία κ.λπ.).
Νομικά ό γάμος είναι ισόβια κοινωνία βίου, με έντονο ηθικό κατά βάση χαρακτήρα, δύο φυσικών προσώπων διαφορετικού φύλου, πού αναγνωρίζεται, ρυθμίζεται καί προστατεύεται από την έννομο τάξη (Σύνταγμα 1975, Ν1329/ 1983).
Καταβλήθηκε προσπάθεια να διατυπωθούν περί γάμου διάφορες εξελικτικές θεωρίες. Κατά τη χριστιανική όμως Δογματική, ό γάμος δεν είναι ούτε απλή σύμβαση, ούτε απλός κοινωνικός δεσμός, αλλά θρησκευτικό μυστήριο, ένα από τα επτά. Ό Θεός το ευλόγησε από την πρώτη στιγμή της Δημιουργίας λέγοντας στους πρωτοπλάστους «Αύξάνεσθε καί πληθύνεσθε» (Γεν. α', 28), αλλά καί ως Θεάνθρωπος το ευλόγησε στο γάμο της Κανά (Ίω. β', 1-11).
Ό Απόστολος Παύλος χαρακτήρισε το γάμο «Μύστηριον μέγα εις Χριστόν καί είς την Έκκλησίαν» (Εφ. ε', 32), πού σημαίνει ότι ό γάμος εκτός του ότι είναι μυστήριο καί μάλιστα πολύ μεγάλο, είναι καί δεσμός τελείας ενώσεως καί αφοσιώσεως, ισόβιος καί αδιάλυτος: Αυτοί τους οποίους «ό Θεός συνέζευξε άνθρωπος μη χωριζέτω» (Ματθ. ιθ' 6).
β. Τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου
Τα σημεία αυτά είναι τέσσερα:
    (1) Ή ελεύθερη συγκατάθεση των νεόνυμφων.
    (2) Το στεφάνωμα των νεόνυμφων.
    (3) Ή άρμοση των χεριών τους.
    (4) Ή ευλογία της Εκκλησίας.
Ό λόγος για τον όποιο ή Εκκλησία στεφανώνει τους νεόνυμφους είναι ό ίδιος με εκείνον, για τον όποιο στεφανώνονται καί οί αθλητές των διαφόρων αγωνισμάτων. Δέχονται οί λίγοι αθλητές από τους πολλούς πού αγωνίστηκαν στα κεφάλια τους τα στεφάνια, ως σύμβολο νίκης καί θριάμβου, επειδή αγωνίστηκαν σκληρά καί τελικά νίκησαν δεν ηττήθηκαν. Το αντικείμενο της νίκης του νέου ζεύγους πού προσέρχεται στο Μυστήριο του γάμου είναι ή εγκράτεια καί ή αγνότητα του. Καί στεφανώνονται, επειδή αγωνίστηκαν ως νέοι ενωρίτερα, αλλά καί κατά την περίοδο των αρραβώνων τους, με αποτέλεσμα να μην προχωρήσουν στίς προγαμιαίες σχέσεις. Αυτοί θεωρούνται πραγματικοί νικητές καί μάλιστα αήττητοι. Καί σ' αυτούς ή ευλογία της Εκκλησίας πού παρέχεται στο Μυστήριο του γάμου είναι πλήρης λαμβάνουν την πρώτη ευλογία του Θεού καί της Εκκλησίας «κατ' εύδοκίαν». Όσοι νέοι δεν επιτυγχάνουν σ' αυτόν τον αγώνα καί ηττώνται, δηλαδή δημιουργούν καί έχουν σαρκικές σχέσεις πρίν από το γάμο τους, τυπικά στεφανώνονται λαμβάνουν τη δεύτερη ευλογία του Θεού καί της Εκκλησίας «κατά παραχώρησιν».
γ. Ή ειδική χάρη του Μυστηρίου.
Με την ευλογία της Εκκλησίας, ό φυσικός δεσμός γίνεται ισόβια πνευματική ένωση, ικανή με την άγιαστική καί δημιουργική χάρη του Θεού να εκπληρώσει τους θείους σκοπούς του γάμου πού είναι:
    (1) Ή αλληλοβοήθεια, ή αλληλοσυμπλήρωση καί ό έξαγιασμός του ζεύγους των συζύγων με τελικό σκοπό τη σωτηρία τους.
    (2) Ή διαιώνιση του ανθρώπινου γένους καί ή ανατροφή των παιδιών «εν παιδεία καί νουθεσία Κυρίου» (Εφ. στ',4).
δ. Σύζυγος καί Συζυγία.
Οί λέξεις αυτές προέρχονται από το ρήμα ζεύγνυμι ή ζευγνύω πού σημαίνει ενώνω, συνδέω, βάζω κάτω από το ζυγό τους ίππους ή τα βόδια κ.λπ. Συζεύγνυμαι σημαίνει παντρεύομαι, συνδέομαι με το δεσμό του γάμου. Παράγωγα των ρημάτων αυτών είναι οί λέξεις ζεύγος, ζυγός, ζευγάρι, ευζυγος κ.λπ. Ζυγός σημαίνει α) τη ζυγαριά, β) το ζυγό στη στρατιωτική παράταξη, γ) τη δουλεία του κατακτητού καί δ) το εγκάρσιο ξύλο στο αλέτρι οπού ζεύονται τα άλογα ζώα για το όργωμα.
Σύζυγος λοιπόν σημαίνει τον (την) έζευγμένο (η) στον ίδιο ζυγό καί συζυγία σημαίνει το ζυγό στον οποίο μπαίνει το νέο ζευγάρι των νεόνυμφων μετά το γάμο τους. Όσον δέχονται (καί υπομένουν) έτσι το ζυγό, συμπορεύονται με το ταίρι τους καί αισθάνονται άνεση καί ελευθερία. Όσοι τον παρομοιάζουν με το ζυγό του κατακτητού, αισθάνονται καταπίεση καί δουλεία.
Για να οργωθεί ένα χωράφι χρειάζεται εκτός από τα δύο ζώα καί γεωργός για την κατεύθυνση τους, σε περιπτώσεις πού «παραστρατούν» καί βουκέντρα45 στο χέρι. Άλλά καί στο γάμο χρειάζεται «γεωργός» (λόγω αγνοίας καί απειρίας), εάν θέλουμε να είναι επιτυχημένος. Όχι «γεωργός» πού θα ικανοποιεί τίς συμφεροντολογικές, οικονομικές ή επαγγελματικές ανάγκες του ζεύγους, αλλά «γεωργός» πού πρωτίστως θα εξασφαλίζει τίς πνευματικές. Όποιοι αποφασίζουν να δεχθούν στη συζυγία τους σαν «γεωργό» τον Θεό, πού διαθέτει καί «βουκέντρα», επιτυγχάνουν ΑΡΙΣΤΑ, διότι αυτός ό γεωργός ζητά από τον άνθρωπο λίγα καί δίνει ΠΟΛΛΑ. «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού καί την δικαιοσύνην αυτού καί ταύτα πάντα (εννοεί τα υλικά αγαθά) προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. στ', 33).
45. Βουκέντρα είναι μακριά ράβδος, πού καταλήγει σε σιδερένια μύτη, με την οποία ό γεωργός «κεντά», κτυπά καί κατευθύνει το ζευγάρι τών ζώων, οπότε «παραστρατεί».
ε. Πρακτικές συμβουλές Γάμου
    (1) Τη ζωή του ζεύγους πρέπει να διακρίνει ή προσφορά του ενός προς τον άλλον. Ετσι «εξαφανίζεται» το ΕΓΩ καί το ΕΣΥ καί μετατρέπονται σε ΕΜΕΙΣ.
    (2) Προσπαθεί ό καθείς στο ζεύγος να κάνει το θέλημα καί την επιθυμία του αλλού, όπως ακριβώς καί όταν ήσαν πρωτοερωτευμένοι.
(3) Δε λέει κανείς στο ταίρι του «δεν έχεις δίκαιο», τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή, αλλά στον κατάλληλο χρόνο με τον κατάλληλο τρόπο.
    (4) Ψάχνει να βρει καί επαινεί ο,τι καλό βλέπει, παραβλέποντας τα κακά. Ή γκρίνια είναι δηλητήριο πού... σκοτώνει σιγά - σιγά καί ύπουλα.
   (5) Παίρνει απόφαση ό καθείς να δέχεται ο,τι έγινε καί δεν μπορεί να αλλάξει. Ζει την κάθε ήμερα όπως ακριβώς είναι. Σκέπτεται περισσότερο αυτά πού έχει καί λιγότερο αυτά πού έχασε.
(6) Βλέπει στα υλικά αγαθά πόσα έχει καί όχι πόσα του λείπουν καί στα πνευματικά πόσα του λείπουν καί όχι πόσα έχει. Ετσι ηρεμεί πρίν αγχωθεί.
   (7) Φροντίζει να χρησιμοποιεί καθημερινά περισσότερο από κάθε άλλη λέξη, τη λέξη συγγνώμη. Ζητά συγγνώμη για το δικό του λάθος.
    (8) Καταπολεμεί την υποκρισία, την αγνοία καί τίς παρεμβάσεις τρίτων. Εφαρμόζει την ειλικρίνεια, τη γνώση -αλήθεια για το κάθε τι καί φροντίζει το ταίρι του περισσότερο από όλους καί από όλα.
    (9) Εφαρμόζει την αύτομεμψία: βρίσκει σε κάθε «διαμάχη» τα δικά του λάθη καί τα διορθώνει.
    (10) Σέ κάθε διαφωνία - αδιέξοδο καταφεύγουν στη διαιτησία στον Πνευματικό. Ή αποδοχή της γνώμης του Πνευματικού, θίγει λιγότερο τον εγωισμό μας καί τελικά γίνεται ο,τι θέλει ό Θεός!
7. Το Μυστήριο του Ιερού Εύχελαίου
α. Το νόημα καί ή σύσταση του Μυστηρίου
Ή σύσταση του ιερού αυτού Μυστηρίου στηρίζεται στην εξουσία πού έδωσε ό Χριστός στους Μαθητές Του, «...ώστε (μ' αυτήν την εξουσία) θεραπεύειν πάσαν νόσον καί πάσαν μαλακίαν» (Ματθ. ι', 1). Καί οι Απόστολοι πιστοί εκτελεστές των εντολών του Κυρίου επέστρεφαν από τις περιοδείες τους καί με ενθουσιασμό ομολογούσαν: "Κύριε καί τα δαιμόνια υποτάσσεται ημίν εν τω ονόματι σου» (Λουκ. ι', 17). Γι' αυτό καί ό Ευαγγελιστής Μάρκος αναφέρει ότι οι Απόστολοι «...ήλειφον ελαίω πολλούς αρρώστους καί εθεράπευον» (Μαρκ. στ', 13).
Αυτή ή θεραπευτική τακτική τηρήθηκε καί μετά την Πεντηκοστή από τους Αποστόλους καί τους διαδόχους τους καί είναι προνόμιο πού χορηγήθηκε από τον Χριστό στην Εκκλησία Του. Αυτό το προνόμιο καθιερώνει πρακτικά αργότερα (μεταξύ 55-60 μ.Χ.) ό Απόστολος Ιάκωβος, ό Άδελφόθεος, στην επιστολή του λέγοντας χαρακτηριστικά: «Εάν κάποιος είναι άρρωστος, να προσκαλέσει τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας να προσευχηθούν γι' αυτόν καί να τον αλείψουν με λάδι, επικαλούμενοι το όνομα του Κυρίου. Καί ή προσευχή πού γίνεται με πίστη θα σώσει τον άρρωστο» (Ίακ. ε', 13-15).
β. Τα αισθητά σημεία του Μυστηρίου
Τα σημεία αυτά είναι τρία:
(1) Το καθαρό «ελαιον».
(2) Ή επάλειψη των μελών του σώματος (κεφαλής -χειρών) καί
(3) Ή ευχή του Ιερέα:
«Πάτερ Άγιε, ιατρέ των ψυχών καί των σωμάτων... ίασαι τον δούλον Σου... έκ της περιεχούσης αυτόν σωματικής καί ψυχικής ασθενείας καί ζωοποίησον αυτόν δια της χάριτος του Χριστού Σου...».
γ. Σχέση Ευχελαίου καί Εξομολογήσεως
Το ιερό Μυστήριο του Ευχελαίου γίνεται σε περιπτώσεις ασθενειών ή σε ψυχορραγούντες καί όχι π.χ. για το καλό του μήνα ή του χρόνου, για να φύγουν τα δαιμονικά. για να έλθει ή ευλογία του Θεού επειδή όλα πάνε «κακά καί ανάποδα» ή γι' άλλες ποικίλες περιπτώσεις46, για τίς όποίες μπορούμε να κάνουμε αγιασμό ή ο,τι άλλο μας συστήσει ό Ιερέας. Μαζί λοιπόν με τίς ευχές για θεραπεία της ψυχής καί του σώματος μνημονεύονται καί συγχωρητικές ευχές των αμαρτιών του ασθενούς καί των συμμετεχόντων στο Μυστήριο ανθρώπων, όπως τονίζει και ό Άδελφόθεος Ιάκωβος: «...και αν έχει κάνει αμαρτίες θα τους τις συγχωρέσει ο Κύριος» (Ίακ. ε', 15). Ζητούμε τη συγχώρηση των αμαρτιών, πρώτον διότι ο ίδιος ό Κύριος μας έδίδαξε ότι και οί σωματικές ασθένειες πολλές φορές έχουν σαν αίτιο τις αμαρτίες μας καί δεύτερον διότι ή αμαρτία αφήνει τις ουλές της στις ψυχές και τα σώματα μας ακόμη και μετά τη μετάνοια καί εξομολόγηση μας.
Με δεδομένο ότι του Εύχελαίου προηγείται το ιερό Μυστήριο της Μετανοίας και Εξομολογήσεως στο οποίο ενωρίτερα ό πιστός συμμετέχει, γίνεται αποδεκτό αυτό πού αναγράφεται σε ορισμένα Βυζαντινά λειτουργικά υπομνήματα. Ή Εξομολόγηση καί το Ευχέλαιο είναι οι δύο πλευρές ενός καί μοναδικού θεραπευτικού «μυστηρίου», στο όποιο ή Θεία Χάρη συγχωρεί τις αμαρτίες μας και θεραπεύει τα ψυχικά και σωματικά μας νοσήματα είναι Μυστήρια ψυχοσωματικής ιάσεως και ολοκληρώσεως του χριστιανού.
δ. Πληρότητα του Μυστηρίου
Το Ευχέλαιο τελείται κανονικά από επτά Ιερείς. Επτά είναι καί τα Αποστολικά καί Ευαγγελικά αναγνώσματα, επτά είναι καί οί ευχές γι' αυτό ανάβουμε καί επτά κεριά (ό αριθμός επτά σημαίνει πληρότητα). Όταν δεν είναι εύκολη ή ανεύρεση επτά Ιερέων γίνεται καί από λιγότερους, ή κατ' οικονομία καί από ένα μόνο. Ή πληρότητα του αριθμού επτά σημαίνει ότι το Αγιο Ευχέλαιο εκφράζει καί φανερώνει την αγάπη καί τη στοργή ολόκληρης της Εκκλησίας για το άρρωστο σωματικά καί ψυχικά μέλος της. Στίς δύσκολες στιγμές της ασθενείας του άρρωστου μέλους της, εμπρός στον κίνδυνο του σωματικού θανάτου του, εύχεται ή Εκκλησία (παριστάμενοι Ιερείς καί Λαϊκοί), κατά την τέλεση του ιερού αυτού Μυστηρίου, την πλήρη ίαση καί την ολοκληρωτική θεραπεία του ασθενούς, για να αποδοθεί καί πάλι στην Εκκλησία «σώος καί ολόκληρος», για να «ευαρεστή καί να πράττη» το θέλημα του Θεού.
ε. Τέλεση του Μυστηρίου
Στούς Ιερούς Ναούς τελείται Ευχέλαιο τη Μεγάλη Τετάρτη απόγευμα για καλύτερη προετοιμασία των πιστών, πρίν από τη θεία Κοινωνία των ήμερων του Πάσχα. Κατά αντιστοιχία το ίδιο πράττουν πολλοί καί προ των Χριστουγέννων, όπως καί σ' άλλες περιπτώσεις κατά την κρίση των Ιερέων καί τίς ανάγκες της Ενορίας.
Όταν κάποιος θέλει να τελεστεί το Ιερό Ευχέλαιο στο σπίτι του για λόγους υγείας μπορεί να ενεργήσει ορθότερα ως έξης: Πρίν από το Εύχέλαιο οί οικείοι του ασθενούς καί ό ίδιος ό ασθενής εξομολογούνται εν μετάνοια, προετοιμάζονται με νηστεία, κάνουν πολλή προσευχή καί τελούν το Ευχέλαιο. Την επομένη κανονίζουν να τελεστεί καί ιδιαίτερη Θεία Λειτουργία υπέρ υγείας του πάσχοντος, στην οποία καί κοινωνούν. Εάν ό ασθενής είναι κατάκοιτος, κοινωνεί στο σπίτι. Για να γίνουν τ' ανωτέρω δεν πρέπει το Ευχέλαιο να γίνει κοσμικό γεγονός. Αυτοί πού θα προσκληθούν, για να παραστούν σ' αυτό, θα πρέπει να έχουν διάθεση να συμπροσευχηθοϋν καί να συμβάλουν ουσιαστικά στο πρόβλημα μας. (Ή καλύτερη συμβολή τους είναι η «εν έπιγνώσει» συμμετοχή τους στο Μυστήριο).
Από πλευράς τυπικής προετοιμασίας του Μυστηρίου απαιτείται μια βαθιά πιατέλα με αλεύρι (για να τοποθετηθούν σ' αυτήν τα επτά κεριά), καντήλα, θυμιατό, χριστήρας (ή χριαλίδιο), Εικόνα. Οί παρευρισκόμενοι δεν είναι άπαραίτητο να κρατούν κερί στο χέρι κατά τη διάρκεια του Μυστηρίου. Ή εύκολη αυτή προετοιμασία γίνεται καί ουσιαστική, εάν προσφέρουμε την ψυχή μας αγνή, καθαρή, ταπεινή. Ετσι συμμετέχουμε στο αγγελικό πανηγύρι των Μυστηρίων της Εκκλησίας μας!
Όταν, μερικές φορές, βλέπουμε ότι οι αιτήσεις μας, με το Ευχέλαιο πού τελούμε, δεν ικανοποιούνται, αυτό μπορεί να συμβαίνει διότι:
-Δεν πιστεύουμε ταπεινά καί απλά ότι για τον Θεό τα πάντα είναι δυνατά καί εύκολα.
-Ή προσευχή μας δε βγαίνει από χείλη καί ζωή καθαρή.
-Οί αιτήσεις μας δεν είναι σύμφωνες με το πνεύμα του Ευαγγελίου: «Ούχ ως εγώ θέλω, άλλ' ως Σύ» (Ματθ. κστ',39).
-Ζητάμε περισσότερο την υγεία του σώματος, ενώ θα έπρεπε να ζητούμε πρωτίστως την υγεία της ψυχής.
Άλλα, ακόμη δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ό Θεός πού μας αγαπά απεριόριστα, είναι δυνατόν να μας στερεί αυτό πού ζητάμε σήμερα, για να μας προσφέρει αύριο κάτι πολύ ανώτερο! Γι' αυτό ό θείος Χρυσόστομος τονίζει: «υπάρχουν περιπτώσεις για τίς όποιες θα ευχαριστούμε τον Θεό περισσότερο γι' αυτά πού δε μας έδωσε, παρά γι' αυτά πού μας δίνει»!
*****
46. Κάποια μητέρα ζήτησε από τον Ιερέα της ενορίας της να κάνει Εύχέλαιο, διότι το γιο της τον συνέλαβαν οί Αστυνομικοί καί τόν ε κλεισαν στίς φυλακές... αδίκως! Το ίδιο συμβαίνει όταν λέμε στον Ιατρό:
 Σημ.  Γιατρέ θέλω να μου δώσεις αυτό το φάρμακο. Όπως ό ιατρός πρώτα μας εξετάζει καί μετά μας δίδει το φάρμακο, οποίο αυτός κρίνει, έτσι καί στα πνευματικά. Λέμε στον Ιερέα ή τον Πνευματικό μας το πρόβλημα πού μας απασχολεί καί τότε αυτός αποφασίζει το «φάρμακο» πού θα μας δώσει ή θα μας συστήσει (ευχή, αγιασμό, ευχέλαιο, εξομολόγηση κ.λπ.).
Από το βιβλίο "Λατρευτικό Εγχειρίδιο"

ΠΡΟΣΕΥΧΗ, ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ, ΝΗΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΙΟΙ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΟΙ, ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (Ματθ. 6, 14-21)

ΠΡΟΣΕΥΧΗ, ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ, ΝΗΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΙΟΙ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΟΙ, ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (Ματθ. 6, 14-21)

ΚΞ[ΙΗ
ΠΡΟΣΕΥΧΗ, ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ, ΝΗΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΙΟΙ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΟΙ, ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (Ματθ. 6, 14-21)
Του Μιχαήλ Γ. Χούλη, Θεολόγου
Αφού δίδαξε ο Ιησούς στα πλήθη του λαού τα θαυμάσια πνευματικά μηνύματα της επί του Όρους Ομιλίας, επαναξιολόγησε, διόρθωσε και συμπλήρωσε τον μωσαϊκό νόμο του Μωυσή, όσον αφορά την οργή και το φόνο, την μοιχεία, τον όρκο, την εκδίκηση, την αγάπη, την ελεημοσύνη, την προσευχή, τη συγνώμη, τη νηστεία και τον αληθινό θησαυρισμό, που έχει να κάνει με την ουράνια δόξα και σωτηρία. Σε πολλά διδάγματά Του χρησιμοποίησε τις φράσεις: «Έχετε ακούσει ότι είπαν ….., ΕΓΩ ΟΜΩΣ ΣΑΣ ΛΕΩ», που σημαίνει ότι όχι μόνο είχε την αυτοσυνειδησία, αλλά και είναι ο Υιός του Θεού επί της γης, ο οποίος «δεν ήρθε να καταργήσει τον νόμο και τους προφήτες, αλλά να εκπληρώσει» (Ματθ. 5,17). Ακόμη, στον Ιωάννη τον Βαπτιστή απαντά καταφατικά ο Ιησούς πως είναι ο Μεσσίας (Ματθ. 11,2-6) και στην σαμαρείτισσα που Του μίλησε για την έλευση του «λεγόμενου Χριστού», του Μεσσία των παλαιοδιαθηκικών ελπίδων του Ισραήλ, απαντά χωρίς περιστροφές «ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ» (Ιω. 4,25-26). Επεξηγεί άλλωστε ο Ιησούς: «Εάν δεν πιστέψετε ότι Εγώ Είμαι (ο Γιαχβέ) θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας…. Όταν υψώσετε τον Υιόν του Ανθρώπου, τότε θα γνωρίσετε ότι Εγώ Είμαι (ο αληθής Θεός)» (Ιω. 8,21-29). Και πάλι «Από τώρα σας τα λέω, πριν να γίνουν, ώστε όταν γίνουν να πιστέψετε ότι ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ» (Ιω. 13,12-19). Παραπέμπει ο Κύριος τους ακροατές Του στον προφήτη Ιεζεκιήλ, για να μπορέσουν να καταλάβουν ότι ο ομιλών μαζί τους είναι ο Θεός Γιαχβέ. Γι’ αυτό και χρησιμοποιεί με απόλυτο τρόπο το ρήμα «Είμαι». Στον προφήτη Ιεζεκιήλ πράγματι ο Θεός λέγει: «Τότε θα γνωρίσετε ότι Εγώ Ειμί» (Εγώ είμαι ο Θεός Γιαχβέ) (35,9) [Β1 = Βοηθήματα: 1].
Μια σημαντική παρακαταθήκη του Κυρίου στην Εκκλησία του, στην ίδια ενότητα, είναι η θαυμάσια Λειτουργική προσευχή ‘Πάτερ ημών’. Γενικά Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ είναι η αναπνοή της ψυχής και αποτελεί πανίσχυρη ασπίδα κατά των ορατών και αόρατων επιθέσεων εναντίον μας. ‘Τι φωνάζεις προς εμένα;’, λέγει ο Θεός στον Μωυσή (Εξ. 14,15), όταν εκείνος εσωτερικά και μόνο προσευχόταν. Η δύναμη της προσευχής του ήταν μεγάλη, φώναζε η καρδιά του, η φωνή της ψυχής του έφτανε έως τα ουράνια (Χρυσόστομος). Ο τυφλός που φώναζε στο Χριστό, η αιμορροούσα γυναίκα, ο ληστής στο σταυρό, ο Ζακχαίος που φώναζε εσωτερικά στον Χριστό σκαρφαλωμένος πάνω στη συκομουριά, ο απ. Πέτρος και ο σεισμός στη φυλακή, ο σεισμός στη φυλακή επίσης του απ. Παύλου (Πράξεις 16) είναι μερικά δείγματα θαυματουργικής προσευχής. Κάποτε ο βασιλιάς της Γαλλίας Φραγκίσκος ο Α΄, κυνηγώντας σε ένα δάσος, ξεμάκρυνε από τη συνοδεία του και συνελήφθη από 4 ληστές. Ο ένας τού πήρε το καπέλο, ο 2ος το σακάκι και ο 3ος το μανδύα του. Πριν του πάρει ο 4ος την κυνηγετική του σάλπιγγα, εκείνος ζήτησε να τους δείξει τη μαγική της αξία. Σάλπισε τότε δυνατά και η συνοδεία του κατέφθασε και συνέλαβε τους ληστές. Το παράδειγμα μάς δείχνει ότι ο διάβολος και τα πάθη απογυμνώνουν την ψυχή από τα χάρη του Θεού και μόνο η προσευχή είναι σάλπιγγα δυνατή, που φωνάζει προς βοήθεια τον Κύριο των Δυνάμεων (Β2). Η προσευχή αποδυναμώνεται στην τυπολατρία (εξωτερικές μόνο εκδηλώσεις πίστεως), τη συνήθεια, την ασέβεια (στον σχολιασμό και την κατάκριση δηλαδή προσώπων) και στον σπάνιο εκκλησιασμό. Και όπως ανθρακωρύχοι στην Γερμανία σώθηκαν μέσω παλιάς γραμμής τηλεφώνου, όταν καταπλακώθηκαν από πολλούς τόνους χώματος και λίθων, έτσι και εκείνοι που βρίσκονται στο βάθος των θλίψεων και διαφόρων δοκιμασιών, μπορούν να στείλουν σήμα κινδύνου στον Λυτρωτή των όλων με πίστη και προσευχή (Β3).
 Αφού τους δίδαξε ο Χριστός την Κυριακή Προσευχή, συνέχισε ως εξής: «Εάν συγχωρήσετε στους ανθρώπους ό,τι κακό έχουν κάνει, θα συγχωρήσει και εσάς ο Πατέρας σας ο ουράνιος. Εάν όμως δεν συγχωρείτε τους ανθρώπους, τότε ούτε και ο Πατέρας σας θα συγχωρήσει τα παραπτώματά σας». Απαραίτητη λοιπόν προϋπόθεση για να βαδίσουμε προς την τελεία εν Χριστώ ζωή, αλλά και αποτέλεσμα της θείας χάριτος, είναι η δύναμη ΝΑ ΣΥΓΧΩΡΟΥΜΕ ακόμη και τους εχθρούς μας. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης έλεγε ότι αν δεν συγχωρούμε τους εχθρούς μας δεν είμαστε ακόμη ολοκληρωμένοι χριστιανοί. Το παράδειγμα της συγχωρήσεως των εχθρών, το δίδαξε πάνω από το Σταυρό του ο ίδιος ο Κύριος, καθώς και ο πρωτομάρτυρας Στέφανος, ο απόστολος Παύλος (αφού παρακαλούσε τον Θεό να σωθούν αντί γι’ αυτόν οι Ιουδαίοι, αν και προσπάθησαν πολλές φορές να τον φονεύσουν), οι άγιοι και οι μάρτυρες της πίστεως, ο άγιος Διονύσιος Ζακύνθου (ο οποίος συγχώρησε τον 16ο αιώνα τον φονιά του αδελφού του) και πολλοί άλλοι. Ο περίφημος ποιητής Τορκουάτο Τάσσο (έγραψε το έπος ‘Απελευθερωθείσα Ιερουσαλήμ’) συγχώρεσε σε κάποια φάση της ζωής του ένα γιατρό που έντονα επεδίωκε να του προξενήσει κακό. ‘Δεν θα’ θελα να του αφαιρέσω την υπόληψη’, είπε σε φίλο του, ‘ούτε την περιουσία του. Παρά μονάχα την κακία του’. Ίδιο παράδειγμα στη βασιλεία του εφάρμοσε ο Αλέξιος Κομνηνός. Με ένα σταυρό δίπλα στα ονόματα των αυλικών, που έδρασαν επί των προκατόχων του αυτοκρατόρων, τους συγχώρησε, ενώ εκείνοι νόμισαν ότι επρόκειτο να τους θανατώσει (Β2).
«Όταν νηστεύετε», τους είπε κατόπιν ο Κύριος, «μη γίνεστε σκυθρωποί όπως οι υποκριτές, οι οποίοι παραμορφώνουν τα πρόσωπά τους, για να τους δουν οι άνθρωποι ότι νηστεύουν. Αλήθεια σας λέω, ότι έχουν λάβει την ανταμοιβή τους. Εσύ όμως όταν νηστεύεις, άλειψε το κεφάλι σου και πλύνε το πρόσωπό σου, για να μη δουν οι άνθρωποι ότι νηστεύεις αλλά μόνο ο Πατέρας σου, που είναι εκεί παρών κρυφά. Και ο Πατέρας σου, που βλέπει τι γίνεται στα κρυφά, θα σε ανταμείψει στα φανερά». Πολύ δυνατό επομένως πνευματικό όπλο είναι Η ΝΗΣΤΕΙΑ, η οποία σαν μαχαίρι «αποκόβει από την καρδιά κάθε κακία» (από την υμνολογία της Κυριακής της Τυρινής). Την νηστεία εφάρμοσαν, ως μέσο πορείας προς τον Θεό (και όχι ως αυτοσκοπό), τόσο οι Πατριάρχες, οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και ο μέγας Μωυσής, όσο και οι άγιοι απόστολοι, οι Πατέρες, οι Ομολογητές και γενικά ο λαός του Θεού. Μιλάμε βέβαια για ψυχοσωματική νηστεία, ιδιαίτερα άνομων επιθυμιών, ανάρμοστων θεαμάτων και βλεμμάτων, ζήλειας, μίσους και νοσηρών λόγων, και όχι μόνο υλική, δηλαδή των τροφών. Ο αββάς Ιωάννης ο Κολοβός δίδασκε κάποια φορά τους νεώτερους μοναχούς πως, ακόμη και το πανίσχυρο λιοντάρι, συχνά πέφτει στην παγίδα από την λαιμαργία του και τότε όλη του η δύναμη και η μεγαλοπρέπεια χάνονται (Β2). Είναι λοιπόν η νηστεία φρουρός της αληθινής πνευματικότητος και εξαγνίζει τον πιστό, ενώ τον καθιστά δεκτικό της Θείας δόξης του Χριστού.
 «Μη θησαυρίζετε», τονίζει ο Ιησούς, «για τον εαυτόν σας θησαυρούς στη γη, όπου ο σκόρος και η σαπίλα τούς καταστρέφουν και όπου οι κλέπτες κάνουν διάρρηξη και τους κλέβουν. Αλλά θησαυρίζετε για τον εαυτόν σας θησαυρούς στον ουρανό, όπου ούτε σκόρος ούτε σαπίλα τούς καταστρέφει και όπου κλέφτες δεν κάνουν διάρρηξη και κλέβουν». Σύμφωνα εξάλλου με τη Σοφία Σολομώντος, «αυτοί που φύλαξαν με ευλάβεια τους θείους νόμους, θα γίνουν άγιοι. Και αυτοί που τους διδάχτηκαν θα μπορέσουν να υπερασπίσουν τους εαυτούς τους στην Κρίση» (5,10). «Φοβάσαι μήπως χαθούν τα χρήματά σου; Δώσε τα σε ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΕΣ και δεν θα χαθούν ποτέ», προτρέπει και ο ιερός Χρυσόστομος. Η ελεημοσύνη είναι στ’ αλήθεια η περικεφαλαία του πνεύματος. Η ελεημοσύνη από ψυχής, και όχι φυσικά για λόγους συμφέροντος αλλά από αγάπη, υπερβαίνει τον ήλιο, παρατρέχει τις αρχαγγελικές δυνάμεις και φτάνει μέχρι τον θρόνο του Βασιλέως Θεού, επισημαίνει και πάλι το χρυσό στόμα της Εκκλησίας (ΕΠ 49,293 & ΕΠΕ 30,138). Αλλά και στις Πράξεις των Αποστόλων, ο άγγελος του Θεού είπε στον ελεήμονα Κορνήλιο: «Οι προσευχές σου και οι ελεημοσύνες σου ανέβηκαν στον ουρανό, για να σε θυμηθεί ο Θεός» (10,4). Τότε μόνο δηλαδή ο Θεός ευαρεστείται, όταν συνοδεύονται οι αρετές μας και από την ελεημοσύνη.  Σε μια μικρή πόλη ζούσε κάποτε ένας ανθρωπιστής γιατρός, ο οποίος εξέταζε και βοηθούσε όλους τους πτωχούς αρρώστους χωρίς να τους παίρνει χρήματα. Ο άνθρωπος αυτός κατοικούσε στο πάνω πάτωμα μιας μικρής πολυκατοικίας και μια μικρή ταμπέλα στο ισόγειο, με τις λέξεις «στο πάνω πάτωμα», εξυπηρετούσε τους ασθενείς που πρώτη φορά πήγαιναν στο ιατρείο του. Όταν πέθανε, έβαλαν στο μνήμα του αυτήν ακριβώς την ταμπέλα, αφού όλοι είχαν την αίσθηση ότι ο γιατρός αυτός της αγάπης κατοικεί πλέον «Στο Πάνω Πάτωμα», της ουρανίου δηλαδή και αιωνίου βασιλείας (Β2).
Και καταλήγει ο Κύριος: «Διότι όπου είναι ο θησαυρός σου, εκεί θα είναι και Η ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ». Ολίγα επεξηγηματικά: Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Αναστάσιος ο Σιναΐτης, φυσικά ο Γρηγόριος ο Παλαμάς (Θεολόγος του ακτίστου φωτός) και αρκετοί άλλοι Πατέρες και ασκητικοί διδάσκαλοι, εξηγούν πως η ψυχή του ανθρώπου είναι νοερά και αυτεξούσιος, περικλείει και ζωοποιεί το σώμα, έχει έδρα την καρδιά του ανθρώπου σαν σε όργανο, και ενεργεί στον εγκέφαλο και στα υπόλοιπα όργανα, τα οποία και θρέφει, συντηρεί και ζωοποιεί. Υπάρχει επομένως άρρηκτη και άρρητη συνάμα αλληλοπεριχώρηση και διφυής συνεργασία πνεύματος και σώματος στον άνθρωπο. Γι’ αυτό και το ανθρώπινο εσωτερικό κέντρο στην χριστιανική και ασκητική γραμματεία δεν είναι ο εγκέφαλος, αλλά η εσωτερική καρδιά του πιστού. Λέμε ‘του πιστού’, διότι απαιτείται ασκητική και μυστηριακή προσπάθεια για να ανακαλυφθεί ο εσωτερικός νους του ανθρώπου (ήτοι, ο οφθαλμός της ψυχής, η νοερά λειτουργία της ψυχής), ο οποίος είναι πνευματική κατάσταση και χρησιμοποιεί όπως είπαμε την καρδιά ως πνευματικό όργανο. Από εκεί και ύστερα η αγωνιστική προσπάθεια του χριστιανού μέσω της καρδιακής προσευχής, και το έλεος του Θεού, οδηγεί στον φωτισμό του νοός και στη θέωση. Η θέωση (την οποία διδάσκει η Μεταμόρφωση του Κυρίου, όταν έλαμψε λαμπρότερα από τον ήλιο) είναι προσωρινή κατάσταση του πιστού στον παρόντα κόσμο, ενώ θα αποτελέσει μόνιμη κατάσταση στην άλλη ζωή. Εκτός από αντλία αίματος δηλαδή, η καρδιά επιτελεί και ιδιαίτερη πνευματική λειτουργία και εξυπηρετεί την πορεία του ανθρώπου προς τη σωτηρία του μέσω της προσευχής και της λατρείας. Αν η καρδιά (ο οφθαλμός της ψυχής) είναι επομένως στον άνθρωπο ανοικτή, πνευματική, προσευχόμενη και προσκολλημένη στον Θεό, τότε ο άνθρωπος ζει τη βασιλεία των Ουρανών από την επίγεια ήδη ζωή του. Αν η εσωτερική καρδιά είναι στον άνθρωπο κλειστή, και ο άνθρωπος υποτάσσεται στα άλογα πάθη και ένστικτα, τότε ο νους του είναι υποδουλωμένος στο κακό και ανελεύθερος (Β4). Διότι ο χειρότερος τύραννος είναι η στέρηση της εσωτερικής ελευθερίας του ανθρώπου και η αδυναμία του να υψωθεί πάνω από τον ξεπεσμένο εαυτό του για να αναπνεύσει, δια της Χάριτος του Θεού, τις δωρεές του Παρακλήτου Πνεύματος.
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ:
1.  «Ο Ιησούς Χριστός», Ιακώβου Πηλιλή, επισκόπου Κατάνης, Αθ. 1998
2. «Ψιχία από της τραπέζης», Συλλογή Κ. Κούρκουλα, Αθ. 1973
3.  «Το κατανυκτικό Τριώδιο», Νικολάου Νευράκη, Αθ. 1995
4.  «Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία», Μητρ. Ιεροθέου Βλάχου, Ι. Μ. Τιμίου Σταυρού, Έδεσσα, 1986