Σάββατο 18 Μαΐου 2019

Δανιήλ μοναχός Κερασιώτης (†1986)

Κάτωθεν τού Κελλίου Αγίου Ιωάννου τού Θεολόγου της Κερασιάς, πλησίον τού δρόμου πού οδηγεί στό Κλέφτικο, τόναρσανά τής Κερασιάς, στό αριστερό μέρος τού βράχου κατηφορίζοντας γιά τήν θάλασσα, σώζεται μέχρι σήμερα τόαπέριττο ασκητήριο τού Γέροντος Δανιήλ. Αποτελείται από ένα διώροφο μικρό σπιτάκι· κάτω έχει τό Κελλί πού έμενε, μέ ένα ξυλοκρέβατο, μία πρόχειρη κτιστή σόμπα καί δίπλα στην πόρτα τό προσευχητάρι μέ τίς χάρτινες, καπνισμένες από τόν καιρόεικόνες. Τό έδαφος τού δωματίου χωμάτινο, τά πάντα εν τάξει (βιβλία, ρούχα) καί εν πλήρει καθαριότητα, έσωθεν καί έξωθεν τού δωματίου. Τά καυσόξυλα στοιβαγμένα μέ τάξη, κομμένα απότόν ίδιο μέ τό τσεκούρι. Ανερχόμενοι ολίγα σκαλιά, εισερχόμεθα στό άνω δώμα. Εκεί βρίσκονται διάφορα βότανα από τόν Άθωνα, τσάι βουνού, μέντα καί αμάραντος, από τόν οποίο κατασκεύαζε σταυρούς καί στεφανάκια, μέ τά οποία οι Πατέρες διακοσμούσαν τις εικόνες στά Κελλιά τους. Ένας τενεκές μέ αποξηραμμένο τυρί, άλλος τενεκές μέ παξιμάδι καί διάφορα άλλα είδη διατροφής του. Άς σημειωθή ότι τον χειμώνα αποκλειόταν γιά μεγάλο χρονικό διάστημα από τά χιόνια πού έπεφταν στην περιοχή. Όπισθεν καί άνωθεν τού σπιτιού υπάρχουν μικρές σπηλιές πού τίς έκλεισε μόνος του γιά νά μήν κατοικήσει άλλος μοναχός, καί τού γίνεται εμπόδιο στήν ησυχαστική ζωή.Ο Γέρων Δανιήλ, ήλθε στό Άγιον Όρος μετά τόν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Από τόν πολύ πόθο του νά φτάσει στόνΆθωνα, ήλθε από τήν πατρίδα του τήν ρουμανία, μέ τά πόδια. Ο Θεός οδήγησε τά βήματά του σέ έναν πατριώτη τουασκητή, πού κατοικούσε σέ αυτό τό Καλύβι. Έζησε πλησίον τού Γέροντός του επί 30 συναπτά έτη. Όλα τά αναγκαία πράγματα πού χρειαζόταν τό Κελλί τους, τά μετέφεραν στην πλάτη μέ τόν μεγάλο ασκητικό ντορβά. Τό εργόχειρό του κυρίως ήταν νά πλέκει ξύλινα καλαθάκια από μηλιάδι, νά τά πηγαίνει στά μοναστήρια γιά νά τά ανταλλάξει μέ τάαναγκαία τρόφιμα.Κάποτε, ο Πολιτικός Διοικητής τού Αγίου Όρος, θέλησε νά στείλει μερικά πράγματα στους φτωχούς ασκητές, καίκάποιοι έδωσαν τό όνομα τού Γέροντα Δανιήλ. Έτσι έφθασε τό δέμα στό Κελλί του καί αυτός όταν τό είδε καί διάβασε τό όνομα τού αποστολέα, απόρησε. Πήγε στό πλησιέστερο Κελλί γιά νά ρωτήσει πως μπορεί νά τό επιστρέψει, χωρίς νά πληρώσει. Τότε, οι Πατέρες εκεί τού είπαν ότι δεν μπορεί νά τό επιστρέψει, γιατί είναι δώρο καί θά στενοχωρηθεί οΔιοικητής, πού τό έστειλε από αγάπη. Τοτε ο Δανιήλ είπε: Καί εγώ αγαπάω Ντιοικητή. Ντανιήλ ντώσει Ντιοικητήκαλάθι, πάρει ντέμα. Έτσι, μέσω των Πατέρων έστειλε τό δικό του δώρο, ένα καλάθι στον Διοικητή. Αυτός συγκινήθηκε πολύ γιά τήν απλότητα καί τήν ευγενική χειρονομία τού Δανιήλ.Τό παρουσιαστικό του ήταν παρόμοιο μέ αυτό τού Οσίου Σεραφείμ τού Σάρωφ, όπως εικονίζεται στην κλασσικήφιγούρα μέ τήν κυρτωμένη πλάτη, τήν άσπρη γενειάδα καί τό σεβάσμιο ασκητικό ύφος. Επιστρέφοντας μία μέρα απότήν Δάφνη, παραμονή τών Εισοδίων, κατεβήκαμε στό Κλέφτικο 2-3 πατέρες μέ τά μουλάρια καί 2 νεαροίπεζοπορώντας. Όταν περνούσαμε μπροστά από τό κηπάκο του ο Δανιήλ περιποιείτο τά λάχανά του καί απροσδόκητα στράφηκε πρός τους 2 νεαρούς καί χωρίς νά τούς γνωρίζει, είπε: Εσείς τι θέλετε εντώ από τήν Λάρισα; Όταν τον είδαμε, όλοι θαυμάσαμε τον Γέροντα γιατί είχε πρόσωπο φωτεινό καί λαμπρό.Ο Δανιήλ εκκλησιολογικώς ήταν σωστά τοποθετημένος καί δέν τόν επηρέαζαν οι διάφορες γειτονικές ομάδες των Ζηλωτών. Μεταλάμβανε των Θείων Μυστηρίων από τίς πλησιέστερες Μονές καί από τά Κελλιά πού ακολουθούν τήν Εκκλησία, ονόμαζε δέ τούς Ζηλωτές· Πρεσβυτεριανούς. Εθλίβετο πολύ όταν έβλεπε σέ Μονές καί Κελλιάκοσμικούς νά μεταλαμβάνουν χωρίς ευλάβεια καί ευθύς μετά τήν Θεία Λειτουργία νά καπνίζουν στό προαύλιο. Τόσο πολύ τού στοίχιζε τό γεγονός, διότι τό θεωρούσε μεγάλη ασέβεια, ώστε άλλαζε τόπο εκκλησιασμού.Μιά μέρα ξεκινήσαμε νά τόν συναντήσουμε μαζί μέ τόν μοναχό Δανιήλ των Δανιηλαίων. Όταν φθάσαμε μάςυποδέχθηκε μέ πολύ μεγάλη χαρά, άν καί περνούσε κάποιο μεγάλο πειρασμό εκείνες τις μέρες καί γιά νά καταβάλει τον πειρασμό καί τούς λογισμούς, είχε καταπιεί σβώλους από στάχτη καί χώμα, τό οποίο όμως τόν έκανε νά υποφέρει πολύ. Μάς έδειξε καί τόν τάφο του, σκαμμένο, έτοιμο πρός ταφή, σέ βραχώδες μέρος άνωθεν τού Κελλιού του.Ντανιήλ, σύ τάψει εμένα, είπε στον π. Δανιήλ, κεφάλι εδώ, σώμα εκεί. Ντανιήλ μείνει εδώ, άγγελος κάνει του, του, του, εδώ όχι κήπο, θά μέ βγάλει άλλος θά μένει εντώ.Πράγματι, ήταν χειμώνας βαρύς τού 1986, την χρονιά πού αρρώστησε ο Γέρων Δανιήλ, καί ο π. Δανιήλ των Δανιηλαίων, όταν τό έμαθε, πήρε φάρμακα καί Ως συνήθως πήγε νά τόν βοηθήσει. Τον βρήκε όμως νεκρό, καί έτσιεκπληρώθηκε η πρόρρησις τού Γέροντα Δανιήλ: Ντανιήλ, σύ τάψει εμένα.Ιερομονάχου Μαξίμου Καυσοκαλυβίτου:Ασκητικές Μορφές καί Διηγήσεις από τόν Άθω,Ι. Κελλίον Αγ. Αντωνίου, Κρύα Νερά,Άγιον Όρος, 2006
http://voutsinasilias.blogspot.gr

Πηγή: synaxipalaiochoriou.blogspot.com

Αγ. Παΐσιος: Η μεγαλύτερη αρρώστια - Οι αριστεροί λογισμοί



- Γέροντα, αγωνιώ, όταν έχω να τακτοποιήσω ένα πρόβλημα, και δεν μπορώ να κοιμηθώ.
- Σ' εσένα το βασικό πρόβλημα είναι οί πολλοί λογισμοί. Αν δεν είχες αυτούς τους πολλούς λογισμούς, θα μπορούσες να άποδώσης πολύ περισσότερα και στην διακονία σου και στα πνευματικά σου. Άκου έναν τρόπο, για να άποφεύγης τους πολλούς λογισμούς: Όταν σου έρχεται στον νού κάτι που πρόκειται π.χ. να κάνης αύριο, να λες στον λογισμό σου:
Αύτη ή δουλειά δεν είναι για σήμερα, θα την σκεφθώ αύριο. Επίσης, όταν είναι να άποφασίσης για κάτι, μην ταλαιπωρήσαι με την σκέψη να βρής το καλύτερο και αναβάλλεις συνέχεια.
Διάλεξε κάτι και προχώρα. Άφησε έπειτα τον Θεό να φροντίση για τα παραπέρα. Προσπάθησε να άποφεύγης την σχολαστικότητα, για να μη ζαλίζης το μυαλό σου. Να κάνης ό,τι μπορεΐς με φιλότιμο και να κινήσαι απλά και με μεγάλη εμπιστοσύνη στον Θεό. Τον υποχρεώνουμε, κατά κάποιον τρόπο, τον Θεό να βοηθήση, όταν αναθέτουμε το μέλλον και τις ελπίδες μας σ' Αυτόν.
Μέ τους πολλούς λογισμούς κι ένας υγιής άνθρωπος αχρηστεύεται. Ένας που πάσχει και υποφέρει, είναι δικαιολογημένος, αν στενοχωριέται. Ένας όμως που έχει την υγεία του και ζαλίζεται και υποφέρει από αριστερούς λογισμούς, αυτός είναι για δέσιμο! Να είναι μιά χαρά και να βασανίζεται με τους λογισμούς του!
Στην εποχή μας ή μεγαλύτερη αρρώστια είναι οι μάταιοι λογισμοί των κοσμικών ανθρώπων. Οι άνθρωποι όλα μπορεί να τα έχουν εκτός άπό καλούς λογισμούς.
Ταλαιπωρούνται, γιατί δεν αντιμετωπίζουν τα πράγματα πνευματικά. Π.χ. ξεκινάει κανείς να πάη κάπου, παθαίνει μιά μικρή βλάβη ή μηχανή του αυτοκινήτου του, και καθυστερεί λίγο να φθάση στον προορισμό του. Αν εχη καλό λογισμό, θα πή:
Φαίνεται, ό Καλός Θεός έφερε αυτό το εμπόδιο, γιατί ϊσως θα πάθαινα κάποιο ατύχημα, αν δεν είχα αυτήν την καθυστέρηση. Πως να Σε ευχαριστήσω, Θεέ μου, γι' αυτό, και δοξάζει τον Θεό. Ένώ, αν δεν εχη καλό λογισμό, δεν θα αντιμετώπιση πνευματικά την κατάσταση, θα τα βάλη με τον Θεό και θα βρίζη:
Νά, θα πήγαινα νωρίτερα, άργησα, τι αναποδιά! Και Αυτός ό Θεός...
Ό άνθρωπος, όταν δέχεται ό,τι του συμβαίνει με δεξιό λογισμό, βοηθιέται. Ένώ, όταν δουλεύη αριστερά, βασανίζεται, λειώνει, παλαβώνει. Μιά φορά, πριν άπό χρόνια, μπήκαμε σε ένα φορτηγό που είχε για καθίσματα κάτι σανίδες, για να έρθουμε από την Ούρανούπολη στην Θεσσαλονίκη. Μέσα ήταν άνω-κάτω βαλίτσες, πορτοκάλια, ψάρια, βρώμικα καφάσια από ψάρια που τα επέστρεφαν, παιδιά από την Άθωνιάδα, άλλα καθιστά, άλλα όρθια, καλόγεροι, λαϊκοί...
Ενας λαϊκός ήρθε και κάθησε δίπλα μου. Ήταν και χονδρός καί, επειδή κάπως στρυμώχθηκε, έβαλε τις φωνές: Τι κατάσταση είναι αυτή! Πιο εκεί ήταν ένας μοναχός πού, ό φουκαράς, ήταν κουκουλωμένος μέχρι επάνω άπό τα καφάσια και μόνον το κεφάλι του είχε εξω. Έν τω μεταξύ, όπως κουνιόταν το φορτηγό - ό δρόμος ήταν ένας καρρόδρομος χαλασμένος, έπεφταν τα στοιβαγμένα καφάσια και ό καημένος προσπαθούσε να τα πετάη άριστερά-δεξιά με τα χέρια του, για να μην τον χτυπήσουν στο κεφάλι. Και ό άλλος φώναζε, επειδή καθόταν λίγο στρυμωχτα. Δεν βλέπεις, του λέω, εκείνος πως είναι, κι εσύ φωνάζεις; Ρωτάω και τον μοναχό: Πως τα περνάς, πάτερ; Κι εκείνος χαμογελώντας μου λέει: Άπό την κόλαση, Γέροντα, καλύτερα είναι εδώ!
Ό ένας βασανιζόταν, αν και καθόταν, και ό άλλος χαιρόταν, παρόλο που τα καφάσια κόντευαν να τον κουκουλώσουν. Και είχαμε δυο ώρες δρόμο δεν ήταν και κοντά. Ό νους του λαϊκού γύριζε στην άνεση που θα είχε, αν ταξίδευε με λεωφορείο, και πήγαινε να σκάση, ενώ ό μοναχός σκεφτόταν την στενοχώρια που θα είχε, αν βρισκόταν στην κόλαση, και ένιωθε χαρά.
Σκέφθηκε: Σε δυο ώρες θα φθάσουμε και θα κατεβούμε, ενώ οι καημένοι στην κόλαση ταλαιπωρούνται αιώνια. Ύστερα έκεϊ δεν έχει καφάσια, κόσμο κ.λπ., άλλα είναι κόλαση. Δόξα Σοι ό Θεός, εδώ είμαι καλύτερα.
- Που οφείλεται, Γέροντα, ή διαφορά εμπιστοσύνης λ.χ. δύο υποτακτικών προς τον Γέροντα τους;
- Στον λογισμό. Μπορεί κανείς να εχη χαλασμένο λογισμό για οτιδήποτε και για οποιονδήποτε. Αν ό άνθρωπος δεν εχη καλό λογισμό και δεν βγάζη τον εαυτό του άπό τις ενέργειες του - αν ενεργή δηλαδή με ιδιοτέλεια -, δεν βοηθιέται ούτε και άπό έναν Άγιο. Όχι άγιο Γέροντα ή άγια Γερόντισσα να εχη, όχι τον Άγιο Αντώνιο να είχε Γέροντα, αλλά και όλους τους Άγιους, δεν μπορεί να βοηθηθη. Ούτε ό ϊδιος ό Θεός δεν μπορεί να βοηθήση έναν τέτοιον άνθρωπο, αν και το θέλη πολύ. Όταν κανείς άγαπάη τον εαυτό του, εχη δηλαδή φιλαυτία, όλα τα ερμηνεύει όπως τα αγαπάει ό εαυτός του. Και βλέπεις, άλλοι τα ερμηνεύουν αμαρτωλά, άλλοι όπως τους αναπαύει, και σιγά-σιγά γίνονται φυσιολογικές αυτές οι παράλογες ερμηνείες τους. Όπως και αν φερθής, σκανδαλίζονται.
Είναι μερικοί πού, αν τους προσέξης λίγο, αν τους πής έναν καλό λόγο, πετούν. Αν δεν τους προσέξης, λυπούνται πολύ, πιάνουν τα άκρα, που είναι του πειρασμού. Βλέπουν λ.χ. μία κίνηση και λένε: ά! έτσι θα έγινε, και ύστερα καταλήγουν να είναι σίγουροι ότι έτσι έγινε. Ή βλέπουν τον άλλον σοβαρό και νομίζουν ότι κάτι έχει μαζί τους, ένώ ό άλλος μπορεί να είναι σοβαρός, γιατί τον απασχολεί κάτι.
Προ ήμερων ήρθε και σ' εμένα κάποιος και μου είπε: Γιατί παλιά μου μιλούσε ό τάδε και τώρα δεν μου μιλάει; Του είχα κάνει μιά παρατήρηση, μήπως γι' αυτό. Κοίταξε, του λέω, μπορεί να σε είδε και να μη σε πρόσεξε ή είχε κανέναν άρρωστο και είχε στον νού του να ψάξη για γιατρό ή να βρή συνάλλαγμα, για να πάη στο εξωτερικό κ.λπ.. Και πράγματι ό άλλος είχε άρρωστο άνθρωπο, είχε ένα σωρό φροντίδες, και αυτός είχε την απαίτηση να σταθή να του μιλήση και έβαζε ένα σωρό λογισμούς.


Πηγή: ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΙΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, "ΛΟΓΟΙ Γ΄- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ". ΕΚΔ.: Ι. ΗΣ. ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ (proslalia.blogspot.gr)

Πηγή: synaxipalaiochoriou.blogspot.com

Μην είστε απαισιόδοξοι

Νέοι μου, πρέπει να έχετε ψυχή που θα είναι ικανή για τρία πράγματα: να υπομένει, να αγαπάει τη ζωή, αλλά και να θυσιάζεται. Τέτοια ψυχή δεν θα έχετε ποτέ, εάν είστε απαισιόδοξοι. Ο απαισιόδοξος δεν μπορεί να θυσιάσει τη ζωή του, γιατί η ζωή γι’ αυτόν δεν έχει αξία και εκείνο που δεν έχει αξία, μπορεί μόνο να «πεταχτεί» και όχι να θυσιαστεί. Όταν ο άνθρωπος προσφέρει κάτι που αγαπάει, τότε θυσιάζεται, ενώ όταν προσφέρει κάτι που μισεί, τότε δεν θυσιάζεται, αλλά το «πετά».Ο απαισιόδοξος δεν μπορεί να αγαπήσει τη ζωή, επειδή του φαίνεται πως δεν έχει νόημα και χαρά.  Η ζωή για τον τέτοιου είδους άνθρωπο είναι ανοησία, πόνος, απερισκεψία, θλίψη και έτσι δεν την αγαπά.  Ο πεσιμιστής τελικά δεν μπορεί να υπομείνει τη ζωή, για τους ίδιους λόγους που δεν μπορεί να αγαπήσει τη ζωή.Ο άνθρωπος μπορεί να αντέξει τον πόνο που έχει κάποιο νόημα και τέλος. Δεν μπορεί να αντέξει όμως τον πόνο που δεν έχει ουσία και τέλος.  Η ζωή των απαισιόδοξων ανθρώπων είναι απερίσκεπτος και ατελείωτος πόνος.Αν είστε απαισιόδοξοι, δεν θα μπορέσετε ούτε να θυσιαστείτε, ούτε να αγαπήσετε τη ζωή, ούτε καν να την υπομείνετε.  Η ψυχή σας δεν θα είναι ικανή για κανένα από τα παραπάνω. Θα είναι ικανή για ανοησίες, για άσκοπη περιπλάνηση ή για τεχνάσματα ή για ακινησία ή για αυτοκτονία. Ούτε σεις θα είστε χρήσιμοι για τη ζωή, ούτε η ζωή θα έχει σημασία για σας.Στις τρεις τελευταίες περιπτώσεις η ζωή στην ιλιγγιώδη πορεία της θα σας «κοιτάξει» περιφρονητικά και θα περάσει πολύ γρήγορα από δίπλα σας.  Η ζωή σαν βουερό και ασημένιο ποτάμι θα προσπεράσει πολύ γρήγορα δίπλα από τον απαισιόδοξο νερόλακκό σας. Μάταια από τον νερόλακκο αυτόν θα πετάξετε λάσπη και συκοφαντίες στη ζωή. Νομίζετε ότι θα θολώσετε τη ζωή; Όχι, θα θολώσετε μόνο την οπτική σας και την ψυχή σας.Πιστεύετε πως με την απαισιοδοξία σας θα σταματήσετε και θα καταστρέψετε τη ζωή; Είναι τόσο απίθανο να την καταστρέψετε, όσο απίθανο είναι ένας ελέφαντας, που κάθεται κάτω από τους καταρράκτες του Νιαγάρα να προσπαθήσει με την προβοσκίδα του, να γυρίσει πίσω τον καταρράκτη. Η απαισιοδοξία αποτελεί ένα ανίσχυρο πείσμα απέναντι στη ζωή. Από αυτό το πείσμα αρρωσταίνει και πάσχει ο απαισιόδοξος άνθρωπος που αποτελεί μόνο ένα κομμάτι της ζωής.  Η ίδια η ζωή δεν παθαίνει τίποτε.Θα μπορούσατε εσείς να αφιερώσετε τη ζωή σας για το καλό των άλλων ανθρώπων; Για τον φίλο σας για παράδειγμα; Ή για την οικογένειά σας; Ή για την πατρίδα; Ή για την ανθρωπότητα; Εάν είστε απαισιόδοξοι, δεν μπορείτε, γιατί κυρίως δεν έχετε τι να θυσιάσετε. Επειδή για σας η ζωή σας είναι χωρίς αξία, επειδή θεωρείτε πως η ζωή δεν αξίζει. Γι’ αυτό τον λόγο δεν είναι για σας σημαντικό να βοηθήσετε και να στηρίξετε κάποιον. Αν είστε αισιόδοξοι, θα σας είναι εύκολο να αγαπάτε και να υπομένετε και να θυσιάζετε τη ζωή σας.Αισιόδοξος είναι ο άνθρωπος που εργάζεται έχοντας πίστη και ελπίδα. Εάν θέλετε να είσθε αισιόδοξοι, εργασθείτε.  Η απαισιοδοξία είναι αρρώστια και το φάρμακό της είναι η εργασία. Ποτέ η ιατρική δεν θα βρει πιο τέλειο φάρμακο εναντίον της απαισιοδοξίας από την εργασία και την ενεργητικότητα. Χρειάζεται να έχεις χρόνο να τεμπελιάζεις, για να είσαι απαισιόδοξος.Ο Ντοστογιέφσκι, ενώ ήταν άρρωστος και είχε κακή υγεία, κάθε μήνα έγραφε τέσσερα φύλλα τυπογραφείου. Αυτά που έγραφε ήταν τα πιο ωραία λογοτεχνικά και ουσιώδη πεζογραφήματα που υπάρχουν στη ρωσική γλώσσα. Και παρόλο που ήταν φτωχός και άρρωστος, ήταν αισιόδοξος.Αισιόδοξοι ήταν όλοι εκείνοι οι μεγάλοι και μικροί άνθρωποι που δημιούργησαν σ’ αυτόν τον κόσμο όλα όσα ήταν καλά και χρήσιμα. Όλος ο πολιτισμός τον οποίο απολαμβάνετε εσείς, δημιουργήθηκε από αισιόδοξους ανθρώπους.Ο κόσμος αυτός γνωρίζει μόνο τους αναστεναγμούς και τις κραυγές των απαισιόδοξων και όχι τα έργα τους. Μην είστε απαισιόδοξοι, γιατί η απαισιοδοξία σας δεν έχει βάση. Μην είστε απαισιόδοξοι ειδικά όσον αφορά την προσωπικότητά σας, επειδή ακόμη δεν μπορείτε να προβλέψετε σε ποιο τομέα θα είστε σημαντικοί. Να εργάζεσθε, επειδή, αν εργάζεσθε, δεν θα είσθε απαισιόδοξοι. Επιλέξατε είτε την ενεργητικότητα και εργασία είτε την απαισιοδοξία.Είμαστε λαός με μικρό πληθυσμό; Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν λίγοι όσον αφορά τον αριθμό και κατέπληξαν τον κόσμο με την μεγαλοσύνη τους.  Η ζωή μας είναι ασήμαντη; Σας βεβαιώνω πως δεν υπάρχει εποχή ασήμαντη και ζωή ασήμαντη στην ιστορία της ανθρωπότητας. Υπάρχουν μόνον εποχές σημαντικές και εποχές που τις προετοιμάζουν.Η εποχή μας επομένως είτε προετοιμάζει μια σημαντική εποχή είτε η ίδια είναι σημαντική. Και στις δύο περιπτώσεις λοιπόν δεν δικαιολογείται η απαισιοδοξία σας. Επειδή, εάν το παρόν δεν είναι σημαντικό, τότε αποτελεί προετοιμασία ενός σπουδαίου μέλλοντος. Και σίγουρο είναι πως αγάπη και δύναμη δεν μπορεί να έχει ο απαισιόδοξος άνθρωπος.Μην παραδίνεστε στην απαισιοδοξία, επειδή η απαισιοδοξία θα αποτελέσει την πιο δηλητηριώδη πηγή αμέτρητου κακού που θα πλήξει εσάς και τους άλλους.  Από το βιβλίο: Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, Ομιλίες και μελέτη για τα σύμβολα και σημεία. Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη» 2014. Αποσπάσματα από την «Ομιλία για την απαισιοδοξία».      Μην είστε απαισιόδοξοι

Πηγή: koinoniaorthodoxias.org

Πηγή: synaxipalaiochoriou.blogspot.com

Χριστιανός είναι ο άνθρωπος της Αγάπης και όχι ο άνθρωπος των νόμων


Νηστεύουμε, εκκλησιαζόμαστε, προσευχόμαστε, εξομολογούμαστε… Χριστιανοί όμως δεν είμαστε… Πολλές εγκλωβιζόμαστε στους «νόμους» και δεν προχωρούμε στην ουσία των πραγμάτων.
Διότι αντί να αποκτούμε διαμέσου όλων των παραπάνω αγάπη, συγκατάβαση, συγχωρετικότητα, υπομονή, κατανόηση, ταπείνωση, γινόμαστε πιο σκληροί, αυτοανυψωνόμαστε σε κριτές των άλλων -των αμαρτωλών- λες και εμείς είμαστε οι αμόλυντοι και αναμάρτητοι…Τελικά, Χριστιανός είναι ο Άνθρωπος της Αγάπης και όχι ο άνθρωπος των νόμων, είναι ο Άνθρωπος της Υπακοής και της Ταπείνωσης και όχι ο άνθρωπος του φανατισμού και του αδιάκριτου ζηλωτισμού…
Είναι κρίμα να νομίζουμε ότι θα βρούμε τον Χριστό μέσα από τις κατακρίσεις των άλλων, τις διαβολές, την επιδειξιομανία και την τήρηση κάποιων εντολών χωρίς την αναζήτηση της ουσίας της Χριστιανικής διδασκαλίας.
Ας μην γελιόμαστε… «μπορεί να είμαστε της Εκκλησίας» αλλά του Χριστού δεν θα γίνουμε ποτέ, εάν δεν αποτινάξουμε την εμπάθεια και τον εγωισμό που φωλιάζει μέσα στην καρδιά μας.Τα χρόνια μας περνούν μέσα στην Εκκλησία του Χριστού, χωρίς να γνωρίσουμε τον Χριστό. Τα χρόνια μας περνούν διαβάζοντας και μελετώντας τους λόγους των Θεοφόρων Πατέρων που βίωσαν την Παρουσία του Παρακλήτου, χωρίς να μας αγγίζει ουσιαστικά και βαθιά ο λόγος τους.Η χαρά χάνεται καθώς μεγαλώνουμε, η καθαρότητα αμαυρώνεται και η απλότητα γίνεται ιδιορρυθμία. Πολλοί χριστιανοί στο διάβα της πορείας τους χάνονται μέσα στον καθωσπρεπισμό και την συνήθεια.Ο Χριστιανός είναι ο παθιασμένος άνθρωπος. Ο άνθρωπος που ποθεί τον Μέγα Εραστή της ύπαρξής του, τον Νυμφίο Χριστό ο οποίος στέκει αεικίνητος μέσα στον χωροχρόνο και έξω απ’ αυτόν και μας καλεί στο αιώνιο πανηγύρι της Βασιλείας του Πατρός.
Θες να γίνεις του Χριστού; Γίνε αδελφός του πλησίον σου, γίνε αγκαλιά παρηγοριάς, γίνε χαμόγελο, γίνε προσευχή, γίνε φωτιά χαράς, γίνε χορός συγχώρεσης, γίνε σιωπή ταπείνωσης, γίνε θυμίαμα αγάπης.Και ο μυστηριακός τρόπος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, μας προσφέρει όλες τις κατάλληλες συνθήκες ώστε να ευδοκιμήσει ο κάθε «επίδοξος εραστής» της Χάρης Του. Είναι στην δική μας διάθεση να εκμεταλλευτούμε το πολύτιμο αγαθό της Αλήθειας που μας προσφέρει η Ορθόδοξη Εκκλησία, ώστε να ελευθερωθούμε από τα δεσμά του νόμου και να εισέλθουμε στον οίκο της Χάριτος.
Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλοςπηγή: vimaorthodoxiassimeiakairwn.wordpress

Πηγή: synaxipalaiochoriou.blogspot.com

Άλλο Γέροντας, άλλο πνευματικός, άλλο εξομολόγος.Παπά - Τύχωνας ο Αγιορείτης

Παπά - Τύχωνας ο Αγιορείτης 


Υποτακτικός του ήταν ο Άγιος γέροντας Παΐσιος που τον γηροκόμησε, τον έθαψε και τον διαδέχθηκε στο Καλύβι. Μετά έγραψε τον βίον του παπα-Τύχωνα που του παρουσιάστηκε μετά την κοίμησή του.

Καλούσαν τον παπα-Τύχωνα στην Εσφιγμένου για να εξομολογεί τα καλογέρια. Τότε ήταν πάνω από εξήντα πατέρες... - Γιατί δεν είχε η Εσφιγμένου εξομολόγο; ή Γέροντα- πνευματικό; - Είχε... μα ήταν τέτια η πνευματική κατάσταση του Γέροντα, που θα έδεινε μια βοηθητική συμβούλη ωφέλιμη, και δεν απαγόρευαν στους πατέρες της μονής να εξομολογηθούν. Ενω βλέπουμε στον κόσμο ιερείς λανθασμένα να ''απαγορεύουν'' στα πνευματικά τους παιδιά να εξομολογηθούν αλλού....



Άλλο Γέροντας, άλλο πνευματικός, άλλο εξομολόγος π. Παντελεήμονας Κρούσκος
Επειδή με ρωτάνε με μηνύματα, ας παραθέσω καποιες πληροφορίες πού συγκέντρωσα ένθεν κακείθεν. Ας το καταλάβουμε: Άλλο Γέροντας, άλλο πνευματικός, άλλο εξομολόγος.

Το επαναλαμβάνω για να γίνει συνείδηση, γιατί εντοπίζουμε και προσωπολατρείες και αντιεκκλησιαστική φατριαστική συμπεριφορά εκ μέρους των χριστιανών μας.

Επίσης, μπερδεύουμε το μοναχικό ήθος με το κοσμικό ήθος, πράγμα που ειναι προσβολή για το όγδοο μυστήριο , κατά αγ. Γρηγόριον Θεολόγον, του μοναχισμού. Την έννοια του υποτακτικού με το πνευματικοπαίδι και της πνευματικής πατρότητας με την ιερά εξομολόγηση.

Γέροντας είναι ο πνευματικός πατερας των μοναχών. Οι μοναχοί έχουν Γέροντα.

Ένας γέροντας σε μοναστήρι μπορεί να είναι πνευματικός και εξομολόγος κοσμικώνπού επισκεπτονται γι αυτο τον λόγο το μοναστήρι, αλλά πάντα θα είναι ο πνευματικός ή ο εξομολόγος τους ή και τα δύο, αλλά όχι ο γέροντας τους.

Στον Γέροντα κάνουν υπακοή οι μοναχοί, και δείχνουμε εμπιστοσύνη εμείς σαν κοσμικοί. Υπάρχει διαφορά. Επίσης, οι αδελφότητες στον κόσμο, έχουν Πνευματικό προιστάμενο και όχι Γέροντα, καν αυτός είναι Γέροντας για τους μοναχούς ή Γέροντας στην Εκκλησία.

Πνευματικός είναι ο άνθρωπος που έχει χάρη από τον Θεό, να νουθετεί και να μας καθοδηγεί στην εν Χριστώ ζωή, να του εναποθέτουμε τα προβλήματα και τους πνευματικούς μας προβληματισμούς, να μας ποιμαίνει και να μας καθοδηγεί πνευματικά.

Πνευματικός μπορεί να είναι ένας απλός μοναχός, ο οποίος δεν ειναι εξομολόγος, ακόμα και ένας λαϊκός! Σπάνιο αλλά όχι απίθανο. Το Πνεύμα όπου θέλει πνεί. (Βλέπε πνευματική ιεροσύνη.)

Πνευματικός ήταν ο Άγιος γ. Παΐσιος, ο οποίος δεν ήταν ούτε ιερέας, ούτε εξομολόγος. 

Εξομολόγος είναι ο ιερέας εκείνος, άγαμος ή έγγαμος, που έχει ειδική άδεια από τον οικείο αρχιερεα, να τελεί το μυστήριο της εξομολόγησης. Στον εξομολόγο πάμε, αφού έχει προηγηθεί μετάνοια και απόφαση, για να του πούμε τις αμαρτίες μας και αυτός μας διαβάζει την συγχωρητική ευχή εις άφεσιν αμαρτιών και ενίοτε, όποτε και αν χρειαστεί μας δίνει νουθεσίες και ίσως κάποιον κανόνα.

Η συγχώρηση των αμαρτιών τελείται με την μετάνοια την δική μας και την συγχωρητική ευχή από χειροτονημένο ιερέα εξομολόγο και όχι με τα επιτίμια και τους κανόνες, που είναι παιδαγωγικά μέσα στην ευχέρεια του πνευματικού εξομολόγου.

Το ιδανικό είναι ο πνευματικός μας να είναι εξομολόγος, και εξομολόγος μας να είναι ο πνευματικός μας, αλλά όχι απαραίτητο.

Πνευματικός εξομολόγος ήταν λχ ο Άγιος γ. Πορφύριος. Έχουμε έναν πνευματικό και πολλούς εξομολόγους. 

Ο πνευματικός θα μας οδηγήσει στην εξομολόγηση, θα μας συμβουλέψει σε διάφορα θέμματα, αν έχει πλούσια την χάρις ακόμα και να μας θεραπεύσει μπορεί, ο εξομολόγος θα εξομολογήσει, ο πνευματικός εξομολόγος και τα δύο.

π. Παντελεήμονας Κρούσκος
http://pneumatoskoinwnia.blogspot.com

Πηγή: synaxipalaiochoriou.blogspot.com

Αθηναγόρας ο Αθηναίος



Ο Αθηναγόρας ο Αθηναίος είναι ένας από τους σπουδαιότερους απολογητές και εκκλησιαστικούς συγγραφείς του β΄ αιώνος. Άκμασε κατά την εποχή των αυτοκρατόρων Μάρκου Αυρηλίου και Κομμόδου, την ίδια εποχή με τον έτερο μεγάλο απολογητή, τον Ιουστίνο. Υπήρξε φιλόσοφος που μεταστράφηκε στο χριστιανισμό, διατηρώντας το φιλοσοφικό του τήβεννο, ενώ η απολογία του εκτιμάται για τη λογοτεχνική της κομψότητα και τη νηφάλια προσέγγιση προς τον εθνικό κόσμο.
Ο Βίος του
Περί του βίου του Αθηνάγορος υπάρχουν ελάχιστα, κατά βάση αυτοβιογραφικά στοιχεία, που προκύπτουν από γραμματεία του, η οποία όμως είναι ιδιαιτέρως περιορισμένη. Ο ίδιος αγνοείτε πλήρως ακόμα και από γραμματολόγους όπως τον Ευσέβιο, τον Ιερώνυμο, το Ρουφίνο και το Σούδα. Πέραν των προλεγομένων, υπάρχει περί του Αθηναγόρος σημείωμα αγνώστου συγγραφέως, το οποίο βασίζεται σε απολογία του Φιλίππου Σηδίτου. Η αναφορά αυτή όμως κρίνεται ως αναξιόπιστη από τον ιστορικό Σωκράτη, αλλά και τους σημερινούς μελετητές. Μερικά στοιχεία από την αναφορά αυτή μπορούν να εκτιμηθούν ως πιθανώς σωστά διασταυρούμενα σε σχέση με έτερες ιστορικές πηγές, όπως ότι ο Κλήμης Αλεξανδρείας μαθήτευσε δίπλα του, καθώς φαίνεται από το έργο του "Στρωματείς" ότι όντως μαθήτευσε, σε άγνωστο όμως προς εμάς Έλληνα δάσκαλο εξ Ιωνίας (κατά τον πατρολόγο Παν. Χρήστου ίσως είλκυε την καταγωγή του από εκεί) και την παραμονή του στην Αλεξάνδρεια όπως μέσα από το έργο "Περί Αναστάσεως" διαφαίνεται, λόγω της αναφοράς του για εκτροφή καμηλών. Μέσα από τα συγγράμματα του διαβλέπουμε πως εισήχθη στο χριστιανισμό από τον εθνικό βίο, μελετώντας τις Γραφές. Μετά τη μεταστροφή του διατήρησε τρίβωνα και υπήρξε εκ των πρώτων ιδρυτών χριστιανικής σχολής υψηλού επιπέδου. Διαφαίνεται κράτιστος γνώστης των φιλοσοφικών, ιστορικών και ποιητικών δεδομένων της εποχής του, τα οποία χρησιμοποιεί στη γραμματεία του, με αποτέλεσμα να αποτελεί το γλαφυρότερο εκκλησιαστικό συγγραφέα του β΄ αιώνος. Εξ αυτού του γεγονότος εικάζεται ότι πιθανώς άσκησε το επάγγελμα του ρήτορος ή του δασκάλου της ρητορικής. Έζησε κατά τα χρόνια των Αυτοκρατόρων Μάρκου Αυρηλίου και Κομμόδου, αλλά πέραν τούτων ουδεμία πληροφορία υπάρχει σχετικά με τον σημαντικό αυτό απολογητή, πέραν ότι ήταν Αθηναίος.
Συγγράμματα
Πρεσβεία περί χριστιανών 
Η απολογία "Πρεσβεία περί Χριστιανών" είναι το έργο που συνέγραψε ο Αθηναγόρας προς το Μάρκο Αυρήλιο και τον γιο του Κόμοδο, όπως λαμβάνουμε από προσφώνηση του έργου. Συνεκτιμώντας το στοιχείο αυτό και πως ο Κόμμοδος υπήρξε συναυκράτορας με τον πατέρα του Μάρκο Αυρήλιο μεταξύ 176 και 180, η πραγματεία λογικά παραδόθηκε μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα και ίσως το 177 από την πληροφορία που λαμβάνουμε περί νόμου κατά των χριστιανών, που με βάση κάποιες ασαφείς πηγές συνέβη τότε. Η απολογία παραδόθηκε στον αυτοκράτορα, πιθανώς αυτοπροσώπως από τον ίδιο τον Αθηναγόρα.
Το έργο αποκαλείται πρεσβεία και με βάση το περιεχόμενό του, όντως είναι. Σκοπός του συγγραφέα δεν είναι να επιτεθεί αλλά να απολογηθεί κατά κακοδοξιών που προσάπτονται στους χριστιανούς και να παρακαλέσει για δικαιοσύνη και ισονομία προς τους χριστιανούς. Γραμμένη με ύφος λαμπρό και λογοτεχνικό, με συνέπεια, μεθοδικότητα και ευγένεια θεωρείται η καλύτερη διασωθείσα απολογία του β΄ αιώνος. Η απολογία ξεκινά με τον Αθηναγόρα να παραπονείται για τη συμπεριφορά του ρωμαϊκού κράτους απέναντι στους χριστιανούς, καθότι όλες οι θρησκείες στην αυτοκρατορία έχουν το δικαίωμα να τελούν ελεύθερα την πίστη τους, όχι όμως και οι χριστιανοί. Απορεί γιατί διώκονται χωρίς να τελούν αξιόποινες πράξεις και διερωτάται γιατί διώκονται για την πίστη τους και όχι οι φιλόσοφοι. Στην κατηγορία περί αθεΐας, βρίσκει ευκαιρία με εκτενή αναφορά να διακηρύξει το χριστιανικό μονοθεϊσμό αναιρώντας αυτή την άποψη, λέγοντας χαρακτηριστικά πως η πίστη σε ένα Θεό δεν είναι διαφορετική από την πίστη των φιλοσόφων και των ποιητών από τον Ευρυπίδη μέχρι και τους Στωικούς. Καταλήγει δε πως η μαρτυρία αυτών δεν είναι σαφής και βέβαιη όπως η μαρτυρία των προφητών οι ποίοι μιλούσαν με θεία έμπνευση. Έτσι οι χριστιανοί δεν πιστεύουν στην κτίση, αλλά τον Κτίστη αυτής καθώς και πως αντί να μισούν προτιμούν να αγαπούν. Στην κατηγορία περί ηθικών παραπτωμάτων, όπως οιδιπόδειων μίξεων και θυέστειων δείπνων αντιπαραβάλει τα πιστεύω της χριστιανικής κοινότητας όπως την εγκράτεια, την παρθενία, πως ο δεύτερος γάμος θεωρείται "ευπρεπής μοιχεία" και πως οι χριστιανοί συνευρίσκονται ερωτικώς μόνο για λόγους παιδοποιίας. Επειδή μάλιστα έχουν ως σκοπό την αιώνια ζωή καταφρονούν τα αγαθά αυτού του κόσμου. Τέλος κλείνει με την παράκληση να αποδεχτούν οι αυτοκράτορες το αίτημα για δικαιοσύνη και ισονομία στους χριστιανούς, κάτι το οποίο δεικνύει πως οι παραλήπτες αυτοκράτορες, ήσαν γνώστες της τελούμενης αδικίας κατά των χριστιανών.
Πρέπει εδώ να πούμε πως ο Μεθόδιος Ολύμπου στη γραμματεία του χρησιμοποιεί χωρίο από το εν λόγω κείμενο, ενώ ο Μέγας Αθανάσιος αργότερα χρησιμοποίησε σιωπηρώς επιχειρήματα στην πραγματεία του "Κατά Ειδώλων".
Περί Αναστάσεως Νεκρών
Το έργο αυτό από μερικούς ερευνητές θεωρείται αμφιβαλλόμενο. Πολλές έρευνες έχουν γραφεί σχετικά με το αν το έργο είναι αυθεντικό, στηριζόμενο μάλιστα σε λογικά επιχειρήματα. Εν αρχή πρέπει να αναφερθεί πως προς το τέλος του έργου "Πρεσβεία περί χριστιανών", γίνεται νύξη για σύνταξη ειδικού συγγράμματος περί της αναστάσεως των νεκρών. Μερικοί ερευνητές όπως ο R.M. Grant θεωρούν το έργο μεταγενέστερο, περί του 3ου ή 4ου αιώνα. Στο έργο αυτό εν αντιθέσει με το έργο "Πρεσβεία περί χριστιανών" δεν γίνεται καμία αναφορά σε βιβλικά χωρία, ενώ απουσιάζουν αναφορές σχετικά με τη εθνική και φιλοσοφική γραμματεία. Από την άλλη πλευρά πέραν της αναφοράς περί συντάξεως τοιούτου έργου, το ύφος και η μεθοδικότητα προδίδουν τον Αθηναγόρα. Η επιχειρηματολογία διαφέρει, αλλά κάτι τέτοιο είναι λογικό αφού μέσα από το κείμενο διαφαίνεται ότι απευθύνεται προς το εσωτερικό της εκκλησίας, σα να πρόκειται για μία σειρά διαλέξεων. Κατά το Στ. Παπαδόπουλο, οι αμφιβολίες περί της αυθεντικότητάς του δεν έχουν πειστικά ερείσματα. Οι διαλέξεις αυτές πιθανόν έλαβαν χώρα στην Αίγυπτο.
Το έργο αποτελεί συναγωγή λογικών και φιλοσοφικών επιχειρημάτων και μαρτυριών προς απόδειξη της αναστάσεως των νεκρών. Τα επιχειρήματά του δε φαίνονται όμως πειστικά αφού προσπαθεί αν φτάσει σε αυτή χωρίς τη βοήθεια της Γραφής ή της παραδόσεως. Ουσιαστικά ο Αθηναγόρας χρησιμοποιεί την τελολογική θεωρία του Αριστοτέλη, μέσω της οποίας προσπαθεί να αποδείξει ότι το φαινόμενο της αναστάσεως όντως ευσταθεί με λογικά επιχειρήματα. Έτσι εξετάζει το γεγονός από δύο οπτικές γωνίες, μία κατά πόσο μπορεί να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο, αλλά και κατά πόσο είναι αναγκαίο. Ο ίδιος αναφέρει πως για τον κόσμο κάτι τέτοιο φαίνεται αδύνατο, αλλά για το Θεό τα πάντα είναι δυνατά. Αλλά και η ανάσταση είναι αναγκαία διότι ο άνθρωπος έχει ειδικό προορισμό, ενώ συγκροτείται από ψυχή και σώμα. Επιχειρηματολογεί πως ούτε οι σπουδαίοι σε αυτή τη ζωή φέρουν τα της αρετής επίχειρα, ούτε οι φαύλοι τα της κακίας γι αυτό θα υπάρξει μέρος που θα αποδοθεί πλήρης δικαιοσύνη κατά τα έργα του καθενός. Τέλος πρέπει να αναφερθεί πως στο έργο αυτό σύμφωνα με τον Βarnard, εντοπίζονται τα πρώτα στοιχεία χριστιανικής ανθρωπολογίας, η οποία μάλιστα δε στηρίζεται σε βιβλικά δεδομένα. 
Η χρήση της φιλοσοφίας στον Αθηναγόρα
Για το έργο του Αθηναγόρα και το ρόλο που έπαιξε η φιλοσοφία έχουν εκφραστεί ποικίλες απόψεις. Έτσι κατά τον L. Barnard στόχος του Αθηναγόρα ήταν να "εκχριστιανίσει τον πλατωνισμό" και όχι να "εξελληνίσει τον χριστιανισμό". Κατά τον Στ. Παπαδόπουλο ο Αθηναγόρας στον Πλάτωνα βρίσκει αλήθεια πραγματική, γι αυτό ενώ συχνά επαναλαμβάνει τον Ιουστίνο, σπάνια χρησιμοποιεί το επιχείρημα περί χριστιανών προ Χριστού. Στο ίδιο ζήτημα ο Ιω. Ζηζιούλας αναφέρει πως, ο ίδιος ενώ εκτιμά την ελληνική σκέψη, ουσιαστικά διαφωνεί με τον Πλατωνισμό, ενώ σύμφωνα με τον Κ. Νούσκα "ο Αθηναγόρας γνωρίζει καλώς τας φιλοσοφικάς σχολάς της εποχής του, χρησιμοποιεί δε ιδέας και όρους εξ αυτών δια να αναλύση τα επιχειρήματά του, και απολογηθεί υπέρ της χριστιανικής θρησκείας εξαρτώμενος ιδιαιτέρως εκ της πλατωνικής και στωικής φιλοσοφίας. Εν τούτοις ως φιλόσοφος δεν είναι ούτε πλατωνικός...ούτε στωικός. Είναι μάλλον εκλεκτικός φιλόσοφος". Καταβάλλει μάλιστα μεγάλη προσπάθεια να συμφιλιώσει χριστιανισμό και φιλοσοφία σε ευρύτερη κλίμακα από ότι οι προηγούμενοι συγγραφείς. Έτσι θα λέγαμε πως στο έργο του διαφαίνεται φιλοσοφικός επηρεασμός, αντλώντας στοιχεία από το μέσο πλατωνισμό και τους στωικούς, όπως την ιδέα της αρμονίας περί αποδείξεως υπάρξεως του Θεού. Ο ίδιος προβαίνει σε μία τέτοια κίνηση στην "προσπάθειά του να βρίσκεται πλησιέστερα στους φιλοσόφους, ...[διότι] επιθυμεί να επηρεάσει υπέρ της νέας πίστεως με οικείο σε αυτούς [εθνικούς] λόγο και ανάλογα επιχειρήματα". Γι αυτό άλλωστε ο Αθηναγόρας διαφοροποιείται ουσιαστικά από ποιητές και φιλοσόφους, αφού όπως χαρακτηριστικά αναφέρει αυτοί επέβαλλαν στοχαστικώς τις απόψεις τους, ενώ οι προφήτες δια της αποκαλύψεως του Θεού. Τελικά αυτός ο επηρεασμός είναι μόνο εξωτερικός κάτι που διαφαίνεται από τη διατύπωση της άψογης τριαδολογίας του, σε μία περίοδο μάλιστα που η διδασκαλία περί τριάδος δεν είχε λεκτικά καθοριστεί.
Θεολογία
Η θεολογία του Αθηναγόρα όπως εκφράζεται μέσα από το έργο του "Πρεσβεία περί Χριστιανών", έχει επιγραμματικό χαρακτήρα. Ορίζει τη θεολογία ως λόγο περί Θεού Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, ενώ προωθεί την άποψη ότι οι προφήτες ομιλούσαν κινούμενοι από θείο πνεύμα. Παράλληλα με το θεολογικό λόγο, ευρίσκει και φυσικό λόγο, εξ ου και από μερικούς θεολόγους χαρακτηρίζεται ως πρόδρομος της φυσικής θεολογίας. Σε ότι αφορά την τριαδολογία του, χαρακτηρίζεται ως αξιόλογη και άψογη, χωρίς να ξεπερνά την εποχή της, ενώ το θεματολογικό οπλοστάσιό του το αντλεί από τους υπόλοιπους απολογητές.
Στο έργο του κυριαρχεί η μονοθεΐα, που κατά τον ίδιο έτειναν ποιητές και φιλόσοφοι. Ο Θεός είναι ενιαίος, αγέννητος, ανώνυμος, αΐδιος, αόρατος, απαθής και εμφανίζεται στην κτίση την οποία αρμονικά κινεί. Για να τον περιγράψει φαίνεται να λαμβάνει όρους από τον Μέσο Πλατωνισμό, προσεκτικά όμως ώστε να μην αλλοιώνεται η χριστιανική εικόνα του Θεού. Ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι έννοιες ταυτόσημες, ενώ το Άγιο Πνεύμα είναι ενοποιός δύναμη Πατρός και Υιού. Ο Αθηναγόρας πάντα αγωνίζεται να καταδείξει την άρρηκτη ενότητα του Θεού, γι αυτό και χαρακτηρίζει τον Υιό, ως Νου και Λόγο του Πατρός. Όμως και το Άγιο Πνεύμα αντίστοιχα συνδέεται με τον Πατέρα και τον Υιό με μία ακατάλυτη ενότητα. Η Αγία Τριάδα κατά τον Αθηναγόρα δεν είναι μόνο ακατάλυτη, αλλά διαχωρίζεται και σε τρία πρόσωπα έτσι ώστε "εν τη ενώσει δύναμις και εν τη τάξη διαίρεσις". Ο Λόγος είναι πρώτο γέννημα αΐδιο και όχι κτίσμα αφού προήλθε "ουχ ως γεννόμενον", ενώ ήταν και "νους αΐδιος ων, είχεν εν εαυτό τον Λόγον, αΐδίως λογικός ων". Ο Αθηναγόρας όπως και υπόλοιποι απολογητές χρησιμοποιεί την έννοια του ενδιαθέτου και προφορικού Λόγου, αφού κατ αυτόν ο Υιός αποκτά υπόσταση κατά τη δημιουργία, αν και δε χρησιμοποιούνται οι γνωστοί στωικοί όροι στη περίπτωσή του. Η θεολογία του Αθηναγόρος πέραν των λεχθέντων εκτιμάται επιπρόσθετα καθώς δεν υπάρχει κανένας υπαινιγμός περί υποταγής του Λόγου, αλλά αντιθέτως τονίζεται η ισότητα των δύο προσώπων.
Λαμβάνοντας αφορμή από το σύγγραμμά του περί ανθρωπολογίας ο Αθηναγόρας τόνιζε ιδιαίτερα το αυθαίρετο της ψυχής. Η ψυχή λέγει χαρακτηριστικά άλλοτε έλκεται από τα είδωλα, άλλοτε από την ύλη παρασύροντας και το σώμα. Δέχεται την αθανασία της ψυχής και πως το σώμα είναι σύζυγος ενός οικείου πνευματικού στοιχείου και άρα αγαθό.
Εν κατακλείδι θα λέγαμε πως ο Αθηναγόρας καταγράφει τη θεολογική του διδασκαλία στο μέτρο που αυτή προσφέρεται να πείσει τους καλής προθέσεως διανοούμενους εθνικούς, εξού και η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι προσαρμοσμένη στα δεδομένα των αποδεκτών των λόγων του. Τελικώς όμως με το ευαίσθητο θεολογικό του κριτήριο πέτυχε "να δώση ακριβείς διατυπώσεις εις καίρια προβλήματα της πίστεως, όπως είναι το τριαδικόν".

Η ΠΑΛΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ




Αιρέσεις, Αρειανισμός, Νεστοριανισμός, Μονοφυσιτισμός, οικουμενικές σύνοδοι Κωνσταντινούπολης (381), Εφέσου (431) και Χαλκηδόνας (451), Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, σύνθεση Χριστιανισμού- Ελληνισμού.
Ο αγώνας κατά των αιρέσεων
Ο Χριστιανισμός και παλιότερα αλλά κυρίως από την εποχή της αναγνώρισής του ήλθε αντιμέτωπος με ποικίλες αιρέσεις. Έτσι ονομάστηκαν οι παρεκκλίσεις από την ορθή χριστιανική διδασκαλία (Ορθοδοξία), όπως αυτή διατυπώθηκε επίσημα από την Εκκλησία, με τη συνδρομή του Κράτους, στις Οικουμενικές Συνόδους.Ο Θεοδόσιος Α' για τους αιρετικούς

    Επιθυμούμε όλοι οι λαοί τους οποίους κυβερνά το κράτος της γαληνότητάς μας να ασκούν τη θρησκεία την οποία ο θειος απόστολος Πέτρος [...] παρέδωσε στους Ρωμαίους [...], για να πιστεύουμε τη μια θεότητα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος [...] και ευσεβή Τριάδα. Διατάζουμε λοιπόν όλοι όσοι ακολουθούν αυτό το νόμο να αποκαλούνται καθολικοί χριστιανοί [Σημ.: Ο όρος καθολικοί δηλώνει τους Χριστιανούς που δέχονται τις αποφάσεις των συνόδων και αντιτίθενται στις αιρέσεις]. Οι άλλοι όμως, τους οποίους θεωρούμε ανόητους και μανιώδεις, αυτοί να υπομένουν την ατιμία του αιρετικού δόγματος, οι τόποι των συγκεντρώσεών τους να μην ονομάζονται εκκλησίες και να τιμωρούνται πρώτα από τη θεια εκδίκηση και έπειτα από την τιμωρία της δικής μας ισχύος, τη οποία λάβαμε από θεια ευδοκία.
Θεοδοσιανός Κώδικας, XVI, 1. 2, C. Mango, Βυζάντιο: Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μετ. Δ. Τσουγκαράκης, Αθήνα 1988, 108. Το Κράτος στήριξε υλικά και ηθικά την Εκκλησία, συνάμα όμως αναμείχθηκε στις δογματικές διαμάχες. Έτσι τα θεολογικά προβλήματα συνδυάστηκαν με τις πολιτικές σκοπιμότητες.
    Η αίρεση που κυριάρχησε κατά τον 4ο αι. ήταν ο Αρειανισμός. Δίδασκε ότι ο Υιός είναι δημιούργημα του Πατρός, αμφισβητώντας τη θεότητά του. Προκάλεσε αντιπαραθέσεις και είχε μεγάλη διάδοση τόσο ανάμεσα στους υπηκόους της αυτοκρατορίας όσο και ανάμεσα στους Γότθους και τα άλλα γερμανικά φύλα (εκτός των Φράγκων). Καταδικάστηκε από τις οικουμενικές συνόδους της Νίκαιας (325) και της Κωνσταντινούπολης (381).
    Οι δογματικές διαμάχες, οι οποίες συχνά, κάτω από θρησκευτικό μανδύα, κάλυπταν τοπικές και πολιτιστικές διαφορές, αναζωπυρώθηκαν κατά τον 5ο αι. Αφορούσαν τη σχέση της θειας και της ανθρώπινης φύσης στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Νεστοριανισμός, που τόνιζε την υπεροχή της ανθρώπινης φύσης, καταδικάστηκε από την Γ' Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου (431).
Μια άλλη πολύ σημαντική αίρεση ήταν ο Μονοφυσιτισμός. Οι οπαδοί του θεωρούσαν -αντίθετα από αυτό που πρέσβευαν οι Νεστοριανοί- ότι η θεια φύση απορρόφησε την ανθρώπινη στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Μονοφυσιτισμός αν και καταδικάστηκε από την Δ' Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451), κυριάρχησε στις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντινού Κράτους (Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος).
    Η καταπίεση των Μονοφυσιτών από τη βυζαντινή κυβέρνηση υπήρξε ένας από τους παράγοντες που διευκόλυναν αργότερα τις αραβικές κατακτήσεις (630-650). Οι Μονοφυσίτες αποδέχτηκαν την κυριαρχία των Αράβων, για να μπορέσουν να απαλλαγούν από τη σκληρή στάση της κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης.Πώς είδαν οι Μονοφυσίτες την πολιτική του Ηρακλείου.Πώς είδαν οι Μονοφυσίτες την πολιτική του Ηρακλείου
   Ο Ηράκλειος δεν επέτρεπε στους Ορθόδοξους (Σημ.: Ο συγγραφέας, μονοφυσίτης ο ίδιος, αποκαλεί Ορθόδοξους τους οπαδούς της αίρεσης αυτής) να παρουσιαστούν μπροστά του και δεν δεχόταν τα παράπονά τους για τις εκκλησίες που τους είχαν αφαιρεθεί. Για το λόγο αυτό, ο θεός της εκδίκησης [...], βλέποντας τη σκληρότητα των Ρωμαίων που σ' όλη τους την επικράτεια λεηλατούσαν σκληρά τις εκκλησίες μας και τα μοναστήρια μας και μας καταδίκαζαν ανελέητα, έφερε από το νότο τους γιους του Ισμαήλ (Άραβες), για να μας ελευθερώσουν από την κακία, την οργή και τον σκληρό φανατισμό των Ρωμαίων εναντίον μας
   Μιχαήλ ο Σύρος, ΙΙ/2, 412-413, C. Mango, Βυζάντιο, 118.
Μέτρα κατά της αρχαίας θρησκείας
    Προς τα τέλη του 4ου αι. κρίθηκε οριστικά η αντιπαράθεση μεταξύ αρχαίας θρησκείας και Χριστιανισμού. Η απόπειρα του αυτοκράτορα Ιουλιανού (361-363) να ξαναφέρει στη ζωή την λατρεία των θεών του Ολύμπου και να περιορίσει το δικαίωμα των χριστιανών να διδάσκουν σε μη χριστιανικά σχολεία απέτυχε. Οι ιδέες του ήταν ανεδαφικές για την εποχή του.
    Ο Θεοδόσιος Α' (379-395) έδωσε το οριστικό πλήγμα στην αρχαία θρησκεία, κλείνοντας τους ναούς και τα μαντεία της και απαγορεύοντας τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τα Ελευσίνια Μυστήρια (392-393 μ. Χ.).

Το αυτοκρατορικό διάταγμα του έτους 392 μ. Χ
Ο Κανένας απολύτως, από οποιαδήποτε τάξη ανθρώπων και αν προέρχεται, [...] να μη σφάζει αθώα ζώα σε καμιά πόλη, για να προσφέρει θυσία σε αναίσθητα σύμβολα [...]. Αν κάποιος τολμήσει να θυσιάσει σφάγιο ή να κάνει μαντική με τα εντόσθια σφαγμένου ζώου, να θεωρηθεί παραδειγματικά ένοχος εσχάτης προδοσίας, να φορτωθεί με όλες τις βαριές κατηγορίες και να καταδικαστεί ανάλογα, ακόμη και αν δεν επιβουλεύθηκε τη ζωή των ηγεμόνων. Για τη βαρύτητα του εγκλήματος είναι αρκετή η ίδια του η φύση, ότι δηλαδή μ' αυτό θέλησε να καταλύσει τους νόμους

Θεοδοσιανός Κώδικας, XVI, 10, 12, έκδ. P. Kruger-Th. Mommsen, Δουβλίνο-Ζυρίχη 1971, 900.
Η σχέση Χριστιανισμού-Ελληνισμού.
Από τη σύγκρουση στη σύνθεση.
    Στα τέλη του 4ου και στις αρχές του 5ου αι. ένα κύμα βίας ξέσπασε κατά των μνημείων του αρχαίου κόσμου και των οπαδών της αρχαίας θρησκείας. Το πλήθος, οδηγούμενο από ορισμένους ακραίους και φανατικούς Χριστιανούς, γκρέμιζε ή μετέβαλε σε εκκλησίες τους αρχαίους ναούς και κατέστρεφε τα γυμνά αγάλματα.Οι Χριστιανοί και τα αρχαία μνημεία


Εσύ βέβαια ούτε έδωσες διαταγή να μένουν κλειστά τα ιερά ούτε να μη συχνάζει κανείς σ' αυτά ούτε απαγόρευσες τη φωτιά και το λιβάνι ούτε τις τιμές από τα άλλα θυμιάματα στους ναούς και τους βωμούς. Οι μοναχοί όμως ορμούν στα ιερά, άλλοι κρατώντας ξύλα και πέτρες και σίδερα και άλλοι χωρίς αυτά, με τα χέρια και με τα πόδια. Έπειτα όλα γίνονται λεία των κατοίκων της Μυσίας (Σημ.: επαρχία της Μ. Ασίας), καθώς γκρεμίζονται οι στέγες, ισοπεδώνονται οι τοίχοι, συντρίβονται τα αγάλματα, ξηλώνονται οι βωμοί, ενώ οι ιερείς πρέπει ή να σιγήσουν ή να πεθάνουν.
Λιβάνιος, Προς Θεοδόσιον τον βασιλέα υπέρ των ιερών,
ΧΧΧ, 8-9, έκδ. A. F. Normann, Libanius,
Selected Works, τόμ. ΙΙ,
Λονδίνο 1977, 106-108 .
Οι διώξεις αυτές είχαν και ανθρώπινα θύματα. Ένα από αυτά ήταν η φιλόσοφος Υπατία από την Αλεξάνδρεια.
    Μια άλλη στάση απέναντι στον Ελληνισμό υποδεικνύουν οι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας (Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Γρηγόριος Ναζιανζηνός και Ιωάννης Χρυσόστομος). Οι εξαίρετοι αυτοί εκπρόσωποι της χριστιανικής διανόησης(ρητορείας και θεολογίας) στη διάρκεια του 4ου αι., που είχαν σπουδάσει στις φημισμένες σχολές της Αθήνας και των άλλων κέντρων του Ελληνισμού, στράφηκαν συχνά κατά της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Παράλληλα όμως αξιοποίησαν την αρχαία ελληνική φιλοσοφία για τη διαμόρφωση του δόγματος της Τριαδικής Θεότητας και την αντιμετώπιση των αιρέσεων και πρότειναν την επιλεκτική αξιοποίηση των κλασικών κειμένων, με τον τρόπο της μέλισσας που παίρνει από τα άνθη μόνο ό,τι χρειάζεται (Μ. Βασίλειος). Με τη στάση τους αυτή, οι Πατέρες διευκόλυναν τον διάλογο και τη σύνθεση Χριστιανισμού και Ελληνισμού.
Διωγμός Αφορμή Γνωστότεροι Μάρτυρες
Νέρωνας (54-68 μ.Χ. ) Πυρκαγιά στη Ρώμη Πέτρος, Παύλος
Δομιτιανός (81-96 μ.Χ.) Φόρος διδράχμου Διονύσιος, Τιμόθεος, Φλάβιος Κλήμης, Δομιτίλλα, Ακίλιος
Τραϊανός (98-117 μ.Χ.) Ερώτημα έπαρχου Ιγνάτιος, Φωκάς, Κλήμης Ρώμης, Πρόκλος, Ιλάριος
Μάρκος Αυρήλιος (161-180 μ.Χ.) Ατυχήματα Παρασκευή, Πολύκαρπος, Ιουστίνος, Κοδράτος
Σεπτίμιος Σεβήρος (193-211 μ.Χ.) Προσηλυτισμός Ειρηναίος, Λεωνίδης, Ευτυχία, Περπέτουα, Χαράλαμπος, Χριστίνα, Μαρκέλλα
Δέκιος (249-251 μ.Χ.) Θρησκευτικός φανατισμός Φλαβιανός Ρώμης, Καλλιόπη, Αλέξανδρος Ιεροσολύμων, Βαβύλας, Τρύφων
Διοκλητιανός (284-305 μ.Χ.) Θρησκευτικός φανατισμός Γεώργιος, Δημήτριος, Κυριακή, Ευφημία, Προκόπιος
Γαλέριος (305-311 μ.Χ.) Θρησκευτικός φανατισμός Μαρκελλίνος Ρώμης, Ερμόλαος, Αικατερίνη, Παντελεήμων, Λουκιανός Αντιοχείας,
Οι διωγμοί των Χριστιανών
Ο διωγμός επί του αυτοκράτορα Δομιτιανού (81-96) φαίνεται να είχε και στην Ελλάδα απήχηση, διότι τότε αναφέρεται ότι υπέστη μαρτυρικό θάνατο, δια της πύρας, ο πρώτος επίσκοπος Αθηνών Διονύσιος Αρεοπαγίτης. Μετά τον Διονύσιο επίσκοποι των Αθηνών τάσσονται από την παράδοση ο Ιερόθεος και ο Νάρκισσος, αλλά είναι ιστορικά γνωστό ότι υπέρ της χριστιανικής πίστεως μαρτύρησε ο καταγόμενος από την Αττική επίσκοπος Αθηνών Πούπλιος. Επί του αυτοκράτορα Τραϊανού (98-117) υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο στους Φιλίππους οι χριστιανοί Παρμενάς, Ζώσιμος και Ρούφος το 109, το δε 110 ο επίσκοπος Δυρραχίου Aρίστιος. Ο ανωτέρω μνημονευθείς επίσκοπος Κορίνθου Διονύσιος, ο οποίος ήκμασε κατά τον β΄ αιώνα επί Μάρκου Αυρηλίου (161-180) και υπέστη μαρτυρικό θάνατο, στην επιστολή του, απόσπασμα της οποίας διέσωσε ο Ευσέβιος, έκανε μνεία του Διονυσίου Αρεοπαγίτη ως πρώτου επισκόπου Αθηνών και προσέθετε, ότι οι Αθηναίοι χριστιανοί ολιγώρησαν της κατά το Ευαγγέλιο πολιτείας και κινδύνευσαν να απομακρυνθούν από αυτήν λόγω του διωγμού, κατά τον οποίο μαρτύρησε και ο επίσκοπος τους επίσης σημειώνει ότι διάδοχος του Πουπλίου χρημάτισε ο Κοδράτος, ο οποίος κατόρθωσε να επισυνάξει τη χριστιανική κοινότητα των Αθηνών και να την αναζωπυρήσει στην πίστη. Από την πληροφορία αυτή καταφαίνεται οτι και ο επί Μάρκου Αυρηλίου διωγμός είχε θύματα στην Ελλάδα.
Ο Λατίνος πρεσβύτερος Ιερώνυμος από την ανωτέρω ιστορική μαρτυρία του Διονυσίου επισκόπου Κορίνθου συνήγαγε ότι ο μνημονευόμενος απ’ αυτόν ως διάδοχος του Πουπλίου επίσκοπος Αθηνών Κοδράτος υπήρξε ο γνωστός ομώνυμος απολογητής του Χριστιανισμού. Αυτός όμως ήκμασε επί του αυτοκράτορα Αδριανού (117-138), επισκέφθηκε δε την πόλη των Αθηνών κατά τα έτη 125-126. Πάντως προς τον ανωτέρω αυτοκράτορα υπέβαλε την απολογία του ο Κοδράτος κατά την εν λόγω επίσκεψη του. Υπήρξε μάλιστα και άλλος Κοδράτος, μαθητής των αποστόλων, «ευαγγελιστής» και «προφήτης», διάφορος και του επισκόπου Αθηνών και του απολογητή Κοδράτου. Εκτός του τελευταίου και άλλος Αθηναίος φιλόσοφος και απολογητής του Χριστιανισμού, ο Αριστείδης, υπέβαλε στον αυτοκράτορα Αδριανό λαμπρή απολογία υπέρ του Χριστιανισμού, στην οποία αναπτύσσει τη θεμελιώδη αλήθεια ότι οι χριστιανοί κατέχουν τη μόνη ορθή περί Θεού ιδέα και ότι μόνο ο Χριστιανισμός είναι η αληθής θρησκεία, ενώ οι βάρβαροι, οι Έλληνες και οι Ιουδαίοι πλανήθηκαν. Ταυτόχρονα ο απολογητής αποδεικνύει ότι οι χριστιανοί, κατέχοντες την αλήθεια όχι ως απλή θεωρία, αλλά ως πράξη, την εφαρμόζουν στη ζωή τους. Είναι βέβαια πολύ ενδεικτικό για την πνευματική της στάθμη, ότι στη χριστιανική παροικία των Αθηνών καταλέγονταν τέτοιοι επιφανείς άνδρες, όπως ο φιλόσοφος και απολογητής του Χριστιανισμού Αριστείδης. Και άλλος μέγας απολογητής, ο Αθηναγόρας, ήταν «Αθηναίος φιλόσοφος χριστιανός», όπως επιγράφεται στην απολογία του «Πρεσβεία περί χριστιανών», την οποία απέστειλε περί το 177 προς τον Μάρκο Αυρήλιο στη Ρώμη, όπου και είχε μεταβεί. Επίσης, υιός Αθηναίου φιλοσόφου, με το όνομα Αντίοχος, ο οποίος μαρτύρησε στη Ρώμη επί Δομιτιανού, υπήρξε ο επίσκοπος Ρώμης Ανακλητός (76-88), πιθανώς δε και ο Ξυστός Β΄ (257-258) ήταν υιός Αθηναίου φιλοσόφου. Τέλος και οΥγίνος, ο οποίος κατά τη μετάβαση του στη Ρώμη εξελέγη επίσκοπος της πόλεως αυτής (136-140), ήταν Αθηναίος φιλόσοφος χριστιανός. Οι απολογίες των χριστιανών απολογητών δεν ανέστελλαν τους διωγμούς, οι οποίοι υπεκινοϋντο διαρκώς από τους φανατικούς ειδωλολάτρες. Έτσι, επί του αυτοκράτορα Αντωνίνου Πίου (138-161) κηρύχθηκε και πάλι διωγμός κατά των χριστιανών της Ελλάδας. Ο αυτοκράτορας εξέδωσε διάταγμα «προς Λαρισαίους και Θεσσαλονικείς και Αθηναίους» να μη καταδιώκουν τους χριστιανούς, σύμφωνα με πληροφορίες του Μελίτωνα Σάρδεων που διασώζονται στον Ευσέβιο. Το διάταγμα αυτό μαρτυρεί την ακμή των χριστιανικών παροικιών στις ανωτέρω ελληνικές πόλεις. Ο σκληρός διωγμός που κηρύχθηκε επί του αυτοκράτορα Δεκίου (249-251) επεκτάθηκε και στην Ελλάδα 1 . Μεταξύ των Αθηναίων χριστιανών μαρτύρων του διωγμού εκείνου αναγνωρίσθηκαν ο Ηράκλειος, ο Παυλίνος και ο Βενέδημος, οι οποίοι κάηκαν ζωντανοί, η δε μνήμη τους τιμάται από την Εκκλησία τη 15 Μαΐου. Πρίν από αυτούς είχαν μαρτυρήσει στην Αθήνα πιθανώς και οι άγιοι Πέτρος, Διονύσιος, Χριστίνα παρθένος, Ανδρέας και Παύλος, των οποίων η μνήμη εορτάζεται τη 19 Μαΐου. Στην Κόρινθο, κατά τον ίδιο διωγμό και επί του ανθυπάτου Κοδράτου υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο ο Κυπριανός, ο Παύλος και μερικοί άλλοι, επί δε ανθυπάτου Διονυσίου μαρτύρησαν πολλές γυναίκες, μεταξύ των οποίων και η Αγία Χάρισσα, όπως επίσης και ο άγιος επίσκοπος Αθηνών Λεωνίδας, ο οποίος συνελήφθη στην Τροιζήνα κατά τις ήμερες του Πάσχα και οδηγήθηκε στην Κόρινθο, όπου μετά από πολλά βασανιστήρια απαγχονίσθηκε. Αργότερα ανακομίσθηκε το λείψανο του στην Αθήνα, διασώθηκε δε κοντά στον Ίλισσό ποταμό κρύπτη, η οποία αποτελεί μέρος του ιδρυθέντος, πιθανώς κατά τον Δ΄ αιώνα, «Μαρτυρίου του αγίου Λεωνίδου». Το «Μαρτύριον» ήταν μεγαλοπρεπής βασιλική, όπως μαρτυρούν τα ανακαλυφθέντα αρχαιολογικά λείψανα της 2 . Στη Γόρτυνα της Κρήτης υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο ο άγιος επίσκοπος Κύριλλος, γέροντας 84 ετών, και δέκα άλλοι χριστιανοί Θεόδουλος, Σατουρνίνος, Εύπορος, Γελάσιος, Ευνίκιος, Αγαθόπους, Ζωτικός, Κλεομένης, Βασιλειάδης και Ευάρεστος. Κατά τον ίδιο διωγμό, τη 14 Μαΐου 250, μαρτύρησε και ο άγιος Ισίδωρος στη Χίο. Στην Κόρινθο αναφέρονται ως μαρτυρήσαντες επί Δεκίου δεκατρείς χριστιανοί μάρτυρες (η μνήμη τους τιμάται την 31 Ιανουαρίου, τη 10 Μαρτίου και 15/16 Απριλίου). Από τη Θεσσαλονίκη δε καταγόταν και η Ελκιονίς, η οποία υπέστη το μαρτύριο στην Κόρινθο (η μνήμη της τιμάται την 28 Μαΐου). Πολλοί άλλοι μάρτυρες αναδείχθηκαν σε διάφορες άλλες ελληνικές πόλεις και νησιά. Κυρίως όμως η Μικρά Ασία έδωσε τους περισσότερους μάρτυρες κατά τη διάρκεια όλων των διωγμών.

Επί Γαλερίου (305-311) έγινε μεγάλη σφαγή των χριστιανών στην Κόρινθο, κατέστησαν δε γνωστά τα ακόλουθα ονόματα: Μύρων, Βικτωρίνος, Βίκτωρ, Νικηφόρος, Κλαυδιανός, Σαραπίων, Παπίας, Κοδράτος. Από δε τις περιοχές γύρω από την Κόρινθο και οι: Κυπριανός, Διονύσιος, ?νεκτος, Παύλος, Κρίσκης, Λεωνίδας, Ειρήνη, Αδριανός. Κατά τον τελευταίο διωγμό επί Διοκλητιανού, μεγαλομάρτυρας του Χριστιανισμού στη Θεσσαλονίκη αναδείχθηκε το 303 μαζί με τον Νέστορα ο άγιος Δημήτριος, με το ένδοξο όνομα του οποίου συνδέθηκε η περαιτέρω ιστορία της πόλεως. Στην Παλαιστίνη αναδείχθηκε άλλος μεγαλομάρτυρας, ο άγιος Γεώργιος, στη δε Αίγυπτο η Αγία Αικατερίνη, οι οποίοι τιμώνται ιδιαζόντως από τον ελληνικό λαό. Από τη Θεσσαλονίκη κατάγονταν οι μαρτυρήσασες στη Νίκαια Αγάπη, Χιονία και Ειρήνη. Αναφέρονται δε και άλλοι μάρτυρες στη Θεσσαλονίκη, όπως η Ματρώνα, ο Δομίνιος, ο Αλέξανδρος, η Ανυσία, ο διάκονος Αγαθόπους, ο αναγνώστης Θεόδουλος, ο Φλωρέντιος, ο Λούκτος και ο Ταυρίων. Στην Κέρκυρα κάηκαν ζωντανοί οι μάρτυρες Ζήνων, Ευσέβιος, Νέων και Βιτάλιος. Οι διωγμοί αυτοί κατά του Χριστιανισμού δεν ανέκοψαν την πρόοδο του. «Το αίμα των μαρτύρων υπήρξε ο σπόρος του Ευαγγελίου», όπως ορθά ελέχθη ήδη από τον Τερτυλλιανό κατά τον Δ΄ αιώνα. Η πρόοδος της νέας θρησκείας όμως υπήρξε βραδύτατη στην εστία της πολυθεΐας, την Ελλάδα, η οποία μετά τις προξενηθείσες από τους Ρωμαίους καταστροφές και λεηλασίες υπέστη επιδρομές διαφόρων βαρβάρων, σε εποχή κατά την οποία η αναρχία λυμαινόταν το Ρωμαϊκό κράτος. Κατά την επιδρομή των Γότθων (267) καταστράφηκαν και τα αρχαιότερα χριστιανικά μνημεία, ανάμεσα στα οποία και ο πρώτος ναός στη μνήμη του αγίου Διονυσίου στον Αρειο Πάγο με το πρώτο επισκοπείο των Αθηνών. Είναι αυτονόητο ότι μεταξύ τέτοιων ανωμαλιών δεν ήταν εύκολη η πρόοδος του Χριστιανισμού. Στους διωγμούς αυτούς έθεσε τέρμα ο Μέγας Κωνσταντίνος (306-337), ο πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας, ο οποίος και διευκόλυνε την πλήρη επικράτηση της νέας θρησκείας. Ο Κωνσταντίνος έδειξε εύνοια προς την Ελλάδα, προς τιμήν του δε οι Αθηναίοι έστησαν ανδριάντα για τις ευεργεσίες του προς την πόλη. Ο Κωνσταντίνος σκόπευε μεν στην αρχή να καταστήσει πρωτεύουσα του κράτους τη Θεσσαλονίκη, προέβη μάλιστα και σε μερικές προκαταρκτικές εργασίες στο λιμάνι της, αλλά τελικά προτίμησε το Βυζάντιο, αρχαία αποικία των Μεγαρέων, το οποίο έμελλε να γίνει ένα περιφανέστατο κέντρο της χριστιανικής θρησκείας. Η νέα πρωτεύουσα, της οποίας τα εγκαινια τελέσθηκαν την 11 Μαΐου 330, μετονομάσθηκε Κωνσταντινούπολη, το ένδοξο δε αυτό όνομα κυριάρχησε στην περαιτέρω πορεία της χριστιανικής Εκκλησίας.
Καθώς το ευαγγέλιο απλωνόταν σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας παίρνοντας απίστευτες διαστάσεις, (Κολ.1:6) οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες θορυβήθηκαν τόσο πολύ, ώστε στο βαθμό που πίστευαν ότι κινδύνευαν από την νέα θρησκεία όπως έλεγαν τον χριστιανισμό, άρχισαν τις διώξεις εναντίον τους μεταχειριζόμενοι κάθε μέσον για την εξαφάνισή τους. Όπως γνωρίζουμε, οι λόγοι που αντέδρασαν τόσο άγρια, αφορούσαν σε μεγάλο βαθμό την περιφρόνηση που έδειχναν οι χριστιανοί στις λατρευτικές προς το πρόσωπό τους προσφορές τις οποίες έθεσαν εξ αρχής υπό αμφισβήτηση! Διότι, καθώς αυτοί επέστρεφαν από τις ειδωλολατρικές τους συνήθειες, έπαυαν από το να προσκυνούν καίσαρες και αυτοκράτορες και να προσφέρουν θυμιάματα τιμώντας αυτούς ως θεούς. Οι τελευταίοι, απέναντι σε όλο αυτό που δημιουργείτο αντέδρασαν χωρίς ίχνος ανοχής και ελέους. Έτσι λοιπόν, είτε γιατί έπρεπε να πάρουν προληπτικά μέτρα για να ανακόψουν τυχόν γενικευμένες από τους υποταγμένους λαούς αντιδράσεις με διασπαστικές τάσεις στην απέραντη αυτοκρατορίας τους, είτε για να προβάλλουν ως επικυρίαρχοι την παντοδυναμία τους επιβάλλοντας έτσι και τις θεϊκές τους ιδιότητες, προχώρησαν σε πρωτοφανείς διώξεις και απερίγραπτες ωμότητες. Το 64μ.Χ. έγινε ο 1ος Μεγάλος διωγμός των Χριστιανών από τον Νέρωνα. Πιθανόν τότε να μαρτύρησαν και οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος μαζί με χιλιάδες Χριστιανούς. Ο ιστορικός Τάκιτος, που γεννήθηκε γύρω στο 56μ.Χ., λέει ότι ο Νέρων, για να βγάλει τις υποψίες από πάνω του για την μεγάλη πυρκαγιά που ο ίδιος είχε βάλει, κατηγόρησε τους Χριστιανούς. Αυτούς τότε, «τους κατασπάραξαν τα σκυλιά και πέθαναν» και «τους έκαιγαν ρίχνοντάς τους στις φλόγες για να χρησιμεύουν ως νυχτερινός φωτισμός, όταν έσβηνε το φως τής ημέρας. Ο Νέρων πρόσφερε τους κήπους του γι αυτό το θέαμα». (Τα Χρονικά Βιβλίο ΧV, παρ.44) Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 70μ.Χ Ήταν μια καταστροφή που εμμέσως στράφηκε και κατά των χριστιανών Ιουδαίων που κατοικούσαν την Ιερουσαλήμ, η οποία όπως γνωρίζουμε, υπήρξε η κοιτίδα του χριστιανισμού. Μάλιστα, μέχρι που καταστράφηκε το 70μ.Χ ήταν και σημείο αναφοράς όλων των εκκλησιών της περιόδου εκείνης και κέντρο καθοδήγησης και ενεργειών των αποστόλων και των μαθητών τους, που στόχο είχαν, την εξάπλωση του έργου της σωτηρίας σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Απ’ όσα γνωρίζουμε για την περίοδο εκείνη με βάση την Αγία Γραφή και ιστορικά στοιχεία της εποχής, ίσως να μην άνοιξε ρουθούνι χριστιανού κατά την επέμβαση των Ρωμαίων εναντίον της πόλεως, από την οποία όπως λέγεται, είχαν φύγει εγκαίρως προειδοποιημένοι από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό! Από την άλλη δεν είναι δυνατόν ν’αγνοήσουμε την γενοκτονία που υπέστησαν οι Ιουδαίοι και να μην αναφερθούμε στο άγριο μένος των Ρωμαίων στρατιωτών, το οποίο κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει μένοντας μόνο στην στάση των Ιουδαίων επειδή αυτοί επαναστάτησαν εναντίον τους. Διότι οι Ρωμαίοι, όταν ανέκτησαν την πόλη, σαν να μην έφτανε ο πακτωλός από πτώματα και η ανείπωτη ωδίνη που προξένησαν κατά των πολιορκημένων, έβαζαν φωτιές και σ’ αυτές τις γκρεμισμένες πέτρες από τον ναό του Σολομώντα και τα τείχη της πόλης, για να εξαφανίσουν εντελώς και τα ερείπια ακόμα με ότι άλλο είχε απομείνει σ’ αυτά, καθώς είχε προβλέψει και ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός. 81μ.Χ. ο 2ος μεγάλος διωγμός από τον αυτοκράτορα Δομιτιανό (81-86μ.Χ.) Αυτός βρήκε αφορμή το «φόρο τού διδράχμου», που δεν πλήρωναν οι Χριστιανοί, επειδή έπαυαν να είναι Ιουδαίοι και άρχισε σκληρό διωγμό κατά τών Χριστιανών. Τότε λέγεται πως μαρτύρησαν ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης στην πυρά και ο Τιμόθεος επίσκοπος Εφέσου μαθητής τού Αποστόλου Παύλου, ενώ εξορίσθηκε τότε και ο απόστολος Ιωάννης στην Πάτμο όπου έγραψε την Αποκάλυψη. Ήταν σύντομος διωγμός αλλά υπήρξε πολύ σφοδρός. Εφάρμοσε το σύστημα της προδοσίας, της καταγγελίας και της δημεύσεως της περιουσίας. Οι Χριστιανοί διώχθηκαν επειδή αρνήθηκαν να πάρουν μέρος στη λατρεία τού αυτοκράτορα κατηγορώντας τους ως άθεους. Δολοφονήθηκαν περίπου 40.000 Χριστιανοί στη Ρώμη και σε ολόκληρη την Ιταλία. (Εγκ. Χάλεϋ σελ.959,1053,1059). Ακολούθησαν και άλλοι οι σημαντικότεροι από τους οποίους ήταν: Το 161μ.Χ. επί Μάρκου Αυρηλίου Οι σκληρότεροι διωγμοί από την εποχή τού Νέρωνα ως τότε. θεώρησε πολιτική ανάγκη την υποστήριξη τής επίσημης θρησκείας τής αυτοκρατορίας και με μεγάλη σκληρότητα αποκεφάλισε και έριξε στα θηρία πολλές χιλιάδες Χριστιανούς, ανάμεσα στους οποίους τον γνωστό ιστορικό Ιουστίνο τον Μάρτυρα. Τη θηριωδία του τη γνώρισε ιδιαίτερα η Νότια Γαλατία. Το 193μ.Χ. επί Σεπτιμίου Σεβήρου. Ο διωγμός αυτός ξεκίνησε με αφορμή έναν νόμο που δεν επέτρεπε τον προσηλυτισμό. Υπήρξε πολύ δριμύς, αλλά όχι γενικός. Περισσότερο υπέφεραν η Αίγυπτος η Γαλατία και η Βόρεια Αφρική. Στην Αλεξάνδρεια έκαιγαν στη φωτιά, σταύρωναν ή αποκεφάλιζαν καθημερινά πολλούς μάρτυρες, Το 249μ.Χ. μεγάλος διωγμός επί στρατιωτικού ηγεμόνος Δεκίου. Συστηματική κρατική απόπειρα καταστροφής τού Χριστιανισμού (249-251μ.Χ.) Αποφάσισε να εξοντώσει τον Χριστιανισμό. Θεωρούσε τους Χριστιανούς αιτία τού ξεπεσμού τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τότε συνελάμβαναν και βασάνιζαν κυρίως τον κλήρο και τους Επισκόπους. Ο διωγμός του απλώθηκε σε όλη την έκταση τής αυτοκρατορίας, και ήταν πολύ σφοδρός. Πλήθη ολόκληρα Χριστιανών, θανατώθηκαν με τα πιο σκληρά βασανιστήρια στη Ρώμη, στη Βόρεια Αφρική, στην Αίγυπτο και στη Μικρά Ασία. Ο Κυπριανός γράφει ότι «ολόκληρος ο κόσμος ερημώθηκε». Ο διωγμός κράτησε σε όλη τη διάρκεια τής βασιλείας του. Το 253μ.Χ. διωγμός επί αυτοκράτορος Βαλεριανού. (253-260μ.Χ.) Δριμύτερος διωγμός από τον προηγούμενο του Δεκίου. Κράτησε από το 257 ως το 259μ.Χ. σκοπεύοντας στην πλήρη εξόντωση του χριστιανισμού. Το 303μ.Χ. ο τελευταίος μεγάλος αυτοκρατορικός Ρωμαϊκός διωγμός, επί Διοκλητιανού. (284-305μ.Χ.). Ο χειρότερος από όλους τους άλλους διωγμούς. Ήταν ο πιο δριμύς και καταστροφικός ενώ επεκτάθηκε σε όλη την αυτοκρατορία. Διατάχθηκε καταστροφή όλων τών Εκκλησιαστικών κτιρίων και Γραφών. Περίπου 500.000 Χριστιανοί εξετελέσθησαν Επί 9 χρόνια τα όργανα τού αυτοκράτορα κυνηγούσαν τους Χριστιανούς στα δάση και τις σπηλιές, για να τους κάψουν ή να τους ρίξουν στα θηρία, και να τους κάνουν κάθε είδους βασανιστήριο που επινοούσε η ειδωλολατρική θηριωδία. Στη Μ. Ασία υπολογίζεται ότι θανατώθηκαν 15.000 Χριστιανοί, στην Αίγυπτο 140.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Όμως οι Χριστιανοί άντεξαν και πάλι. Ο Διοκλητιανός όταν διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να νικήσει τον Χριστιανισμό, το 311μ.Χ. παραχώρησε ο ίδιος ανεξιθρησκία. Το 3ο μέρος θα συνεχισθεί με τα σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα από την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έως το 1500μ.χ
Η ΠΑΛΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ - ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ

Η γρήγορη εξάπλωση του Ευαγγελίου στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία δημιουργούσε ένα νέο πολιτισμό. Ταυτόχρονα, όμως, προκάλεσε και αντιδράσεις.οι περισσότεροι Ιουδαίοι αντέδρασαν, αρνούμενοι να δεχθούν ότι ο Χριστός ήταν ο Μεσσίας. Δεν αντέδρασαν, όμως, μόνο αυτοί˙ η ρωμαϊκή αυτοκρατορία έβλεπε με προβληματισμό την αύξηση του αριθμού των χριστιανών. <ΒΡ> α. Οι αιτίες αντίδρασης των εθνικών Αρχικά το ρωμαϊκό κράτος έδειξε αδιαφορία για το Χριστιανισμό, γιατί τον θεωρούσε μια ιουδαϊκή αίρεση. Οι Ρωμαίοι, όμως, θορυβήθηκαν, όταν έγιναν χριστιανοί άνθρωποι που κατείχαν ανώτερες θέσεις στην κοινωνία τους. Οι πρώτοι που αντέδρασαν με συκοφαντίες εναντίον των χριστιανών ήταν οι εκπρόσωποι του εθνικού ιερατείου, γιατί έχαναν σταδιακά το σεβασμό που απολάμβαναν στη ρωμαϊκή κοινωνία και περιορίζονταν τα τεράστια οικονομικά τους οφέλη από τις προσφορές των πιστών και από τις θυσίες. Παράλληλα, ένας μεγάλος αριθμός επαγγελματιών (αγαλματοποιοί, αργυροχόοι, οικοδόμοι κ.ά.), που είχε οικονομικά συμφέροντα από την εθνική λατρεία, άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα. Αυτές, λοιπόν, οι ομάδες κατηγόρησαν τους χριστιανούς για «αθεΐα» και για εγκληματικές πράξεις και έτσι άρχισαν οι πρώτες περιστασιακές διώξεις. Η κατάσταση χειροτέρεψε προς τα τέλη του 1ου αι., όταν ο Αυτοκράτορας Δομιτιανός απαίτησε να λατρεύεται ο ίδιος από τους Ρωμαίους υπηκόους ως Κύριος και Θεός. Την αυτοκρατορική λατρεία αρνήθηκαν οι χριστιανοί, με αποτέλεσμα να οδηγούνται στο μαρτύριο. Παράλληλα, η αύξηση του αριθμού των χριστιανών και το νέο ήθος που πρόβαλλαν με τη ζωή τους στις ανθρώπινες σχέσεις, αντιμετωπίστηκαν ως κίνδυνος για το ρωμαϊκό κράτος.  Οι σκληροί διωγμοί και το πλήθος των μαρτύρων
Οι Διωγμοί στην αρχή δεν ήταν ούτε συνεχείς ούτε εκτείνονταν σε όλη την αυτοκρατορία. Κατά την περίοδο αυτή οι αιτίες των διωγμών είναι ποικίλες: φιλοδοξίες αυτοκρατόρων, θρησκευτικός φανατισμός, οικονομικά προβλήματα. Από την εποχή όμως του Δέκιου και μετά έχουμε συστηματικό διωγμό, με βάση ειδικό Διάταγμα με ισχύ σ' όλη την αυτοκρατορία. 
Τα μαρτύρια στα οποία υποβάλλονταν οι χριστιανοί ήταν σκληρότατα και απάνθρωπα, ήταν ένας αργός θάνατος. Χιλιάδες μάρτυρες θανατώθηκαν στις φυλακές ή ρίχτηκαν σε στάδια για να γίνουν βορά άγριων θηρίων. Για να μπορούν οι χριστιανοί ανενόχλητα να λατρεύουν το Θεό αναγκάστηκαν, ιδιαίτερα μετά την εποχή του Τραϊανού, να καταφεύγουν στις κατακόμβες,
Μαρτύριο του αγίου Ιακώβ του Πέρσου
Μαρτύριο του Aγίου Ιακώβου του Πέρσου
Πολλές φορές μορφωμένοι χριστιανοί απηύθυναν με παρρησία και σύνεση απολογίες υπέρ των ομοθρήσκων τους προς τους Ρωμαίους αυτοκράτορες και τους φιλοσόφους. Στα διασωθέντα κείμενα αυτών των Απολογητών (Κοδράτος, Αριστείδης, Ιουστίνος, Τερτυλλιανός) -όπως ονομάστηκαν-, γίνεται διάλογος με τους εθνικούς στη βάση της ελληνικής φιλοσοφίας και του πολιτισμού, τονίζεται η ηθική υπεροχή της χριστιανικής πίστης έναντι της εθνικής λατρείας καθώς και η θαυμαστή υπομονή και το ανυπέρβλητο θάρρος των μαρτύρων.
Οι Διωγμοί, παρά το ποτάμι αίματος των μαρτύρων που χύθηκε, δεν κατάφεραν να εξαφανίσουν τον Χριστιανισμό. Κατά την περίοδο των διωγμών, η αγάπη, η ενότητα και η αυτοθυσία των χριστιανών έκαναν τρομερή εντύπωση στους εθνικούς. Έβλεπαν, σε αντίθεση με τη διαφθορά, την παρακμή και την αναλγησία της κοινωνίας τους, ότι υπήρχε μια οικογένεια που μπορούσε να τους ξαναδώσει πίσω τη χαμένη τους ανθρωπιά. Μια οικογένεια που, ενώ είχε έντονη την προσδοκία ενός Νέου Κόσμου, ενδιαφερόταν έμπρακτα για τον πόνο και τη δυστυχία των ανθρώπων.
Το παράδειγμα των μαρτύρων, που ανακηρύχθηκαν άγιοι σε Ανατολή και Δύση, έμεινε χαραγμένο όχι μόνο στη μνήμη των συγχρόνων τους, αλλά και των πιστών κάθε εποχής.
γ. «Θάνατος στους άθεους (χριστιανούς)»
Ένας από τους πιο γνωστούς μάρτυρες της πρώτης Eκκλησίας ήταν ο άγιος Πολύκαρπος. Yπήρξε μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη και έγινε επίσκοπος Σμύρνης. Την εποχή που ανθύπατος της Μ. Ασίας ήταν ο Στάτιος Κοδράτος, ο όχλος θεωρώντας τον άγιο υπεύθυνο για τη γενναιότητα που είχαν δείξει στο μαρτύριο έντεκα χριστιανοί, με προεξάρχοντα το Γερμανικό, ζήτησε επίμονα τη σύλληψή του. Αφού ζήτησε να μάθει το όνομά του ο ανθύπατος, απαίτησε να ορκιστεί στον Καίσαρα, να περιγελάσει το Χριστό και να πει «θάνατος στους άθεους», εννοώντας τους χριστιανούς.
Ο Πολύκαρπος του εξήγησε ότι είναι χριστιανός και ότι δε θα μπορούσε να βλασφημήσει το Χριστό που υπηρετεί ογδόντα χρόνια. Μετά από αυτή την ομολογία, ο ανθύπατος τον καταδίκασε να καεί ζωντανός. Πράγματι ο όχλος μάζεψε ξύλα, άναψε μια μεγάλη φωτιά και έριξε πάνω της τον άγιο. Η φωτιά όμως δεν άγγιξε το σώμα του αγίου. Μη έχοντας άλλη λύση διέταξαν ένα στρατιώτη να τον αποκεφαλίσει. Το αίμα μάλιστα που έτρεξε, προς μεγάλη έκπληξη των παρισταμένων, έσβησε τελείως τη φωτιά. Ήταν 23 Φεβρουαρίου του 156 μ.Χ. κι έτσι κάθε τέτοια μέρα η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του αγίου Πολυκάρπου.Οι εθνικοί καταδίωξαν τους χριστιανούς γιατί δεν τιμούσαν τον αυτοκράτορα σα Θεό και γιατί βλάπτονταν τα συμφέροντα του ιερατείου τους. Οι διωγμοί, που κράτησαν περίπου τρεις αιώνες, ήταν αρχικά περιορισμένης έκτασης. Μετά τον Δέκιο όμως πήραν συστηματική μορφή και εξαπλώθηκαν παντού.
  • Οι Απολογητές ήταν μορφωμένοι χριστιανοί που με το συγγραφικό τους έργο υπερασπίζονταν ενώπιον των εθνικών τη χριστιανική πίστη.
  • Ο Χριστιανισμός, παρά τις διώξεις, επιβίωσε και εξαπλώθηκε παντού, γιατί το μήνυμά του έδινε στους ανθρώπους της αυτοκρατορίας τη χαμένη τους ανθρωπιά και νόημα στη ζωή τους.
  • Ο άγιος Πολύκαρπος, μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη και επίσκοπος Σμύρνης, ομολόγησε με παρρησία την πίστη του στο Χριστό.
  • Απόσπασμα από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσεβίου Καισαρείας,
    όπου περιγράφεται η αυτοθυσία των χριστιανών κατά τη διάρκεια επιδημίας
    πανούκλας, το 251 μ.Χ. (PG 20, 688C-689Α, σε απόδοση)
    Οι περισσότεροι από τους αδελφούς μας από την υπέρμετρη αγάπη και φιλαδελφία τους, χωρίς να σκέπτονται τον εαυτό τους ... και χωρίς καμιά προφύλαξη περιθάλποντας τους αρρώστους, υπηρετώντας τους και θεραπεύοντάς τους εν Χριστώ, έπαιρναν με μεγάλη προθυμία τη θέση τους, αναλαμβάνοντας το πάθημά τους, προσελκύοντας πάνω τους την αρρώστια από τους πλησίον και θεληματικά καθαρίζοντας τις πληγές τους. Πολλοί, λοιπόν, αφού περιέθαλψαν και ενδυνάμωσαν τους αρρώστους, πέθαναν, τραβώντας πάνω τους το θάνατο εκείνων … Έτσι οι άριστοι από τους αδελφούς μας, πρεσβύτεροι και διάκονοι, με αυτόν τον τρόπο έφυγαν από τη ζωή, επαινούμενοι από το λαό. Από την άλλη μεριά, οι εθνικοί έκαναν ακριβώς το αντίθετο: και όταν κάποιος άρχιζε να αρρωσταίνει, τον απωθούσαν και τον απέφευγαν και τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα. Έριχναν τους μισοπεθαμένους στους δρόμους, και όταν πέθαιναν τους άφηναν άταφους να σκυλεύονται, προσπαθώντας να αποφύγουν τη διάδοση του θανατικού χωρίς επιτυχία.Για ποιους λόγους οι εθνικοί καταδίωξαν τους χριστιανούς και γιατί, παρά τις διώξεις, ο Χριστιανισμός επιβίωσε και εξαπλώθηκε παντού;
  • Γίνονται σήμερα διωγμοί που έχουν ως στόχο τη θρησκευτική πίστη και τη θρησκευτική συνείδηση; Να αναφέρετε συγκεκριμένα παραδείγματα.

  •  

    Αρχαία φιλοσοφία και χριστιανισμός του Θοδωρή Ρηγινιώτη


    χρισΕπιμέλεια Θοδωρής Ρηγινιώτης
    Η στάση των χριστιανών απέναντι στους εθνικούς (=μη χριστιανούς) φιλοσόφους
    Ανάμεσα στους πρώτους Έλληνες χριστιανούς υπάρχουν και φιλόσοφοι: ο άγιος Ιουστίνος, ο άγιος Αθηναγόρας ο Αθηναίος, ο άγιος Αριστείδης (2ος αι.), ο στωικός Πάνταινος και οι μαθητές του, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας (3ος αι.), κ.π.ά.
    Αργότερα, οι μεγάλοι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας είναι και μεγάλοι Έλληνες φιλόσοφοι και συνεχίζουν την ελληνική φιλοσοφία, πράγμα που φυσικά αρνούνται (με φανατισμό που αγγίζει τα όρια του ρατσισμού) οι σημερινοί «αρχαιολάτρες» (νεοπαγανιστές). Η περί ενσάρκωσης του Θεού ιδέα και η ένωσή του με τον άνθρωπο, καθώς και η θέωση του ανθρώπινου σώματος κ.τ.λ. (ιδέες που προκύπτουν από την εμπειρία και αναλύονται φιλοσοφικά από τους αγίους Πατέρες) δεν είναι μικρότερου φιλοσοφικού ενδιαφέροντος από τις περί θείου ιδέες των αρχαίων φιλοσόφων, ούτε και «λιγότερο φιλοσοφικές» από τις ιδέες των στωικών και των νεοπλατωνικών, που συνεχώς στρέφονται γύρω από τη σχέση του θείου (όπως το αντιλαμβάνονται) με τον κόσμο και τον άνθρωπο.
    Κατά το Χρήστο Γιανναρά, ο τελευταίος μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος του αρχαίου κόσμου είναι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ενώ οι γνωστοί ως φιλόσοφοι του βυζαντινού κόσμου, όπως ο Ψελλός, δεν είναι ιδιαίτερα δημιουργικοί στοχαστές (Χρ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και δύση στη νεώτερη Ελλάδα, αρχή του βιβλίου).
    Στην πατερική και βυζαντινή παράδοση διατηρείται η φιλοσοφία ως μέθοδος γνώσης του κόσμου και απορρίπτεται (πολύ σωστά) ως μέθοδος προσέγγισης του Θεού, αφού ο Θεός είναι πλέον γνωστός στους ανθρώπους, ενσαρκωμένος ως άνθρωπος, και η γνώση Του είναι εντελώς εμπειρική και κατορθώνεται με την κάθαρση της καρδιάς. Ο φιλοσοφικός στοχασμός δε μπορεί να προσφέρει καμιά πραγματική γνώση του Θεού, αλλά μόνο υποθέσεις, γι’ αυτό και οι εθνικοί (=μη χριστιανοί) φιλόσοφοι έλεγαν άλλα ο ένας κι άλλα ο άλλος για το θείο κόσμο.
    Τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ποια είναι η στάση των χριστιανών απέναντι στους εθνικούς φιλοσόφους;
    Καθώς γίνονται χριστιανοί, οι λόγιοι του ελληνορωμαϊκού κόσμου –από τους οποίους προέρχονται το 2ο αι. μ.Χ. οι Απολογητές και, ήδη από τότε, οι Πατέρες της Εκκλησίας– αντιμετωπίζουν επιλεκτικά την αρχαία φιλοσοφία [1]. Για την ακρίβεια, αποδέχονται σε μεγάλο βαθμό το τμήμα της που αφορά στην ανθρώπινη ηθική [2] και εξολοκλήρου ό,τι αφορά στη γνώση του κόσμου (της, κατά τους χριστιανούς, κτίσεως) και αντικαθιστούν τα μεταφυσικά δόγματα (δηλ. απόψεις) των αρχαίων φιλοσόφων με την εμπειρική γνώση για το Θεό και τα συναφή θέματα, που προκύπτει από την κάθαρση της καρδιάς, το φωτισμό και τη θέωση και επαληθεύεται με την επιστήμη της διάκρισης των πνευμάτων.
    Ήδη στην κλασική και ελληνιστική αρχαιότητα οι φιλόσοφοι και οι σχολές που προέκυπταν απ’ αυτούς απέρριπταν (και μάλιστα με πολύ σκληρά λόγια) διδασκαλίες άλλων φιλοσόφων ή «αντίπαλων» σχολών: ο Ηράκλειτος τον Πυθαγόρα, ο Ξενοφάνης τον Εμπεδοκλή, ο Αριστοτέλης τον Πλάτωνα και τους κυνικούς, ο στωικός Διότιμος, ο σκεπτικός (πυρρωνιστής) Τίμων αλλά και ο Πλούταρχος τον Επίκουρο, ο Επίκουρος σχεδόν όλους τους άλλους κ.ο.κ.
    Η απόρριψη λοιπόν από τους χριστιανούς φιλοσόφους δογμάτων άλλων φιλοσοφικών σχολών (από μερικούς και της φιλοσοφίας εν γένει, πράγμα ακραίο που δεν επικράτησε ως κυρίαρχη θέση στην πατερική παράδοση), εκτός από εύλογη (ακόμη και σήμερα μεταξύ των επιστημόνων υπάρχουν «αντίπαλες» τάσεις), ήταν και κάτι σύνηθες στον ελληνικό κόσμο. Υπάρχει βέβαια μια διαφορά: τα μεταφυσικά δόγματα των εθνικών φιλοσόφων προέρχονταν από στοχασμό και ήταν αυθαίρετα (γι’ αυτό και ποίκιλλαν), ενώ των χριστιανών από την εμπειρία της θέωσης, ήταν δηλαδή γνώση προερχόμενη από την εμπειρία και στη συνέχεια επεξεργασμένη και εκφρασμένη με τα εργαλεία του ανθρώπινου νου, όπως αντίστοιχα η γνώση του κόσμου.
    Γι’ αυτό και το Συνοδικό της Ορθοδοξίας, αναφερόμενο κυρίως στις νεοπλατωνικές ιδέες του Ιωάννη Ιταλού, απορρίπτει ως αιρετικούς εκείνους που σπουδάζουν την ελληνική φιλοσοφία πιστεύοντας τα μεταφυσικά της δόγματα, ενώ αποδέχεται ως χριστιανούς εκείνους που τη σπουδάζουν «διά παίδευσιν», δηλαδή ως μέρος της φιλοσοφικής κατάρτισής τους.
    Έτσι, οι Πατέρες της Εκκλησίας απέρριψαν αρχαίες φιλοσοφικές ιδέες που η θεοπτική εμπειρία των αγίων αποδεικνύει εσφαλμένες, όπως η αιωνιότητα του κόσμου, ο ρόλος του δημιουργού Θεού ως απλού διακοσμητή (και όχι δημιουργού εκ του μηδενός), ο απρόσωπος χαρακτήρας του θείου (ως δυνάμεως), η μετεμψύχωση, η προΰπαρξη των ψυχών, ο πλατωνικός κόσμος των ιδεών κ.λ.π. Αντίθετα, στον τομέα της γνώσης του κόσμου συνεχίζουν σαφώς τους προγενέστερους φιλοσόφους, ακολουθώντας, όπως και εκείνοι, τη μέθοδο της παρατήρησης και του στοχασμού. Αρχίζοντας, ούτως ειπείν, από το χριστιανό Γαληνό, το «διάδοχο του Ιπποκράτη», βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά σοβαρή παράδοση φιλοσοφικών (κοσμολογικών και ανθρωπολογικών) έργων που αποτελεί μέρος της πατερικής γραμματείας.
    «Το μεν εξεταστικόν τε και θεωρητικόν εδεξάμεθα, όσον δε εις δαίμονας φέρει και πλάνην και απωλείας βυθόν διεπτύσαμεν» τονίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον Επιτάφιο εις τον Μέγαν Βασίλειον (δηλ. “δεχτήκαμε το ερευνητικό και θεωρητικό πνεύμα και απορρίψαμε ότι οδηγεί προς δαίμονες, πλάνη και βυθό απώλειας” – δηλ. τη μαγεία, τις μαντείες, τις ποικίλες λατρείες κ.λ.π.).
    Και αλλού γράφει: «Ή γαρ φιλοσοφητέον, ως ο εμός λόγος, ή τιμητέον την φιλοσοφίαν» (=θα έλεγα ότι ή πρέπει να φιλοσοφεία κάποιος ή [έστω] να τιμά τη φιλοσοφία – Λόγος ΚΕ΄, Εις Ηρώνα τον φιλόσοφον, PG 35, 1197Α).
    Αυτή είναι η διάκριση φιλοσοφίας και θεολογίας στον πατερικό χώρο, η διάκριση μεταξύ γνώσης του κόσμου και γνώσης του Θεού. Απορρίφθηκε η παρέμβαση του ενός χώρου στον άλλο, δηλαδή η απόπειρα κατοχής του Θεού με τα εργαλεία της φιλοσοφίας, ενώ η προσπάθεια της θεσμικής Εκκλησίας να ποδηγετήσει την επιστημονική έρευνα ήταν κάτι άγνωστο στον πατερικό χώρο. Συνέβη μόνο στη διαστρεβλωμένη χριστιανοσύνη του ευρωπαϊκού μεσαίωνα, στην οποία, σημειωτέον, η αρχαία πατερική παράδοση αγνοήθηκε, γι’ αυτό αγνοήθηκε και κατά την επιστημονική επανάσταση των νεώτερων χρόνων, με συνέπεια να απορριφθεί ο χριστιανισμός ως συνώνυμο της πνευματικής τρομοκρατίας και του σκοταδισμού.
    Η άλλη πλευρά: πολέμιοι της φιλοσοφίας
    Αντίθετα με τους παραπάνω, άλλοι πρώιμοι χριστιανοί συγγραφείς της εποχής, όπως ο Τατιανός ο Σύρος (αυτοχαρακτηριζόμενος από αντίδραση «ο κατά βαρβάρους φιλοσοφών», Προς Έλληνας, P.G., τόμ. 6, 888Β), ο άγιος Θεόφιλος Αντιοχείας και ο Ερμείας ο «φιλόσοφος», αντιμετώπισαν εχθρικά την «ανθρώπινη σοφία» των φιλοσόφων και τους διέσυραν ανενδοίαστα, είτε καταγγέλλοντάς τους για ηθική διαφθορά είτε καταλογίζοντάς τους θεολογικούς «λήρους», αφού, επειδή είναι κατ’ ουσίαν «μωροί», ως μη έχοντες σοφία από Θεού, «ουδέ σύμφωνα ουδέ ομόλογα οι φιλόσοφοι προς αλλήλους λέγοντες, εκτίθενται τα δόγματα» (Ερμείας, Διασυρμός των έξω φιλοσόφων, P.G., ό.π., 1169Α).
    Αφετηρία της πολεμικής τους οι συγγραφείς αυτοί θέτουν τον περίφημο στίχο του αποστόλου Παύλου από την επιστολή προς Κολοσσαείς 2, 8: «Βλέπετε μή τις υμάς έσται ο συλλαγωγών διά της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Χριστόν».
    Εκεί ωστόσο ο Παύλος καταπολεμεί «θρησκεία των αγγέλων» (Κολοσσ. 2, 18), που προφανώς αυτοχαρακτηριζόταν «φιλοσοφία» ενώ, στην πραγματικότητα, ανήκε στα σωτηριολογικά κινήματα της εποχής (προδρομικά γνωστικά κινήματα) [3] που συνδύαζαν μια ιδιότυπη «λαϊκή φιλοσοφικότητα» με πλείστες διατάξεις και αντιλήψεις θρησκευτικού τύπου (πρβ. ό.π., 2, 16: «Μη ουν τις υμάς κρινέτω εν βρώσει ή εν πόσει ή εν μέρει εορτής ή νουμηνίας ή σαββάτων»).
    Είναι πασίγνωστο στους μελετητές ότι, κατά την εποχή του αποστόλου Παύλου, φιλοσοφία και θρησκεία δεν ήταν πάντα σαφώς διακεκριμένα. Επομένως ανάλογες αναφορές πρέπει να εξετάζονται με προσοχή: ο Παύλος μιλάει για μια μαγικο-θρησκευτική λατρεία και όχι για την ελληνική φιλοσοφία, λατρεία ανάλογη με τα σύγχρονα κινήματα ανατολικής θρησκευτικότητας (γιόγκα, τάι τσι, φενγκ σούι κ.λ.π.) [4]. Ο Τατιανός, ο Θεόφιλος και ο Ερμείας ωστόσο αναφέρονται στους φιλοσόφους και όχι στις λατρείες της εποχής τους.
    Οι προ χριστού χριστιανοί
    Ο Αθηναίος απολογητής του 2ου αιώνα άγιος Αθηναγόρας, ο «χριστιανός φιλόσοφος», αποφαίνεται: «Οι στωικοί, αν και θεωρητικά πολλαπλασιάζουν το θείον, στην πράξη θεωρούν πως ο Θεός είναι ένας», Αθηναγόρου, Πρεσβεία περί χριστιανών, P.G., ό.π., 904Α – πρβ. τον 4ο αι., «και παρ’ Έλλησι, φαίεν αν, μία θεότης, ως οι τα τελεώτερα παρ’ εκείνοις φιλοσοφούντες…», (δηλ. και ανάμεσα στους Έλληνες [=ειδωλολάτρες] ένας θεωρείται ο Θεός, όπως γράφουν οι τελειότεροι φιλόσοφοί τους, Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος Θεολογικός 5ος, κεφ. 15, P.G. τόμ. 36, 149Β).
    Ο Ιουστίνος μιλάει για «το έμφυτον παντί γένει ανθρώπων σπέρμα του λόγου» (Απολογία Β΄, κεφ. 8), για τον «σπερματικόν θείον Λόγον» (ό.π., κεφ. 13) μέσω του οποίου οι εθνικοί συγγραφείς «αμυδρώς εδύναντο οράν τα όντα». Ο όρος, που καθιερώθηκε στο χριστιανισμό ως η κορύφωση της αποδοχής της προχριστιανικής σοφίας, έχει στωική προέλευση. Κατά τους στωικούς «ο Θεός είναι ο σπερματικός λόγος του σύμπαντος» (Διογένης Λαέρτιος 7, 136).
    Ο Ιουστίνος επίσης διακρίνει τους ανθρώπους, από καταβολής κόσμου, σε «άνευ λόγου βιώσαντας», οι οποίοι «άχρηστοι και εχθροί τω Χριστώ ήσαν, και φονείς των μετά λόγου βιούντων», και σε «μετά λόγου βιώσαντας και βιούντας», οι οποίοι «Χριστιανοί και άφοβοι και ατάραχοι υπάρχουσι» (Απολογία Α΄). Ο «μετά λόγου» και «άνευ λόγου» βίος, καθώς και η περί αφοβίας και αταραξίας αναφορά, παραπέμπουν ευθέως στα στωικά ανάλογα, όπως και η διάκριση των ανθρώπων, από ηθικής απόψεως, σε «φαύλους» και «σπουδαίους» (Απολ. Β΄, 7), από τους οποίους οι πρώτοι ταυτίζονται με τους «αμαρτάνοντας», ενώ οι δεύτεροι με τους «κατορθούντας», δηλαδή τους «πανταχού κατά λόγον τον ορθόν νομοθετήσαντας και φιλοσοφήσαντας ανθρώπους», τους οποίους αναφέρει αμέσως παρακάτω, και τους οποίους («οίον Σωκράτην και τους ομοίους») οι «φαύλοι δαίμονες» ενέργησαν «διώκεσθαι, και εν δεσμοίς είναι».
    Οι «προγεγραμμένοι του Χριστού κατά το ανθρώπινον» (ό.π., κεφ. 10), μεταξύ των οποίων, εκτός του Σωκράτη, «Ηράκλειτον μεν… και Μουσώνιον δε εν τοις καθ’ ημάς, και άλλους οίδαμεν», «αμυδρώς εδύναντο οράν τα όντα», όπως είπαμε, «διά της ενούσης εμφύτου του λόγου σποράς», οι χριστιανοί όμως «τον από αγεννήτου και αρρήτου Θεού Λόγον μετά τον Θεόν προσκυνούμεν και αγαπώμεν…». Γι’ αυτό, «μεγαλειότερα πάσης ανθρωπίνης διδασκαλίας φαίνονται τα ημέτερα», καθόσον «έτερόν εστι σπέρμα τινός και μίμημα κατά δύναμιν δοθέν, και έτερον αυτό ού κατά χάριν την απ’ εκείνου η μετουσία και μίμησις γίνεται» [δηλ. οι προ Χριστού πιστοί του αληθινού Θεού είχαν αμυδρή θέα των όντων, εξαιτίας του έμφυτου θείου λόγου που διέθεταν, όμως εμείς έχουμε τον ίδιο το θείο Λόγο (το Χριστό), γι’ αυτό και η χριστιανική διδασκαλία φαίνεται μεγαλειωδέστερη από κάθε ανθρώπινη διδασκαλία].
    Τον 6ο αι. ο άγιος Αναστάσιος Αντιοχείας αναφέρει ότι ο Πλάτωνας εμφανίστηκε στο όνειρο ενός φανατικού μοναχού, που τον έβριζε για τις μεταφυσικές πλάνες του, του εξήγησε ότι έχει σωθεί διά του Χριστού και τον παρακάλεσε “να μη αμαρτάνη υβρίζων” (P.G., τόμ. 89, 764. Το μνημονεύει ο άγιος Νεκτάριος στο Περί της αθανασίας της ψυχής και των ιερών μνημοσύνων, 1901, κεφ. Γβ΄).
    ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
    [1] Για μια συνολική αποτίμηση των σχέσεων του χριστιανισμού με τη φιλοσοφική, αλλά και τη θρησκευτική πραγματικότητα του ελληνορωμαϊκού κόσμου, βλ., μεταξύ πολλών άλλων, Jean Pépin, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», στο Francois Châtelet (επιμ.), Η Φιλοσοφία, τόμ. Α΄, Από τον Πλάτωνα ώς τον Θωμά Ακινάτη, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Γνώση, Αθήνα 1999, και Γ. Ζωγραφίδη, «Βυζαντινή Φιλοσοφία» στο Κ. Ιεροδιακόνου-Σ. Βιρβιδάκης (επιμ.), Ελληνική Φιλοσοφία, Αθήνα, Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 1999.
    [2] Ως τεκμηρίωση του παρόντος αρκεί μια ανάγνωση των δύο Απολογιών του αγίου Ιουστίνου του Φιλοσόφου (P.G. τ. 6) και του λόγου (στην πραγματικότητα, επιστολής) του Μ. Βασιλείου Προς τους νέους, όπως αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο λόγων (P.G. 31, 564 εξ.). Ο Χρυσόστομος επίσης προβάλλει ως ηθικά παραδείγματα τον Πλάτωνα και το Σωκράτη, τον Αριστείδη, το Διογένη και τον Επαμεινώνδα (Προς άπιστον πατέρα, P.G. 47, 332-348) και άλλοι άλλα.
    [3] Πρβ. Σάββα Αγουρίδου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Γρηγόρης, Αθήναι 1971, σελ. 291: «Το χαρακτηριστικόν της ετεροδιδασκαλίας των Κολοσσών ήτο η λατρεία των “στοιχείων του κόσμου τούτου”, δηλ. των πνευμάτων ή αγγέλων, που κυβερνούν τον κόσμον, και μία ιουδαϊκού τύπου άσκησις, κατά τινα τρόπον συνδεομένη προς τας κοσμικάς ταύτας αγγελικάς δυνάμεις. Η ετεροδιδασκαλία αύτη ηξίου δι’ εαυτήν το όνομα της ανωτέρας γνώσεως ή φιλοσοφίας, εκ δε της λέξεως “θρησκεία”, ήν χρησιμοποιεί ο Παύλος εν 2,18, φαίνεται ότι, όπως εν γένει εις τας μυστηριακάς θρησκείας, οι λάτρεις των ουρανίων δυνάμεων εν Κολοσσαίς είχον τελετήν μυήσεως…».
    [4] Για μια κριτική αξιολόγηση της θέσης των κινημάτων αυτών στο σύγχρονο δυτικό κόσμο –και αντιπαραβολή με τη θέση της αρχαίας ελληνικής και της νεότερης φιλοσοφίας, της χριστιανικής θεολογίας κ.λ.π.– βλ. Νικόλα Σεβαστάκη, Η αλχημεία της ευτυχίας – δοκίμιο για τη σοφία της εποχής, Πόλις, Αθήνα 2000.