Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Ὁ Θεὸς καὶ γνωριζόμενος παραμένει Μυστήριον (chan 7960909)






1. Ὁ Θεὸς καὶ γνωριζόμενος παραμένει Μυστήριον 

2. Περὶ τῶν ὀνομάτων τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν 

3. Ποιὲς εἶναι οἱ προϋποθέσεις τῆς Πατερικῆς Θεολογίας 

4. Ποιὰ εἶναι ἡ βασικὴ διάκρισις μεταξὺ Ὀρθοδόξου καὶ μἠ Ὀρθοδόξου ἐμπειρίας τῆς θεοφανείας

Μέρος Α´

Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη μὲ τίτλο: "Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας" (Τόμος Α΄, ἐκδόσεις Π. Πουρναρᾶ, Θεσ/κη, 1999)
1.Σελ. 97: «... Τὸν Θεὸν δὲν δύναται νὰ νοήση ὁ ἄνθρωπος, διότι ὁ Θεὸς ὑπερβαίνει τὸν νοῦν καὶ τὴν λογικὴν τοῦ ἀνθρώπου. Τὸν Θεὸν δὲν δύναται νὰ ἐκφράση ὁ ἄνθρωπος, διότι δὲν ὑπάρχει νόημα ἤ εἰκὼν κτιστὴ ὁμοία τῷ Θεῷ, ὥστε τὸ νόημα αὐτῆς νὰ δύναται νὰ ἐκφράση τὸν Θεόν. Καὶ ὅταν ἀκόμη ἀποκαλύπτη ὁ Θεὸς Ἑαυτὸν διὰ τοῦ Λόγου ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ὁ Θεός, γνωριζόμενος ἀγνώστως καὶ ὁρώμενος ἀοράτως, ὑπεραισθητῶς, ὑπερλογικῶς καὶ ὑπερνοητῶς, παραμένει μυστήριον, εἰς τὸν θεούμενον Προφήτην, Ἀπόστολον καὶ ῞Αγιον, διότι ὁ Θεὸς εἶναι "ὁ Ἑαυτὸν γινώσκων, ὁρῶν καὶ νοῶν διὰ τοῦ θεουμένου, ὅστις τῇ χάριτι ταύτῃ τοῦ αὐτοπτικοῦ Θείου Φωτὸς ὁρᾷ ἐν Θεῷ διὰ τοῦ Θεοῦ τὸν Θεόν". Εἰς τὴν θέαν ταύτην τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ μετέχει ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, ὅστις ὅμως ὁρᾶ οὐχὶ διὰ τοῦ σώματος, οὔτε διὰ τῆς ψυχῆς, ἀλλʼ ὁ Θεὸς ὁρᾶ διὰ τοῦ θεουμένου Ἑαυτόν. Ἐπίσης, διὰ τοῦ Θεοῦ ὁ θεούμενος γνωρίζει ἑαυτόν». 

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Βασιλείου επισκόπου Σελευκείας: "Λόγος εις την Χαναναίαν" (Κυριακή Ιζ΄ Ματθαίου)

Ιδού ότι υπήρξε και συμφορά η οποία έγινε αφορμή μεγάλης ευφροσύνης και πένθος που προξένησε ευθυμία και λύπη που έφερε υπερβολικήν χαρά. Επειδή όπου παρευρίσκεται ο Ιησούς, και ο θρήνο μεταβάλλεται σε ηδονήν και ο κλαυθμός και οδυρμός μεταλλάσσεται σε ευφροσύνην.
Το μαρτυρεί αυτό με τα λόγια της κραυγάζοντας η Χαναναία, την ιστορία της οποιας με θαυμασμόν η βίβλος των Ευαγγελίων την επιδεικνύει μέχρι τώρα και διατηρεί την κραυγή της γραμμένη σαν σε στήλη, ώστε ο επίβουλος χρόνος να μην παρασύρει την μνήμη· επειδή ο καρπός της πίστεως είναι πιο δυνατός. «Και εξελθών εκείθεν ο Ιησούς», λέγει, «ήλθεν εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος». Ο Θεός παρευρίσκεται παντού και κανένας τόπος δεν ετόλμησε να τον περιορίσει. Και επειδή είναι κατά φύσιν αόρατος, επιβεβαιώνει την παρουσία του σ' εκείνους που τον έβλεπαν προβάλλοντας τον ναό που ενεδύθη προς χάριν μας.

Ήλθε στα μέρη της Τύρου και της Σιδώνος, στα παλαιά καταγώγια των δαιμόνων, στις περιοχές των ειδώλων, στις χώρες της ειδωλολατρίας, στο αντικείμενο της κατηγορίας των Προφητών.

Από την Ιουδαία στην Σιδώνα και την Τύρον· από τα εργαστήρια της ευσεβείας στον βυθό της ασεβείας· από τους μαθητάς του Μωϋσέως, στους εργάτες των δαιμόνων. Και για ποίον λόγο μεταβαίνει από το ένα μέρος στο άλλο; Έλεγχος των Ιουδαίων είναι η μετάβασις του Κυρίου· ως ευεργέτης συγχρόνως και δικαστής περιοδεύει ο Σωτήρ. Είναι αληθώς αδυσώπητος κατηγορία εναντίον των Ιουδαίων η επίγνωσις των εθνικών. Επειδή όμως ο καταιγισμός των θαυμάτων δεν κατώρθωσε να κάμψει τον Ιουδαϊκόν λαόν, ώστε να στραφεί στην πίστι, αλλά ενώ ηπλώνετο το παράδοξον θεραπευτικό δίκτυ, μόνο το έθνος των Ιουδαίων εξ αιτίας της αγρίας βασκανίας τους απέφυγε την θύρα της σωτηρίας, τι έκαμεν ο σοφός ιατρός; πώς μεθοδεύει την ίαση της αρρωστημένης γνώμης;

Μεταφέρει στην Σιδώνα τα φάρμακα της θεραπείας της, για να ερεθίσει τον άπιστον αντιπαραθέτοντας αυτόν με τα έθνη. Είναι παλαιό, νομίζω, το τέχνασμα αυτό του Κυρίου, να κάνει δηλαδή τον αχάριστο να εντραπεί συγκρίνοντάς τον με τα χειρότερα. Θέλοντας κάποτε να ελέγξει την απείθεια των Ιουδαίων ηύξησε τον έλεγχον, αντιπαραθέτοντας αυτούς με τους Νινευΐτες. Και στέλλει τον Ιωνά να παρακολουθήσει την μεταβολήν των ασεβών, προβάλλοντας τον Προφήτην των Ιουδαίων υπηρέτην της κατακρίσεως των Ιουδαίων. Αλλά εκείνος λυπούμενος άκαιρα τους ομοεθνείς του, κλέπτει τον έλεγχο και δραπετεύει από εκείνον που τον έστειλε. Δεν εγνώριζε ότι θα τον αλιεύσει το κήτος και θα τον παρουσιάσει δέσμιον στον Δεσπότη.

Και πάλι συστελλόμενος από φόβον έγινε θεατής της ευγνωμοσύνης των ειδωλολατρών· μίαν φωνή μόνον άφησε και αιχμαλώτισε όλων τις γνώμες. Και ειδε την προφητεία του να διαψεύδεται μαθαίνοντας στην πράξι πόσο πιο καλόπιστοι είναι οι εθνικοί από τους Ιουδαίους· καθ' όσον αυτοί μεν κατέσφαξαν τους Προφήτες τους, ενώ εκείνοι και αυτόν ακόμη, του οποίου αγνοούσαν την ύπαρξη, έφριξαν ακούγοντάς τον. Όταν δε η μεταβολή της γνώμης εματαίωσε την απειλήν του Προφήτου, έπαυσαν να σαλεύωνται τα τείχη της πόλεως, απεσύρθη το ξίφος που ήταν έτοιμο να πέσει και η απόφασις του θανάτου ανεκλήθη, από σεβασμόν προς την πίστι των καταδίκων· ενικήθη θυμός προφητικός, βλέποντας τον υπεύθυνο να νικά με την ευγνωμοσύνην. Έτσι και τώρα ο Σωτήρ βαδίζει από την Ιουδαία στην Σιδώνα και την Τύρο για να στηλιτεύσει την Ιουδαϊκήν υποκρισίαν αντιπαραθέτοντας αυτούς με τους ασεβείς.

Πρόσεξε παρακαλώ τον Ευαγγελιστήν πώς κομπάζει με την διήγηση και αποκαλύπτει το νόημα της μεταβάσεως του Κυρίου: «Και εξελθών εκείθεν ήλθεν εις τα μέρη Τύρου και Σιδώνος». Από που «εκείθεν;». Από εκεί όπου θαυματουργώντας εδέχετο συκοφαντίες, θεραπεύοντας ήκουεν ύβρεις καί ευεργετώντας αντιμετώπιζε την απιστία. «Και ιδού γυνή εκ των ορίων εκείνων εξελθούσα εκραύγαζε λέγουσα· Υιέ Δαυΐδ, ελέησόν με». Χαναναία το γυναικάριον, αλλά με την προαίρεσιν ηρνήθη το γένος της· η πίστις ενίκησε την φύση.

Κανείς, λέγει, πλέον ας μην κατηγορεί τους Χαναναίους· η γυναίκα αυτύ έλυσε τα εγκλήματα των πατέρων της· γίνεται αρχή ευσεβείας κραυγάζοντας στους ευσεβείς· «Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με». Πόσες μυριάδες Ιουδαίων εθεράπευσε ο Χριστός και αντί ευχαριστίας ήκουσε: «Ούτος πόθεν εστίν ουκ οίδαμεν». Ενώ μία άσημος γυναίκα Χαναναία και πριν από την θεραπεία, με αναπτερωμένην πίστη έφθασε σε ύψος ευαγγελιστού. «Κύριε, υιέ Δαυΐδ, ελέησόν με. Η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται». Πένθος ελεεινόν και θέαμα για την μητέρα πιο πικρόν και από τον θάνατο. Δαιμόνιον πολεμοχαρές παλεύει με την κόρη, και ο εχθρός παραμένοντας αόρατος παρατάσσεται κατά του παιδιού.

-Πώς να αναγγείλω το δεινόν, πως να κηρύξω το πάθος; Δεν υποφέρω να την βλέπω.

Πηδά έξω από το σπίτι, περιφέρεται στην πόλιν εκτείνοντας τα χέρια στον αέρα, με βλέμμα απλανές και ακάλυπτα τα μαλλιά:

-Για καταγώγιον του δαίμονος το εγέννησα το παιδί μου.

Παραβλέπει την αισχύνην η συμφορά και το πάθος αιχμαλώτισε την φυσικήν εντροπήν. Αφήνει κραυγές που προκαλούν τον φόβο· βλέπεται, αλλά δεν βλέπει, τρέχει στον δρόμο, ελεεινώς σιωπά και ακόμη χειρότερα ομιλεί. Δεν έχει προθεσμίαν η τιμωρία, καταναλώνονται οι νύκτες στην αγρυπνίαν ευρίσκοντας δε τις ημέρες φοβερώτερες από τις νύκτες, πηδά από την κλίνη και αρχίζει να διαλαλεί την συμφορά:

- Ελέησόν με, που μαστιγώνομαι από την θυγατέρα μου. Εκείνης το πάθημα, ιδικός μου ο πόνος, εκείνην διαπομπεύει το δαιμόνιον, η φύσις όμως δια μέσου εκείνης γίνεται όπλον εναντίον μου. Ο δαίμων εισήλθε στην θυγατέρα πολεμώντας την μητέρα, σ' εμένα ρίπτει τα βέλη δια μέσου αυτής. Είθε να μη μου γεννούσε αυτήν την κυοφορίαν η φύσις! Να ετελείωνε η ζωή μου με τον τοκετό. Θα ήταν παρηγορία για τον θάνατον ο νόμος της φύσεως. Ελέησόν μας.

«Ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λόγον». Ω φιλάνθρωπος σιωπή με σχήμα απάνθρωπον! ω σιωπή μεγαλόφωνος που είναι κατήγορος των Ιουδαίων! Με αυτήν έλεγε ο Σωτήρ στους Ιουδαίους: Βλέπεις, Ιουδαίε, Χαναναίας ευγένεια; Βλέπεις από ρίζα διαβεβλημένην καρπόν επαινετόν; Δεν εδέχθη τον Μωϋσή για νομοθέτη και ανεγνώρισε του Μωυσέως τον Δεσπότην· δεν γνωρίζει Προφήτες και πιστεύει σ' αυτόν που επροφητεύθη· και σημεία δεν είδε, και τον απόγονο του Δαυίδ ωμολόγησε. Τον Θεόν τον ηρνήθης μετά από τόσα θαύματα, και αυτή πριν ιδεί θαύμα τον επίστευσε. Αλλά κοίταξε που κλαίει και εγώ την παραβλέπω προς χάριν σου· αν και λυπούμαι το πένθος, όμως κρύβω το έλεος. Φωνάζει σαν εθνική, την στέλλω σ' εσέ παίρνοντάς σου από πριν την πρόφαση της απιστίας.

Δεν την απαλλάσσω από το πάθος, για να μη σου προκαλέσω φθόνο· συγκρατώ την θεραπεία, για να μη σου δώσω λαβήν απιστίας, για να μη λέγεις κατηγορώντας σαν άπιστος: την Χαναναίαν ελεούσες; γιατί εθεράπευες τους εχθρούς του Μωϋσέως; Κοίταξε που την αφήνω να κλαίει και για να τιμήσω εσέ παραβλέπω μητέρα που τιμωρείται με τα παθήματα της κόρης!

«Υιέ Δαυίδ, ελέησόν με. Ο δε ουκ απεκρίθη αυτή λόγον». Η αναβολή της θεραπείας, δοκιμασία της πίστεως, χωνευτήριο της προαιρέσεως της γυναικός. Μάλλον η σιωπή του Κυρίου γίνεται έπαινος στην Χαναναία· μέχρι την στιγμή που ο χορός των Αποστόλων, μη γνωρίζοντας την σοφία της Δεσποτικής σιωπής και αδυνατώντας να υποφέρει την φωνή της πονεμένης μητέρας, γίνεται μεσίτης προς τον Σωτήρα, και πρεσβεύουν για την γυναίκα οι μαθηταί του Χριστού.

Δέχονται αυτοί τις ικεσίες της, και παρακαλούν τον Κύριον: «Απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών». Τι απαντά η ανέκφραστος φιλανθρωπία, η απόρρητος σοφία;». «Ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις».

Βαρύτερα από την σιωπήν η απόκρισις· ανάλογος όμως με την πίστιν της Χαναναίας. Διότι αν δεν ήταν η πίστις της μεγάλη, θα κατηγορούσε τον Σωτήρα για απανθρωπίαν ή για αδυναμίαν, θά απεμακρύνετο και θα έλεγε: Τι φοβερά απανθρωπία! Δεν με ελυπήθη που κλαίω, δεν ηλέησε μητέρα που πληγώνεται με τα παθήματα της κόρης· δεν ηλέησε το δράμα της φύσεως· ικέτευα και με απεστρέφετο, εφώναζα και με απέφευγε. Και πρώτα μεν απέκρουσε τις φωνές μου με την σιωπήν ούτε όταν εφώναζα την ώρα που σιωπούσε τόν συνεκίνησα, τότε που είχα καλές ελπίδες για την θεραπείαν, όταν το πάθημά μου ευρήκε συνηγόρους, όταν προσδοκούσα φιλάνθρωπο λόγον, όταν ονειροπολούσα πως μόλις ομιλήσει θα απαλλαγεί η θυγατέρα μου· με ανοικτό το στόμα ανέμενα φωνήν που θα φέρει την άνεση· και τότε ομίλησε και διέλυσε τις ελπίδες μου. Φορτωμένη με λύπη φεύγω. Μου πρόσθεσε συμφορές με τις ύβρεις του. Κυνάριο με είπε μέσα σε τόσον κόσμο. Φαίνεται κι αυτός δικαιώνει τον δαίμονα. 

Φαίνεται, της κόρης μου η συμφορά ενίκησε κι αυτού την δύναμη. Ίσως με τις ύβρεις έκρυψε την ομολογία της ήττας του. Ένα μόνον εκέρδισα από την ικεσία μου. Ηύξησα του δημίου της κόρης μου την αγανάκτησιν· άναψα τον θυμόν του με τα λόγια εκείνου, έκαμα αγριώτερον τον εχθρόν του παιδιού μου.

Αλλά δεν ωλίσθησε σε παρομοίους λόγους, ούτε με τις ύβρεις η πίστις ατόνησε. Μεγάλη η πίστις της γυναικός, γι' αυτό και εθησαυρίσθη στα Ευαγγέλια. «Ουκ έξεστιν βαλείν τον άρτον των τέκνων τοις κυναρίοις». Αυτή δε προσπαθώντας να μεταπείση τον Δεσπότην έλεγε: Ναι Κύριε· παίρνω την ύβρη σαν υπόσχεση θεραπείας· «και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών». Μου εγγυάται την σωτηρίαν η προσφώνησις του ζώου αυτού· ας γίνει το μέγεθος της ύβρεως, μέτρον γι' αυτό που θα μου δώσεις. Κυνάριο με ονόμασες· σαν κατοικίδιο θα απολαύσω την τράπεζα του Κυρίου μου. Έχει μερίδιον από τα ψίχουλα των τέκνων και το κυνάριο. Δεν αρπάζω τον άρτο, τα ψίχουλα ζητώ· δεν πηδώ επάνω στην τράπεζα, αυτά μου φθάνουν. Δεν ομιλώ για απόλαυσιν· ας απολαύσει ο κληρονόμος σου εκείνο τό τραπέζι· ας πέσει όμως από το χέρι σου κάποιο ψίχουλο και για εμάς.

Ω πίστις! ω σύνεσις! ω ευλάβεια Χαναναίας! Τι κάνει λοιπόν ο Σωτήρ; Αποκαλύπτει τι έκρυβε η σιωπή: «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις»! Γι' αυτό ανέβαλα την χάρι, για να δείξω την πίστι σου. Δεν σιωπούσα ως απάνθρωπος, αλλά ησύχαζα ως προγνώστης· περίμενα να φανεί όλη σου η πίστις. Ήθελα να διδαχθούν οι παρόντες τι μαργαρίτης εκρύπτετο σε γυναίκα Χαναναία. Σου ανοίγω όλο το τραπέζι της θεραπείας και σου χαρίζω όχι σαν σε κυνάριο τα ψίχουλα, αλλά ως θυγατέρα τον άρτον. Εσύ μεν ενίκησες με την πίστι τους Ιουδαίους· εγώ δε με την δωρεά το αίτημά σου. «Γενηθήτω σοι ως θέλεις». Γίνε συ ιατρός της κόρης σου· μέσα σου έχεις της θεραπείας το φάρμακο. Βάδιζε νικήτρια κατά των Ιουδαίων και του δαίμονος. Λάβε έπαθλο της πίστεως την θεραπεία της φύσεως.

Ας αναζητήσωμε την πίστη, τον στέφανον της Εκκλησίας· ας αγαπήσωμε την πίστι, την αστραπή της οποίας δεν υποφέρουν οι δαίμονες· την πίστη, το κεφάλαιον των μαθητών του Χριστού. Ας ακούσωμε τον Παύλο που φωνάζει: «Στήκετε εν τη πίστει», «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε», ώστε να ακούσουμε κι εμείς τον Δεσπότη να μας λέγει: «Γεννηθήτω υμίν ως θέλετε»· αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Βασίλειος Σελευκείας: "Λόγος εις την Ε΄ Κυριακή των Νηστειών"

Λόγος εις το «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα και ο υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται εις χείρας αμαρτωλών».

Αυξάνει την αγωνία της γλώσσης το ενδιαφέρον των ακροατών· ο πόθος της συνάξεως της Εκκλησίας για θείαν διδασκαλία μου αυξάνει τον φόβο εμπρός στο εγχείρημα της ομιλίας.
Γι’ αυτό ο Δεσπότης καταπραΰνοντας τον φόβο του λόγου εβόησε: «Μακάριοι οι λέγοντες εις ώτα ακουόντων», αυτοί που ρίπτουν τον σπόρο της διδασκαλίας σε γόνιμο γη, και συσσωρεύουν δόγματα αγαθά στο αλώνι της ψυχής· επειδή αξίζει να κοπιάσει κανείς γι’ αυτήν, ελπίζοντας να δρέψει τους καρπούς του κηρύγματος.

Και οι μεν Ιουδαίοι και τις προφητείες απέφευγαν να ακούσουν, αλλά και οι νουθεσίες ήσαν ανεπιθύμητες, όπως ευρίσκουμε γραμμένο στους Προφήτες. Διότι λέγει «Κύριε , τις επίστευσε τη ακοή ημών;». Γι’ αυτό ο Ιερεμίας, αναζητώντας εύλογη πρόφαση, προέβαλε την ηλικία: «Νεώτερος εγώ ειμί, και λαλείν ουκ επίσταμαι (δεν γνωρίζω καλώς)».Και ο Μωϋσής, όταν εκλήθη στην ηγεμονία του λαού, αποφεύγει την τιμή κατηγορώντας τον εαυτό του· «ισχνόφωνός ειμι και βραδύγλωσσος». Η παραίτηση των αποστελλομένων ελέγχει τον απειθή χαραχτήρα των Ιουδαίων. Πάντοτε ήταν θεομάχο το γένος αυτό και αντίπαλο στις θείες ευεργεσίες. Κάποτε θρηνούσαν για την Αιγυπτιακή δουλεία, και όταν απηλλάγησαν, λοιδορούσαν αυτόν που τους απήλλαξε· «παρά το μη είναι μνήματα εν Αιγύπτω εξήγαγεν ημάς αποκτείναι εν ερήμω». Διέτρεχαν ως λεωφόρο την θάλασσα, με πόδια σκονισμένα οδοιπορούσαν στο πέλαγος και απέδιδαν την ευεργεσία στον μόσχο, βοώντας «Ούτοι οι θεοί σου, Ισραήλ, οι εξαγαγόντες σε εκ γης Αιγύπτου». Ο ουρανός πάλιν απέστελλε τις νιφάδες του μάννα κι αυτοί από κάτω βλασφημούσαν φωνάζοντας· «Κατάξηρος γέγονεν η ψυχή ημών επί τω άρτω τω διακένω» (κούφιο). Ακολουθούσε πέτρα που κατέκλυζε με χείμαρρους την έρημο και ένα πλήγμα της ράβδου κυοφόρησε πολλές πηγές υδάτων· αλλά ούτε αυτό καθάρισε την αχάριστο γλώσσα τους και παρά την απόλαυση αυτή έλεγαν: «Επεί (επειδή) επάταξε πέτραν και ερρύησαν ύδατα και χείμαρροι κατεκλύσθησαν, μη και άρτον δύναται δούναι;». Όταν πάλιν αγνοούσαν τον δρόμο, συνοδοιπορούσε νεφέλη που έλυε την άγνοια και εμπόδιζε την φλόγωση των αχτίνων. Στύλος πυρός φωταγωγούσε την νύκτα, αλλά αυτοί ατιμάζοντας εκείνον που τους τιμούσε με τα θαύματα έλεγαν: «θώμεν (να τοποθετήσωμε) αρχηγούς και αποστρέψωμεν (να επιστρέψωμε) εις Αίγυπτον». Σύννεφα από όρνιθες έφερνε ο αέρας, ετοιμάζοντάς τους συσσίτιο ωσάν σε ξένους οδοιπόρους. Σαράντα χρόνια τα ιμάτιά τους τριβόμενα παρέμεναν καινούρια, νικώντας τον χρόνο και την φύση, και μαζί με τα ιμάτια διατηρούνταν καινούρια λόγω της ανάγκης και τα υποδήματα, για να αντέξουν στα σαράντα χρόνια πορείας. Όταν πολεμούσαν συμμαχούσε μαζί τους η τροχιά των στοιχείων της φύσης, τότε που ο ήλιος διδασκόμενος να επιβραδυνθεί, επιτάχυνε την νίκη αυξάνοντας την διάρκεια της ημέρας, για να τους αναδείξει νικητές αυθημερόν. Επιμηκύνοντας τον δρόμο του συνέστειλε της νίκης τον χρόνο, ίσως όμως και να αύξησε την διάρκεια του χρόνου· και αυτό για να μη λυπήσει τους ήδη ταλαιπωρημένους για την αναβολή της νίκης. Μετά τον ήλιο σταμάτησε και το ρεύμα του Ιορδάνη και αναχαιτίστηκε η ορμή του παραχωρώντας τους τόπο να βαδίσουν· στάθηκε ο φυσικός νόμος της ροής αναμένοντας την διέλευσή τους. Οι βασιλείς άκουσαν και ταράχθηκαν, οι πόλεις αυτομάτως υπέκυπταν. Κυκλώθηκε η Ιεριχώ και εξεδύθη τον κύκλο του τείχους, σαν να αποφεύγει τους κατοίκους της και να προστρέχει στους Ισραηλίτες. Ποία ήταν η ευχαριστία για όλα αυτά; «θώμεν αρχηγούς και αποστρέψωμεν εις Αίγυπτον».

Αυτά όμως που επηκολούθησαν ήσαν φοβερότερα από τα προηγούμενα· προσκύνησαν το ξόανο των Μωαβιτών· οι νικητές να προσκυνούν τα είδωλα των νικημένων! Χύθηκαν αίματα προφητικά, κατέκαψαν βιβλία Μωσαϊκά, μίσησαν θρησκεία θεοφιλή, έστησαν αγάλματα δαιμονικά.

Αυτά όμως είναι αρχαία και παλαιά. Πως άραγε συμπεριφέρθηκαν με την ενανθρώπηση του Σωτήρα; Λυπήθηκε ο Χριστός τους ανθρώπους και ήλθε προτείνοντας χείρα σωτηρίας στο γένος μας. Δεν άλλαξαν όμως τρόπους, να εντραπούν τα θαύματα, αλλά έτρεξε μέσα στο χρόνο η γνώμη των προγόνων και ηύρε τους κληρονόμους. Νιφάδες θαυμάτων, πέλαγος οι θεραπείες, αφθονία κάθε αγαθού· αλλά ευεργετούμενοι πενθούσαν και κήρυτταν με λόγια την απορία της ψυχής τους· «τι ποιήσωμεν, ότι ο άνθρωπος ούτος πολλά σημεία ποιεί;». Έβλεπαν τα πάθη να διώκονται και στρώθηκαν στην ψυχή με το πάθος του φθόνου· την λύση της συμφοράς των άλλων θεωρούσαν ιδική τους συμφορά. Παράλυτος ηγέρθη, τυφλός ανέβλεψε, νεκρός ανακήρυξε του θανάτου την ήττα και ο ιατρός εξισούτο με τους εγκληματίες. Ελευθερώνονταν από τα χέρια των δαιμόνων και δεν ντρέπονταν να αποκαλούν δαιμονισμένο αυτόν που τους ελευθέρωσε από τους δαίμονες. Και πάλιν επέμεναν να θρηνούν: «Τι ποιήσωμεν, ότι ο άνθρωπος ούτος τοιαύτα σημεία ποιεί;» Αίσχος της ανθρώπινης φύσης απεδείχθη ο τρόπος των Ιουδαίων. Δεν υπέφεραν άλλο, το πάθος τους οδήγησε στον φόνο· τους φαίνεται όμως άδοξος ο φόνος ο απλός· μηχανεύονται τον Σταυρό, και έτσι αναμιγνύοντας τα θαύματα με την επαίσχυντο παρανομία προπαρασκεύαζαν την θεραπεία του φθόνου τους. Αλλά δεν του διέφευγαν όλα αυτά του Χριστού που εκουσίως ερχόταν προς το Πάθος, αφού από ενωρίς προφητικά προκαλούσε το θάνατο λέγοντας «Λύσατε τον ναόν τούτον, και εν τρισίν ημέραις εγέρω αυτόν». Δεν αγνοούσε το Πάθος αυτός που είπε «εξουσίαν έχω θείναι (να αποθέσω) την ψυχήν μου· και εξουσίαν έχω λαβείν αυτήν (να αναστηθώ)».

Διότι το Πάθος ανήκε στην θείαν οικονομία· και θα το τολμούσαν μεν παρανόμως οι Ιουδαίοι, θα το είχε οικονομήσει όμως για την σωτηρία μας ο Θεός. Αλλά ο φιλόχριστος χορός των Αποστόλων αθυμούσε ακούγοντας για το Πάθος, και ο λόγος πλήγωνε την ψυχή τους κάμνοντάς τους να προγευθούν το Πάθος με το πένθος. Απαλύνοντας δε την υπερβολική λύπη των μαθητών ο Σωτήρας συνέπλεκε τη μνήμη του Πάθους με την προαγγελία της Αναστάσεως. Αλλά και τους υπενθύμιζε επανειλημμένως το Πάθος. Το ελάφρυνε με την συχνή μελέτη της διηγήσεως, για να μην εκπλαγούν από την απότομο θέα και έτσι η ψυχή τους βυθισθεί σε πολύ μεγαλύτερο πένθος. Γι’ αυτό και τώρα ο Σωτήρας προαναγγέλλοντας το Πάθος λέγει: «Ιδού, αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και ο Υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται εις χείρας πρεσβυτέρων και γραμματέων, και αποκτενούσιν αυτόν... και τη Τρίτη ημέρα αναστήσεται». Αποδεικνύει ότι και τον χρόνο γνωρίζει και ότι εκουσίως έρχεται προς το πάθος. Θα ημπορούσα, λέγει, και να παραιτηθώ από το πάθος αλλάζοντας πορεία και να αποφύγω την θανάτωσή μου απομακρυνόμενος από τον τόπο του φόνου· αλλά ο καιρός απαιτεί τον Σταυρόν, η ανάγκη κυοφορεί το πάθος, η προθεσμία της παρουσίας μου αναζητεί αφορμήν για να λήξη. Γι’ αυτό προηγουμένως απέφευγα τον λιθοβολισμό, διότι ανέμενα τον Σταυρό. Γι’ αυτό και είχα εξαφανισθεί, όταν ηθέλησαν να με ρίψουν στον γκρεμό. Επειδή ήλθα για να θεραπεύσω τον θάνατο που προξένησε στον Αδάμ το ξύλο· για να καρφωθώ σε ένα ξύλο, ανακόπτοντας έτσι την πορεία των κακών που προήλθαν από το ξύλο. Υπηρέτες δε του πάθους μου είναι οι Φαρισαίοι και οι Γραμματείς και οι πρεσβύτεροι, οι επικεφαλής του Νόμου, αυτοί οι οποίοι ενώ έχουν την τιμή να θεωρούνται διάδοχοι του Μωϋσέως, συμπράττουν με τον διάβολο. Οι μαθητές του Νομοθέτου, υπασπιστές του παρανόμου. Σε σας όμως τους ιδικούς μου προλέγω το Πάθος και θεραπεύω την λύπη προμηνύοντας την Ανάσταση: «Ιδού αναβαίνομεν εις Ιεροσόλυμα, και ο Υιός του ανθρώπου παραδοθήσεται εις χείρας πρεσβυτέρων και γραμματέων και αποκτενούσιν αυτόν και τη τρίτη ημέρα αναστήσεται». Εάν λυπάστε για το Πάθος, ας σας θεραπεύσει την λύπη η Ανάσταση· εάν φρίττετε τον Σταύρο, ευφρανθείτε για τη νίκη: «τη Τρίτη ημέρα εγερθήσομαι».Πορεύομαι σε έτοιμη νίκη, σύντομα θα εγείρω το τρόπαιον, έχει ορισθεί ο χρόνος της στεφανώσεως. Πορεύομαι στον θάνατο για να τον υποχρεώσω να μην είναι η εξουσία του στους ανθρώπους αθάνατος. Και θα αναστηθώ από τον τάφο εγκαινιάζοντας την Ανάσταση. Θα διδάξω τον Άδη να περιμένει διάδοχο του την Ανάσταση. Με εμένα παύει ο θάνατος και φυτεύεται η αθανασία. Μικρόν θα είναι το μεταίχμιο μεταξύ του θανάτου και της ζωής· διότι δεν κατέρχομαι για να εξοφλήσω αμαρτία, αλλά για να την καταργήσω. Δεν άντεξε όμως στα λόγια αυτά η ψυχή των μαθητών, αλλά από την μνήμη του πάθους κάμφθηκαν και τους κυρίευσε όλους η σιωπή. Ο Πέτρος όμως εξεπλάγη ακούγοντας αυτά και μη υποφέροντας από πόθο το πάθος, έπιασε το χέρι του Κυρίου και είπε: «Ιλεώς σοι, Κύριε, ου μη έσται σοι τούτο». Η φωνή απεκάλυψε την πληγή της ψυχής. Τι λέγεις, ω Δέσποτα, πως μελετάς Σταυρό και ομιλείς περί πάθους; Θα τολμήσει να σου επιτεθεί ο θάνατος, αφού δεν άντεξε ούτε την φωνή σου ο Άδης; Προηγουμένως φώναξες νεκρό τον υιό της χήρας και ο θάνατος έφυγε, αδυνατώντας να τον οδηγήσει ακόμη και μέχρι τον τάφο. Πως λοιπόν θα δεχθεί ο θάνατος αυτόν τον οποίο φοβείται; Άφησε αυτά τα λόγια, ω Δέσποτα. Ο Ηλίας υπερπήδησε τον θάνατο, ο Ενώχ μετετέθη διαφεύγοντας από τον Άδη και πως ο Χριστός θα υποκύπτει στο θάνατο;

Αυτά έλεγε ο Πέτρος για το Πάθος, τον αποστόμωσε όμως ο Χριστός επιτιμώντας τον με δριμύτητα: «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά, σκάνδαλόν μου ει, ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων». Τι λέγεις, Πέτρε, εμποδίζεις τον θάνατο; Δεν αποβλέπεις λοιπόν στην Ανάσταση; Εμποδίζεις τον Σταυρό; Πως θα επιτευχθεί η νίκη; Να μη γίνει το πάθος; Πως θα έλθει η απάθεια; Να μη προσηλώσω το Σώμα μου στο ξύλο; Πως λοιπόν θα σχισθεί το χειρόγραφο των αμαρτημάτων που εγράφη με το ξύλο; Να μην ανέβω στο ύψος; Πως λοιπόν να θριαμβεύσω κατά του διαβόλου; Να αποφύγω την ταφή; Πως λοιπόν θα καταργηθούν οι τάφοι; Να μη κατέλθω στους νεκρούς; Πως λοιπόν θα δέσω τον Άδη; Πως θα χαρίσω τη λύση στους αλυσοδεμένους; Να αποφύγω τον Σταυρό; Πως λοιπόν θα θεραπεύσω τα τραύματα του Αδάμ; Πως αλλιώς θα θεραπευθεί η παράβαση του πρωτοπλάστου; Χωρίς να το θέλεις, Πέτρε, συνηγορείς με τον διάβολο. Να αποφύγω τον θάνατο; Πως λοιπόν θα εκπληρωθούν οι προφητείες; Θα έχεις την κατακραυγή του Ησαΐα, ο οποίος θα σου φωνάξει ακόμη δυνατότερα: «Ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη, και ως αμνός εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος». Θα σου διηγηθεί την ωφέλεια του πάθους, λέγοντας: «Ου τω μώλωπι ημείς πάντες ιάθημεν». Θα σε επικρίνει και ο Ιερεμίας εικονίζοντας το πάθος: «Ιδού ως αρνίον άκακον αγόμενον του θύεσθαι, ουκ έγνων». Από το άλλο μέρος θα σε καταγγείλει ο Δαυΐδ εξυμνώντας με την κιθάρα του την ευωδία του πάθους: «Σμύρναν και στάκτην και κασσίαν από των ιματίων σου». Θα βρεις αντιμέτωπο τον Ζαχαρία, ο οποίος λέγει: «Και όψονται προς με, προς ον εξεκέντησαν». Και άλλος θα σου πεί: «Και δύσεται ο ήλιος μεσημβρίας». Και πάλι: «Ούτε ημέρα, ούτε νυξ, και προς εσπέραν έσται φως». Περίμενε λίγο, Πέτρε, και θα δείς την πραγματοποίηση των λόγων αυτών· τον ήλιο στο μέσον της ημέρας να αρπάζεται και νύκτα πρόωρος να απλώνεται στην κτίση. Τις πέτρες να χωρίζονται, τον Άδη να λαφυραγωγείται· τον θάνατο να ακυρώνεται· τον διάβολο να εκπίπτει από την τυραννική εξουσία του· τον δήμο των νεκρών ελεύθερον. Αυτά όλα, Πέτρε, θέλεις να τα εμποδίσω; Θέλεις να τα συγκρατήσω; Να ματαιώσω την πραγματοποίησή τους; «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά· ότι ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων». Τι τραχύτητα έχουν τα λόγια αυτά, ω Δέσποτα; Τι φοβερά η επιτίμηση αυτή κατά του Πέτρου; Προ ολίγου άκουσε από σε «Μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά» και τώρα αποκαλείς τον Απόστολο σατανά; Προ ολίγου είπες: «Συ εί Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησία»· και τώρα τον αποκαλείς σκάνδαλο και όργανο του διαβόλου; Και ο μεν Ιούδας δεν επιτιμάται, αν και σε πωλεί και σε φενεύει· κλείνει συμφωνία με τους Ιουδαίους εναντίον σου· βλέπει να τιμάσαι με το μύρο και αγανακτεί και υπολογίζοντας με ακρίβεια το ποσόν που εζημιώθη φωνάζει: «Εις τι η απώλεια αυτή; Ηδύνατο τούτο πραθήναι πολλού(να πωληθή ακριβά)» και ελέγχει με αυτά τα λόγια την ανοχή σου. Και συ δεν αγανάκτησες, δεν επιτίμησες· αντιθέτως απομάκρυνες τον θυμό εκφράζοντας τον οίκτο σου με τους λόγους «Τι κόπους παρέχετε τη γυναικί; Καλόν έργον ειργάσατο εις εμέ. Βαλούσα γαρ αύτη το μύρον, εις το ενταφιάσαι με πεποίηκε». Σαν να λέγει δηλαδή προς τον Ιούδα: Μη με στερήσεις με τις συκοφαντίες σου από τα εντάφια, εφ’ όσον μου στερείς και τη ζωή. Αυτή η γυναίκα με προετοιμάζει με τα εντάφια για τον φόνο που προξένησες εσύ. Υπολόγισε το αντίτιμο του μύρου ως έξοδα για την ταφή· αφού διαπραγματεύεσαι ήδη τον φόνο, υποχώρησε τουλάχιστον στο θέμα της ταφής.

Τον είδες να έρχεται εναντίον σου με στρατιώτες και όπλα και ξύλα και δεν είπες «ύπαγε οπίσω μου, σατανά». Δεν τον επιτίμησες με λόγια, δεν τον εφόβησες με έργα, αλλά και τον προέτρεψες προς το εγχείρημα· «Εταίρε (σύντροφε), εφ’ ω πάρει» (κάμε αυτό για το οποίον ήλθες). Ανάλαβε το έργο, μη αναβάλεις την τόλμη· επικύρωσε την πώληση με την πράξη. Και έτσι μεν συμπεριφέρθηκες στον Ιούδα· ενώ ο Πέτρος που σε αγαπά υβρίζεται, και επειδή σε λυπάται πληγώνεται; Από άγνοια έσφαλε, πως με τα λόγια μαστιγώνεται; Ναι, λέγει ο Σωτήρας, ο φιλάνθρωπος· όπου το τραύμα είναι ανίατο, εκεί το φάρμακο είναι άχρηστο· όπου όμως υπάρχει ελπίδα θεραπείας, εκεί η τομή είναι ίαση. Όπου αναγνωρίζω μαθητή, και αν υβρίζω, παιδαγωγώ· ενώ όπου ο τρόπος είναι ξένος προς εμένα, η νόσος ανίατος. Και του ενός μεν θεραπεύω την άγνοια, του δε άλλου προκαλώ την παραφροσύνη. Αλλά συ μεν, ω Πέτρε, με συμβουλεύεις να παραιτηθώ από το πάθος· εγώ όμως σε παροτρύνω να μιμηθείς τον θάνατό μου, να δεχθείς τον σταυρό, να υπομείνεις το πάθος, να ποθήσεις τον κίνδυνο με ζήλο. Διότι «ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι». Το πάθος, οδός σωτηρίας· και ο Σταυρός, πρόξενος Βασιλείας. Με την κοινωνία των Παθών μου να δείξετε ότι είστε μαθητές μου· και έτσι, επειδή θα πάθετε προς χάριν μου, θα βασιλεύσετε μαζί μου. «Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν».

Όσιος Βασίλειος Σελευκείας: Κυριακή Η' Ματθαίου - Λόγος εις τους εκ πέντε άρτων τραφέντας πεντακισχιλίους

Επαινώ μεν τον πόθο της φιλομαθείας, αποδέχομαι δε τον βαθμόν της φιλοθεΐας. Και γνωρίζω ποιος σας εμφύτευσε τον εξαίρετον αυτόν ζήλο. Γνωρίζω τον εκπαιδευτή της αρετής σας, τον πατέρα και συγχρόνως ποιμένα και ιατρόν και κυβερνήτην. Αυτόν που διαπρέπει στην ευαγγελική ζωή, και πνέει χάριν αποστολικήν. Αυτόν ο οποίος σας χειραγωγεί προς τους ουρανίους λειμώνες με πνευματικά σαλπίσματα, ως θησαυρός πνευματικών εννοιών που είναι.
Την έμψυχον εικόνα της φιλανθρωπίας, αυτόν που υπερέβη την πραότητα του νόμου και είναι ανίκητος από τον θυμόν, λάμπει δε από σοφία, και στεφανώνεται με αρετές.

Αλλά πολύς ο πλούτος της αποστροφής σας κατά του θανάτου, και το πλάτος της φιλομαθείας σας, όπως είπα. Κι εγώ πώς να σας παραθέσω το πτωχό μου γεύμα; Πώς να χορτάσω με τις μικρές δυνατότητες του λόγου μου την άπληστο κοιλία της ακοής σας; Πώς θα επαρκέσει γλώσσα πτωχή να ευφράνει τόσον λαό; Ή, για να χρησιμοποιήσω επίκαιρα τα λόγια των Αποστόλων: «Πόθεν ημίν εν ερημία άρτοι τοσούτοι;», ώστε πάλιν ο πλούσιος Δεσπότης, απαλλάσσοντας από την πτωχεία, να χαρίσει την αφθονία;

«Ηκολούθει», λέγει, «όχλος πολύς τω Σωτήρι». Ακολουθούν τον ποιμένα τα πρόβατα, οι ασθενείς τον διώκτη των ασθενειών τους, οι δούλοι τον ελευθερωτήν των ψυχών. Ευρήκαν μίαν οδόν απλανή, και όλοι σ’ αυτή συνέρρεαν. Όποιος ήθελε τον ακολουθούσε, ο άρρωστος απηλλάσσετο από το νόσημά του. Είχε αναβλύσει πηγή φιλανθρωπίας και όλοι απελάμβαναν.

Απορροφημένοι, λοιπόν, παρέτειναν την οδοιπορία μέχρι την έρημο. Τον παλαιό καιρό, όταν ο Θεός νομοθετούσε δια του Μωϋσέως στην έρημο, είχε περιβάλει το όρος Σινά με φωτιά, και οι φλόγες εξηκοντίζοντο στον ουρανό. Φόβος και ζόφος μαζί με σάλπιγγες και αλαλαγμούς κατέπλητταν εκείνους που παρακολουθούσαν. Αλλά τώρα ο Δεσπότης, αφήνοντας τον φόβο, περιεβλήθη μορφήν δούλου, δεικνύοντας τη φιλανθρωπία του με την πρόσληψη ανθρωπίνης φύσεως. Και παλαιά μεν η γη είχε ακούσει: «Εξαγαγέτω η γη βοτάνην χόρτου», ενώ τώρα την τράπεζα που εστρώθη στο έδαφος, την γεμίζει με αγαθά ο ίδιος ο Δεσπότης.

Παίρνοντας λοιπόν ο Κύριος τους ιχθύς, αφού εστράφη προς τον ουρανόν τους ευλόγησε. Άραγε ζητεί ωσάν να έχει ανάγκη; Άραγε υψώνοντας το βλέμμα καλεί σε βοήθεια τον ουρανό; Άραγε από αλλού αντλεί τη δύναμη της ευεργεσίας, και δίδει λαβή στον Άρειο, και οπλίζει τη γλώσσα του Ευνομίου για να εκτοξεύσουν τις βλασφημίες τους κατά του Υιού; Όχι βέβαια, αλλά προλαμβάνει τα εγκλήματα των Ιουδαίων. Επειδή ο Ιουδαίος πάντοτε ερευνά για αιτίες, και από αυτά που απολαμβάνει αλιεύει κατηγορίες. Επειδή λοιπόν κάποτε ο Θεός χορήγησε στην έρημο το μάννα στους Ισραηλίτες, και σε εκείνους που εβάδιζαν στη γη είχε απλώσει ουράνια τράπεζα, και εδίδαξε την πέτρα να μιμηθεί τα νέφη εξάγοντας ύδωρ απ’ αυτήν, ήκουσε δε, αντί για ευχαριστίες, λόγια αχάριστα: «Επεί επάταξε πέτραν και έρρευσαν ύδατα, μη και άρτον δύναται δούναι;» —έπειδη εκτύπησε τον βράχο και εξεχύθησαν ύδατα, μήπως ημπορεί να μας δώσει και άρτο; Γι’ αυτό λοιπόν ο Χριστός στα εγγόνια τους, για να μην πάρουν το μέγεθος του θαύματος σαν πρόφαση για συκοφαντία, ότι προσπαθεί δήθεν να δείξει ότι είναι μεγαλύτερος αυτός από τον Πατέρα, και επινοήσουν πάλι τη συνηθισμένη συκοφαντία της αντιθεΐας, αναθέτει το κατόρθωμα στον Πατέρα, υψώνοντας το βλέμμα στον ουρανό, αρπάζοντας την κατηγορία από τις ιουδαϊκές γλώσσες. Διότι έτσι μεταχειρίζεται πάντοτε ο Χριστός τις ιουδαϊκές πονηρίες. Έτσι τότε που εθεράπευσε τον λεπρό και εκήρυξε με εξουσία τη φυγή του πάθους, παρέπεμψε στο νόμο αυτόν που ηλευθερώθη από τη νόσο, λέγοντας: «προσένεγκε το δώρον σου τω ιερεί εις μαρτύριον» —ας γίνει δηλαδή μάρτυρας της θεραπείας ο νόμος και ας φραγεί η γλώσσα της παρανομίας. Γι’ αυτό και τώρα υψώνει το βλέμμα στον ουρανό, αποστομώνοντας τον κατήγορο της αντιθεΐας. Αλλά εκτός αυτού και εκπαιδεύοντας τους ανθρώπους που κάθονται για φαγητό, να γνωρίζουν καλά τον αίτιο της απολαύσεως. Επειδή είναι ομολογία το να βλέπει κανείς στον ουρανό.

«Λαβών τοίνυν τους άρτους, έδωκε τοις μαθηταίς δούναι τοις όχλοις. Και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν». Ω, τι πράγματα συνέβαιναν τότε! Οι άρτοι εγεννούσαν άρτους, και εγέμιζαν τα χορταρένια τραπέζια αυτοσχέδιες τροφές. Άρτοι ελεύθεροι από γεωργικούς ιδρώτες, που δεν εβλάστησαν από στάχια, αλλά άνθησαν από χέρια Δεσποτικά, μολονότι πολλά προϋποθέτει η ανθρώπινη τροφή: το όργωμα της γης, τη σπορά από τους γεωργούς, τη μεταβολή των αέρων σε νέφη, τη γέννηση βροχής, την κατάλληλη υγρασία γης και ατμοσφαίρας, τις αλλαγές θερμοκρασίας, τις εναλλαγές της σελήνης, τις νύκτες με τα αστέρια που τρεμοσβήνουν, τη βλάστηση των σταχιών, την έγκαιρη ωρίμανση των καρπών, την ταλαιπωρία του αλωνίσματος, τη συνεργασία του μύλου, την αφαίρεση του περιττού, το έντεχνο πλάσιμο και την απαραίτητη συμμετοχή της φωτιάς. Αυτά τα πραγματοποίησε τώρα όλα μαζί ο Κύριος μόνο με το άγγιγμα του χεριού του, αφού παρευρίσκετο εμπρός τους αυτός που διεγείρει την κοιλία της γης προς καρποφορίαν. Παρευρίσκετο αυτός που περιβάλλει τον ουρανό με νεφέλες. Παρευρίσκετο αυτός που έχει δωρίσει στους θνητούς τη σοφία της τέχνης. Παρευρίσκετο «ο φέρων άπαντα τω ρήματι του στόματος αυτού».

Παρευρίσκετο εκεί επιβεβαιώνοντας την παρουσία του με τη σάρκα που εφορούσε. Έδειξε με ένα θαύμα ποιος είναι αυτός που κρατά τα ηνία της κτίσεως. Έλυσε το παλαιό έγκλημα των Ιουδαίων και το αχόρταστο πάθος τους. Δεν θα ημπορούσαν πλέον να λέγουν «μη και άρτον δύναται δούναι;».

Ιδού ότι και με άρτους εγέμισαν την έρημο. Ας διδάξει, Ιουδαίε, η συγγένεια των θαυμάτων ποιος είχε χορηγήσει και εκείνα.

«Και έφαγον», λέγει, «και εχορτάσθησαν, και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις». Ισάριθμα με τους Αποστόλους τα κοφίνια, ώστε ο καθένας τους βαστάζοντας από ένα να έχει τον κόπο μάρτυρα του θαύματος. Και ο ώμος με την αίσθηση της τριβής να εκπαιδεύσει προς συνειδητοποίηση του γεγονότος, ο δε κόπος να εξασφαλίζει τη μνήμη, για να μη θεωρήσουν φαντασία αυτό που είδαν, και βυθιστούν σε λογισμούς από το μέγεθος του θαύματος. Και επειδή ο νους δεν επαρκεί για να αντικρύσει με τους δικούς του οφθαλμούς το παράδοξον θαύμα, να μη γεννήσει σιγά – σιγά την υποψία πως ήταν όνειρο το γεγονός. Παρατείνει τη μνήμη του γεγονότος με το πλήθος των περισσευμάτων, ώστε καθημερινώς η βρώση, διδάσκοντας τη γνώση, να διεγείρει τη μνήμη.

Δέξου, παρακαλώ, τον άλλον Ευαγγελιστή, συνήγορο των λεγομένων να λέγει: «ην γαρ η καρδία αυτών πεπωρωμένη, και ου συνήκαν (δεν συνειδητοποίησαν δηλαδή) επί τοίς άρτοις». Φανερώνει το πάθος, για να κηρύξει το θαύμα. Διότι είναι μεγάλο το να φθάσουν πέντε μόνον άρτοι για τόσες χιλιάδες. Όμως το να μείνουν και τόσα πολλά περισσεύματα, όχι μόνον στους μαθητάς εγεννούσε τη μνήμη του θαύματος, αλλά φανέρωνε και τη δύναμη εκείνου που το πραγματοποίησε. Επειδή, αν τους έδιδε όσο είχαν ανάγκη, θα ενοθεύετο η χάρις της φιλοτιμίας του, και κάνοντας αυτό, δεν θα είχε γίνει σαφές πως είναι ο Κύριος του παντός, αφού υπηρέτησε μόνο την ανάγκη. Ενώ τώρα που η δωρεά έγινε ευρύτερη από την ανάγκη, μαρτυρεί την εξουσία Εκείνου που τη χορήγησε.

Ας μάθωμε και από αλλού σαφώς αυτό που λέγω: Κάποτε εδίδετο στους Ισραηλίτες το μάννα δια μέσου του Μωϋσέως. Αλλά επειδή αυτός που διακονούσε το θαύμα ήταν δούλος, μαζί μ’ αυτόν ήταν και το δώρο υποδουλωμένο στην ανάγκη, αφού το περιττόν εξηφανίζετο. Και όποιο χέρι αρρώσταινε από απληστία, την ώρα της συλλογής, υπεχρέωνε και το δώρο να αρρωστήσει μαζί του. Ο ουρανός έστελνε κάτω στους Ιουδαίους την τροφή με μέτρο, και ο χρόνος υπερνικούσε το δώρο, και είχε προθεσμία η χάρις. Επειδή καθώς τελείωνε η πορεία στην έρημο, υπέδειξε πλέον και η γη τον φυσικόν άρτον. Τότε έπαυσε το μάννα, και το ταμείο του ουρανού για τους ανθρώπους έκλεισε.

Μετάφερε το νου σου σε άλλον υπηρέτη, ο οποίος διετάχθη να θαυματουργήσει με προθεσμία. Ο μέγας Ηλίας, που στείρωσε τον ουρανό με όρκο, συνεκράτησε τον αέρα με τα χείλη, και με τη φωνή κατεδίκασε σε αργία την κτίση. Αυτός έπεισε της φιλοξένου χήρας το έλαιο να μετατραπεί σε πηγή, και το ολίγον αλεύρι δεν ολιγόστευε μαζί με τον χρόνο, αλλά όσο κατανάλωνε η φύσις, τόσο αντικαθιστούσε η χάρις. Όταν ήλθε η βροχή, έκανε πτερά και το δώρο του Ηλία. Υπηρετούσε, διακονούσε δουλικώς και όχι από κάποια κυριαρχική φιλοτιμία. Γι’ αυτό τώρα ο Κύριος πολλαπλασιάζει δυσανάλογα με την ανάγκη, φανερώνοντας την εξουσία του, και δίδοντας σε όλους να καταλάβουν ποιος είναι «ο διδούς την τροφήν πάση σαρκί».

Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων.

Αμήν.

------------------------
πηγή: "Πατερικόν Κυριακοδρόμιον", σελίς 203 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς


Λόγος στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ

 
(του Οσίου Βασιλείου Σελευκείας)
Ὁ ἥλιος, σὰν ἁπλώνει στὴν γῆ τὶς ἀκτίνες του, καλύπτει τοὺς χοροὺς τῶν ἄστρων καὶ σκοτίζει τὸ φέγγος τῆς σελήνης, ἀφαιρώντας τὴν θέα τῶν φωτεινῶν σωμάτων μὲ τὴν ἀσύγκριτη λαμπρότητά του. Σταματᾶ τὴν νύχτα διαλύοντας μὲ τὸ φῶς τὸ σκοτάδι, ἐνδύει τὰ πάντα μὲ τὴν χάρη τοῦ φωτὸς ἀφαιρώντας τὸ μαῦρο τους ἔνδυμα καὶ δείχνει τὶς μεγάλες πεδιάδες στεφανωμένες μὲ ἄνθη, πορφυρὴ τὴν θάλασσα, καὶ αὐτὸς μόνος του καταυγάζει τὸ πρόσωπο τῆς ὁρατῆς κτίσεως.
Ὡστόσο, ἂν καὶ εἶναι τόσο μεγάλος, δὲν ἔφθασε ἀκόμη στὴν ἀκρότητα τοῦ φέγγους. Διότι ὀφθαλμοὶ θνητοὶ τολμοῦν καὶ τὸν βλέπουν, καὶ πολλὲς φορὲς ὁ δρόμος τοῦ σύννεφου ἀναχαίτισε τὶς μαρμαρυγές του, καὶ ὁ βαθὺς ἴσκιος τῶν δένδρων κάλυψε τὴν αὐγή, κι ἡ νύχτα, παίρνοντας θάρρος ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Δημιουργοῦ, μοιράζεται ἴσα τὸν χρόνο μαζί του. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ὁ ἀνθρώπινος βίος εἶναι πλήρης κόπων καὶ πόνων, γι’ αὐτὸ ὁ Κτίστης ἅπλωσε τὴν ἡμέρα πρὸς ἐργασίαν, ἡ δὲ νύχτα, ὅταν ἔλθει καὶ βρεῖ τὸν κουρασμένο, δίνει μὲ τὸ πλάγιασμα τὴν ξεκούραση, χαλαρώνει μὲ τὸν ὕπνο τὰ μέλη τοῦ σώματος, παρέχει χρόνο στὴν φύση νὰ συγκεντρώσει λίγο-λίγο τὴν δύναμή της.
Μέγα λοιπὸν καὶ λαμπρὸ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου καὶ σύμμετρο πρὸς τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων. Ἄλλα δὲν εἶναι τέτοιας λογῆς τὸ φῶς τοῦ Δεσπότου —καὶ δὲν εἶναι βεβαίως σωστὸ νὰ παραβάλλεται τὸ κτίσμα πρὸς τὸν Κτίστη— οὔτε ἐκτιμᾶται μὲ σύγκριση πρὸς τὶς ἡλιακὲς ἀκτίνες τὸ φῶς πού δὲν καλύπτεται ἀπὸ τὶς διαδοχὲς τῆς νύχτας, ἀλλά εἶναι ἐκθαμβωτικὸ στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπρόσιτο στοὺς ἀγγέλους. Μὲ αὐτὸ τὸ φῶς περιβαλλόμενος ὁ Δεσπότης Χριστός, ὡς νικητὴς ἀπὸ τὸν οὐρανὸ θὰ ἔλθει κατὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία του πρὸς τοὺς ἀνθρώπους.
Τότε μεταβάλλοντας τὸ πολεμικὸ σχῆμα θὰ περιβληθεῖ τὴν στολὴ τοῦ νικητή. Καθὼς ὁ προφήτης λέει· «γιατί εἶναι κόκκινα τὰ ἱμάτιά σου;». Διότι τὸ ποτὸ τοῦ πολέμου κοκκίνησε τὸ ροῦχο τοῦ πολεμιστῆ. Ἐπειδὴ γιὰ τὸν Θεὸ σκοπὸς ὅλης της οἰκονομίας εἶναι τὸ ὄφελος τοῦ ἀνθρώπου, ποικιλοτρόπως ἀπεργάζεται τὸ σχέδιό Του καὶ ἐνδύεται σχήματα ταπεινὰ ἀναλόγως μὲ τὴν περίσταση. Ἔτσι, ὅταν κρύβεται ὁ πρωτόπλαστος, περπατώντας στὸν παράδεισο τὸν καλεῖ σὲ συζήτηση. Καὶ πάλι μιλᾶ στοὺς ἀνθρώπους μέσα ἀπὸ νεφέλη. Ἀλλά στοὺς ἔσχατους καιροὺς προσλαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἐμφανίζεται ἀκολουθώντας τοὺς σταθεροὺς νόμους τῆς φύσεως, πιστοποιώντας μὲ τὰ παθήματα τὴν γέννηση: τόκος καὶ φάτνη καὶ σπάργανα, περιτομὴ καὶ καθαρμὸς καὶ ἀντίδοση νομίμων λύτρων. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ σταυρὸς καὶ πάθος καὶ θάνατος. Αὐτὸ ἦταν τὸ ταπεινὸ σχῆμα τοῦ πρώτου μέρους τῆς οἰκονομίας, ὥστε ἡ ἐμφάνιση νὰ ἐξυπηρετεῖ τὴν ἀνάγκη. Ἀλλά στὸν καιρὸ τῆς δεύτερης ἐπιφάνειας τὸ σχῆμα ἀλλάζει. Δὲν εἶναι πιὰ ταπεινό, ὅπως ἄλλοτε, ἀλλά φοβερὸ καὶ λαμπρότατο.
Ἐκείνης λοιπὸν τῆς παρουσίας τὴν δόξα θέλοντας νὰ ἀποκαλύψει στοὺς μαθητές, εἶπε: «Εἶναι κάποιοι ἀπό σᾶς, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατο, ἕως νὰ δοῦν τὸν Υιό τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται μέσα στὴν δόξα τοῦ Πατρός Του». Ἐσεῖς μὲν βλέποντας τὴν ταπεινότητα τοῦ σχήματος μὲ τὴν ἄγνοιά σας, δὲν θεωρεῖτε τὸ βάθος τῆς κρυμμένης σοφίας, καὶ μέτρο τῆς γνώσεως γιὰ σᾶς γίνεται τὸ μέτρο τῆς ὄψεως. «Τόσον καιρὸ ἔχω κοντά σας καὶ δὲν μὲ γνωρίσατε;». Ε! αὐτὸ λοιπὸν ἀποκαλύπτω σὲ σᾶς μέρος τῆς ἀθέατης θέας καὶ βεβαιώνω μὲ τὴν θεωρία αὐτὴ τὶς μελλοντικὲς ἐλπίδες. Σᾶς μίλησα γιὰ τὸ πάθος καὶ ἡ ψυχὴ σας ναρκώθηκε. Εἶπα ὅτι πρέπει νὰ σταυρωθῶ καὶ ὁ λογισμὸς σας κατέρρευσε ἀπ’ τὸν τρόμο. Εἶπα: «ἐὰν θέλει κανεὶς νὰ ἔλθει μαζί μου, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ἂς σηκώσει τὸν σταυρό του καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήσει». Ἀλλά μὲ τὴν μνήμη τοῦ πάθους καὶ ἡ σταθερότητα χανόταν.
Εἶπα: «τί ὠφελεῖται ὁ ἄνθρωπος, ἐὰν κερδίσει τὸν κόσμο ὅλο καὶ ζημιώσει τὴν ψυχή του;». Πλὴν ὅμως μὲ τοὺς λόγους δὲν ἐκρίζωνα τὸν φόβο σας· μόνο ἔμενε τὸ πάθος ἀκίνητο. Εἰσήγαγα ἀδωροδόκητο κριτή, πού δὲν ἐξαργυρώνει μὲ δῶρα τὰ πταίσματα, λέγοντας «τί θὰ δώσει ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς του;» κι ἦταν ὁ λόγος ἀνάμεσά σας ἀμφίβολος. Εἶπα: «θὰ ἔλθει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου στὴν δόξα Του» καὶ νομίσατε ὅτι μυθολογῶ. Ἐπειδὴ λοιπὸν εἶναι ἀνεπαρκὴς ὁ λόγος, θὰ διδάξουν τὰ πράγματα: «Εἶναι κάποιοι ἀπό σᾶς ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δὲν θὰ γευθοῦν θάνατο, ἕως νὰ δοῦν τὸν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἔρχεται στὴν δόξα τοῦ Πατρός του». Δὲν εἶναι ἀκόμη ὁ χρόνος τῆς μέλλουσας παρουσίας. Πρέπει νὰ στηθεῖ ὁ σταυρός, νὰ δεθεῖ ὁ ἅδης, νὰ δοθεῖ στοὺς νεκροὺς τὸ μήνυμα τῆς ἐλευθερίας, ὁ ἐκ νεκρῶν ἀναστάς νὰ ἀνέλθει στούς οὐρανούς, νὰ γίνει παντοῦ ὁ ἀγώνας τοῦ κηρύγματος, πρέπει μὲ τὸ κήρυγμα νὰ διαδοθεῖ καὶ νὰ ἐπικρατήσει τὸ εὐαγγέλιο καὶ τότε νὰ φανεῖ ὁ εὐαγγελιζόμενος. Ἀλλά σὲ σᾶς, τοὺς μαθητές μου σπεύδω νὰ χαρίσω ἀπὸ τώρα μιὰ εἰκόνα τῆς παρουσίας, ὥστε, ἔχοντας τρυγήσει πρόωρη θέα, νὰ ἔχετε τὰ τωρινὰ πιστοποίηση τῶν μελλόντων. Εἶναι κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς πού βρίσκονται ἐδῶ —κάποιοι, ὄχι ὅλοι. Ὁπωσδήποτε δὲν κάνω φανερὴ σὲ ὅλους τὴν θέα· αὐτὸ πού ἔγινε ὁρατὸ ἂς μείνει καὶ μετὰ τὴν θέα μυστήριο.
Αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε, «παραλαμβάνει τρεῖς μαθητές του, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη». Αὐτοὺς κατέστησε θεατές, τοὺς ἄλλους ἄφησε ἀκροατές. Καὶ «τοὺς ἀνέβασε σὲ ὄρος ὑψηλό». Καλῶς λέει «ὑψηλό», ὥστε καὶ τὸ ὄρος νὰ γειτνιάζει μὲ τὸν οὐρανό, καθὼς ὁ Παῦλος κήρυττε «θὰ ἁρπαγοῦμε σὲ νεφέλες, γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε τὸν Κύριο στὸν ἀέρα». Καὶ τώρα ἀναζητᾶ τόπο νὰ συνυψώνεται μὲ τὰ σύννεφα. Οἱ μὲν θεατές, λοιπόν, εὐπρεπεῖς. οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ μὲ τὶς ἐλπίδες ἀναπτερώνονταν καὶ ἡ ψυχὴ μὲ δέος τῆς θέας ἔτεκε τὸν πόθο. Ἔτσι ἐνῶ ἀπέβλεπαν πρὸς τὸ μέλλον, ξαφνικὰ μεταμορφώνεται ὁ Χριστὸς ἐνώπιον τῶν μαθητῶν, τὴν μορφὴ μεταβάλλει καὶ ἐνδυόμενος χιτώνα φωτὸς δείχνει θέαμα ἀπαστράπτον.
Ὢ τοῦ θαύματος! Ἀπὸ ἀνθρώπινη μορφὴ ἐκτοξεύονταν ἀκτίνες, πού ἀποστέλλονταν μὲ θεϊκὲς ἐνέργειες. Εἶδε ὁ ἥλιος αὐτὸ πού δὲν εἶχε γνωρίσει προηγουμένως καί, ἀφοῦ διδάχθηκε ἀπὸ τὸ φέγγος ἄλλου φωτός, κρύβεται. «Σταμάτησες κάποτε, ἥλιε, ἀναμένοντας τὴν νίκη τῶν Ἑβραίων. Σεβάστηκες διαταγὴ τοῦ στρατηγοῦ Ἰησοῦ, τιμώντας τὸ δεσποτικὸ ὄνομα τοῦ ὁμοδούλου. Τώρα εἶδες φῶς, πού δὲν εἶχες δεῖ ποτέ». Αὐτὴ τὴν θεωρία διηγούμενοι οἱ συγγραφεῖς τῶν εὐαγγελίων χρησιμοποιοῦν διαφορετικὲς ἐκφράσεις, μὴ δυνάμενοι νὰ παραστήσουν μὲ λόγους τὸ ὅραμα. Ὁ ἕνας λέει: «ἔλαμψε τὸ πρόσωπό Του σὰν τὸν ἥλιο», μὴ ἔχοντας ἄλλη λαμπρότερη εἰκόνα. Ὁ ἄλλος: «ἔλαμψαν τὰ ἱμάτιά Του ὅπως τὸ φῶς». Προβαίνουμε δηλαδὴ σὲ συγκρίσεις μὲ μέτρο αὐτὰ πού βλέπουμε. Ἀδυνατεῖ μαζὶ καὶ ἡ κτίση νὰ προσφέρει εἰκόνα, γιὰ νὰ παραβληθεῖ τὸ θέαμα. Ἂς βεβαιώσουν τὰ μάτια. Ἡ γλώσσα δὲν ἔμαθε γι’ αὐτὰ νὰ μιλάει.
Ἡ θέα λοιπὸν περιβάλλοντας τοὺς θεατὲς μὲ τὴν λαμπρότητα αὐτῶν πού ἔβλεπαν, ὑποδήλωσε τὸν μέλλοντα κριτὴ τῆς οἰκουμένης. Ἐμφανίσθηκαν δὲ ἀνάμεσά σας οἱ κορυφαῖοι στὴν ἀρετὴ μεταξὺ τῶν ζώντων καὶ τῶν νεκρῶν, γιὰ νὰ κηρύξουν στοὺς παρόντες τὸν Δεσπότη δικαστὴ ζώντων καὶ νεκρῶν. Ὁ Μωυσῆς, ἀφοῦ ἔγινε ἀρχηγέτης καὶ ἐργάτης τῆς ἀρετῆς καὶ νομοθέτης, πεθαίνει καὶ ἀποχωρίζεται τὴν ζωή. Κι ὁ Ἠλίας πυρακτωμένος ἀπὸ θεῖο ζῆλο ἔγινε ἡνίοχος πυρὸς καὶ ἱππεύοντας στὸν ἀέρα ὑπερπήδησε τοὺς νόμους τῆς φύσεως, βρίσκοντας ὁδό ἀνώτερη τοῦ θανάτου.
Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο θυμήσου τὶς ἐρωτήσεις τοῦ Δεσπότη καὶ τὶς ἀποκρίσεις τῶν μαθητῶν, πού τὸν ὀνόμαζαν ἄλλοι Ἠλία κι ἄλλοι ἕναν ἀπό τους προφῆτες. Βλέποντάς Τον ὅμως τώρα προσκυνούμενο ἀπό τούς προφῆτες… Ὁ Μωυσῆς ἱκετεύει, ὁ Ἠλίας ὑποκλίνεται δίνοντας μαρτυρία ὅτι ὁ παρὼν εἶναι Δεσπότης καὶ ὄχι δοῦλος. Ἀλλ’ ὁ Πέτρος μολονότι βλέπει αὐτὰ δὲν διδάσκεται. Στέκει σὰν κατακεραυνωμένος ἐνώπιον πρωτοφανῶν θαυμάτων. Ἀπὸ τὴν εὐχαρίστηση γιὰ ὅσα βλέπει, ξεχνᾶ τὰ πάντα. Δένεται στὸν τόπο ἀπὸ χαρὰ μεγάλη διακατεχόμενος. «Ἂς κάνουμε, λέει, τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία». Ἀποδεικνύει τὴν ἄγνοιά του, συναριθμώντας τὸν Δεσπότη στοὺς δούλους, θεωρώντας ὁμότιμους Δεσπότη καὶ ὑπηκόους. Ὡστόσο δὲν παρέμεινε στῆς ἄγνοιας τὸ πάθος ὁ Πέτρος. Βροντὴ ἦλθε ἀπ’ τὸν οὐρανὸ καὶ θεραπεύει μὲ τὸν φόβο τὴν ἄγνοια, σὰν νὰ φώναζε μὲ τὸν ἦχο τὰ ἀκόλουθα: Γιατί συναριθμεῖτε μὲ τοὺς δούλους τὸν Δεσπότη; Θέλετε νὰ μάθετε τὴν διαφορά; Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός. Ἐκείνους δημιούργησα δούλους, Αὐτὸν τὸν γέννησα Υἱὸ ἐκ τῆς οὐσίας μου. Δικός μου Υἱὸς εἶναι, κι ἂς ἔχει περιβληθεῖ μορφὴ δούλου γιὰ χάρη σας. Ἀπρόσιτο ἔχει τὸ φῶς, ἀκόμα κι ἂν ἔκανε ὁρατὲς γιὰ σᾶς τὶς ἀκτίνες.
Μακάρια τὰ μάτια ἐκεῖνα πού εἶδαν τὸν Χριστὸ στολισμένο ὡς νυμφίο. Μακάρια τὰ μάτια πού εἶδαν σὲ ἤπιο σχῆμα τὴν φοβερὴ ἡμέρα της κρίσεως. Διότι ἔβλεπαν μὲ χαρὰ αὐτὰ πού ἄλλοι θὰ δοῦν μὲ τρόμο. Ἀλήθεια, ποιὰ μάτια θὰ μπορέσουν νὰ ἀντέξουν τὴν φοβερὴ ἡμέρα τῆς κρίσεως, ὅταν ἡ γῆ θὰ κλονίζεται καὶ ἡ θάλασσα, βγάζοντας στὴν ἐπιφάνεια τὰ ἀπὸ τὸν ‘Ἀδὰμ ἀνθρώπινα σώματα, καὶ οἱ ἄνθρωποι μαζὶ μὲ τὶς οὐράνιες δυνάμεις θὰ τρέμουν μὴ ὑποφέροντας τὸν φόβο; Τυλίγεται σὰν εἰλητάρι ὁ οὐρανὸς στὴν παρουσία τοῦ Βασιλιά. Ξαφνικὰ οἱ δορυφόροι ἀφαιροῦν τὰ καταπετάσματα τῶν θυρῶν. Καὶ μὲ τὸ ἄνοιγμα τ’ οὐρανοῦ παρουσιάζονται προτρέχοντας μὲ λαμπρότητα οἱ τάξεις τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων, χίλιες χιλιάδων ἀγγέλων καὶ μύριες μυριάδες. Φαίνεται δὲ κατερχόμενος ὁ Δεσπότης ἀκτινοβολώντας ἄπλετο φῶς στὰ σύμπαντα. Ποιὸς λοιπὸν θὰ ὑπομείνει αὐτὴ τὴν θέα; Ποιὸς θὰ μετρήσει τὸν φόβο; Ἐὰν τὶς συνεχεῖς λάμψεις τῆς ἀστραπῆς δὲν ὑπομένουμε, ἀλλά πολλὲς φορὲς ἡ λάμψη μᾶς ρίχνει στὸ ἔδαφος, τί θὰ συμβεῖ σ’ αὐτὸν πού ἀντικρύζει τὴν ἀνατολὴ Ἐκείνου πού προκαλεῖ τὴν ἀστραπή; Ὅταν ἦχοι σαλπίγγων καλοῦν τοὺς νεκροὺς ἀπό τούς τάφους, ὅταν σπάζουν τὰ μνήματα ἀπελευθερώνοντας τοὺς δεσμῶτες, ὅταν κρίνονται προθέσεις καὶ πράξεις καὶ σκέψεις, ὅταν προσάγεται δεσμώτης ὁ διάβολος καὶ εἰσπράττει τὴν τιμωρία του γιὰ τοὺς τυραννικοὺς λογισμοὺς (τοὺς ὁποίους ὑπέβαλλε στοὺς ἀνθρώπους), ὅταν χωρίζονται οἱ ὁμάδες τῶν ἀνθρώπων, ποιὸς καὶ σὲ ποιὰ μερίδα θὰ ἔχει τὸν κλῆρο του;
Ὅταν ζῶντες μαζὶ καὶ πεθαμένοι συρρέουν, ποιὸς θὰ εἶναι τοῦ δικαστὴ Χριστοῦ καὶ ποιὸς τοῦ κατάκριτου ληστή; Κοινὴ ἀπὸ ὅλους ἡ προσκύνηση. Ἐπειδὴ ἡ ταχύτητα τῆς ἀναστάσεως φέρνει τοὺς νεκροὺς μαζὶ μὲ τοὺς ζωντανούς, σύμφωνα μὲ τὸν μακάριο Παῦλο, πού λέει ὅτι «ἐμεῖς οἱ ζῶντες, πού θὰ ἔχουμε ἀπομείνει, δὲν θὰ προηγηθοῦμε αὐτῶν πού θὰ ἔχουν κοιμηθεῖ». Ἔτσι κανεὶς νεκρὸς δὲν θὰ ἀργοπορήσει ἐξ αἰτίας τοῦ τάφου. Ὅλοι λοιπὸν τὴν ἀπόφασή Του ἀναμένουν ἔμφοβοι, μὴ γνωρίζοντας ἂν θὰ ἀκούσουν τὸ «ἐλᾶτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ Πατρός μου» ἤ «πηγαίνετε ἔξω στὸ σκοτάδι, πού ἔχει ἑτοιμασθεῖ γιὰ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀγγέλους του».
Ἔτσι ζυγίζοντας τὰ ἔργα δίνει στὰ πράγματα τὸ πρόσφορο τέλος τους. Εἰκόνες αὐτῆς τῆς στιγμῆς ἔδωσε ὁ Δεσπότης στοὺς ἀποστόλους. Ὥστε ἐμεῖς ἀναλογιζόμενοι τὸν φόβο ἐκεῖνο, νὰ μεταβάλουμε ὅσο εἶναι καιρὸς τὸν βίο μας, μὲ ἀγαθὰ ἔργα νὰ κερδίσουμε τὴν παρρησία καί, προτοῦ φθάσει ἡ Κρίση, νὰ προετοιμάσουμε τὴν ἀπολογία μας. Ἂς μὴ συγκατακριθοῦμε μὲ τὸν κρινόμενο ἐχθρό, ἀλλά μαζὶ μὲ τὸν Χριστό, πού μᾶς ἀγαπᾶ, ἂς ἀνέβουμε στὸν οὐρανό, γενόμενοι κληρονόμοι Θεοῦ καὶ συγκληρονόμοι Χριστοῦ.
Διότι σ’ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση, μαζὶ καὶ στὸν ἄναρχο Πατέρα καὶ στὸ Πανάγαθο καὶ Ζωοποιὸ καὶ ὁμοούσιο Πνεῦμα τώρα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
------------------------------------------------------------
πηγή: www.imaik

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

ΠΩΣ ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟΝ π. ΠΑΪΣΙΟ ΚΑΙ ΠΩΣ ΙΔΡΥΘΗΚΕ ΤΟ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΣΟΥΡΩΤΗΣ


π.Πολύκαρπος Ματζάρογλου
Το έτος 1965 ήμουν εφημέριος εις τον ιερόν Ναόν της του Θεού Σοφίας Θεσσαλονίκης. Ήταν Κυριακή, ήμουν Λειτουργός και στην αρχή του Όρθρου είδα να στέκονται λίγο πιο μακρυά από το Τέμπλο δύο Μοναχοί. Μου ήσαν άγνωστοι. Είπα στον νεωκόρο να τους βάλη στο Ιερό μέσα για να μην στεναχωρεθούν όταν η Εκκλησία θα γέ­μιζε από τον κόσμο και στους Αίνους κάθησα κοντά τους και ρώτη­σα τον νεώτερο από που ήταν και αν είχαν ανάγκη από βοήθεια, ευχαρίστως να τους συμπαρασταθώ.
Ο νέος ήταν ο π. Βασίλειος Γοντικάκης και ο μεγαλύτερος ό π. Παΐσιος και ασκήτευαν στην Σκήτη των Ιβήρων. Ο π. Παΐσιος ήταν άρρωστος. Μετά την Θεία Λειτουργία παρεκάλεσα τον ιατρό κ. Παπαδημητρακόπουλο, να δη τον π. Παΐσιο ακτινολογικά και την επο­μένη, σε γνωστή μικροβιολόγο, κάναμε εξετάσεις αίματος καί πτυέ­λων. Συγκέντρωσα αυτές τις εξετάσεις και τους πήγα από το ξενοδο­χείο «ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ» που έμεναν, σε γνωστό μου γιατρό φυματιολόγο ο οποίος ήταν Διευθυντής στο Νοσοκομείο Παπανικολάου. Ο γιατρός συνέστησε «Νοσοκομείο και χειρουργική επέμβαση». Έπα­σχε ο π. Παΐσιος από εκτεταμένη βρογχεκτασία του κάτω λοβού του αριστερού πνεύμονας, φυματιώδους αιτιολογίας.
Ωστόσο ο π. Παΐσιος δεν δέχθηκε ούτε το νοσοκομείο ούτε έστω τις σαράντα στρεπτομυκίνες που υπέδειξε ο φυματιολόγος.
«Πάρε μου δύο στρεπτομυκίνες καί 3-4 κουτιά γάλα για να πω πως έκανα θεραπεία και να επιστρέψωμε στο Όρος», μου είπε.
Την επομένη τους πήγα στο πρακτορείο και έφυγαν για το Άγιον Όρος.
Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ήρθε ο π. Παΐσιος στα Γρα­φεία της Μητροπόλεως, όπου εργαζόμουν, μόνος του κρατώντας μια μικρή βαλιτσούλα και μου είπε: «Ήρθα να με πας στο Νοσοκομείο».
Πράγματι ανεζήτησα τον γνωστό μου φυματιολόγο και εκείνος έδωσε εντολή για εισιτήριο «εκτάκτου εισαγωγής» στο «Παπανικο­λάου» την ίδια μέρα, όπου υπεύθυνος χειρουργός ήταν ο κ. Οικονο-μόπουλος και Διευθύνουσα η κ. Χανιωτάκη.
Η επέμβασις καθυστερούσε και τότε κατέφυγα στον πεθερό του χειρούργου τον γνωστό κ. Παπαποστόλου, με το κατάστημα Ια­τρικών Ειδών, και ωρίσθηκε η ημερομηνία του χειρουργείου και συγ­χρόνως μας δόθηκε εντολή για την ανεύρεση δέκα φιαλών αίματος.
Yπάρχει ένα περιστατικό της νέας αναβολής της επεμβάσεως, οφειλόμενο στην ευαισθησία του π. Παϊσίου: Ένα μικρό παιδί νοση­λευόταν στο Νοσοκομείο εκείνο το διάστημα. Είχε μέσα σε κάποιο βρόγχο του ένα φυλλαράκι από πουρνάρι και αυτό το έκανε και υπέ­φερε. Ο π. Παΐσιος έδωσε λοιπόν την σειρά του στο άρρωστο παιδί και η δική του επέμβαση καθυστέρησε και πάλι.
Εδώ θα κάνω μια παρένθεση απαραίτητη για την σύνδεση της γνωριμίας μου με τον π. Παΐσιο και την ίδρυση του Ησυχαστηρίου της Σουρωτής και την ιστορική αλήθεια του όλου θέματος:
Από το έτος 1961 είχα υπό την πνευματική μου καθοδήγηση είκοσι περίπου κοπέλλες οι οποίες είχαν πόθον και ιερή επιθυμία την ίδρυση ενός Ησυχαστηρίου.
Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης ήταν ο μακαριστός Παντελεήμων Παπαγεωργίου, πνευματικός μου πατήρ, με του οποίου την υπόδειξη και ευλογία αγοράσθηκε, δαπάναις των ιδίων νεανίδων, αγρόκτημα 13 στρεμμάτων κοντά στο χωριό Φίλυρον Θεσσαλονίκης. Όταν όμως άρχισαν οι προκαταρκτικές εργασίες των εγκαταστάσεων, ο Μητρο­πολίτης ζήτησε επτά μέλη από την «Πνευματική Συντροφιά» και μά­λιστα τις πλέον εγγράμματες να εγγράφουν και να εγκαταβιώσουν στην Μονή του Πανοράματος Θεσσαλονίκης. Καμμία από τις κοπέλ­λες δεν θέλησε να αποχωρισθή από τις υπόλοιπες και η άρνησή των έγινε αφορμή να ανακαλέση ο Μητροπολίτης την ίδρυση της Μονής στην Μητροπολιτική του περιφέρεια.
Συνεχίζω τα της ασθενείας του π. Παϊσίου:
Το αίμα που χρειαζόταν για την εγχείρηση και την συμπαράσταση στην αρρώστεια του π. Παϊσίου, τα εξασφάλισα μέσα από την καλή διάθεση αυτών των πνευματικών μου παιδιών που ενώ δεν ζούσαν σε Μονή, δεν ήσαν καν Μοναχές, έκαναν μοναχικό αγώνα και υπακοή.
Συγχρόνως είχα ορίσει το καθημερινό πρόγραμμα διακονίας του άρρωστου πάλι με τα πνευματικά μου παιδιά.
Στο Νοσοκομείο ο π. Παΐσιος χρειάσθηκε να μείνη περισσότερο από δύο μήνες και επειδή οι τομές ήταν μεγάλες, ο γιατρός υπέδειξε να παραμείνη στην Θεσσαλονίκη ένα μήνα ακόμη. Τον πήγα στο σπί­τι της κ. Αντωνίας Καλογεροπούλου η οποία εξωμολογείτο σε μένα και ευχαρίστως δέχθηκε να τον φιλοξενήση και να τον φροντίση.
Όπως είναι φυσικό αυτή η περιπέτεια της ασθενείας του π. Παϊ­σίου και η τόσο μεγάλη επικοινωνία μαζί του, μου έδωσαν την καρ­διακή άνεση να του ακουμπήσω το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετώ­πιζα με τις νεανίδες και την ίδρυση του Ησυχαστηρίου. Μάλιστα συ­γκέντρωσα τις αδελφές παρόντος του π. Παϊσίου (ήταν ακόμη στην οικία της κ. Καλογεροπούλου ασθενής) και είπα την αρνητική απάντηση του Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κυρού Παντελεήμονος Παπαγεωργίου.
Ο π. Παΐσιος επρότεινε να μιλήση σε έναν Ιερομόναχο γνωστό του τον π. Αγαθάγγελο Παρλάντζα και εκείνος θα πρότεινε στον Μη­τροπολίτη Κασσανδρείας, κυρό Συνέσιο Βισβίνη, στου οποίου την Μητρόπολη υπηρετούσε, να ιδρυθή εκεί το Ησυχαστήριο. Πράγματι σε δεκαπέντε ήμερες ήλθε θετική απάντηση από τον Μητροπολίτη Κασσανδρείας κυρό Συνέσιο Βισβίνη.
Συνεφωνήθη δε όπως εγώ παραμείνω στην αφάνεια δια να μην λυ-πηθή ο άγιος Θεσσαλονίκης (Μητροπολίτης Παντελεήμων Παπαγε-ωργίου) και σε κατάλληλο καιρό να ζητήσω απολυτήριο και να διο­ρισθώ στην Επαρχία Κασσανδρείας, κοντά κάπου στο Ησυχαστή­ριο για να κατευθύνω τις Αδελφές.
Ας σημειωθή ότι όλα αυτά δι’ επιστολής μου τα εγνώρισα στον Μητροπολίτη Κασσανδρείας.
Ο π. Αγαθάγγελος με τον Ιερομόναχο π. Θεόκλητο Μπόλκα εντόπισαν ένα αγροτεμάχιο οκτώ στρεμμάτων περίπου στην Σουρωτή, ήρθαν σε επικοινωνία μαζί μου, είδα το κτήμα και καταλήξαμε στην αγορά του.
Αυτή την εποχή, ενώ δηλαδή ο π. Παΐσιος δεν είχε φύγει ακόμη στο Άγιον Όρος, μία των ημερών, πήγαμε μαζί στο Ησυχαστήριο της αγίας Μαγδαληνής στον Πολύγυρο όπου εγκαταβιούσαν οι Ιερομό­ναχοι και συνέπεσε να συναντηθούμε με τον Μητροπολίτη Κασσαν­δρείας ο οποίος και ζήτησε να μάθη ποιοι είμασταν και ρώτησε πρώτα τον π. Παΐσιο:
- Εσείς;
- Μοναχός Παΐσιος Σιναΐτης. Έζησα στο Σινά επί Μητροπολίτου Πορφυρίου.
- Εσείς; (Ρώτησε εμένα).
- π. Πολύκαρπος Ματζάρογλου...
- Α! Ναι, σας γνωρίζω από τους πατέρες και την επιστολή σας. Δεν έχω καμμιά αντίρρηση για την ίδρυση του Ησυχαστηρίου.
Μετά μερικές ήμερες πήγα πάλι στον Πολύγυρο, στην Μητρόπο­λη, όπου ο Μητροπολίτης είχε έτοιμο το έγγραφο αδείας ανεγέρσε­ως κελλιών και ενός Ναού και το παρέδωσε στα χέρια μου.
Τα σχέδια για την αρχική πτέρυγα του Ησυχαστηρίου τα έκανε ένας Γερμανός αρχιτέκτων ονόματι Σωτήρης, προστατευόμενος του π. Θεοκλήτου, πάντα με συνεργασία μαζί μου. Και τα σχέδια του Κα-θολικού παρεκάλεσα να τα κάνη ο αδελφός της Γερόντισσας Μαριάμ Πολυχρονιάδου την οποία είχα πάρει στην εν τω κόσμω Πνευματική Συντροφιά, γιατί ζούσε στο σπίτι της, στην Έδεσσα. (Ήταν πρώην Ηγουμένη στην Ι. Μονή της Αγίας Τριάδος Εδέσσης).
Ο Βασίλης Πολυχρονιάδης ήταν εμπειροτέχνης ναοδόμος της Ιεράς Μητροπόλεως Εδέσσης και Πέλλης.
Την ανέγερση τόσον του Ναού όσον και της αρχικής πτέρυγας των κελλιών ανέλαβε ως εργολάβος ο Ματθαίος Ελευθεριάδης, γαμβρός της αδελφής Μαρίας Παντέλογλου.
Ανοίξαμε με τις Αδελφές ένα λογαριασμό στην Τράπεζα κοινό και συνεβάλαμε όλοι κατά την οικονομική δύναμη του καθενός. Είχαμε εξουσιοδοτήσει την Μαρία Παντέλογλου για να κάνη τις πλη­ρωμές.
Ο π. Αγαθάγγελος πολύ συχνά κατέβαινε στην Θεσσαλονίκη για την συνεργασία μαζί μου και την παρακολούθηση των εργασιών.
Τον Οκτώβριο του 1967 δέκα αδελφές εγκαταστάθηκαν στην Μο­νή.
Το 1970 ανέλαβα καθήκοντα Εφημερίου, Ιεροκήρυκος, Πνευμα­τικού και Αρχιερατικού Επιτρόπου στην ενορία Αγίου Γεωργίου Βασιλικών και συγχρόνως Πνευματικού πατρός και Καθοδηγητού εις το Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος» δι’ εγγράφου υπ' αριθ. 618/3-7-1970 της Ιεράς Μητροπόλεως Κασσαν-δρείας.
Στο μεσοδιάστημα από της εγκαταστάσεως των πρώτων Αδελφών έως του διορισμού μου, ανέβαινα στο Ησυχαστήριον και επέβλεπα και ανελάμβανα όλες τις ανάγκες της Αδελφότητος υλικές και πνευ­ματικές μέχρι λεπτομερείας και κατηύθυνα την Αδελφότητα.
Μια μικρή αναφορά θα κάνω πως αντιμετώπισα τις βασικές ανά­γκες του Ησυχαστηρίου για την καλή του λειτουργία.
Νερό:
Δεν υπήρχε παρά μια πηγή με υπόξινο νερό κάτω από την Μονή περίπου 800 μ. απόσταση, όπου αργότερα κάναμε δεξαμενή συλ­λογής του υπάρχοντος νερού και με αντλία το ανεβάσαμε στο Μοναστήρι. Ήταν ακατάλληλο προς πόση αλλά το χρησιμοποιούσαμε για πότισμα και άλλες ανάγκες. Καλό νερό απέκτησε ή Μονή αφού εξα­σφάλισα πρώτα την ηλεκτροδότηση.
Ηλεκτροδότηση:
Εγνώριζα τον κ. Κίτσο Γεώργιο, Περιφερειάρχη Μακεδονίας-Θράκης της ΔΕΗ, και με την βοήθεια του κ. Κίτσου τοποθετήθηκαν κολώνες από το χωριό Σουρωτή μέχρι το Ησυχαστήριο και έτσι απο­κτήσαμε το ρεύμα.
Όταν ήρθε το ρεύμα στην Μονή, μπορέσαμε να ανεβάσωμε και καλό νερό. Από τον κεντρικό αγωγό νερού της Κοινότητος Σουρωτής, ιδία δαπάνη της Μονής, και με την βοήθεια του τότε Προέδρου κ. Τζώλα, μεταφέραμε με σωληνώσεις το νερό στην Μονή.
Δρόμος:
Υπήρχε μόνον ένα μικρό μονοπάτι από την κεντρική αρτηρία μέ­χρι το Ησυχαστήριο και οι δυσκολίες ήταν πολλές. Ενθυμούμαι ότι με κάλεσε ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας και με ρώτησε αν έχωμε καμμιά ανάγκη στη Μονή που θα μπορούσε να την κάνη ο Στρατός, γιατί του το πρότεινε ο Διοικητής του 561 Τάγματος κ. Γκότσης που η Έδρα του ήταν στο Σέδες.
Του ανέφερα την ανάγκη του δρόμου και μου ενεχείρισε την κάρ­τα του Στρατηγού και μου είπε:
- Πήγαινε μόνος σου να συννενοηθής...
Όπερ και έπραξα. Πράγματι δέκα μέρες μετά την επίσκεψη μου στη Θέρμη, προσγειώθηκε στον γύρω χώρο της Μονής ένα ελικόπτε­ρο και κατέβηκε ειδικός στρατιωτικός ο οποίος και χάραξε τον «φι­δωτό δρόμο» από την κεντρική αρτηρία έως την Μονή και σε ένα μήνα μας παρέδωσαν τον δρόμο, φυσικά χωματόδρομο. Αργότερα το 1972 μου ήταν γνωστός ο Υπουργός Δημοσίων Έργων, κ. Ζαρντινίδης στον οποίον κατέφυγα και εκείνος προέβη στην ασφαλτόστρωση του υπάρχοντος δρόμου.
Ο π. Παΐσιος από καιρού εις καιρόν κατέβαινε από το Άγιον Όρος και έμενε στην Μονή για λίγο. Ήδη εγώ εμένα στα Βασιλικά Θεσσαλονίκης και τον συναντούσα στο Ησυχαστήριο. Ουδέποτε ο π. Παΐσιος ανεμείχθη στις κτιριακές ή άλλες υλικές υποθέσεις. Η προσφορά του ήταν καθαρά πνευματική αλλά πάντοτε με πολύ καλή επι­κοινωνία μαζί μου, χωρίς ποτέ να παίρνη καμμιά πρωτοβουλία αν δεν μιλούσε πρώτα και τις λεπτομέρειες των θεμάτων μαζί μου.
Μετά το 1970 που μπορούσα άνετα να ανεβαίνω στην Μονή προ­σθέσαμε και τα υπόλοιπα κτίσματα, τον Ναό της Ζωοδόχου Πηγής, το Αγιογραφείο, την Δεξαμενή και ένα καλυβάκι στο βουνό για να μένη όταν ερχόταν ό π. Παΐσιος. Επειδή αυξήθηκε πολύ ο αριθμός των Μοναζουσών, κάναμε πρώτα προσθήκη ενός ορόφου στην ήδη υπάρχουσα πτέρυγα κελλιών και πολύ αργότερα την νέα πτέρυγα με τον Ναό των Αρχαγγέλων.
Το 1972 μεταφέρθηκα μονίμως στην Μονή όπου εξωμολογούσα πλήθος προσκυνητών.
Το έτος 1974 ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας δια του υπ' αριθ. 7/10-1-1974 εγγράφου του μου αναθέτει να προβαίνω εις την χειρο-θεσίαν ρασοφόρων μικροσχήμων και μεγαλοσχήμων εκ των ασκου­μένων εν τω Ησυχαστηρίω του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Προς πίστωσιν τούτου υπάρχει εν ημίν και έτερον έγγραφον του Ησυχα­στηρίου (1-2-1974) προς τον Μητροπολίτην Κασσανδρείας δια του οποίου η υπογράφουσα Καθηγουμένη Φιλοθέη Σαμαρά αιτείται την ευλογίαν του Μητροπολίτου δια να εγγραφή εις το Μοναχολόγιο του Ησυχαστηρίου μία μοναχή. Το έγγραφο γράφει ακριβώς: «η δόκιμος Σοφία Ακριτίδου χειροθετηθείσα υπό του Πνευματικού ημών πατρός Πολυκάρπου Ματζάρογλου -βάσει του υπ' αριθμ. 7/10-1-1974 Υμε­τέρου εγγράφου- μετονομασθείσα Συγκλητική...».
Πλήθος αποδεικτικών γραπτών στοιχείων υπάρχει παρ’ ημίν δια την γνησιότητα της κτιτορικής ιδιότητος μου στο Ησυχαστήριο του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου Σουρωτής και της πνευματικής μου πατρότητας επί 22 συναπτά έτη στην Αδελφότητα του Ησυχαστηρί­ου (από το 1961 εν τω κόσμω ακόμη, μέχρι το έτος 1983).
Θα καταθέσω μόνον την ομολογία του ιδίου του π. Παϊσίου όπως την γράφει στο βιβλίο του «Ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης» στην έκδοση του Ησυχαστηρίου της Σουρωτής του έτους 1975:
Σελίς 8 γράφει: «...ο φίλος μου πατήρ Πολύκαρπος -ο Κτίτωρ και Γέροντας της Μονής αυτής-......»
Σελίς 11 γράφει: «... είχε παρουσιασθή σε μια αδελφή ο Πατήρ Αρσένιος καθώς και σε άλλη -όπως θα αναφέρω λεπτομερώς- και ο Πνευματικός, όταν τα έμαθε, αφού θόλωσε τα νερά στις αδελφές για να μη βλαφθούν, επικοινώνησε μαζί μου. Του απήντησα και πά­λι να τα αφήσουμε στον Θεό, χωρίς να γίνη λόγος».
Αυτές βέβαια οι μαρτυρίες του ιδίου του π. Παϊσίου αλλοιώθηκαν στις επόμενες εκδόσεις του βιβλίου αυτού και το όνομα π. Πολύκαρ­πος δεν αναφέρεται καν.
Διαμένων εις την Ιεράν Μονήν της «Παναγίας του Έβρου» 28 έτη (1983-2010), έλυσα την σιωπήν μου, όχι δια να δικαιωθώ εκ των ανθρώπων, η δικαιοσύνη και το έλεος του Θεού είναι τα ποθούμενα, αλλά πρώτον για την ιστορική αλήθεια:
α) Ποιος εγνώρισε τον π. Παΐσιο και πως τον συνέδεσε με την Αδελφότητα της Σουρωτής.
β) Ποιος συγκέντρωσε το έμψυχο υλικό του Ησυχαστηρίου και από πότε.
γ) Ποιος ίδρυσε εξ αρχής μέχρι το έτος 1983 το Ησυχαστήριο κτι­ριακά.
Και δεύτερον για τον τερματισμό του σκανδαλισμού χιλιάδων πι­στών, εκ του πλήθους των σκόπιμων ιστορικών αναληθειών που κυ­κλοφορούν εκ του Ησυχαστηρίου της Σουρωτής με αποτέλεσμα την πνευματικήν ζημίαν.
Αρχιμανδρίτης Πολύκαρπος Ματζάρογλου
Εν τη Ι. Μονή Παναγία του Έβρου
Εορτή του Τιμίου Σταυρού २०१०