Παρασκευή 18 Απριλίου 2014
† Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης, «Δεινόν η ραθυμία, μεγάλη η μετάνοια» prodosia.jpg
† Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης, «Δεινόν η ραθυμία, μεγάλη η μετάνοια»
«Δεινὸν ἡ ῥαθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια»
Εἴπαμε,
ἀγαπητοί μου, ὅτι ἀπόψε θὰ μιλήσουμε σύντομα. Θὰ ἑρμηνεύσουμε τὴ φράσι
ἑνὸς τροπαρίου τῆς Μεγάλης Τετάρτης ποὺ λέει· «Δεινὸν ἡ ῥαθυμία, μεγάλη ἡ
μετάνοια» (3ο τροπ. αἴν. Μ. Τετ.). Θὰ δοῦμε πρῶτα τὴ ῥαθυ μία καὶ
κατόπιν τὴ μετάνοια. Παρακαλῶ προσέξτε.
* * *
Τί εἶνε ἡ «ῥαθυμία»;
Μία ἀμέλεια. Ἀμέλεια ὄχι στὰ ὑλικὰ καὶ σαρκικὰ πράγματα· σ᾽ αὐτὰ οἱ
περισσότεροι εἶνε ἐπιμελεῖς, φροντίζουν. Ἂν λ.χ. πρόκειται νὰ
ταξιδέψουν, φροντίζουν νὰ προμηθευτοῦν τὸ εἰσιτήριο· ἂν πρόκειται νὰ
δώσουν ἐξετάσεις, διαβάζουν καὶ τὴ νύχτα· ἂν εἶνε γεωργοί, σπέρνουν καὶ
καλλιεργοῦν τὴ γῆ στὸν κατάλληλο καιρό· ἂν εἶνε ἔμποροι, ἐκμεταλλεύονται
τὴν κίνησι τῆς ἀγορᾶς· σὲ ὅ λα ἐν γένει δείχνουν ἐπιμέλεια. Σὲ ἕνα δὲν
δείχνουν· στὰ καθήκοντα ἀπέναντι τῆς ψυχῆς, τῆς ἀθανάτου ψυχῆς τους, γιὰ
τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς εἶπε· «Τί ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδή σῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36). Ἐκεῖ εἶνε τελείως ἀδιάφοροι.
Θέλετε παραδείγματα; ὑπάρχουν ἄφθονα.
Ἔρχεται
Κυριακή, χτυποῦν οἱ καμπάνες καὶ καλοῦν στὴ λατρεία. Ὅπως ἔχουμε πεῖ,
168 ὧρες ἔχει ἡ ἑβδομάδα, καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ζητάει 1 ὥρα νὰ ἔρθουμε στὸ
ναό, νὰ συγκεντρώσουμε τὶς σκέψεις καὶ τὴν καρδιά μας, νὰ προσευχηθοῦμε
καὶ νὰ κοινωνήσουμε. Τίποτα! ἕνα μικρὸ ποσοστὸ ἐκκλησιάζεται. Πρὸ ἐτῶν
στὴν αἴθουσα τῆς μητροπόλεως ἑρμήνευα στοὺς ἄντρες μία ἐπιστολὴ τοῦ
ἀποστόλου Παύλου καὶ οἱ παρόντες ἦταν ἐλάχιστοι. Τότε εἶπα σὲ κάποιον·
Πήγαινε τώρα νὰ μετρήσῃς στὶς ταβέρνες καὶ στὰ κέντρα διασκεδάσεως πόσοι
εἶνε. Τὸν περιμέναμε καὶ ἐπέστρεψε. Καὶ τί μᾶς εἶπε· ἐμεῖς εἴχαμε
εἴκοσι ἄντρες, καὶ ἐκεῖ εἶχαν πεντακόσους. Ποῦ εἶνε τὰ χρόνια ἐκεῖνα ποὺ
οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦσαν τὸν ἐκκλησιασμό!
Αὐτὲς οἱ καμπάνες ποὺ χτυποῦν θὰ μᾶς δικάσουν ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως. Στὸν
Πόντο, στὴ Μικρὰ Ἀσία οἱ Τοῦρκοι ἕνα διάστημα δὲν ἐπέτρεπαν καμπάνες.
Καὶ ὅμως οἱ ναοὶ ἦταν γεμᾶτοι. Σήμερα οἱ καμπάνες, ποὺ χτυπᾶνε συνεχῶς,
ἀφήνουν ἀδιάφορους τοὺς πολλούς. «Στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα, ὅσο θέλεις
χτύπα».
Ἄλλο παράδειγμα. Ἔρχεται Μεγάλη Σαρακοστή, περίοδος πνευματική. Καὶ ἐνῷ τοὺς καλεῖς σὲ ἐξομολογήσι,
δὲν ἔρχονται. Ἀφήνουν γιὰ τὴν τελευταία ὥρα, τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, καὶ
ἐξαντλοῦν τοὺς πνευματικούς. Ἐπίτηδες τὸ κάνει ὁ σατανᾶς. Στὴν Ἀθήνα
ἕνας θαυμάσιος πνευματικὸς δὲν ἔδιωχνε κανένα, ἀλλὰ –τί νὰ κάνῃ ὁ
ἄνθρωπος– τοὺς δεχόταν ὅλους· καὶ ἀπὸ τὴ συρροὴ κόσμου (ἡ Ἀθήνα εἶνε
ἀπέραντη πόλις) ἔπαθε μαλάκυνσι ἐγκεφάλου καὶ πέθανε. Αὐτὰ κάνει ἡ
ἀμέλεια.
Ἀναφέρω
κάτι ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία μου ὡς στρατιωτικοῦ ἱερέως. Στὸ Γράμμο καὶ στὸ
Βίτσι οἱ μαχηταὶ ἔπρεπε νὰ μένουν ἄγρυπνοι. Καὶ γνώρισα ἀξιωματικοὺς
πού, γιὰ νὰ μὴν ἀποκοιμηθοῦν, εἶχαν ἕνα καρφὶ καὶ κεντοῦσαν τὸ κορμί
τους, τὸ μάτωναν! Ἔτσι ἀποκτήσαμε ἐλεύθερη Μακεδονία. Δὲν ἦταν ἀμελεῖς
ἐκεῖνοι· ἀγρυπνοῦσαν. Ἄκουγαν τὸ «Γρηγορεῖτε»,
αὐτὸ ποὺ θ᾽ ἀκούσουμε μεθαύριο («Ἔστησαν τὰ τριάκοντα ἀργύρια…», θ΄
ἀντίφ. ὄρθρ. Μ. Παρασκ.). Κ᾽ ἐμεῖς στρατιῶτες εἴμαστε ὑπὸ τὴν σημαία τοῦ
Χριστοῦ. Καὶ ἔχουμε νὰ πολεμήσουμε ἐχθροὺς φοβερούς, ὅπως εἶνε ἡ σάρκα
(ὁ «οἶστρος ἀ κολασίας»), ὁ σατανᾶς (ποὺ δὲν ἀφήνει ἥσυχο κανένα ἀλλὰ
«ὡς λέων ὠ ρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» Α΄ Πέτρ. 5,8), καὶ ὁ
κόσμος. Ἐμεῖς γρηγοροῦμε ἢ ἀμελοῦμε;
Ποῦ
νὰ στραφῶ; λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σὲ μιὰ ὁμιλία του· στὰ ἀνάκτορα καὶ
τοὺς ἄρχοντες, στοὺς ἄντρες καὶ τὶς γυναῖκες, στοὺς στρατιῶτες καὶ
ἀξιωματικούς, στὴ νεότητα; ζήτημα νὰ ἐκκλησιάζεται ἕνας στοὺς ἑκατό. Τί
νὰ ποῦμε τώρα ἐμεῖς; ἀμέλεια ὑπάρχει, εἴμαστε ἀμελεῖς. Καὶ ἡ ἁγία Γραφὴ
λέει· «Ἐπικατάρατος ὁ ποιῶν τὰ ἔργα Κυρίου ἀμελῶς» (Ἰερ. 31,10), αὐτὸς ποὺ δὲν ἐκτελεῖ μὲ ἐπιμέλεια τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου εἶνε ἄξιος καταδίκης. Θὰ δικαστοῦμε γιὰ τὴν ἀμέλειά μας. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε χρόνο, καὶ ὁ χρόνος περνάει μὲ ἀμέλεια.
Τὸ χειρότερο παράδειγμα ἀμελείας καὶ ἀδιαφορίας γιὰ τὴν σωτηρία εἶνε ὁ Ἰούδας.
Ζοῦσε στὸ ἁγιώτερο περιβάλλον, εἶχε συμμαθητὰς καὶ συναδέλφους γύρω
του, κι αὐτὸς ποῦ εἶχε τὸ νοῦ του; στὸ χρῆμα. Ἀμέλησε, ἀδιαφόρησε γιὰ τὴ
σωτηρία του. Ἔτσι ἔφτασε νὰ προδώσῃ τὸ Χριστὸ μὲ φίλημα γιὰ τριάκοντα
ἀργύρια. Καὶ τὸ χειρότερο ἀπ᾽ ὅλα, ἔπεσε στὴν ἀπελπι σία. Δὲν ἔπρεπε ν᾽
ἀπελπιστῇ. Οἱ πατέρες λένε, ὅτι ἀκόμα καὶ τὴν τελευταία στιγμὴ ἂν
πήγαινε στὸ σταυρό, προτοῦ νὰ πῇ ὁ Χριστὸς τὸ «Τετέλεσται», θὰ εἶχε
σωτηρία. Ἀπελπίστηκε καὶ ἀπαγχονίστηκε. Γι᾿ αὐτὸ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας
«Βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγχόνῃ χρησάμενον» (τροπ. ὄρθρ. Μ. Πέμπτ.). Αὐτὰ κάνει ἡ ἀμέλεια καὶ ἀδιαφορία. «Δεινὸν ἡ ῥαθυμία».
* * *
Ἀλλ᾽ ὅσο κακό, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡ ῥαθυμία, τόσο μεγάλο καλὸ ἀντιθέτως εἶνε ἡ μετάνοια. Ἀ κούσατε πῶς τὸ λέει ὁ ψάλτης· «Μεγάλη ἡ με τάνοια»! Ὄντως εἶνε μεγάλη. Διότι ἔχουμε δύο βαπτίσματα.
Τὸ ἕνα εἶνε ὅταν βυθίζουμε τὸ παιδὶ στὴν κολυμβήθρα.
Ἂν καὶ ἐγὼ –χωρὶς ν᾽ ἀμφισβητῶ τὴν ἐγκυρότητα τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, διότι
ἔχουμε παραδείγματα βαπτίσματος οἰκογενειῶν μὲ παιδιὰ καὶ στὴν ἁγία
Γραφή– σκέπτομαι ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος, πῶς εἶνε σήμερα οἱ γονεῖς· εἶνε ἄξιος
ὁ πατέρας νὰ βαπτίσῃ τὸ παιδί του μέσα στὴν ἱερὰ κολυμβήθρα; εἶνε ἄξιος
ὁ ἀνάδοχος, ποὺ πολλοὶ ἀπ᾽ αὐτοὺς μπορεῖ νὰ εἶνε καὶ μασόνοι; Εἶνε
ἄξιοι; Δὲν εἶνε. Ἔπειτα τὰ παιδιὰ στὴν ἐποχή μας εἶνε ἀναιδέστατα.
Ἄκουσα παιδί, ὅταν τοῦ ὑπενθύμισαν τὰ καθήκοντά του, νὰ λέῃ· Καὶ μὲ
ρώτησε ἐμένα ὁ πατέρας μου ἂν θέλω νὰ γίνω Χριστιανός;… Ἄσ᾿ τον λοιπὸν
τὸν «γαϊδουράκο», ἄσ᾿ τον νὰ γίνῃ μεγάλος καὶ νὰ ἐκλέξῃ μόνος του τὴ
θρησκεία· κι ἂς γίνῃ ὅ,τι θέλει. Ἐλευθερία εἶνε τὸ χαρακτηριστικὸ τοῦ
Εὐαγγελίου· εἰς τρόπον ὥστε νὰ ἔχουμε μία ποιοτικὴ καὶ ὄχι ποσοτικὴ
ἐκκλησία. Γενικῶς ὑποστηρίζω τὴν συνειδητὴ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ στὴ ζωὴ
τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ἔχῃ καὶ ὁ λαὸς ὅπως ὁ κλῆρος λόγο στὴν ἐκλογὴ τῶν
ποιμένων του.
Τὸ ἄλλο βάπτισμα εἶνε τὸ λουτρὸ τῶν δακρύων,
τὸ μυστήριο τῆς μετανοίας καὶ ἐξομολογήσεως. Τὸ εἴπαμε, τὸ
ἐπαναλαμβάνουμε καὶ δὲν θὰ παύσουμε νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνουμε· Δὲν θὰ μᾶς
δικάσῃ ὁ Θεὸς διότι ἁμαρτάνουμε – τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινο· θὰ μᾶς δικάσῃ διότι δὲν μετανοοῦμε.
Περνοῦν οἱ μέρες οἱ μῆνες τὰ χρόνια, φτάνουμε στὸ τέλος τῆς ζωῆς, καὶ
δὲν ἔχουμε μετανοήσει ἀπ᾽ τὴν καρδιά μας ὥστε νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ
Θεοῦ.
Ἂς φροντίσουμε γιὰ τὴ μετάνοιά μας, τὸν λίγο αὐτὸ χρόνο τῆς ζωῆς μας. Ἂς παρακαλέσουμε τὸ Θεὸ λέγοντας μαζὶ μὲ τὸν ὑμνῳδό·
«Δός μοι», Κύριε, «μετανοίας λογισμόν,
δός μοι κατανύξεως πόθον τῇ ταπεινῇ μου ψυχῇ,
ἔγειρον ἐξ ὕπνου με δεινῆς πωρώσεως
καὶ τὸ σκότος ἀπέλασον τὸ τῆς ῥαθυμίας
καὶ τῆς ἀπογνώσεως λῦσον τὴν ζόφωσιν,
ὅπως ἀνανεύσας ὁ τάλας
σοὶ προσκολληθήσωμαι, Λόγε,
καὶ σοῦ τοῖς θελήμασι πορεύσωμαι» (Παρακλ. ἦχ. β΄, Κυρ. ἑσπ.).
Ὁ
Θεὸς δὲν ἐγκατέλειψε τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν κάποιος εἶνε ἑτοιμοθάνατος, οἱ
γιατροὶ ξέρετε πῶς καταλαβαίνουν ἂν ζῇ; Τὸν κεντοῦν μὲ μιὰ βελόνα· ἂν
δείξῃ ὅτι νιώθει πόνο, σημαίνει ὅτι εἶνε ζωντανός· ἂν βυθίζουν τὴ βελόνα
καὶ δὲν νιώθῃ τίποτα, λένε· Πέθανε πλέον. Ἔτσι εἴμαστε κ᾽ ἐμεῖς, ἑτοιμοθάνατοι.
Πλησιάζει τὸ τέλος μας, καὶ βυθίζει ὁ Κύριος τὴ βελόνα του γιὰ νὰ μᾶς
ξυπνήσῃ ἀπὸ τὸν ὕπνο τῆς ἀδιαφορίας καὶ νὰ μᾶς κινητοποιήσῃ.
Οἱ κληρικοὶ ἂς ἐνδιαφέρωνται, νὰ ἐπισκέπτωνται τὸ ποίμνιό τους. Διαφορετικά, θὰ εἶνε μισθωτοί· καὶ «ὁ μισθωτὸς… οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων» (Ἰω. 10,13).
Οἱ γυναῖκες ἂς πείσουν τὸν ἄντρα καὶ τὰ παιδιά τους νὰ ἐξομολογηθοῦν.
Ὅλοι ἂς
μετανοήσουμε, ἄρχοντες καὶ ἀρχόμενοι, στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικοί,
μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὥστε ἐν μετανοίᾳ εἰλικρινεῖ νὰ ἑορτάσουμε τὸ Πάσχα. Ὁ
Θεὸς νὰ μᾶς δώσῃ τὸ δεύτερο βάπτισμα, τὴ μετάνοια τοῦ λῃστοῦ, τῆς
πόρνης, τοῦ Πέτρου, τοῦ Παύλου, ὅλων τῶν ἁγίων.
Ὅπως αὐτὸς ποὺ δὲν βαπτίζεται εἶνε ἀβάπτιστος, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν ἐξομολογεῖται εἶνε ἀσυγχώρητος.
Εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχει ἡ μετάνοια. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε, ποιός θὰ ἐσῴζετο;
κανείς· στὸν παράδεισο θὰ ἦταν μόνο τὰ νήπια. Ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ ἤμεθα
καταδικασμένοι, διότι ἁμαρτάνουμε καὶ προκαλοῦμε τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ· ὅπως
τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ποὺ ὁ σεισμὸς καὶ τὸ σκοτάδι ἔγιναν αἰσθητὰ μέχρι
τὴν Ἀθήνα καὶ τότε ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης εἶπε· «Ἢ θεός τις πάσχει ἢ
τὸ πᾶν ἀπόλλυται».
Ρωτοῦν μερικοί, πόσες φορὲς νὰ κοινωνοῦμε.
Ἀπαντᾷ ὁ Χρυσόστομος· Εἶσαι ἕτοιμος; κοινώνα κάθε μέρα· δὲν εἶσαι
ἕτοιμος, εἶσαι ἀνεξομολόγητος; μὴν κοινωνήσῃς οὔτε τὸ Πάσχα.
Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ δώσῃ καὶ σ᾿ ἐμᾶς τὴ μετάνοια· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Κυριακή Σύντομον Κήρυγμα. Ἀπομαγνητοφωνημένη
ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὸ βράδυ
τῆς 27-4-1994. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 15-3-2014.
Πέμπτη 17 Απριλίου 2014
Ἡσυχαστικὴ Θεολογία
Ἡσυχαστικὴ Θεολογία
Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης
Ὁ
Ἡσυχασμὸς δὲν ἀποτελεῖ ἐποχικὸ ἢ περιθωριακὸ φαινόμενο τῆς ἱστορίας τῆς
Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἀλλὰ συνιστᾶ κεντρικὸ ἄξονα τῆς μοναχικῆς
παραδόσεώς της καὶ σφραγίζει διαχρονικὰ τὸ χαρακτήρα τῆς πνευματικῆς της
ζωῆς. Ἤδη, ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἔννοια
τῆς ἡσυχίας συνδέθηκε μὲ τὴν ἀποδέσμευση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἀγωνιώδη
μέριμνα καὶ ταραχὴ τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἐπιστροφή του πρὸς τὸν Θεό.
Ἡ ἡσυχία δὲν εἶναι πλαδαρότητα ἢ
ἀκινησία, ἀλλὰ ἀφύπνιση καὶ ἔντονη ἐνεργοποίηση στὸ ἐπίπεδο τῆς
πνευματικῆς ζωῆς. Εἶναι μία ἐσωτερικὴ ἀνασύνταξη καὶ ἐπανατοποθέτηση,
ποὺ καλλιεργεῖται μὲ τὴν περισυλλογή, τὴν αὐτοσυγκέντρωση, τὴν προσευχὴ
καὶ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό, Καὶ ἡ ἡσυχαστικὴ ζωή, ποὺ καλλιεργεῖται μὲ
τὴ φυγὴ στὴν ἔρημο, δὲν ἐκφράζει ἀποστροφὴ πρὸς τὸν κόσμο, ἀλλὰ
προσήλωση στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἡσυχαστὴς ἀπομονώνεται στὴν ἔρημο, γιὰ
νὰ χωρέσει μέσα του ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ἡ ἡσυχαστικὴ ὅμως ζωὴ μπορεῖ νὰ
καλλιεργηθεῖ ὡς ἕνα βαθμὸ καὶ μέσα στὶς πόλεις, ὅπως βεβαιώνει ἡ ἱστορία
τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ πατέρας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Κωνσταντῖνος
ζοῦσε ἡσυχαστικὴ ζωὴ μέσα στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς συγκλητικὸς καὶ μέλος
τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς. Ἐκεῖνο ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶναι ἡ
ἀποδέσμευση ἀπὸ τὴν ἐμπαθῆ προσήλωση στὸν κόσμο καὶ ἡ πλήρης ἀναφορὰ
στὸν Θεό.
Προσήλωση
Κεντρικὴ θέση στὸν ἡσυχασμὸ ἔχει ἡ νοερὰ
ἢ καρδιακὴ προσευχή, ποὺ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος
τοῦ Χριστοῦ: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ἡ προσευχὴ αὐτὴ μὲ τὴ
συντομία της βοηθάει στὴν αὐτοσυγκέντρωση καὶ στὴν ἀπερίσπαστη προσήλωση
στὸν Θεό, Μὲ τὴ συνεχῆ ἐπανάληψή της καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ προσευχὴ
μεταφέρεται σταδιακὰ ἀπὸ τὰ χείλη στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅπως γράφει ἕνας ἀπὸ τοὺς ἡσυχαστὲς
θεολόγους, ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ
ἀποτελεῖ τὸ κυριότερο ὅπλο τοῦ πιστοῦ στὸν ἀγώνα του ἐναντίον τοῦ
πονηροῦ: «Ἰησοῦ ὀνόματι μάστιζε πολεμίους· οὐ γὰρ ἔστιν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ
ἐπὶ γῆς ἰσχυρότερον ὅπλον» (Κλῖμαξ 21, ΡG 88, 9450). Μὲ τὴν προσευχὴ
αὐτὴ ἀντιμετωπίζει ὁ πιστός τούς πειρασμοὺς καὶ καταπολεμεῖ τὰ πάθη. Καὶ
ὅταν ἡ προσευχὴ ριζώσει στὴν καρδιά, ξεριζώνονται τὰ πάθη καὶ ὁ
ἄνθρωπος εἰρηνεύει μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἐλευθερώνεται.
Ὁ ἡσυχασμὸς πολεμήθηκε ἔντονα τὸν δέκατο
τέταρτο αἰώνα ἀπὸ τὸν ἑλληνικῆς καταγωγῆς μοναχὸ Βαρλαάμ, ποὺ ἦρθε ἀπὸ
τὴν Καλαβρία τῆς Ἰταλίας στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴ Θεσσαλονίκη. Τὴν
πολεμική τοῦ Βαρλαὰμ καὶ τῶν ὁμοφρόνων του ἀνέτρεψε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος καὶ πρόβαλε τὴ θεολογικὴ θεμελίωση τῆς ἡσυχαστικῆς
ζωῆς. Ἔτσι ὁ ἡσυχασμὸς καὶ ἡ ἡσυχαστικὴ θεολογία συνδέθηκαν στενότερα μὲ
τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ μὲ τὴν ἐποχή του.
Στοὺς κορυφαίους ἐκπροσώπους τῆς
ἡσυχαστικῆς θεολογίας ποὺ ἀναπτύχθηκε ὡς τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου
τοῦ Παλαμᾶ συγκαταλέγονται ὁ ὅσιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, ὁ μοναχὸς
Εὐάγριος, ὁ ὅσιος Μάρκος ὁ ἀσκητής, ὁ Διάδοχος ἐπίσκοπος Φωτικῆς, ὁ
ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης, ὁ ὅσιος Συμεὼν ὁ
Νέος Θεολόγος, ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης κ.α.
Σκοπὸς τοῦ ἡσυχασμοῦ εἶναι νὰ ὁδηγήσει
τὸν ἄνθρωπο σὲ προσωπικὴ σχέση καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Γιὰ νὰ
πραγματοποιηθεῖ, ὅμως, αὐτὸ χρειάζεται νὰ ἐπιστρέψει ὁ ἄνθρωπος στὸν
ἑαυτό του. Χρειάζεται νὰ ἀπαγκιστρωθεῖ ἀπὸ τὴν ἀλλοτριωτικὴ ἐξωστρέφεια
καὶ τὴν προσκόλλησή του στὸν κόσμο καὶ νὰ ἀναζητήσει τὴν ἐσωτερική του
ἑνότητα καὶ καθαρότητα. Μόνο ἔτσι μπορεῖ νὰ ἀποκατασταθεῖ ὡς δημιούργημα
«κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» Θεοῦ καὶ νὰ καθρεφτίσει μεσά του τὸν
ὄντως Ὄντα Θεό.
Σὲ τελικὴ ἀνάλυση δηλαδὴ ὁ ἡσυχασμὸς δὲν
ἐπιδιώκει τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ ἐπαναφέρει τὸν ἄνθρωπο στὴ φυσική του
κατάσταση. Νὰ τὸν ἀποκαταστήσει δηλαδὴ στὴν κατάσταση ἐκείνη, ὅπου εἶναι
δυνατὴ καὶ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐντολὲς αὐτές, ποὺ
συνοψίζονται ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴ διπλὴ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης («ἀγαπήσεις
Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου
καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον
σου ὡς σεαυτὸν» Λουκ. 10, 27), ζητοῦν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ στρέψει πρὸς
τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον του ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή του. Πῶς ὅμως, μπορεῖ νὰ
τὸ κάνει αὐτό, ἂν δὲν ἀπαγκιστρωθεῖ ἀπὸ τὴν προσκόλλησή του στὸν κόσμο
καὶ δὲν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴ διάσπαση στὴν ὁποία βρίσκεται; Πῶς μπορεῖ νὰ
δώσει ὁλόκληρη τὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχή του, καὶ ὁλόκληρη
γενικὰ τὴν ὕπαρξή του στὸν Θεό, καὶ πῶς μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει τὸν πλησίον
του ὅπως τὸν ἑαυτό του, ὅταν ὁ ἴδιος εἶναι μοιρασμένος καὶ
αἰχμαλωτισμένος σὲ πάθη καὶ ἐπιθυμίες;
Χαρακτήρας
Ἡ ἡσυχαστικὴ θεολογία, ὡς ὀρθόδοξη
θεολογία, ἔχει ἐμπειρικὸ χαρακτήρα. Ἑνώνει τὴ γνώση μὲ τὴ ζωή. Ἔτσι,
στηρίζει καὶ ἐμπνέει τὴ ζωή. Ἡ θεολογία αὐτὴ ἀποτέλεσε τὸ στήριγμα καὶ
τὴν ἀνακαινιστικὴ πνοὴ τῆς Ὀρθοδοξίας κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ἀκολούθησε
καὶ ὡς σήμερα, ὄχι μόνο στὸν ἑλληνικὸ ἀλλὰ καὶ στὸν σλαβικὸ κόσμο. Σ’
αὐτὴ στηρίχθηκε τὸ ὀρθόδοξο γένος κατὰ τὴ μακραίωνη περίοδο τῆς δουλείας
καὶ αὐτὴ ἐνέπνευσε τὸ πλῆθος τῶν Νεομαρτύρων. Ἡ περίφημη «Φιλοκαλία τῶν
ἱερῶν νηπτικῶν», ποὺ δημοσιεύθηκε τὸ 1782 ἀπὸ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν
Ἁγιορείτη καὶ περιέχει συλλογὴ βασικῶν κειμένων ἡσυχαστικοῦ
περιεχομένου, εἶχε τεράστια ἀπήχηση. Μεταφράστηκε σύντομα στὴ σλαβωνικὴ
γλώσσα καὶ ἀποτέλεσε τὴν πυξίδα τῆς πνευματικῆς ζωῆς μοναχῶν καὶ λαϊκῶν
σὲ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθοδοξία.
Παράδοση
Ἡ ἡσυχία, ποὺ καλλιέργησε ἰδιαίτερα ὁ
ὀρθόδοξος μοναχισμός, δὲν περιοριζόταν στὶς ἐρήμους, ἀλλὰ εἰσχωροῦσε καὶ
στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν πιοτῶν μέσα στὸν κόσμο. Αὐτὸ βεβαιώνεται σὲ
ὁλόκληρη τὴν παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἰδιαίτερα ὅμως ἐπίκαιρη καὶ
ἐπιτακτικὴ γίνεται ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση στὴν ταραγμένη ἐποχή μας. Αὐτὴ
μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὸν ἀνήσυχο καὶ κουρασμένο ἄνθρωπο νὰ βρεῖ τὴν ἠρεμία
καὶ τὴν ψυχική του ὑγεία. Νὰ βρεῖ τὸ νόημα καὶ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς
του.
Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐπιστρέψει στὸν ἑαυτό
του, δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ οὔτε τὸν Θεὸ οὔτε τὴν ἀληθινὴ ταυτότητά του. Σὲ
ὅποιον γνωρίζει τὸν ἑαυτό του, σημειώνει ἕνας ἀσκητικὸς συγγραφέας, «ἡ
γνῶσις τῶν πάντων δίδοται» (Ἰσαὰκ Σύρου, Λόγος 16, ἔκδ. 1. Σπετσιέρη,
Ἀθῆναι 1985, σ. 58). Ἐπιστρέφοντας ὁ ἄνθρωπος στὸν ἑαυτό του καὶ
ἀνακαλύπτοντας τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ ὑπάρχει μέσα του, ὁδηγεῖται στὸ
ἀρχέτυπο τῆς ὑπάρξεώς του, στὸν Δημιουργό του σύμπαντος κόσμου. Τὸ φῶς
τοῦ Χριστοῦ ἀπομακρύνει τὴ σύγχυση καὶ τὴν ἀκαταστασία ἀπὸ τὴν ψυχὴ τοῦ
ἀνθρώπου καὶ φανερώνει τὴν «κστ’ εἰκόνα Θεοῦ» ὑπόστασή του.
Ἡ ἑρμηνεία τῆς εἰκόνας τῆς Ἀναστάσεως
Ἡ ἑρμηνεία τῆς εἰκόνας τῆς Ἀναστάσεως
Χρήστου Γ. Γκότση
Ἡ
εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει δύο τύπους: Ὁ ἕνας
εἶναι ἡ κάθοδος τοῦ Χριστοῦ στὸν Ἅδη, ὁ δεύτερος εἰκονογραφικὸς τύπος
εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἰκονίζει ἄλλοτε τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη στὸ κενὸ
Μνημεῖο καὶ ἄλλοτε τὸν ἄγγελο ποὺ «ἐπὶ τὸν λίθο καθήμενος» ἐμφανίστηκε
στὶς Μυροφόρες. Ἀργότερα ἡ εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ τύπου αὐτοῦ
πλουτίστηκε μὲ τὶς σκηνὲς τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστοῦ στὴ Μαρία Μαγδαληνὴ
(τὸ «Μὴ μοῦ ἅπτου») καὶ στὶς δύο Μαρίες (τὸ «Χαῖρε τῶν Μυροφόρων»). Ὁ
Λεωνίδας Οὐσπένσκη γράφει σχετικά: «Οἱ δύο αὐτὲς συνθέσεις
χρησιμοποιοῦνται στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς εἰκόνες τῆς Ἀναστάσεως. Στὴν
παραδοσιακὴ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἡ πραγματικὴ στιγμὴ τῆς Ἀνάστασης τοῦ
Χριστοῦ οὐδέποτε ἀπεικονίστηκε. Τόσο τὰ Εὐαγγέλια, ὅσο καὶ ἡ Παράδοση
τῆς Ἐκκλησίας, σιγοῦν γιὰ τὴ στιγμὴ αὐτὴ καὶ δὲ λένε πῶς ὁ Χριστὸς
ἀναστήθηκε, πράγμα ποὺ δὲν κάνουν γιὰ τὴν Ἔγερση τοῦ Λαζάρου. Οὔτε ἡ
εἰκόνα δείχνει αὐτό.
Ἡ σιγὴ αὐτὴ ἐκφράζει καθαρὰ τὴ διαφορὰ
ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῶν δύο γεγονότων. Ἡ Ἔγερση τοῦ Λαζάρου ἦταν ἕνα
θαῦμα, τὸ ὁποῖο μποροῦσαν ὅλοι νὰ κατανοήσουν, ἐνῶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ
Χριστοῦ ἦταν ἀπρόσιτη σὲ ὁποιαδήποτε ἀντίληψη… Ὁ ἀνεξιχνίαστος
χαρακτήρας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ γιὰ τὸν ἀνθρώπινο νοῦ καὶ συνεπῶς τὸ
ἀδύνατο τῆς ἀπεικόνισής του εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἀπουσιάζουν εἰκόνες αὐτῆς
ταύτης τῆς Ἀναστάσεως.
Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ὀρθόδοξη εἰκονογραφία
ὑπάρχουν δύο εἰκόνες, ποὺ ἀντιστοιχοῦν στὴ σημασία τοῦ γεγονότος αὐτοῦ
καὶ ποὺ συμπληρώνουν ἡ μία τὴν ἄλλη. Ἡ μία εἶναι συμβολικὴ παράσταση.
Ἀπεικονίζει τὴ στιγμὴ ποὺ προηγήθηκε τῆς θεόσωμης Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ –
τὴν Κάθοδο στὸν Ἅδη, ἡ ἄλλη τὴ στιγμὴ ποὺ ἀκολούθησε τὴν Ἀνάσταση τοῦ
Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἱστορικὴ ἐπίσκεψη τῶν Μυροφόρων στὸν Τάφο τοῦ
Χριστοῦ».
Τὰ παραπάνω συμφωνοῦν καὶ μὲ τὰ
ἀναστάσιμα τροπάρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ ὑπογραμμίζουν τὸ ἀνεξιχνίαστο
μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως καὶ τὸ παραλληλίζουν μὲ τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου
ἀπὸ τὴν Παρθένο καὶ τὴν ἐμφάνισή του στοὺς μαθητὲς μετὰ τὴν Ἀνάσταση
(«Προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου». «Ὥσπερ
ἐξῆλθες ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου, οὕτως εἰσῆλθες καὶ τῶν θυρῶν
κεκλεισμένων πρὸς τοὺς μαθητάς σου»).
Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς παραπάνω δύο τύπους τῆς
Ἀναστάσεως, συναντᾶμε στοὺς ναούς μας κι ἄλλο τύπο: αὐτὸν ποὺ δείχνει τὸ
Χριστὸ γυμνό, μ᾿ ἕνα μανδύα ριγμένο, πάνω του νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸν Τάφο
κρατώντας κόκκινη σημαία. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ δὲν εἶναι ὀρθόδοξη, ἀλλὰ δυτική.
Ἐπικράτησε στὴν Ἀνατολή, ὅταν ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία ἀποκόπηκε ἀπὸ τὶς
ρίζες της, τὴ βυζαντινὴ παράδοση, λόγω τῆς ἐπικράτησης τῆς ζωγραφικῆς
της Ἀναγέννησης.
Ὑποστηρίχθηκε πῶς «ἡ μεγάλη προτίμηση
γιὰ τὴν δυτικότροπη ἀπόδοση τῆς Ἀναστάσεως ὀφείλεται, μεταξὺ τῶν ἄλλων,
καὶ στὴν ἐπίδραση τῶν προσκυνητῶν τῶν Ἁγίων Τόπων, γιατί πάνω ἀπὸ τὴν
εἴσοδο τοῦ Παναγίου Τάφου βρισκόταν παρόμοια (δυτικότροπη) εἰκόνα τῆς
Ἀναστάσεως, πού, ἀντιγραφόμενη στὰ διάφορα ἐνθύμια τῶν προσκυνητῶν,
ἔγινε ὑπόδειγμα γιὰ πολλοὺς ζωγράφους. Ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε πώς, ὁ
συγκεκριμένος εἰκονογραφικὸς τύπος, διαδόθηκε τόσο ἀπὸ τὴ δυτικὴ τέχνη,
ὅσο καὶ ἀπ᾿ τοὺς Ἁγίους Τόπους» (Εἰκόνες τῆς κρητικῆς τέχνης… σ. 357).
Παρακάτω θὰ παρουσιάσουμε καὶ θὰ
ἀναλύσουμε τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως, ποὺ λέγεται καὶ «Ἡ εἰς ᾍδου
Κάθοδος, γιατὶ εἶναι ἡ γνήσια εἰκὼν τῆς Ἀναστάσεως, ἣν παρέδωσαν ἡμῖν οἱ
παλαιοὶ ἁγιογράφοι, σύμφωνος μὲ τὴν ὑμνωδίαν τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἐκφράζει δὲ διὰ τῆς ζωγραφικῆς ὅσα ἱερὰ καὶ συμβολικὰ νοήματα ἐκφράζει
ἴδια τὸ πασίγνωστον καὶ ὑπὸ πάντων ψαλλόμενον, ἀπὸ παίδων ἕως γερόντων,
τροπάριον, «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτω θάνατον πατήσας καὶ τοῖς ἐν
τοῖς μνήμασι ζωὴν χαρισάμενος» (Φ. Κόντογλου).
Περιγραφὴ τῆς εἰκόνας Στὴ βάση τῆς
εἰκόνας ἀνάμεσά σε ἀπότομους βράχους, ἀνοίγεται μία σκοτεινὴ ἄβυσσος.
Διακρίνουμε Τίς μαρμάρινες σαρκοφάγους, Τίς πύλες τῆς κολάσεως μὲ Τίς
σκόρπιες κλειδαριές, καρφιὰ καὶ κλεῖθρα, καθὼς καὶ Τίς μορφὲς τοῦ σατανᾶ
καὶ τοῦ Ἅδη μὲ τὰ φοβισμένα πρόσωπα καὶ τὰ γυάλινα μάτια. Εἶναι τὰ
«κατώτατά της γής», «τὰ ταμεῖα τοῦ ᾍδου», ὅπου κατέβηκε ὁ Κύριος γιὰ νὰ
κηρύξει τὴ σωτηρία «τοῖς ἀπ᾿ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι».
Πάνω ἀπὸ τὸ σπήλαιο, στὸ κέντρο τῆς
εἰκόνας, προβάλλει ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου, ὁ Χριστός. Ὁ φωτοστέφανος τῆς
κεφαλῆς του, τὰ χρυσοκόκκινα ἱμάτιά του ποὺ ἀκτινοβολοῦν, καὶ ἡ
θριαμβευτικὴ ὄψη τοῦ προσώπου τοῦ ἐναρμονίζονται πλήρως μὲ τὸ δίστιχο
τῆς πασχαλινῆς ἀκολουθίας:
Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πάλην ᾍδου μόνος,
Λαβὼν ἀνῆλθε πολλὰ τῆς νίκης σκύλα (=λάφυρα). Ὁ Χριστὸς ἐπιστρέφει
τροπαιοῦχος ἀπὸ τὴ μάχη του μὲ τὸν ἅδη κρατώντας τὰ πρῶτα λάφυρα τῆς
νίκης. Εἶναι ὁ Ἀδὰμ ποὺ τὸν κρατάει ἀπὸ τὸ χέρι, ἐνῶ ἐκεῖνος γονατιστὸς
τὸν κοιτάζει εὐχαριστιακά. Πίσω του ἡ Εὔα μὲ κατακόκκινο μαφόριο καὶ
κοντά της οἱ δίκαιοι, ποὺ περίμεναν μὲ πίστη τὴν ἔλευση τοῦ Λυτρωτῆ.
Ἀνάμεσά τους ὁ Ἄβελ ποὺ πρῶτος γεύτηκε τὸν θάνατο. Στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ
εἰκονίζονται οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Δαβίδ,
Σολομών, Μωυσῆς, Πρόδρομος κ.α.
Ὅλοι αὐτοὶ ἀναγνώρισαν τὸ Λυτρωτὴ ὅταν
κατέβηκε στὸν ἅδη καὶ προετοίμασαν τὸ κήρυγμά του, ὥστε νὰ βρεῖ
ἀνταπόκριση στὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων. Σὲ μερικὲς εἰκόνες ἡ παράσταση
τοῦ τροπαιούχου Κυρίου εἶναι πιὸ ἐκφραστική, γιατὶ σ᾿ αὐτὲς ὁ Κύριος
κρατάει στὸ χέρι τοῦ τὸ ζωηφόρο Σταυρό, τῆς εὐσεβείας τὸ «ἀήττητον
τρόπαιον», μὲ τὸν ὁποῖο καταργήθηκε ἡ δύναμη καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου.
Ἀλλοῦ ἔχουμε στὸ ἐπάνω μέρος τῆς εἰκόνας δύο ἀγγέλους ποὺ κρατοῦν στὰ
χέρια τοὺς τὰ σύμβολα τοῦ Πάθους καὶ στὸ σπήλαιο τὸ θάνατο νὰ
παριστάνεται μὲ γέροντα ἁλυσοδεμένο. Εἶναι δεμένος ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους μὲ
τὰ ἴδια δεσμά, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε δέσμιο καὶ ὑποχείριο τὸ γένος τῶν
ἀνθρώπων. Τὴν παράσταση κλείνουν δύο γκρίζοι βράχοι μὲ ἐπίπεδους ἐξῶστες
καὶ οἱ ἐπιγραφές: «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ» καὶ «ΙΣ ΧΣ».
Ὡραῖα παρατηρήθηκε, πῶς «ἡ σύνθεση τῆς
εἰκόνας εἶναι βαθιὰ μελετημένη, ἀκόμα καὶ στὶς μικρότερες λεπτομέρειές
της. Ὅλα, ἀπὸ τὸ σχῆμα τῶν βράχων στὸ δεύτερο ἐπίπεδο ὡς καὶ τὶς
ἀναλογίες τῶν χρωμάτων, περιέχουν ἕνα βαθύτερο νόημα καὶ ὑπακούουν σ᾿
ἕνα γενικὸ σχέδιο. Ἡ εἰκαστικὴ ἀπεικόνιση τοῦ ἀπόκρυφου κειμένου ἀποκτᾶ
συμβολικὸ χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ὅμως, δὲν χάνεται ἡ σχέση μὲ τὰ
συγκεκριμένα ἐπεισόδια τοῦ κειμένου»
Ἀπὸ τὸ βιβλίο, «Ὁ Μυστικὸς Κόσμος τῶν Βυζαντινῶν Εἰκόνων»
Ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ-Ἱστορικὴ ἐξέλιξη
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ-Ἱστορικὴ ἐξέλιξη
Γεωργίου Ἀντουράκη
Τὸ
γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως στὴ χριστιανικὴ συνείδηση εἶναι συνέχεια τοῦ
γεγονότος τοῦ Σταυροῦ. Ὀρθῶς ἡ Ἐκκλησία διακηρύσσει ὅτι ὁ Χριστὸς
«Σταυρὸν ὑπομείνας δι’ ἡμᾶς, θανάτῳ θάνατον ὤλεσεν» (Πεντηκοστάριον).
Ἔτσι, ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, ἡ Ἀνάσταση παραλληλίζεται ἤ
καὶ συμβολίζεται μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Σταυρώσεως.
Μία τέτοια συμβολικὴ παράσταση τῆς
Ἀναστάσεως συναντοῦμε σὲ σαρκοφάγους τοῦ 4ου μ.Χ. αἰώνα, οἱ ὁποῖες
φυλάσσονται στὸ μουσεῖο Λατερανοῦ τῆς Ρώμης. Πρόκειται γιὰ δύο ἀπὸ τὶς
λεγόμενες σαρκοφάγους τῶν «Παθῶν» τοῦ Χριστοῦ, στὶς ὁποῖες ἡ Ἀνάσταση
ἀπεικονίζεται στὸ κέντρο κάθε εἰκόνας. Ἡ Ἀνάσταση τῶν ἐν λόγω σαρκοφάγων
παριστάνεται μὲ τὸ λάβαρο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου: σταυρὸς στολισμένος μὲ
δάφνινο στεφάνι -στὶς ἄκρες του ὁποίου παριστάνονται δύο πετεινοὶ- ποὺ
περικλείει τὸ μονόγραμμα τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ στὴ βάση ἀπεικονίζονται δύο
κοιμώμενοι στρατιῶτες τῆς κουστωδίας πού εἶχαν τοποθετήσει στὸν τάφο τοῦ
Χριστοῦ, ἐπειδὴ φοβόνταν τὴν κλοπὴ τοῦ θείου σώματος ἀπὸ τοὺς μαθητές,
οἱ ὁποῖοι θὰ ἔλεγαν μετὰ στὸ λαὸ ὅτι «ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν» (Ματθ. 27,
64).
Ἕνας ἄλλος συμβολικὸς τρόπος
ἀπεικονίσεως τῆς Ἀναστάσεως, ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν κατακομβῶν, εἶναι ἡ
παράσταση τοῦ προφήτη Ἰωνᾶ, ὁ ὅποιος ἀποβάλλεται -σῶος καὶ ἀβλαβὴς- ἀπὸ
τὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους. Βλέπε καὶ τὴ σχετικὴ διήγηση (Ἰωνᾶ α’ δ’), ἡ
ὁποία διαβάζεται ὡς προφητεία στὸν Ἑσπερινό τοῦ Μεγάλου Σαββάτου,
ἀκριβῶς ἕνεκα τῆς βαθιᾶς συμβολικότητάς της. Ὀρθῶς ὁ Ἰωνᾶς θεωρεῖται ὡς
προεικόνιση τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶχε τονίσει, ὅταν ἔλεγε
στοὺς Φαρισαίους: «…ὥσπερ γὰρ ἐγένετο Ἰωνᾶς ὁ προφήτης ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ
κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἐσται καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ
Ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας» (Ματθ. 12,
40). Μετὰ δὲ τὴν τριήμερο ταφή, ὁ Χριστὸς ἀνέστη, ὅπως «καὶ ὁ Ἰωνᾶς
ἐκβῆκεν ἀπὸ τὸ κῆτος τριήμερος» (ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης,
Ἑορτοδρόμιον). Ἕνεκα τούτου, ὁ ἱερὸς Δαμασκηνὸς γράφει (στὸν εἱρμὸ τῆς
ς’ ὠδῆς τοῦ περίφημου κανόνα τοῦ Πάσχα), τὰ ἑξῆς: «Κατῆλθες ἐν τοῖς
κατωτάτοις τῆς γῆς καὶ συνέτριψας μοχλοὺς αἰωνίους κατόχους πεπεδημένων
Χριστέ, καὶ τριήμερος, ὡς ἐκ κήτους Ἰωνᾶς, ἐξανέστης τοῦ τάφου»
(Πεντηκοστάριον).
Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι καὶ τὸ δίπτυχο ἀπὸ
ἐλεφαντόδοντο στὸ Μουσεῖο τῆς Ραβέννας (ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰώνα), ὅπου μὲ
ἰδιαίτερη ζωντάνια ἀπεικονίζεται ὁ Ἰωνᾶς μὲ τὸ κῆτος. Γενικά, ἡ ἱστορία
τοῦ Ἰωνᾶ, πού συμβολίζει τὴ λύτρωση καὶ τὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, εἶναι
ἕνα ἰδιαίτερα ἀγαπητὸ θέμα στὴ ζωγραφικὴ τῶν κατακομβῶν καὶ τῶν
σαρκοφάγων.
Κατὰ τὸν 6ο αἰώνα, ἐμφανίστηκε -πρὸς
λειτουργικὴ χρήση- ἕνας ἄλλος εἰκονογραφικὸς τύπος τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι
γνωστὸς ὡς «Λίθος», ὅπου εἰκονίζονται οἱ Μυροφόρες στὸ «κενὸ μνημεῖο» ἡ
καὶ ἡ ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ σὲ αὐτές. Στὸ γνωστὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ραμπουλᾶ
(τέλη τοῦ 6ου αἰώνα), κάτω ἀπὸ τὴ Σταύρωση ἔχουν εἰκονιστεῖ δύο
παραστάσεις μὲ θριαμβευτικὸ χαρακτήρα: οἱ Μυροφόρες μπροστὰ στὸ κενὸ
μνημεῖο καὶ ὁ Χριστός, πού ἐμφανίζεται σ’ αὐτές, ντυμένος μὲ τὸ λευκὸ
χιτώνα τῆς Ἀναστάσεως. Στὸ κέντρο ἀκριβῶς τῆς συνθέσεως αὐτῆς, ὑπάρχει
τὸ ἄδειο μνημεῖο καὶ οἱ κοιμώμενοι στρατιῶτες, ὁ δὲ Τάφος τοῦ Χριστοῦ
ξεχωρίζει τὶς δύο παραστάσεις αὐτές.
Ἀξιοπρόσεκτος εἶναι ἕνας ἄγγελος
-ὁλόλευκα ντυμένος- καθήμενος πάνω στὸν ἀποκεκυλισθέντα λίθο. Μὲ τὴ
χαρακτηριστική του κίνηση λέγει στὶς Μυροφόρες: «ἠγέρθη, οὐκ ἐστιν ὧδε·
ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν» (Μάρκ. 16, 6).
Στὴν ἄλλη παράσταση τῆς ἐμφανίσεως τοῦ
ἀναστημένου Χριστοῦ (πού εὐλογεῖ), οἱ Μυροφόρες παριστάνονται γονυπετεῖς
στὸ ἔδαφος καὶ προσκυνοῦν τὸν Κύριό τους. Τὸ θέμα τῶν Μυροφόρων στὸν
τάφο γνωρίζει μεγάλη διάδοση, ἀφοῦ παριστάνεται – μαζὶ μὲ ἄλλες σκηνὲς
τοῦ Δωδεκαόρτου- καὶ σὲ κάλυμμα ξύλινης λειψανοθήκης στὸ παρεκκλήσιο
Sancta Sanctonum τοῦ Λατερανοῦ (σήμερα φυλάσσεται στὰ Βατικανό).
Ἀξιοπρόσεκτη εἶναι καὶ μία ἐξαίρετη
παράσταση σὲ ἐλεφαντόδοντο (5ου αἰώνα), μὲ τὶς Μυροφόρες στὸν Τάφο, σὲ
ἀρχαϊκότερη βέβαια μορφή. Ἡ ἁπλὴ ὀμορφιὰ αὐτοῦ τοῦ παλαιοῦ ἐλαφαντοστοῦ,
στὸ φύλλο ἑνὸς δίπτυχου, χαρακτηρίζει τὴ μετάβαση ἀπὸ τὴν κλασικὴ στὴ
χριστιανικὴ τέχνη. Οἱ δύο ἐπάλληλες σκηνὲς εἰκονίζουν δύο φάσεις τοῦ
ἴδιου ἐπεισοδίου. Στὴ μία φαίνονται οἱ κοιμώμενοι φρουροὶ καὶ στὴν ἄλλη ὁ
ἄγγελος νὰ χαιρετᾶ τὶς Μυροφόρες στὴν εἴσοδο τοῦ Τάφου. Στὸ ἐν λόγω
ἔργο, ὁ ἀναστημένος Χριστὸς δὲν εἰκονίζεται, ἀφοῦ ἡ χριστιανικὴ τέχνη
ἐκφράζεται ἀκόμη μὲ συμβολισμούς. Ὁ τάφος θυμίζει τὴ μικρὴ ἐκκλησία, πού
χτίστηκε πάνω ἀπὸ τὸν Πανάγιο Τάφο (κατὰ τὸν 4ο αἰώνα). Τὸ
ἐλεφαντὸδοντο αὐτὸ βρίσκεται σὲ ἰδιωτικὴ συλλογὴ τοῦ Μιλάνου (πρβλ.
Παγκόσμια Ἱστορία Τέχνης, τ. 4, σ. 142). Ἐπίσης, μία ἐξαίρετη παράσταση
τῶν Μυροφόρων στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει σὲ ψηφιδωτό του Ἁγίου
Ἀπολλιναρίου τοῦ Νέου στὴ Ραβέννα (ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰώνα). Εἶναι τὸ
καλύτερο δεῖγμα τοῦ εἰκονογραφικοῦ αὐτοῦ τύπου (τοῦ ἔτους 526). Ἡ
παράσταση αὐτὴ συνυπάρχει μὲ τὶς ἄλλες σκηνὲς τῶν παραβολῶν, τῶν
θαυμάτων καὶ τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ, πού ἱστοροῦνται στὴν ἀνώτερη(πάνω
ἀπὸ τὰ παράθυρα) ζώνη ψηφιδωτῶν. Ὁ ψηφιδογράφος καλλιτέχνης περνᾶ ἀμέσως
ἀπὸ τὴν Προδοσία τοῦ Ἰούδα στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χρυστοῦ. Ὅπως καὶ στὴν
ἀρχαιότερη τέχνη, ὁ Χριστὸς δὲν Εἰκονίζεται ταπεινωμένος, σταυρωμένος, ἤ
τὴν στιγμὴ ποὺ τὸν κατεβάζουν ἀπὸ τὸ σταυρό. Στὴ λιτότατη παράσταση τῶν
Μυροφόρων, τὰ πάντα ἔχουν συναρμοσθεῖ,ὥστε νὰ δηλώνουν τὴν ἀπουσία τοῦ
Χριστοῦ, ὅπως: ἡ ἀνοικτὴ πύλη τοῦ προβεβλημένου τάφου, τὰ ἀνοικτὰ χέρια
τῶν δύο γυναικῶν, ἡ εὐφρόσυνη ἀταραξία τοῦ ἀγγέλου. Ἐπίσης, ἡ ἔνταση μὲ
τὴν ὁποία διαγράφεται ὁ χῶρος τῶν νεκρῶν -ὁ κλασικὸς θόλος τοῦ τάφου-
ἔχει ὡς ἀντίρροπο τὸ αἴσθημα ἀπουσίας πού τὸν διαπνέει. Σημειωτέον ὅτι
τὴν πράσταση τῶν Μυροφόρων ἀκολουθεῖ ἡ «Ψηλάφηση τοῦ Θωμὰ», πού καὶ αὐτὴ
ἀνήκει στὶς ἱστορικὲς μαρτυρίες τῆς Ἀναστάσεως, ἤδη κατὰ τὴν πρώτη
περίοδο τῆς Χριστιανικῆς Εἰκονογραφίας (πρὶν καὶ μετὰ τὴν Εἰκονομαχία).
Γεγονὸς ὅμως εἶναι ὅτι τὸ μεγάλο θέμα τῆς εἰς Ἅδου Καθόδου τοῦ Χριστοῦ,
καθὼς καὶ οἱ «συμπληρωματικὲς» σκηνὲς τῆς Ἀναστάσεως (Μυροφόρες, ἡ
Ψηλάφηση τοῦ Θωμᾶ κ.α.), πολλαπλασιάζονται καὶ ἐπικρατοῦν στὴν ὀρθόδοξη
ἁγιογραφία τῆς Ἀνατολῆς κυρίως, μετὰ τὸ θρίαμβο καὶ τὴν ἐπικράτηση τῶν
ἱερῶν εἰκόνων (843 κ.ε.) καὶ καθ’ ὅλη τὴ βυζαντινὴ καὶ μεταβυζαντινὴ
περίοδο, ἀλλὰ καὶ μέχρι σήμερα. Ἐννοεῖται ὅτι ἡ παρατήρηση αὐτὴ ἰσχύει
ὄχι μόνο γιὰ τὰ μεγάλα θέματα τοῦ Δωδεκαόρτου, ἀλλὰ γιὰ τὰ περισσότερα
θέματα τῶν εἰκονογραφικῶν κύκλων.
Ἐξέλιξη τῆς εἰς Ἅδου Καθόδου ἡ Ἀναστάσεως
Ἡ εἰς Ἅδου Κάθοδος -ὡς ὁ κατεξοχὴν
βυζαντινὸς εἰκονογραφικὸς τύπος τῆς ὀρθόδοξης Ἀναστάσεως- ἐπικρατεῖ
ὁριστικὰ στὴν Ἀνατολή, κυρίως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Μακεδόνων καὶ τῶν
Κομνηνῶν. Στὴν περίοδο αὐτὴ -καὶ μάλιστα στοὺς 11ο καὶ 12ο αἰῶνες-
συναντοῦμε τὰ καλύτερα δείγματα σὲ ψηφιδωτὰ καὶ τοιχογραφίες. Ἀσφαλῶς, ἡ
εἰς Ἅδου Κάθοδος ἱστορεῖται μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες παραστάσεις τοῦ
Δωδεκαόρτου, ἀλλὰ σχεδὸν πάντοτε εἶναι δίπλα στὴ Σταύρωση (ὡς φυσικὸ
ἐπακόλουθό της) ἤ σὲ μία εὐθεία σχέση μὲ αὐτή (ἀπέναντι). Συνήθως ἡ
Ἀνάσταση ἱστορεῖται στοὺς χαμηλοὺς τοίχους (νότιο ἡ βόρειο) τῶν
ὀρθοδόξων ναῶν, ἀνάλογα βέβαια μὲ τὸ μέγεθός τους.
Στὶς μεγαλυτέρων διαστάσεων ἐκκλησίες,
ζωγραφίζεται σὲ μεγαλύτερη κλίμακα -ὅπως καὶ ὁ Εὐαγγελισμός, ἡ
Μεταμόρφωση καὶ ἡ Σταύρωση-εἶναι ὅμως δυνατὸν νὰ συναντήσουμε τὴν
παράσταση τῆς εἰς Ἅδου Καθόδου καὶ στὸ νάρθηκα (Ὅσιος Λουκᾶς Βοιωτίας),
σπανιότερα δέ, στὴ βόρεια κόγχη τοῦ κυρίως ναοῦ (Νέα Μονὴ Χίου). Τὸ
φαινόμενο αὐτὸ δὲν εἶναι ἀνεξήγητο, ἂν λάβει κανεὶς ὑπόψη του ὅτι τὸ
Δωδεκάορτο (τουλάχιστον τὸν 11ο αἰώνα) ἱστορεῖται καὶ στὸν κυρίως ναὸ
καὶ στὸ νάρθηκα.
Γεγονὸς ὅμως εἶναι ὅτι ἡ «ἁγιοκατάταξη»
τοῦ Δωδεκαόρτου δὲν ἔχει πάντοτε μία σταθερὴ θέση. Συνήθως ἱστορεῖται
στοὺς τοξωτοὺς χαμηλοὺς τοίχους (καμάρες) τῶν μικροτέρων καμαροσκεπῶν
ναῶν, ἐνῶ στοὺς τρουλλαίους ἐγγεγραμμένους ναούς, στὶς ὑψηλότερες
ἐπιφάνειες. Ἡ εἰς Ἅδου Κάθοδος, εἴτε εἶναι ἀπόρροια ρωμαϊκῶν προτύπων
εἴτε ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν κάθοδο τοῦ Ἡρακλῆ στὸν Ἅδη, εἶναι μία παράσταση
πού διακρίνεται ὄχι μόνο γιὰ τὴν πολλαπλότητα τῶν ἐγκλειόμενων ἐννοιῶν,
ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πλούσια καὶ ὑψηλή της αἰσθητικὴ ἀπόδοση. Οἱ Μυροφόρες
στὸν Τάφο ἢ ἡ παράσταση τοῦ «Λίθου» εἶναι ἕνας «ποιητικὸς» τύπος τῆς
Ἀναστάσεως, κυρίως τῆς πρώϊμης βυζαντινῆς ἐποχῆς.
Ἰδιαίτερα χαρακτηριστικὸ -καὶ
περισσότερο «ἀνθρώπινο» ἤ συναισθηματικὸ- εἶναι τὸ ὑπέροχο ἀνοιξιάτικο
τοπίο (φόντο) τοῦ «Λίθου» τῶν Μυροφόρων. Ἡ φωτεινὴ αὐτὴ σκηνὴ «ὁμιλεῖ»
καὶ συγκινεῖ περισσότερο τὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. Ἀντίθετα, ἡ εἰς Ἅδου
Κάθοδος-Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ δογματικὸς καὶ ὁ ἰδιαίτερα
ἀναγωγικὸς εἰκονογραφικὸς τύπος, ἐλεύθερος ἀπὸ τὶς συμβάσεις τοῦ χώρου
καὶ τοῦ χρόνου,στοὺς ὁποίους ὅμως ἀναφέρεται ἄμεσα. Ὁ συγκερασμὸς τοῦ
πνευματικοῦ καὶ τῆς πράξεως, τοῦ μνημειώδους καὶ τοῦ ταπεινοῦ, τοῦ
δυναμισμοῦ καὶ τῆς ἱερατικῆς μεγαλοπρέπειας, συνετέλεσε στὴν ἀκτινοβολία
τοῦ εἰκονογραφικοῦ αὐτοῦ τύπου, ὁ ὁποῖος ὀρθῶς κατέστη προσφιλέστατος
καὶ ἐπικράτησε νὰ παρίσταται ὡς «Ἀνάστασις», ὄχι μόνο καθ’ ὅλη τὴ
βυζαντινὴ περίοδο, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν Ἅλωση (1453 κ.ε).
Ἀναστάσεις δυτικοῦ τύπου
Ἀξιοπρόσεκτο εἶναι ὅτι κατὰ τὸν 17ο
αἰώνα ἐμφανίζεται καὶ στὴν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία ὁ γνωστὸς δυτικὸς τύπος
τῆς Ἀναστάσεως, μὲ τὸ Χριστὸ νὰ ξεπροβάλλει ἁλματωδῶς ἀπὸ τὸν τάφο
(κρατώντας μάλιστα καὶ σημαία!), ἐνῶ ἕνας ἄγγελος φαίνεται νὰ σηκώνει τὸ
λίθο τοῦ μνημείου, γιὰ νὰ ἐξέλθει ὁ Ἰησοῦς. Ἕνα ἀπὸ τὰ παλαιότερα
παραδείγματα μίας τέτοιας εἰκόνας τῆς Ἀναστάσεως -μὲ τὸν Χριστὸ νὰ
προβάλλει ἀπὸ ἕνα λαρνακοειδὴ τάφο- βρίσκεται στὸ Βυζαντινό Μουσεῖο μας.
Πρόκειται γιὰ μία φορητὴ εἰκόνα τοῦ Ἠλία Μόσκου (τοῦ ἔτους 1657), ὁ
ὁποῖος, ὡς γνωστόν, ἀνήκει στὴν ὁμάδα ἐκείνη τῶν μεγάλων ζωγράφων τῆς
Κρητικῆς Σχολή; (Ἐμμανουὴλ Τζᾶνε, Θ. Πουλάκη κ.α.), οἱ ὁποῖοι
δανείστηκαν στοιχεῖα ἀπὸ τὴ δυτικὴ τέχνη, σὲ μία προσπάθεια «δῆθεν
ἀνανεώσεως» τῆς παραδοσιακῆς μας ἁγιογραφίας. Ὅμως, λίγα χρόνια ἀργότερα
(τὸ 1670), ὁ ἴδιος ὁ Ἠλίας Μόσκος ἐπανῆλθε στὴν ὀρθόδοξη παράδοση,
φιλοτεχνώντας τὴν εἰς Ἅδου Κάθοδο, πού φυλάσσεται στὸ Μουσεῖο Μπενάκη.
Γεγονὸς εἶναι ὅτι κάποιοι μεταβυζαντινοὶ
ἁγιογράφοι τοῦ τοῦ 18ου αἰώνα, ἀκολουθώντας τὸ «σύριο» τῆς ἐποχῆς τους
καὶ γιὰ νὰ «βγάλουν τὸ ψωμί τους», ἄλλοτε ἀπεικόνιζαν καθαρὰ βυζαντινὰ
πρότυπα καὶ ἄλλοτε δυτικά. Πάντως, πέρα ἀπὸ τὴ ζωηρὴ ἐντύπωση πού θέλει
νὰ προξενήσει ὁ δυτικὸς τύπος τῆς Ἀναστάσεως, τὸ πρόβλημα εἶναι
πρωτίστως πνευματικὸ καὶ δευτερευόντως αἰσθητικό. Ὅμως, ἡ ἀποκύλιση τοῦ
λίθου «ἀπὸ τῆς θύρας τοῦ μνημείου» -πού εἶναι κύριο χαρακτηριστικό του
δυτικοῦ τύπου τῆς Ἀναστάσεως- ἀναφέρεται ἀπὸ ὅλους τούς Ἱεροὺς
Εὐαγγελιστὲς (πρβλ. Ματθ. 28, 2 Μάρκ. 16,4 Λουκ. 24, 2 Ἰω. 20, 2), ἀλλὰ
δὲν ἔγινε γιὰ νά… διευκολυνθεῖ ὁ Παντοδύναμος Χριστὸς νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸν
τάφο! Ἔγινε γιὰ νὰ διαπιστώσουν τὴν Ἀναστασή του, κυρίως οἱ Ἀπόστολοι
καὶ οἱ Μυροφόρες.
Κατὰ τὴν πίστη τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Χριστὸς
ἀναστήθηκε «ἐσφραγισμένου τοῦ μνήματος…» (Κυριακή του Θωμᾶ,
Πεντηκοστάριον). Αὐτὴ τὴ συνείδηση εἶχαν καὶ ἄλλοι ὑμνογράφοι, καθὼς καὶ
οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφράζοντας τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα τῶν πιστῶν,
ὅπως ὁ Μ. Ἀθανάσιος (Ρ.G. 25, 140), ὁ Ἰουστῖνος (Ἀμφιβαλλόμενα)
Β.Ε.Π.Ε.Σ., τ. 4, σ. 129), ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (Ὁμιλία εἰς τὸ κατὰ
Ματθαῖον, Ρ. G. 58, 783) κ.λπ. Ὁ Φώτης Κόντογλου θεωρεῖ τὸ δυτικὸ αὐτὸ
εἰκονογραφικὸ τύπο «ἐστερημένον παντάπασιν ἀπὸ τὸ πνευματικὸν καὶ
μυστικὸν νόημα ὁπού ἔχει ὁ βυζαντινὸς τύπος τῆς Ἀναστάσεως» (Ἔκφρασις,
τ.Ά’, σ. 181). «Εὐχῆς ἔργον θὰ ἦτο, ἐὰν ὁ τύπος οὗτος τῶν Δυτικῶν, ὡς
ἀνιστόρητος, ἁπλῶς ἐντυπωσιακός, ἀλλὰ καὶ οὐσιαστικῶς ἀντορθόδοξος,
ἐγκατελείπετο, ἐπανήρχετο δὲ ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν ἀποκλειστικῶς εἰς τὸν τύπον
τῆς σεβάσμιας αὐτῆς παραδόσεως, ἤτοι τὸν τῆς εἰς Ἅδου Καθόδου». (Βλέπε
Κ. Καλοκύρη, Ἡ Ζωγραφική τῆς Ὀρθοδοξίας σ. 144).
ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΝ ΣΧΟΛΙΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
Ὑμνολογικά
ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΝ ΣΧΟΛΙΟΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
Ὠδή α´. Ὁ Εἱρμός.
«Ἀναστάσεως ἡμέρα, λαμπρυνθῶμεν Λαοί.
Πάσχα Κυρίου, Πάσχα. ἐκ γάρ θανάτου
πρός ζωήν, καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν, Χριστός
ὁ Θεός ἡμᾶς διεβίβασεν, ἐπινίκιον ᾂδοντας.»
Διά τήν ὀρθόδοξον εὐσέβειαν καί πίστιν ἡ
ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, παρ᾿ ὅλον ὅτι ἐντάσσεται ἐν τῇ φυσικῇ τοῦ χρόνου
ῥοῇ ὡς χρονική διαδοχή εἰκοσιτεσσάρων ὡρῶν, ἐν τούτοις δέν εἶναι μία
συνήθης ἡμέρα χρονική. Εἶναι ἡμέρα προαιωνία, ἀδιάδοχος καί ἀτελεύτητος.
Πρός αὐτήν συγκλίνεται ἡ ἀΐδιος δημιουργική βουλή τοῦ Θεοῦ, τό σχέδιον
τῆς θείας περί τῶν ὄντων καί τόν ἄνθρωπον οἰκονομίας. Ὅ,τι προαιωνίως
συνέλαβεν ἐν ἑαυτῇ ἡ ἀπειρόσοφος βουλή τοῦ Θεοῦ ὡς τριαδικήν ἐνέργειαν
ἐν τοῖς ἐκτός, ἐν τῇ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως καθορᾶται πλῆρες καί τέλειον.
Κτίσις καί ἄνθρωπος ἐν φιλίᾳ καί ἀγάπῃ μεταξύ των φιλιοῦνται καί μετά
τοῦ ἀπειροσόφου Πλαστουργοῦ των. Τό ἐξωτερικόν ποίημα θεωρεῖται ἐν τῇ
γνησίᾳ καί αὐθεντικῇ του διαστάσει, φέρει καθαρόν καί ταυτίζεται μετά
τοῦ λόγου του ἐν τῷ ἀπείρῳ Λόγῳ τοῦ Θεοῦ. Ἐν τῇ Ἀναστάσει ἡ θεία
ἐνέργεια, ἀπορρέουσα ἀϊδίως ἐκ τῆς τριαδικῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ,
ἀποκαλύπτεται ἐκτυπώτερον καί τρανότερον, φανερώνουσα ἐν χρόνῳ τό
ἄπειρον μέγεθος τῆς θείας χρηστότητος καί πανσοφίας. Ἡ ἡμέρα τῆς
Ἀναστάσεως ἀποτελεῖ τήν χρυσῆν ἐκείνην στιγμήν, ἐν τῇ ὁποίᾳ ὁ ἄπειρος
αἰών τοῦ Θεοῦ ἑνοῦται ἀδιαστάτως μετά τοῦ ἱστορικοῦ χρόνου, τό κέντρον
ἐν τῷ ὁποίῳ ἐξ ἑνός μέν συστέλλεται ἡ αἰωνιότης, ἐξ ἑτέρου δέ
διαστέλλεται ὁ χρόνος, ἀναλυόμενος εἰς τήν αἰωνιότητα. Δέν πρόκειται
ἀσφαλῶς περί μυστικῆς ψευδαισθήσεως καί μαγείας! Εἰς τούς ὀφθαλμούς τῆς
πίστεως ἡ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως φέρει τό συντριπτικόν βάρος μιᾶς
ἀπορρήτου μυστηριακῆς τελεσιουργίας. Τό ἱστορικόν τῆς Ἀναστάσεως γεγονός
(Ματθ. 28, 1 ἑξ. Μάρκ. 16, 1 ἑξ. Λουκ. 24, 1 ἑξ. Ἰω. 20, 1 ἑξ.) εἶναι
τό θαῦμα τοῦ Θεοῦ, τό κατ᾿ ἐξοχήν σημεῖον τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Ἐν αὐτῷ
ἡ θεία περί τόν ἄνθρωπον οἰκονομία καί κατ᾿ ἐπέκτασιν τό ὅλον
δημιουργικόν ἔργον τοῦ Θεοῦ —κτίσις, ἄνθρωποι, πνεύματα—εὑρίσκουν
θαυμασίως τήν πλήρωσιν καί τό ἐπιστέγασμά των. Ἡ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως
ἀποτελεῖ τόν αἰώνιον σαββατισμόν, τήν ἡμέραν τήν ὀγδόην, ὡς ἀπαρχή τοῦ
μυστηριακοῦ χρόνου τῆς Βασιλείας, ὡς ἀφετηρία τῆς ἀνακαινώσεως τοῦ
σύμπαντος. Ἐν τῇ Ἀναστάσει ἡ ἀρχή συμπίπτει μετά τοῦ τέλους.ὅ,τι
ὑπῆρχε σεσιγημένον ἀπ᾿ αἰῶνος ἐν τῷ Θεῷ (οἱ δημιουργικοί ἐν τῷ Λόγῳ
λόγοι), ὅ,τι ἔλαβεν ἐν χρόνῳ ἀρχήν (δημιουργία καί ἀπολύτρωσις) καί ὅ,τι
μέλλει νά ὑπάρχῃ ἐν δόξῃ ἀτελευτήτως (ἐσχατολογική διάστασις τῆς
Βασιλείας), συνάγονται εἰς μίαν ἐναρμόνιον περιχώρησιν, εἰς μίαν
ἄῤῥηκτον μυστηριακήν σύγκρασιν. Ἡ Ἀνάστασις φέρει ἀῤῥήκτως συνδεδεμένα
τό θεῖον καί τό ἀνθρώπινον, τό πεπερασμένον καί τό ἄπειρον, τό αἰώνιον
καί τό ἔγχρονον. Οὐδέν ἐκ τῶν στοιχείων τούτων δύναται νά ἀποσπασθῇ ἐκ
τῆς στιγμῆς τῆς Ἀναστάσεως χωρίς νά καταρρεύσῃ ἡ μυστική τοῦ εἶναι καί
τοῦ ὄντος ἀλήθεια!
Ὡς τοιαύτη ἡ Ἀνάστασις εἶναι αἰτία
λαμπρύνσεως τῶν ἀνθρώπων. Τοῦτο δέ, διότι ἡ ἰδία συνιστᾷ γεγονός
λαμπροφόρον καί ἔνδοξον. Διά τῆς ἐκ τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ
κατεπόθη ὁ σκοτασμός τοῦ θανάτου καί ἀνέτειλε τό ἀΐδιον φέγγος τῆς θείας
μεγαλωσύνης. Ἡ ἀστραπή τῆς ἐκλάμψεως, ἐγγενής ἐν τῇ ἀπείρῳ οὐσίᾳ τοῦ
Θεοῦ, διά τῆς Ἀναστάσεως καί ἐν τῇ Ἀναστάσει περιβάλλει ἀσπασίως τό
καινόν δημιούργημα. Ἡ νέα πνευματική κτίσις ἀνατέλλει ἐκ τοῦ τάφου
λελαμπρυσμένη καί ἔνδοξος. Ἡ θεία ἀκτίς σφραγίζει ἀνεξιτήλως τό ὑπ᾿
αὐτῆς πλαστουργηθέν, ἐν αὐτῇ συνεχόμενον καί ὑπ᾿ αὐτῆς ἐκ τοῦ θανάτου
λυτρωθέν λογικόν δημιούργημα. Ὁ ἱερός Ὑμνῳδός καλεῖ τούς λαούς νά ἔλθουν
καί νά λαμπρυνθοῦν ἐν τῷ γεγονότι τῆς θείας τοῦ Σωτῆρος Ἀναστάσεως. Ἡ
καταλάμπρυνσις τῶν λαῶν εἶναι πνευματική καί ὡς ὑπόβαθρον αὐτῆς ἔχει τήν
πίστιν εἰς τόν Σωτῆρα Κύριον. Ἡ ἀπιστία οὐδέν ὠφελεῖται ἐξ αὐτῆς.
Ἐγκεκλεισμένη εἰς τά σκοτεινά συνειδησιακά διαμερίσματα τοῦ θανάτου
ἀδυνατεῖ νά ἐγγίσῃ τό φῶς τῆς ζωῆς. Ἡ λαμπρότης τῆς θείας ἡμέρας τήν
ἀφήνει ἀπαθῆ καί ἀνεπηρέαστον!
Ἡ πνευματική καταλάμπρυνσις τοῦ ἀνθρώπου
τελεῖται διά τῆς Ἀναστάσεως, διότι αὕτη εἶναι Κυρίου Πάσχα! Εἶναι Πάσχα
ἱερόν, καινόν, ἄμωμον, τερπνόν. Εἶναι Πάσχα πανσεβάσμιον Πάσχα μέγα,
Πάσχα μυστικόν.
Ἡ λέξις Πάσχα ἐν τῇ ἑβραϊκῇ διαλέκτῳ
σημαίνει διάβασιν. Ἐν δέ τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ οἱ Ἑβραῖοι ὡς Πάσχα ἑώρταζον
τήν διά θαυματουργικῆς παρεμβάσεως τοῦ Θεοῦ διάσωσιν αὐτῶν ἐκ τῆς
δουλείας τοῦ Φαραώ (Ἐξ. ΙΒ´, 1 ἑξ.), τήν φυγήν των ἐκ τῆς πικρᾶς
αἰγυπτιακῆς γῆς καί τήν περαίωσίν των εἰς τήν εὐφρόσυνον γῆν τῆς
ἐπαγγελίας, τήν ῥέουσαν μέλι καί γάλα. Τό Πάσχα ὅμως ἐκεῖνο ἦτο
προτύπωσις τοῦ νέου Πάσχα τῆς ζωῆς. Ἐν τῷ Πάσχᾳ τῆς Χάριτος ὁ Κύριος διά
τοῦ ζωηφόρου Πάθους Του καί τῆς λαμπροφόρου ἐκ νεκρῶν Ἐγέρσεώς Του,
ἠλευθέρωσε τό ἀνθρώπινον ἐκ τῆς πικρᾶς δουλείας τοῦ νοητοῦ Φαραώ, τοῦ
ἀρχαίου δράκοντος καί ἀνθρωποκτόνου (Ἰω. 8, 44). Κατέκοψε τόν δόλον καί
τάς μηχανάς τοῦ ἐχθροῦ, διά τῶν ὁποίων ὁ πλάνος κατεκράτει δέσμιον εἰς
τά ἀφεγγῆ διαμερίσματα τοῦ θανάτου τό εἰς τήν ἁμαρτίαν ἀλόγως κατενεχθέν
δημιούργημα. Εἰς τό πέλαγος τῆς ἀφάτου χρηστότητος καί φιλανθρωπίας Του
ὁ ἔνσαρκος Λόγος τοῦ Θεοῦ κατέπνιξε τά ἅρματα καί τάς μηχανάς τοῦ
τυράννου, τόν φθόνον καί φόνον τοῦ ἀλάστορος, τό θεομάχον καί
ἀνθρωποκτόνον μένος τοῦ Σατάν. Διεπεραίωσε δέ τό ἀνθρώπινον ἐκ τῆς
δουλείας τοῦ θανάτου καί τῆς ἀρᾶς εἰς τόν εὐφρόσυνον χῶρον τῆς θείας
Βασιλείας, μετέθεσεν ἐκ τῆς γῆς εἰς τόν οὐρανόν τούς σεσωσμένους. Καί
ὅπως τότε οἱ ἐκ τῆς δουλείας τοῦ Φαραώ λυτρωθέντες ἐν χορῷ ἔψαλλον τά
ἐπινίκια δοξάζοντες τόν ἄπειρον καί παντοδύναμον Θεόν (Ἐξ. ΙΕ´, 1 ἑξ.),
οὕτω καί τώρα ὁ σεσωσμένος τῆς χάριτος λαός, ὁ λαός τῆς Ἀναστάσεως καί ἡ
περίσεμνος τοῦ Πάσχα συγκομιδή, περαιωθείς εἰς τήν νέαν γῆν τοῦ Θεοῦ,
τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ᾂδει τήν ἐπινίκιον ᾠδήν τήν δονοῦσαν τά σύμπαντα,
τόν ὕμνον τῆς θείας μεγαλωσύνης, τόν θρίαμβον τῆς χάριτος καί ἀγάπης τοῦ
Θεοῦ, διά τῶν ὁποίων ἡ ἀπειρόσοφος τριαδική ἐνέργεια ἐθριάμβευσεν ἐπί
τῶν ἀρχῶν καί ἐξουσιῶν τοῦ σκότους (Κολ. 2, 15), ἐπί τοῦ σιδηροπαγοῦς
κράτους τῆς ἁμαρτίας καί τῆς φθορᾶς.
Τό Πάσχα ὅμως τοῦ Χριστοῦ, τό πύλας ἡμῖν
τοῦ Παραδείσου ἀνοῖξαν, εἶναι Πάσχα μόνον τῶν πιστῶν. Θλιβερά τῷ ὄντι
διαπίστωσις! Παρά τήν καθολικότητα καί τό ἄπειρον βάθος του τό καινόν
Πάσχα τῆς χάριτος ἁγίαζει μόνον τούς πιστούς. Εἰς τό περισκόπιόν του
συλλαμβάνονται μόνον οἱ πίστει ἀναβαίνοντες. Εἰς τήν ὁλόλαμπρον
δαδουχίαν του φωταγωγοῦνται μόνο τά ἐν πίστει φωτόμορφα πνεύματα. Παρ᾿
ὅλον ὅτι ὁ θεῖος τοῦ Πάσχα προβολεύς ἐνέκρωσε τά σκότη καί ἀπήλειψε τάς
σκιερότητας τοῦ θανάτου, ἐν τούτοις δέν φωτίζει τούς σκοτεινούς μυχούς
καί τά σκιερά βάθη τῆς ἀνθρωπίνης συνειδήσεως, ἡ ὁποία, παρά τό μέγα
θαῦμα τοῦ Θεοῦ, παρά τήν φρικίασιν καί τόν συγκλονισμόν τῆς θείας
Νυκτός, ἐξακολουθεῖ ἐθελοκάκως νά ἐπιμένῃ εἰς τόν λήθαργον καί τήν
ἀπονάρκωσιν τοῦ θανάτου! Τοῦτο δέ, διότι τά ἔργα αὐτῆς εἶναι πονηρά (Ἰω.
3, 19). Ἐγκεκλεισμένη εἰς τήν παγερότητα τοῦ θανάτου καί περιβεβλημένη
τόν ζόφον τῆς ἁμαρτίας, μισεῖ τό φῶς (Ἰω. 3, 20). Βυθίζεται εἰς τήν
ἀπώλειαν, ἐνῷ γύρω της ἁπλοῦται ὁ φωτεινός ὁρίζων τῆς ζωῆς!
Τροπάρια
«Καθαρθῶμεν τάς αἰσθήσεις, καί ὀψόμεθα,
τῷ ἀπροσίτῳ φωτί τῆς ἀναστάσεως, Χριστόν
ἀξαστράπτοντα, καί, Χαίρετε, φάσκοντα,
τρανῶς ἀκουσόμεθα, ἐπινίκιον ᾄδοντες».
Αἱ χριστοποιημέναι μόνον αἰσθήσεις
λαμβάνουν αἴσθησιν τοῦ ἱεροῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως. Αἱ φυσικαί
τοιαῦται ἀδυνατοῦν μόναι των νά ἀνέλθουν εἰς τό ὕψους τοῦ θαύματος (1
Κορ. 2, 14). Βεβαρημέναι ὑπό τό ἄχθος τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν, παραμένουν
δέσμιαι ἐπί τῆς γῆς, προσκεκολλημέναι εἰς τά ὑλικά καί ἐγκόσμια. Διά
τοῦτο καί ὁ ἱερός ὑμνῳδός παραινεῖ, ὅπως καθαρθῶμεν τάς αἰσθήσεις ἵνα
ἀπαστράπτοντες εἰσέλθωμεν εἰς τόν πνευματικόν χῶρον τοῦ θαύματος. Ἡ
κάθαρσις ἀποτελεῖ τήν πεμπτουσίαν τῆς ὀρθοδόξου πνευματικότητος, τό
ζωτικόν νεῦρον τῆς ὀρθοδόξου ἀσκήσεως. Ἄνευ τῆς καθάρσεως ἡ πρόσβασις
εἰς τόν μυστηριακόν χῶρον τῆς πίστεως ἀποβαίνει ἀδύνατος. Ἡ ψυχή
συμπνιγομένη ὑπό τῶν ἀκαθάρτων ἀναθυμιάσεων τῆς ἁμαρτίας ἀδυνατεῖ νά
λάβῃ αἴσθησιν τῆς μυστικῆς τῆς χάριτος ἡδύτητος, τό δέ ὄμμα τοῦ νοός,
κατακαλυπτόμενον ὑπό τῶν συστροφῶν τῆς ἀγνωσίας καί τοῦ πάθος, μυωπάζει
περί τά πνευματικά καί ἐπουράνια. Ἡ φύσις πρέπει ὁπωσδήποτε νά καθαρθῇ
(2 Κορ. 7, 1), νά ἀποβάλῃ τό αἶσχος τῆς ἁμαρτίας, νά ἀπαλλαγῇ τῆς
σωματικῆς της ἀκαθαρσίας καί τῆς πνευματικῆς της ῥυπώσεως. Πρέπει νά
ἀποκόψῃ τά δεσμά, τά ὁποῖα τήν καθηλώνουν ἐπί τῆς γῆς. Εἰς τό στάδιον
τοῦτο τῆς καθάρσεως ἀκολουθεῖ ἡ μακαρία ἔλλαμψις. Ἡ καθαρά καί
χριστοποιημένη φύσις ἐλλάμπεται ὑπό τοῦ φωτός τῆς δόξης τοῦ Χριστοῦ. Διά
τῆς μυστηριακῆς των αἰσθήσεως οἱ πιστοί, καταλαμπόμενοι ὑπό τοῦ
ἀπροσίτου φωτός τῆς Ἀναστάσεως, βλέπουν νοερῶς τόν Χριστόν ἐξαστράπτοντα
καί χαίρετε φάσκοντα. Αἱ κεκαθαρμέναι αἰσθήσεις των τρανοῦνται εἰς τό
θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως. Ἐλλαμπόμενοι ὑπό τοῦ φωτός τοῦ Παναγίου Πνεύματος
μυοῦνται εἰς τάς ἀπείρους προεκτάσεις τοῦ θεοδέγ μονος Μνήματος. Νοερῶς
συνακολουθοῦν τόν ἐξαστράπτοντα Κύριον εἰς τά φωτεινά σκηνώματα τῆς
Βασιλείας, ὅπου ὁ ἄπειρος αἰών τοῦ Θεοῦ περιβάλλει τά κεκαθαρμένα καί
φωτοειδῆ πνεύματα. Πληρούμενοι δέ τῆς ἀναστασίμου χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως
ψάλλουν τήν ἐπινίκιον ὠδήν εἰς τόν καταλυτήν τῆς φθορᾶς καί τόν διεκ
πορθητήν τοῦ θανάτου!
Τροπάρια
«Οὐρανοί μέν ἐπαξίως εὐφραινέσθωσαν,
γῆ δέ ἀγαλλιάσθω, ἑορταζέτω δέ κόσμος,
ὁρατός τε ἅπας καί ἀόρατος.
Χριστός γάρ ἐγήγερται, εὐφροσύνη αἰώνιος».
Φυσική ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἡ
τῶν ὄντων καθολική εὐφροσύνη. Καί δικαίως. Διότι, ἀφοῦ διά τῆς ζωηφόρου
τοῦ Κυρίου ἐγέρσεως κατεπατήθη ὁ θάνατος, ἠφανίσθη ἡ τοῦ προπάτορος ἀρά,
καί κατηργήθη ἡ δουλεία τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ἑπόμενον φύσις καί ἄνθρωπος
νά αἰσθανθοῦν τήν εὐφρόσυνον χαράν τῆς πνευματικῆς των ἐλευθερώσεως.
Ὅπως ὁ κρατούμενος ἐν τῷ σκότει καί τῇ φυλακῇ ἀπελευθερούμενος καί
ἀτενίζων τό φῶς τῆς ἡμέρας αἰσθάνεται ἐνδομύχως χαράν καί ἀγαλλίασιν,
οὕτω καί ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερωθείς ἐκ τῶν σκοτεινῶν κευθμώνων τοῦ θανάτου
καί εἰσβιβασθείς εἰς τό κράτος τῆς θείας ζωῆς αἰσθάνεται εὐφροσύνην
ἄρρητον καί ἀγαλλίασιν ἀνέκφραστον.
Ἡ χαρά ὅμως αὕτη εἶναι καθολική καί
παγκόσμιος, ἀνάλογος πρός τάς καθολικάς διαστάσεις καί τήν παγκοσμιότητα
τῆς Ἀναστάσεως. Διά τῆς Ἀναστάσεως ὁ Κύριος ἐγείρει παγγενῆ τόν Ἀδάμ.
Τά ἐλευθέρια ἑπομένως ἑορτάζει ὁλόκληρον τό ἀνθρώπινον γένος. Μετά τοῦ
ἀνθρώπου ὅμως ἐλευθεροῦται ἐκ τῆς δουλείας καί ἡ ὑπό τό κράτος τῆς
φθορᾶς συστενάζουσα κτίσις (Ρωμ. 8, 22). Ἑπομένως καί αὕτη συγχορεύει ἐν
τῇ φαιδρᾷ πανηγύρει τῆς Ἐγέρσεως. Γῆ καί οὐρανοί ἐναγκαλίζονται
ἀλλήλους εἰς τήν ἑόρτιον πανήγυριν. Τέλος μετά τοῦ φυσικοῦ καί ὁρατοῦ
κόσμου συγχορεύει καί ἡ ἀόρατος πνευματική χορεία τῶν ἀγγέλων. Ἡ
ἀπελευθέρωσις τῆς γῆς ἔχει οὐράνιον ἀπήχημα καί εἰς τάς νοεράς
ταξιαρχίας τῶν ἀγγέλων. Ἡ συντριβή τῶν ἐχθρῶν τῆς Βασιλείας χαροποιεῖ
μεγάλως τούς ὑπηρέτας τῆς Βασιλείας. Τά λειτουργικά πνεύματα τοῦ Θεοῦ
(Ἑβρ. 1, 14) γηθοσύνως εὐφραίνονται διά τήν κραταιάν νίκην τοῦ
Παμβασιλέως!
Ἡ χαρά καί ἡ εὐφροσύνη τῆς Ἀναστάσεως
συνιστοῦν αἰωνίαν κατάστασιν. Τήν χαράν τῆς Ἐγέρσεως δέν δύναται νά
συσκιάσῃ ἤ νά ἀμαυρώσῃ τό ἐπί μέρους καί ἔγχρονον. Ἐν τῇ Ἀναστάσει
νικᾶται ὁ χρόνος ἤ—ἀκριβέστερον—μεταπίπτει οὗτος εἰς τό κράτος τῆς
αἰωνιότητος, εἰς τόν μυστηριακόν χρόνον τῆς Βασιλείας, εἰς τόν αἰῶνα τοῦ
Θεοῦ. Ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως εἶναι στοιχεῖον τῆς χαρᾶς καί τῆς ἐλπίδος
τῶν δικαίων. Ὑπό τήν πνευματικήν γοητείαν αὐτῆς τό σῶμα τῶν σεσωσμένων
εὑρίσκεται ἐν ὁδῷ, πορευόμενον πρός τά πνευματικά σκηνώματα τοῦ οὐρανοῦ!
Ὠδή γ´. Ὁ Εἱρμός.
«Δεῦτε πόμα πίωμεν καινόν, οὐκ ἐκ πέτρας
ἀγόνου τερατουργούμενον, ἀλλ᾿ ἀφθαρσίας
πηγήν, ἐκ τάφου ὀμβρήσαντος Χριστοῦ,
ἐν ᾧ στερεούμεθα».
Ἐν τῇ ἐρήμῳ ὁ λαός ὁ πορευόμενος πρός
τήν γῆν τῶν πατέρων του ἐδίψησεν. Ὁ δέ Μωϋσῆς διά τῆς αὐτῆς ῥάβδου, διά
τῆς ὁποίας θαυματουργικῶς διεχώρισε τά ὕδατα τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης (Ἐξ.
ΙΔ, 21 ἑξ.) ἔπληξε τήν ἄγονον πέτραν, ἐκ τῆς ὁποίας ἔρευσαν ὕδατα πολλά
(Ἐξ. ΙΖ´, 3 ἑξ.). Ὁ λαός ἔπιε καί ἀνέζησεν. Ἐν τῷ θαύματι τό σημεῖον τοῦ
Θεοῦ ὑπῆρξε μέγα καί ἐμφανές!
Παραλληλισμόν μεταξύ τοῦ θαύματος
ἐκείνου καί τῆς ζωηφόρου τοῦ Κυρίου Ἐγέρσεως κάμνει ὁ ἱερός Ὑμνῳδός.
Οὗτος μᾶς προσκαλεῖ νά πίωμεν πόμα καινόν, τό ὁποῖον δέν τερατουργεῖται
(=κατά θαυμαστόν τρόπον ἀναβλύζει) ἐκ τῆς ἀγόνου πέτρας, ἀλλά
προέρχεται, πάλιν θαυματουργικῶς, ἐκ τοῦ καινοῦ μνημείου τῆς Ἱερουσαλήμ.
Τό πόμα τοῦτο εἶναι καινόν, δηλαδή δέν προέρχεται ἐκ τῆς φυσικῆς τάξεως
τοῦ κόσμου τούτου οὔτε καί ἐνεφανίσθη ποτέ προηγουμένως ἐπί τῆς γῆς.
Εἶναι δέ τό πόμα τοῦτο ἡ ἀφθαρσία, ἡ ὁποία ὡς ἄλλη βροχή ἀπελύθη ἐκ τοῦ
ζωηφόρου μνήματος. Ἡ ἀφθαρσία ὑπῆρξε τό εἰδικόν τίμημα τῆς θείας τοῦ
Λόγου ἐνανθρωπήσεως. Ὁ Κύριος προσέλαβεν—οὐκ ἐξ Ἀδάμ—τήν ἀνθρωπίνην
φύσιν τοῦ Ἀδάμ. Ἡ φύσις αὕτη ἦτο φύσις ἀτομική, πλήρης καί ἀκεραία.
Οὐδέν εἶχε πρός τήν ἁμαρτίαν, οὖσα καθαρά καί πάλλευκος. Ὡς φύσις
ἀναμάρτητος οὐδέν ὄφλημα εἶχε πρός τήν φθοράν καί τόν θάνατον. Ὁ Σωτήρ
ὅμως, κενώσας ἑαυτόν (Φιλιπ. 2, 7) κατ᾿ οἰκονομίαν ἀτρέπτως, εἰς τά
μέτρα τῆς ἀφάτου του κενώσεως πρόσελαβε φθαρτήν ἀνθρωπίνην φύσιν, δηλαδή
φύσιν δυναμένην νά πάθῃ (ἐδῶ τό πάθος εἶναι φυσικόν καί ἀδιάβλητον),
ἵνα διά τοῦ πάθους της ἐλευθερώσῃ τόν εἰς τό πάθος (κατάστασιν ἐφάμαρτον
καί διαβλητήν) δουλεύοντα ἁμαρτωλόν ἄνθρωπον. Ἡ ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ
Χριστοῦ ἦτο ἐπιδεκτική τῆς φθορᾶς, οὐχί ὅμως καί τῆς διαφθορᾶς. Τήν
τελευταίαν ταύτην ἀπέκλειε παντελῶς ἡ ὑποστατική τῶν φύσεων ἕνωσις, ἡ
ὁποία ἦτο ἀδιαίρετος καί ἀδιάστατος. Πῶς ἦτο δυνατόν νά διαφθαρῇ ἡ
ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἦτο ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως
συνηνωμένη μετά τῆς θείας φύσεως καί συνεπείᾳ τῆς ἑνώσεως ἐλαμπρύνθη καί
ἐθεώθη; Πῶς ἦτο δυνατόν ἡ Ζωή τῶν ἁπάντων νά ἐγκαταλείψῃ ἔκθετον τό
πρόσλημμα εἰς τήν διαφθοράν καί τήν διάλυσιν; Διά τοῦτο, ἀπέθανε μέν
ἀληθῶς ἐπί τοῦ σταυροῦ τό πανάγιον σῶμα τοῦ Κυρίου καί ἀπετέθη ἀληθῶς
εἰς τό μνημεῖον τῆς Ἱερουσαλήμ.ὅμως, καθ᾿ ὅσον ἦτο
ὑποστατικῶς συνηνωμένον μετά τῆς θείας φύσεως τοῦ Λυτρωτοῦ (ὡς καί ἡ
ψυχή αὐτοῦ ἐν Ἅιδῃ), τό πανακήρατον ἐκεῖνο σῶμα δέν εἶδε, ἤ ἀκριβέστερον
δέν ἠδύνατο νά ἴδῃ διαφθοράν (Πράξ. 2, 27).διά τοῦτο καί
τριήμερον ἀνέστη ἐκ τοῦ μνήματος. Διά τῆς Ἀναστάσεως ἡ ἀφθαρσία τῆς
φύσεως, ἡ ὁποία κατεβλήθη ἐν αὐτῷ τούτῳ τῷ γεγονότι τῆς θείας
ἐνανθρωπήσεως, ἀνέλαμψεν ἐν ὅλῃ τῇ δυνάμει καί τῇ αἴγλῃ της, ὡς ἁπτή
πλέον πραγμάτωσις τοῦ εἰδικοῦ λόγου τῆς ἐν τῇ σαρκώσει τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ
σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κτίσεως. Ἄν ἡ τοῦ ζῴου διάλυσις ἦτο ὁ
πικρός λόγος καί τό τίμημα τῆς ἁμαρτίας (Γεν. Β´ 17), ἡ ἀνασύνδεσις τοῦ
ζῴου, ἡ ἐν τῷ εἶναι ζωή καί ἡ ἄφθαρτος εἰς τόν αἰῶνα παραμονή αὐτοῦ
εἶναι ὁ εἰδικός λόγος τῆς θείας περί τόν ἄνθρωπον οἰκονομίας, ὁ ἀγλαός
καρπός τοῦ σωτηρίου πάθους καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Λυτρωτοῦ!
Ἡ Ἀνάστασις ὅμως τοῦ Κυρίου δέν ἔχει
ἀτομικά μόνον ἀποτελέσματα. Δι᾿ αὐτῆς δέν χωρεῖ εἰς τό στάδιον τῆς
ἀδιαφθόρου δόξης μόνον ἡ ἀτομική φύσις τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός, καίπερ
ἀτομικός ἄνθρωπος, εἶναι συγχρόνως καί ὁ νέος Ἀδάμ (1 Κορ. 15, 45), ἡ
νέα πνευματική ῥίζα τῆς ἀνθρωπότητος. Ἡ Ἀνάστασίς του ἔχει συνεπείας δι᾿
ὁλόκληρον τό ἐν πίστει μετ᾿ αὐτοῦ συνεχόμενον ἀνθρώπινον γένος. Ἐξ
αὐτῆς ὡς ὄμβρος χρυσοῦς καί εὐκλεής ἀπολύεται τό οὐράνιον νάμα τῆς
ἀφθαρσίας, ἡ σωτήριος θεία ἐνέργεια καί χάρις, περιβάλλουσαι τήν φύσιν
τῶν δεδικαιωμένων. Ἐκ τοῦ ἀφθάρτου σώματος τοῦ Σωτῆρος προχέονται τά
ζωηφόρα νάματα τῆς ἀφθαρσίας καί εἰς ὁλόκληρον τήν ἀνθρωπίνην φύσιν,
δοξάζοντα τούς ἐν πίστει πρός τόν ἀπόρρητον λόγον τοῦ μυστηρίου
ἀναβαίνοντας. Ὁ Χριστός διά τῆς Ἀναστάσεώς Του ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων
ἐγένετο (1 Κορ. 15, 20).
Τροπάρια
«Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί
γῆ, καί τά καταχθόνια.ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα
κτίσις, τήν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾗ ἐστερέωται.»
Τό νῦν—τό τώρα —ἀντιδιαστέλλεται πρός τό
πρότερον, τό ἄχρι τοῦδε, ἐνῶ ταυτοχρόνως συνάπτεται ἀδιαστάτως, ὡς
ἀφετηρία ἀδιαίρετος τοῦ ἀδιακόπου μέλλοντος, μετά τοῦ ἀεί. Τό πρότερον ἤ
τό ἄχρι τοῦδε, δέν ἦτο ἄμοιρον τῆς σωστικῆς χάριτος καί ἐνεργείας τοῦ
Θεοῦ. Ὅμως ἡ ἐνέργεια αὕτη δέν ἦτο σωτήριος καί λυτρωτική, ἀλλά
παιδαγωγική μόνον καί εἰσαγωγική εἰς τό μυστήριον τῆς ἐν τῇ σαρκώσει τοῦ
Λόγου σωτηριώδους οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ (Ἑβρ. 1, 1). Τό πρότερον
ἐκυριαρχεῖτο μᾶλλον ὑπό τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους, αἱ ὁποῖαι ἀπελύθησαν
ὑπό τῆς προγονικῆς παραβάσεως ἐν τῇ Ἐδέμ (Ἐφεσ. 2, 3). Ἦτο περίοδος
στυγνῆς δουλείας τοῦ ἀνθρώπου ὑπό τόν ζυγόν τῆς ἁμαρτίας (Ρωμ. 7, 23)
καί τοῦ διαβόλου. Τό πρότερον ἤ ἄχρι τοῦδε, ὡς προγονική κληρονομία
ζόφου καί ἀρᾶς ἠφανίσθη διά τοῦ λαμπροφόρου νῦν τῆς Ἀναστάσεως. Ὡς φύσις
δέ προϊοῦσα ἱστορικῶς ἐκ τῆς ὀσφύος τοῦ Ἀδάμ καθαίρεται ἐν τῇ Ἐγέρσει,
ἀποβάλλουσα τήν κακομορφίαν καί τό αἶσχος τῆς ἁμαρτίας. Τό πρότερον ἤ
ἄχρι τοῦδε μεταστοιχειοῦται καί μεταρρυθμίζεται ἐν τῷ καινῷ αἰῶνι, ὁ
ὁποῖος ἀνατέλλει ἐκ τοῦ ἀνεῳγμένου τῆς Νέας Ἐδέμ μνήματος. Τό νῦν
συνδέει τό πρότερον καί τό ὕστερον, μεταχαλκεύει τόν ἱστορικόν χρόνον
εἰς μίαν εὐθύγραμμον μυστηριακήν γραμμήν ἐκβάλλουσαν εἰς τόν ἀτέρμονα
αἰῶνα τῆς Βασιλείας. Ἐκεῖνο τό ὁποῖον προεχόντως ἔχει σημασίαν εἶναι τό
νῦν τῆς νέας οἰκονομίας, τό νῦν τῆς ἀπείρου ἀληθείας, τῆς σωστικῆς καί
ἀνακαινιστικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία οὐ μόνον οὐσιοποιεῖ, ἀλλά καί
καθαίρει καί ἐξωραΐζει καί πλουτίζει τά ὄντα. Ἀπό τοῦ ἐνδόξου μνήματος
ἀνατέλλει ἡ ὄντως ζωή, ἡ ἀλήθεια τοῦ ὄντος, ἡ αὐθεντική γνησιότης τοῦ
πλάσματος, ἡ ἐνάργεια τῆς δυνάμεως, τῆς χρηστότητος, τῆς σοφίας καί τῆς
ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τοῦ μνήματος ἡ φύσις ἀνατέλλει ἀληθής καί ὡραία,
ἐλευθέρα τῆς παρασιτικῆς παρουσίας τῆς φθορᾶς, τοῦ ξένου καί
ἐπιγεννηματικοῦ στοιχείου τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀμαυρώσεως καί τοῦ ζόφου τοῦ
θανάτου.
Τώρα, ὅλα εἶναι γεμᾶτα ἀπό φῶς, καί οἱ
οὐρανοί καί ἡ γῆ καί τά ὑποχθόνια. Οἱ οὐρανοί ὡς τό περίφωτον ἐνδιαίτημα
τῶν ἀσωμάτων ἀγγέλων (Ματθ. 18, 10. 22, 30. 24, 36) καί τῶν τεθνεώτων
ἁγίων. Ἡ γῆ ὡς τό πεδίον τῆς ἐνθέου στρατεύσεως τῶν δικαίων καί ὡς ὁρατή
ἔκφρασις (ὡς Ἐκκλησία) τῆς θείας Βασιλείας. Καί τά ὑποχθόνια ὡς ὁ χῶρος
ὅπου ἐφυλάσσοντο πάντων τῶν τεθνεώτων τά πνεύματα. Τό φῶς τῆς
Ἀναστάσεως, ὡς βολίς ἀπειροδύναμος καί θεία ἐξακοντισθεῖσα ἐκ τῆς
λελαμπρυσμένης ὑποστάσεως τοῦ Λυτρωτοῦ, ἤστραψε μέν ἐπί τῆς γῆς, ὅπως ἡ
ἄπειρος φωτοχυσία της κατήστραψε καί τούς οὐρανούς ἄνω, ἐνῷ συγχρόνως
περιέλαμπε τά ὑποχθόνια κάτω, τό σκοτεινόν καί ἀμειδές βασίλειον τοῦ
θανάτου. Ὁ Ἅιδης ἔμφοβος ἀπέστρεψε τό πρόσωπον αὐτοῦ ἐκ τῆς φωτεινότητος
τοῦ παραδόξου Ἐπισκέπτου του. Τά ὄρνεα τοῦ θανάτου, τά συνηθισμένα εἰς
τό σκότος τῆς φθορᾶς, δεχθέντα εἰς τούς ὀφθαλμούς των τόν προβολέα τοῦ
ἀπείρου θείου φωτός, κρώζοντα ἐγκατέλειψαν τάς ἀπαισίας φωλεάς των, ἐνῷ
τά ὄμματα τῶν πεπεδημένων, τῶν τηρουμένων εἰς τούς ἀφεγγεῖς θαλάμους τῆς
φθορᾶς, ἀποτινάξαντα τήν παλαίωσιν τοῦ σκότους, ἐδέχθησαν τό φῶς τῆς
χαρᾶς καί τῆς ζωῆς. Τό φῶς δέ τό ὁποῖον τό σύμπαν τόσον πλουσίως ἐδέχθη
εἰς τάς καθολικάς διαστάσεις του, δέν ἦτο φῶς φυσικόν καί ἔγχρονον, ἀλλά
τό φῶς τῆς μακαρίας δόξης τῆς Τριάδος, τό ὁποῖον διακονεῖ εἰς τόν
κόσμον ὁ ἔνσαρκος Λόγος τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 4, 16. Λουκ. 2, 32. Ἰω. 1, 9. 8,
12). Ἦτο τό φῶς τῆς Ζωῆς, ὁ Λόγος τῆς Ζωῆς, ἐν τῷ ὁποίῳ συνίσταται πᾶν
τό πεποιημένον καί ἔγχρονον. Τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως, ὡς ὁ ἀπειρόδωρος
πλοῦτος τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, καλύπτει ἐν τῷ νῦντῆς νέας οἰκονομίας τό
ἴδιον πλαστούργημα, ἅπασαν τήν κτίσιν, ὁρατήν καί ἀόρατον, ὁλόκληρον τοῦ
εἶναι καί τοῦ ὄντος τήν περιοχήν. Ὑπό τήν θαλπωρήν τοῦ θείου φωτός τῆς
Ἀναστάσεως ὁλόκληρος ὁ κόσμος ἀναζῇ, ἰδίως οἱ ἐν πίστει οἰκειούμενοι τήν
μυστικήν παρουσίαν του καί τήν ζωογόνον ἐπενέργειάν του! (Φιλιπ. 2,
15).
Ἡ καταλάμπρυνσις αὕτη τῆς κτίσεως
ἀποτελεῖ φυσικῶς δι᾿ αὐτήν αἰτίαν φυσικῆς χαρᾶς καί πανηγύρεως. Διά
τοῦτο καί ὁ ἱερός Ὑμνῳδός παραινεῖ. «ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις, τήν ἔγερσιν»!
Τροπάρια
«Χθές συνεθαπτόμην σοι Χριστέ,
συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι.
συνεσταυρούμηνσοι χθές,
αὐτός με συνδόξασον Σωτήρ,
ἐν τῇ βασιλείᾳ σου.»
Ἡ Ἐκκλησία σημαίνει τήν μυστικήν
συνένωσιν τῶν πιστευόντων μετά τῆς ὑπερφυοῦς καί ἀοράτου κεφαλῆς των,
τοῦ Χριστοῦ. Τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τό μυστήριον τοῦ Χριστοῦ
καί κατ᾿ ἐπέκτασιν τό μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅπως δηλαδή ἐν τῷ
Χριστῷ αἱ δύο φύσεις, ἀρρήκτως συνηνωμέναι, ἐμπεριχωροῦν ἡ μία τήν ἄλλην
ἐν τῷ ἑνιαίῳ προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ, καί ὅπως ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι αἱ τρεῖς
ὑποστάσεις τῆς θεότητος, ἴδιαι καί ἀσύγχυτοι, ἐμπεριχωροῦν ἀλλήλας, οὕτω
καί ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τό σῶμα τοῦ Κυρίου ἐμπεριχωρεῖται μυστικῶς ὑπό τῆς
ἀοράτου κεφαλῆς αὐτοῦ, τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐμπεριχώρησις αὕτη καθ᾿ ὅλας τάς
φάσεις αὐτῆς εἶναι ἐσωτέρα καί μυστική. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζῶν πνευματικός
ὀργανισμός. Ὅπως δέ εἰς κάθε ζῶντα ὀργανισμόν ὑπάρχει ζωτική ὀργανική
σχέσις μεταξύ τῆς κεφαλῆς καί τοῦ σώματος αὐτοῦ, ἐν τῇ σχέσει δέ ταύτῃ
διασφαλίζεται ἡ σύμφορος λειτουργία τοῦ ὀργανισμοῦ, οὕτω καί ἐν τῇ
Ἐκκλησίᾳ (Ἐφ. 1,23. 4, 16. Κολ. 2, 19) ὑπάρχει ἐναρμόνιος λειτουργική
σύνδεσις μεταξύ τῆς κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας (τοῦ Χριστοῦ) καί τῶν
ὑπολοίπων μελῶν αὐτῆς (τῶν πιστῶν). Ὁ Χριστός εἶναι ἡ μυστική ἄμπελος,
οἱ δέ πιστοί τά ἐν αὐτῇ κλήματα (Ἰω. 15, 1). Μόνον ἐν τῇ ἀμπέλῳ δύνανται
τά κλήματα νά ζήσουν καί νά καρποφορήσουν (Ἰω. 15, 5). Ἡ ζωογόνος
παραμονή των ἐν αὐτῇ ἀποτελεῖ τόν εἰδικόν λόγον τῆς ὑπάρξεώς των. Ἐκτός
τῆς ἀμπέλου τά κλήματα οὐδένα ἴδιον λόγον ζωῆς ἔχουν. Ἀποσπώμενα ἐξ
αὐτῆς ἀπομαραίνονται καί ἀπονεκροῦνται (Ἰω. 15, 6). Κατ᾿ ἀναλογίαν καί
οἱ πιστοί, τότε μόνον ἔχουν λόγον ζωῆς ἐν ἑαυτοῖς, ὅταν εὑρίσκωνται
προσφυῶς προσηρμοσμένοι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ μετά τοῦ Σωτῆρος. Ἡ ἐν πίστει
ἐσωτερική σύνδεσις αὐτῶν μετά τοῦ Χριστοῦ δίδει εἰς αὐτούς τήν
δυνατότητα νά ζήσουν ἐν Πνεύματι καί νά καρποφορήσουν (Ἰω. 15, 5).
Ἀποκοπή τῶν πνευματικῶν δεσμῶν μετά τοῦ Κυρίου σημαίνει ἀποκοπήν ἐκ τῆς
ζωῆς καί παράδοσιν αὐτῶν εἰς τό κράτος τῆς πνευματικῆς νεκρώσεως καί τοῦ
θανάτου.
Τήν μυστικήν ἐμπεριχώρησιν καί ἀσύγχυτον
σύγκρασιν τῶν πιστῶν μετά τοῦ Κυρίου ἄριστα ψάλλει ὁ Ὑμνῳδός ἐν τῷ
παρόντι τροπαρίῳ. Χθές (κατά τό σωτηρίον δηλαδή πάθος) ὁ πιστός
συνεσταυροῦτο καί συνεθάπτετο μετά τοῦ Χριστοῦ, ἐνῷ σήμερον (κατά τήν
ἡμέραν τῆς Ἐγέρσεως) συνεγείρεται μετ᾿ αὐτοῦ, ἀνισταμένου ζωηφόρως ἐκ
τοῦ μνήματος. Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἑνότητα ἀδιαχώριστον καί ἀδιάσπαστον.
Ὅπου ἡ κεφαλή, ἐκεῖ καί τό σῶμα αὐτῆς καί τἀνάπαλιν. Τά τήν Ἐκκλησίαν
ἀποτελοῦντα μέρη (Χριστός καί σῶμα πιστευόντων) εἶναι ἀδιάστατα καί
ἀδιαίρετα. Ἀφ᾿ ὅτου ἡ Ἐκκλησία συνεπήχθη ἐν τῇ γαστρί τῆς Θεομήτορος,
αὕτη (ἡ Ἐκκλησία) ὡς ἀνθρωπότης πλέον Χριστοῦ, ἀκολουθεῖ τόν Θεῖον
Δομήτορα αὐτῆς καθ᾿ ὅλας τάς φάσεις τῆς σωτηρίου οἰκονομίας Του καί
μέχρι τῆς ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ἀσαλεύτου ἐνθρονίσεώς της. Τήν μυστικήν
ταύτην συνακολουθίαν ζῇ ἐντονώτατα ἡ Ὀρθοδοξία εἰς ὅλας τάς ἐκφάνσεις
τῆς θεομόρφου οὐσίας της, κυρίως ὅμως εἰς τόν λειτουργικόν κύκλον τῆς
πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς λατρείας της. Τήν βίωσιν ταύτην ἐκφράζει ἄριστα
ὁ λειτουργικός χρόνος της, ὡς ἀμεσότης, ἐν τῇ ὁποίᾳ αἴρεται ἡ φυσική
τοῦ χρόνου ἀκολουθία, ὡς πραγματική καί ζῶσα ἀνάμνησις τοῦ σωτηρίου
ἔργου τοῦ Χριστοῦ, ὡς μυστική βίωσις τοῦ περιεχομένου τῆς θείας ἐν τῷ
Σωτῆρι οἰκονομίας. Ὁ πιστός συναποθνῄσκει, συνθάπτεται καί συνανίσταται
μετά τοῦ Κυρίου ἐν τῷ βαπτίσματι (Ρωμ. 6, 4. Κολ. 2, 12). Ἀνέρχεται ἐπί
τοῦ Σταυροῦ καί συννεκροῦται μετά τοῦ Σωτῆρός του (ἐν ἠθικῇ ἐννοίᾳ αἴρων
τόν ἑαυτοῦ σταυρόν καί φέρων ἐν τῇ σαρκί του τά στίγματα τοῦ Κυρίου)
(Ματθ. 16, 24). Συνθάπτεται μετά τοῦ Λυτρωτοῦ ἐν τῷ μνημείῳ (ἀφανίζων ἐν
τῇ χάριτι τόν παλαιόν ἐν ἁμαρτίαις ἄνθρωπον) καί συνανίσταται ἐκ τοῦ
τάφου λαμπρός καί ἔνδοξος (ἐγειρόμενος εἰς νέαν ἔνθεον πνευματικήν
ὕπαρξιν καί ζωήν). Ὅλαι αἱ περιπέτειαι τοῦ σωτηρίου ἔργου τοῦ Χριστοῦ
ἔχουν ζωτικήν καί σωτήριον ἐπίδρασιν καί ἐπί τῶν πιστῶν. Τό πάθημα καί ἡ
δόξα τῆς κεφαλῆς ἔχουν ἀνάκλασιν καί ἐπί τῶν μελῶν, ἀφοῦ ἄλλωστε ὑπέρ
τῆς δόξης τούτων ἀπειραγάθως καταβάλλονται.
Παρά ταῦτα ἡ λυτρωτική καί ἀνακαινιστική
αὕτη χάρις τοῦ σωτηρίου ἔργου τοῦ Χριστοῦ ἡ καταβληθεῖσα ἐν τῷ ἱστορικῷ
γεγονότι τῆς Ἀναστάσεως, δέν εἶναι, ὡς καί ἀλλαχοῦ ἐτονίσαμεν,
κατάστασις στατική, ἐξωτερική καί τυπική, κατά τρόπον μηχανικόν
ἀνακαινίζουσα καί ὡραΐζουσα τήν φύσιν. Καί ἡ μέν Ἔγερσις τοῦ Κυρίου ὡς
ἀπειροδύναμος κατακλείς τοῦ σωτηρίου ἔργου τοῦ Χριστοῦ, κατεβλήθη ἅπαξ
διά παντός ἐν τῷ ἱστορικῷ χώρῳ τοῦ κόσμου, συντρίψασα τόν θάνατον καί
ἀφθαρτίσασα τήν εἰς τήν δουλείαν τῆς φθορᾶς διά τῆς ἁμαρτίας ὑπαχθεῖσαν
φύσιν. Τό ἔλλογον ὅμως δημιούργημα, τό ἔχον εἰς τάς χεῖράς του τήν
δυνατότητα προσόδου του εἰς τό κράτος τῆς ζωῆς ἤ εἰς τοῦ θανάτου (Δευτ.
30, 19), ὀφείλει ἐλευθέρως καί ἐν ἀγάπῃ νά προχωρήσῃ τόν φωτεινόν χῶρον
τῆς Ἀναστάσεως, διά νά λάβῃ τήν ἐξ αὐτῆς χάριν τῆς ἀφθαρσίας καί
θεώσεως. Ὁ ἄνθρωπος δέν σύρεται βιαίως ὑπό τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 16, 24) εἰς
τήν χάριν τῆς λυτρώσεως. Ἕν τοιοῦτον ἐνδεχόμενον θά ἀπετέλει παντελῆ
ἄρνησιν καί καταστροφήν τοῦ ὅλου χριστιανικοῦ οἰκοδομήματος. Ὁ Τριαδικός
Θεός εἶναι ἡ πηγή παντός πνεύματος καί πάσης ἐλευθερίας. Ἐξ αὐτοῦ
ἀπορρέει καί εἰς αὐτόν πληροῦται πᾶσα ἰδέα ἐλλόγου ἠθικῆς τάξεως. Ἐν τῇ
τάξει ταύτῃ τό στοιχεῖον τῆς ἐλευθερίας εἶναι δεσπόζον καί κυριαρχικόν.
Ἐν τῷ κράτει τῆς χάριτος ἡ προσέλευσις τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά εἶναι
ἀβίαστος καί ἐλευθέρα. Τότε μόνον δύναται νά καταξιωθῇ ὁ πιστός εἰς τάς
φωτεινάς διαστάσεις τῆς θεώσεως, ὅταν δηλαδή θελήσῃ τοῦτο, καί ἐργασθῇ
πρός τοῦτο, βοηθούμενος πάντοτε ὑπό τῆς ἁγιαστικῆς δυνάμεως καί ἀγάπης
τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μέχρι τῆς
ἐν τῇ θεώσει ἀναστάσεως τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχει βεβαίως ἀπόστασις, τήν
ὁποίαν ὁ ἄνθρωπος ὀφείλει ἐλευθέρως νά καλύψῃ. Ἡ τελείωσις ἐναπόκειται
μόνον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ. Τότε μόνον θά σταματήσῃ ὁ κατά τῆς
ἁμαρτίας ἀγών τοῦ πιστοῦ καί ἡ ὑπέρ τῆς ἠθικῆς τελειώσεως αὐτοῦ
προσπάθειά του. Ἡ ἐν τῇ θείᾳ Βασιλείᾳ συνδόξασις τοῦ πιστοῦ ἀποτελεῖ τόν
ἔσχατον λόγον τῆς ὑπάρξεως καί τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Διά τοῦτο
καί ὁ ἱερός Ὑμνῳδός δέεται πρός τόν Χριστόν.«αὐτός με συνδόξασον Σωτήρ, ἐν τῇ βασιλείᾳ σου».
Ὠιδή δ´. Ὁ Εἱρμός.
«Ἐπί τῆς θείας φυλακῆς, ὁ θεηγόρος Ἀββακούμ,
στήτω μεθ᾿ ἡμῶν καί δεικνύτω φαεσφόρον
Ἄγγελον, διαπρυσίως λέγοντα.
ΣήμερονΣωτηρία τῷ κόσμῳ,
ὅτι ἀνέστη Χριστός ὡς παντοδύναμος.»
Ὁ προφήτης Ἀββακούμ «ἔστη ἐπί τῆς
φυλακῆς καί ἐπέβη ἐπί πέτρας» ἐν ψυχικῇ ἐγρηγόρσει καί ἑτοιμότητι, διά
νά δεχθῇ ἐν ἑαυτῷ τόν παρά Θεοῦ προφητικόν λόγον (Ἀββακούμ, Β´, 1 ἑξ.).
Ὁ λόγος τῆς Ἀναστάσεως, ἐν τῷ ὁποίῳ ἐν
τελευταίᾳ ἀναλύσει συγκλίνει ἅπας ὁ προφητικός λόγος, εἶναι ὁ κατ᾿
ἐξοχήν λόγος τοῦ Θεοῦ, ὡς περιεκτική στιγμή καί κέντρον πληρώσεως τῆς
σωτηρίου βουλῆς τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ὑμνῳδός προσκαλεῖ τόν Προφήτην νά σταθῇ μετά
τῆς Ἐκκλησίας (τοῦ σώματος τῶν πιστῶν) ἐπί μιᾶς ἄλλης σπουδαιοτέρας καί
λαμπροτέρας πνευματικῆς φυλακῆς, νά διακονήσῃ καί πάλιν τόν σωτήριον
λόγον τοῦ Θεοῦ, διά τῆς καταδείξεως τοῦ φαεσφόρου Ἀγγέλου (Ματθ. 28, 2
ἑξ. Μάρκ. 16, 5), ὁ ὁποῖος ἱστάμενος μυστικῶς ἐπί τοῦ ἀνεῳγμένου τῆς
Ἱερουσαλήμ μνήματος, διαπρυσίως ἀναγγέλλει εἰς τόν κόσμον τό
πανευφρόσυνον τῆς Ἀναστάσεως γεγονός!
Ἡ Ἀνάστασις ὡς ἔγχρονος πραγμάτωσις τῆς
ἀπ᾿ αἰῶνος σεσιγημένης βουλῆς τοῦ Θεοῦ (Ρωμ. 16, 25, ὡς χῶρος ὅπου
ἡττῶνται αἱ σκοτειναί τῆς ἁμαρτίας δυνάμεις καί ἡ φύσις ἀναθάλλει εἰς
τήν ἀρχαίαν εὐγένειαν αὐτῆς, εἶναι ἔργον τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ
φυσικός ἄνθρωπος οὐδέν ἔχει ἐν αὐτῇ. Ὁ νέος τῆς χάριτος Ἀδάμ, ὡς φύσις
ἀνθρώπου ὑπερβαίνουσα τήν ἱστορικήν συνέχειαν τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ, λαμβάνει
μέν ἑκουσίως τήν πτωχείαν τῆς φύσεως (2 Κορ. 8, 9), ὑπερβαίνει ὅμως τήν
ἠθικήν ἀδυναμίαν τοῦ Προπάτορος, οὐδέν ἔχων ἐν ἑαυτῷ ἐκ τῆς διαβλητῆς
κληρονομίας τοῦ ἀρχαίου κήπου τῆς Ἐδέμ. Ὁ καινός ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος (ἡ
ἀνθρωπίνη φύσις τοῦ Χριστοῦ) ἔχων ὅλην τήν ἠθικήν δύναμιν τῆς ἀδιαφθόρου
φύσεως, ἐν συνδυασμῷ μετά τῆς ἀπείρου δυνάμεως τῆς θείας φύσεως, μετά
τῆς ὁποίας ἐκείνη ἀφράστως συνηνώθη, ἀπετέλεσαν ἐν τῷ ἑνιαίῳ προσώπῳ τοῦ
Χριστοῦ τό δίδυμον πάσης δυνάμεως, τήν ἀπειροδύναμον ἑστίαν τοῦ θείου
μυστηρίου, ἐπί τῆς ὁποίας προσκόψασα ἡ ἁμαρτία συνετρίβη μέ ὅλας τάς
φοβεράς συνεπείας της δι᾿ ὁλόκληρον τό γένος τοῦ Ἀδάμ. Ἐκτός τοῦ
θεανδρικοῦ τούτου μυστηρίου, ὅπερ θαυμασίως κορυφοῦται ἐν τῇ Ἐγέρσει,
οὐδεμία ἄλλη δύναμις ἦτο δυνατόν νά ἀφανίσῃ τό μυστήριον τῆς ἀνομίας, τό
κορυφούμενον ἐν τῷ πνευματικῷ θανάτῳ καί τῇ φθορᾷ. Ἐν τῷ θεοδέγμονι
τάφῳ ἡ πυρῖτις τῆς θείας παντοδυναμίας ἀναφλεχθεῖσα ὑπό τοῦ πυρός τῆς
τριαδικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἀνετίναξε τό ἀπ᾿ αἰῶνος ἐνδιαίτημα τοῦ
ἐχθροῦ, ἐσώρευσεν εἰς ἐρείπια τό κράτος τοῦ θανάτου, εἰς τό ὁποῖον
ἐτηρεῖτο δέσμιον ὁλόκληρον τό γένος τοῦ Ἀδάμ!
Τροπάρια
«Ἄρσεν μέν, ὡς διανοῖξαν, τήν παρθενεύουσαν
νηδύν, πέφηνε Χριστός.ὡς βρωτός δέ,
ἀμνός προσηγόρευται.ἄμωμος δέ, ὡς
ἄψευστος κηλῖδος, τό ἡμέτερον Πάσχα.καί
ὡς Θεός ἀληθής, τέλειος λέλεκται.»
Ὡς ἐν τῇ Παλαιᾷ Διαθήκῃ, κατά διάταξιν
θείαν, πᾶν ἄρσεν διανοῖγον τήν παρθενεύουσαν νηδύν ἐθεωρεῖτο ἅγιον
(δηλαδή καθιεροῦτο εἰς τόν Θεόν) (Ἐξ. ΙΓ´, 1 ἑξ. Λουκ. 2, 23), οὕτω καί ὁ
Χριστός ἐφανερώθη ἐπί τῆς γῆς ὡς τό ἀπειροδύναμον Ἄρσεν, τό διανοῖξαν
τήν παρθενεύουσαν νηδύν τῆς ἀπειράνδρου του Μητρός. Τά θαυμάσια ὅμως τῆς
διανοίξεως τῆς παρθενευούσης νηδύος τῆς Πανάγνου ἦσαν πρωτοφανῆ καί
ἀνεπανάληπτα. Διότι τό νέον Ἄρσεν δέν ἦτο ἕν οἱονδήποτε κοινόν ἄρσεν
διανοῖγον μητρῴαν παρθενικήν νηδύν. Ἦτο μέν Υἱός ἀνθρώπου (Ματθ. 8, 20.
Λουκ. 9, 58. Ἰω. 5, 27), ὅμως δέν προήρχετο ἐξ ἀνθρώπων. Ἦτο ἀπάτωρ ἐκ
μητρός, δηλαδή εἶχε μέν φυσικήν μητέρα, ὄχι ὅμως καί πατέρα. Δέν ἦτο
βρέφος ψιλόν, κυοφορούμενον ἐν τῇ νηδύϊ τῆς Παρθένου, ἀλλ᾿ ἄνθρωπος
ὑποστατικῶς συνηνωμένος μετά τοῦ Θεοῦ, Θεός ἐνδεδυμένος τήν ἀνθρωπίνην
φύσιν τοῦ Ἀδάμ (μή ὤν ἐξ Ἀδάμ). Ὡς πατέρα αὐτοῦ εἶχε τήν δημιουργικήν
ἐνέργειαν τοῦ παναγίου Πνεύματος (Ματθ. 1, 18. Λουκ. 1, 35). Ἀλλ᾿ ἡ
καινότης τοῦ Νέου Ἄρσενος θεωρεῖται καί ἐν τῇ καινότητι τοῦ τρόπου τῆς
συλλήψεως καί τῆς γεννήσεώς Του. Οὕτω συνελήφθη ἄνευ συνεργείας
ἀνδρικῆς, διά τοῦτο καί τά σήμαντρα τῆς παρθενίας τῆς Μητρός του οὐδόλως
κατελύθησαν. Ἡ σύλληψις του ἦτο σύλληψις νέα, ὑπερφυής καί ἄρρητος. Τά
αὐτά ὅμως παρθενικά σήμαντρα παρέμειναν ἀνέπαφα καί κατά τήν ἄφραστον
γέννησίν Του. Ἡ Παρθένος γεννήσασα τόν ἀπερινόητον Υἱόν της παρέμεινεν
εἰς τό διηνεκές παρθένος, ἁγνή καί ἀδιάφθορος. Ὁ Χριστός, ὡς νέον,
καινόν, καί ἀδιάφθορον Ἄρσεν, δέν ἦτο ἁπλῶς ἀφιερωμένον εἰς τόν Θεόν,
ἀλλ᾿ ὑποστατικῶς συνηνωμένον μετά τοῦ Θεοῦ, ἔχον ὡς ἀποκλειστικόν σκοπόν
τήν ἀνακαίνισιν τῆς παλαιωθείσης φύσεως τοῦ Ἀδάμ. Ἦτο τό αἰώνιον Ἄρσεν
τό διανοῖξαν, παραλλήλως πρός τήν παρθενικήν νηδύν, καί τάς κεκλεισμένας
πύλας τῆς Ἐδέμ, τόν νυμφῶνα τῆς θείας Βασιλείας!
Παραλλήλως ὁ Χριστός προσαγορεύεται ἐν
τῷ τροπαρίῳ καί ὡς ἀμνός, ἐν τῇ ἰδιότητι αὐτοῦ ὡς βρωτοῦ (=ἐδωδίμου). Ἡ
προσηγορία αὕτη τοῦ Χριστοῦ σχετίζεται πρός τόν πασχάλιον τῆς Π.
Διαθήκης ἀμνόν. Τοῦτον διέταξεν ὁ Θεός νά φάγουν οἱ Ἑβραῖοι ὀπτόν πυρί
κατά τό ἑσπέρας τῆς προτεραίας τῆς φυγῆς των ἐκ τῆς γῆς τῆς Αἰγύπτου
(Ἐξ. ΙΒ´, 1 ἑξ.). Ὁ πασχάλιος ἐκεῖνος ἀμνός ἦτο προτύπωσις τοῦ Ἀμνοῦ τῆς
Κ. Διαθήκης. Ἡ βρῶσίς του προετύπωνε μυστικῶς τό μυστηρίον τῆς Θ.
Εὐχαριστίας. Καί ὁ μέν ἀμνός τῆς Π. Διαθήκης ἐθύετο καί ἐτρώγετο ὑπό τοῦ
περιουσίου λαοῦ εἰς ἀνάμνησιν τῆς θαυματουργικῆς διασώσεως αὐτοῦ ἐκ τῆς
πικρᾶς γῆς τῆς δουλείας (τῆς Αἰγύπτου).ὁ δέ νέος Ἀμνός τοῦ
Θεοῦ ἐθυσιάσθη ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς, ἡ δέ βρῶσίς του συνιστᾷ τό
μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, τήν μέθεξιν τῆς ζωῆς, τό καινόν καί αἰώνιον
Πάσχα. Ἡ θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ ἀνάμνησιν τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ
Χριστοῦ (Λουκ. 22, 19 καί 11, 24-25), τήν ὁποίαν μυστηριακῶς καί
ἀναιμάκτως ἐκείνη ἐπαναλαμβάνει. Ὁ Χριστός ὡς Ἀμνός τοῦ Θεοῦ εἶναι
βρωτός (ἐκ τοῦ βιβρώσκω), ἡ δέ σάρξ καί τό αἶμα αὐτοῦ τρέφουν καί
ἐκτρέφουν τήν Ἐκκλησίαν (Ἰω. 6, 51-55). Ὁ Χριστός εἶναι ἡ μυστική καί
ζωογόνος εὐωχία τῆς θείας Βασιλείας!
Ποῦ ὅμως ὀφείλεται ἡ δραστική δύναμις
καί ἡ σωτήριος ἰσχύς τοῦ νέου Ἀμνοῦ τῆς Ἐκκλησίας; Ὀφείλεται εἰς τό
γεγονός, ὅτι οὗτος εἶναι ἁγνός καί ἄμωμος. Πρόβατον τέλειον, ἄρσεν καί
ἐνιαύσιον ἤθελε τόν Πασχάλιον ἀμνόν ἡ Π. Δ. (Ἐξ. ΙΒ´, 5), ἀνάλογον
δηλαδή πρός τήν μεγαλωσύνην τῆς θαυμαστῆς ἐκείνης διασώσεως. Κατά
μείζονα λόγον ὁ νέος Ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τάς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου
(Ἰω. 1, 29), ἐν τῷ αἵματι τοῦ ὁποίου, ὡς ἀμώμου καί ἀσπίλου, ἐλυτρώθημεν
ἐκ τῆς ματαίας ἡμῶν ἀναστροφῆς (1 Πετρ. 1, 18), ἔπρεπε νά ἦτο ἀπό πάσης
πλευρᾶς ἄψογος καί ἀνεπίληπτος. Πράγματι δέ ὁ Χριστός, ὡς ὁ λογικός τῆς
νέας διαθήκης Ἀμνός, ὑπῆρξεν ἀπολύτως ἄμωμος, ἐλεύθερος πάσης κηλῖδος
καί παντός ἠθικοῦ μολυσμοῦ, τά ὁποῖα προσάπτει εἰς τόν ἄνθρωπον ἡ
ἁμαρτία. Ὁ Χριστός ὑπῆρξεν ὁ μόνος ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς, ὁ ὁποῖος
οὐδεμίαν ἀναφοράν εἶχε πρός τήν ἁμαρτίαν. Ἐν αὐτῷ ὁ ἄρχων τοῦ αἰῶνος
τούτου εὗρεν οὐδέν (Ἰω. 14, 30). Ὁ προγονικός ῥύπος, ἐν τῷ ὁποίῳ ὑπῆρχε
συγκεκλεισμένη ὁλόκληρος ἡ φύσις τοῦ Ἀδάμ ἀπό τῆς πρώτης ἐκείνης ἐν τῇ
Ἐδέμ παρακοῆς, οὐδόλως ἐμόλυνεν αὐτόν (Λουκ. 1, 35), ὡς συλληφθέντα ἄνευ
τῆς συνεργείας τοῦ ἀνδρός καί ὑπέρ τούς νόμους τῆς φυσικῆς συλλήψεως.
Ἀλλά καί προσωπικάς ἁμαρτίας δέν εἶχεν ὁ Σωτήρ, τόν ὁποῖον ὡς
ἀναμάρτητον ἐγνώρισαν καί ὡμολόγησαν οἱ μαθηταί του (1 Πετρ. 1, 18). Ὁ
Χριστός ὄχι μόνον ἐτηρήθη ἐκτός πάσης ἁμαρτίας, ἀλλ᾿ οὔτε καί τήν
δυνατότητα εἶχε πρός τήν ἁμαρτίαν. Τό τελευταῖον τοῦτο ἦτο ἀπόρροια τῆς
συνθέσεως τοῦ ὅλου χριστολογικοῦ μυστηρίου, συνέπεια καί ἀκολουθία τῆς
ὑποστατικῆς τῶν δύο φύσεων ἑνώσεως. Ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχε μέν
πλῆρες καί τέλειον τό ἀνθρώπινον θέλημα αὐτοῦ.ὅμως, λόγῳ τῆς
ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῶν φύσεων, τό θέλημα τοῦτο, θεωθέν, εἵπετο καί
ἠκολούθει εἰς τό θεῖον αὐτοῦ θέλημα (Βλ. Ὅρον ΣΤ´ Οἰκουμ. Συνόδου). Ἄν
ἠδύνατο νά ἁμαρτήσῃ ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστός, δέν θά ἔπραττεν ἀσφαλῶς τοῦτο
παρά μόνον καί ὡς Θεάνθρωπος, ἐφ᾿ ὅσον κοινός φορεύς ὅλων τῶν ἐνεργειῶν
τῶν φύσεων ἦτο τό ἑνιαῖον πρόσωπον αὐτοῦ. Ὑπῆρχε δηλαδή ἐν τῇ
περιπτώσει ταύτῃ ἡ δυνατότης νά ἁμαρτήσῃ καί ὡς Θεός! Τό νά ἁμαρτήσῃ δέ
μόνον ὡς ἄνθρωπος, ἦτο ἰδέα σαφῶς νεστοριανική. Διά τοῦτο καί ὁ ἱερός
Ὑμνῳδός χαρακτηρίζει τόν Χριστόν ὡς Ἀμνόν τέλειον, διότι οὗτος ἦτο ὄχι
μόνον ἄνθρωπος, ἀλλά καί Θεός ἀληθής.«καί ὡς Θεός ἀληθής
τέλειος λέλεκται». Τήν τελειότητα, λοιπόν, τοῦ Κυρίου παρεγγυᾶται ἡ
οὐσία τοῦ ὅλου χριστολογικοῦ θαύματος, ἡ σύνθεσις τοῦ ἑνιαίου προσώπου
τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀσύγχυτος ἕνωσις τῶν φύσεων καί αἱ ἀκολουθίαι τῆς ἐν τῷ
Σωτῆρι ὑποστατικῆς ἑνώσεως αὐτῶν (τῶν φύσεων).
«Ὡς ἐνιαύσιος ἀμνός, ὁ εὐλογούμενος ἡμῖν
στέφανος χρηστός ἑκουσίως , ὑπέρ πάντων
τέθυται, Πάσχα τό καθαρτήριον.
καί αὖθις ἐκ τοῦ τάφου ὡραῖος,
δικαιοσύνης ἡμῖν ἔλαμψεν ἥλιος.»
Ὁ πασχάλιος ἀμνός, τόν ὁποῖον οἱ Ἑβραῖοι
ἐθυσίαζον εἰς ἀνάμνησιν τῆς σωτηρίας αὐτῶν ἐκ τῆς δουλείας τῆς
Αἰγύπτου, ἦτο ἐνιαύσιος (ἑνός ἔτους) (Ἐξ. ΙΒ´, 5). Ὡς ἄλλος ἐνιαύσιος
ἀμνός καί ὁ Χριστός, ὁ εὐλογούμενος καί δοξαζόμενος ὑπό ὁλοκλήρου τοῦ
σώματος τῶν πιστευόντων, ὁ ὁποῖος ἐν τῷ ἀῤῥήτῳ μυστηρίῳ του φέρεται ὡς
στέφανος τῆς ἀπ᾿ αἰῶνος σωτηριώδους βουλῆς τῆς θείας χρηστότητος καί
εὐδοκίας—τήν ὁποίαν ἐν χρόνῳ πραγματοποιεῖ—ἐθυσιάσθη ὑπέρ πάντων ἡμῶν.
Ἡ λυτρωτική θυσία τοῦ Χριστοῦ ἦτο
ἑκούσιος. Εἰς τό σωτήριον πάθος του ὁ Κύριος ἀνῆλθεν ἐλευθέρως (Ἰω. 10,
18). Ἡ ἐλευθερία αὕτη ἦτο ὁμόλογος πρός τόν ἐλεύθερον χαρακτῆρα τοῦ ὅλου
ἔργου τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως τοῦ ἀπ᾿ αἰῶνος σχεδίου τῆς θείας περί τόν
ἄνθρωπον οἰκονομίας καί τῆς ἀϊδίου ἐσωτερικῆς ἐν τῇ Τριάδι ζωῆς. Ἡ ζωή
τῆς μακαρίας Τριάδος εἶναι ἐλευθέρα ἀγαπητική περιχώρησις τῶν ἀϊδίων
ὑποστάσεων αὐτῆς. Ἐν τῇ Τριάδι οὐδείς καταναγκασμός ὑπάρχει, ἐφ᾿ ὅσον
ἄλλωστε ἐκτός αὐτῆς φύσει οὐδέν ἕτερον ὑπάρχει. Καί ὑπάρχει μέν ἀϊδίως
ἐν αὐτῇ (τῇ βουλῇ τοῦ Θεοῦ) τό περί τῶν ὄντων καί τόν ἄνθρωπον σχέδιον
τῆς θείας οἰκονομίας. Τό σχέδιον ὅμως τοῦτο ὡς καί ἡ ἐν τοῖς ἐκτός
ἔγχρονος πραγματοποίησις αὐτοῦ, δέν ἀποτελοῦν οὐσιῶδες καί ἀναγκαῖον
μέρος τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Οὕτω τόσον ἡ νόησις, ὅσον καί ἡ
πραγματοποίησις τοῦ σχεδίου τῶν ὄντων οὐδέν κατ᾿ οὐσίαν προσφέρουν εἰς
συμπλήρωσιν τῆς θείας φύσεως. Αὕτη εἶναι ἐν ἑαυτῇ ἀνεπιδεής καί
ἀπειροτέλειος. Καί ὁ μέν κόσμος φέρει τόν λόγον καί τήν αἰτίαν τῆς
ὑπάρξεώς του ἐν τῷ Θεῷ (Ἰω. 10, 18). Ὁ Θεός ὅμως οὐδέν ὀφείλει εἰς τόν
κόσμον. Εἰς τήν δημιουργίαν τούτου φέρεται ἐξ ἀγάπης καί ἐν ἐλευθερίᾳ. Ἡ
δόξα τοῦ Θεοῦ, ἥτις φέρεται ὡς ὁ τελικός τῆς δημιουργίας σκοπός, δέν
εἶναι ἡ γενεσιουργός αἰτία τῆς πλάσεως τῶν ὄντων, ἀλλ᾿ ἡ φυσική ἀπόῤῥοια
τῆς μακαριότητος αὐτῶν. Ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ ὑπῆρχεν (ὡς ἐγγενής πλοῦτος τῆς
θεότητος) καί δύναται νά ὑπάρχῃ καί ἄνευ τῆς ἐξωτερικῆς τῶν ὄντων
παρουσίας.
Οὕτω καί τό ὅλον ἔργον τῆς θείας περί
τόν ἄνθρωπον οἰκονομίας καί ἰδιαιτέρως τό σωτήριον πάθος τοῦ Χριστοῦ
εἶναι ἀπόῤῥοια τῆς ἐλευθέρας χρηστότητος καί ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός,
ὄχι μόνον ὡς ἄπειρος Θεός, ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος ὁ αὐτός προχωρεῖ
ἑκουσίως πρός τό πάθος (Ἰω. 10, 18), διά νά σώσῃ τόν ἄνθρωπον ἐκ τῆς
ἀνελευθερίας τῆς ἁμαρτίας καί ἐκ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς. Ἡ θυσία τοῦ
Κυρίου, ὡς ἐλευθέρα ἔκφρασις τῆς ὑπακοῆς του εἰς τόν Θεόν καί τῆς ἀγάπης
του πρός τόν ἄνθρωπον, εἶναι Πάσχα καθαρτήριον. Δι᾿ αὐτῆς καθαίρεται ἡ
φύσις ἐκ τοῦ ῥύπου καί τῆς ἐνοχῆς τῆς ἁμαρτίας. Καθαίρεται ἐκ τῆς
κακομορφίας τῆς φθορᾶς καί ἐκ τῆς ἀσχημίας καί τοῦ αἴσχους τοῦ θανάτου. Ἡ
θυσία τοῦ Κυρίου εἶναι Πάσχα σταυρώσιμον, ἤτοι διά τοῦ Σταυροῦ
εἰσβιβάζει τήν πεπτωκυῖαν φύσιν ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ, εἰς τήν
ἐλευθερίαν τῶν τέκνων τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Παραλλήλως ἡ Ἔγερσις εἶναι
Πάσχα ἀναστάσιμον, ἐν τῷ ὁποίῳ ἡ φύσις ἀναθάλλει εἰς τήν ἀρχαίαν
λαμπρότητα, εἰς τήν δόξα καί ἀφθαρσίαν τῆς ἀρχεγόνου παρά τῷ Θεῷ
μακαριότητος. Ἐκ τοῦ τάφου ὁ Κύριος ἀνατέλλει ὡραῖος, δεικνύων τόν
ἄνθρωπον καθαρόν καί ἀστράπτοντα καί ὅπως ἠθέλησεν αὐτόν ἡ δημιουργική
θεία ἐνέργεια. Σταυρός καί Ἀνάστασις ἀποτελοῦν δύο στιγμάς ἑνός καί τοῦ
αὐτοῦ λυτρωτικοῦ θαύματος. Ὁ Σταυρός ὁδηγεῖ εἰς τήν Ἀνάστασιν, ἡ
Ἀνάστασις σφραγίζει τόν Σταυρόν. Ἕν καί τό αὐτό ἀπειροδύναμον μυστήριον,
συνάπτον ἀπερινοήτως γῆν καί οὐρανούς. Ἡ φανέρωσις τῆς θείας
δικαιοσύνης ἐν ὅλῃ τῇ ἀπειροκάλῳ αἴγλῃ καί τῇ ἀκτινοβολίᾳ της!
«Ὁ Θεοπάτωρ μέν Δαβίδ, πρό τῆς σκιώδους
κιβωτοῦ, ἥλατο σκιρτῶν.ὁ λαός δέ τοῦ Θεοῦ
ὁ ἅγιος, τήν τῶν συμβόλων ἔκβασιν,
ὁρῶντες, εὐφρανθῶμεν ἐνθέως,
ὅτι ἀνέστη Χριστός ὡς παντοδύναμος.»
Ὁ Δαβίδ ὁ μέγας βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ,
καλεῖται θεοπάτωρ, διότι ἐξ αὐτοῦ κατήγετο κατά σάρκα ὁ Χριστός (Ματθ.
1, 1. Ἰω. 7, 42, Ρωμ. 1, 3). Καλεῖται δέ ὁ Δαβίδ Θεοπάτωρ (ὡς καί ἡ
Μήτηρ τοῦ Χριστοῦ Θεοτόκος), διά τήν ἐν τῷ ἑνιαίῳ προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ
ὑποστατικήν τῶν φύσεων ἕνωσιν. Ὁ κατά σάρκα ἐκ Δαβίδ καταγόμενος Χριστός
δέν ἦτο ψιλός (=ἁπλοῦς) ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔχων
μεθ᾿ ἑαυτοῦ συνηνωμένον τό ἀνθρώπινον φύραμα.
Ὁ Δαβίδ, λοιπόν, ὅταν ὡδήγησεν ἐν
μεγαλοπρεπεῖ πομπῇ τήν ὑπό τῶν ἀλλοφύλων κυριευθεῖσαν Κιβωτόν τῆς
Διαθήκης ἐκ πόλεως Ἰαρίμ εἰς Ἱεροσόλυμα (πόλιν Δαβίδ) (Παραλ. Α´, ΙΓ´,
5), ἐχόρευε καί ἐπήδα ἐξ εὐφροσύνου ἀγαλλιάσεως, διά τό χαρμόσυνον
ἐκεῖνο γεγονός ( Παραλ. Α´, ΙΕ´). Ὁ ἱερός Ὑμνῳδός παραλληλίζει τό
γεγονός ἐκεῖνο πρός τήν εὐφρόσυνον χαράν τῆς Ἀναστάσεως. Μεταξύ τῶν δύο
τούτων γεγονότων ὑπάρχει ἐσωτέρα μυστική σύνδεσις. Ἡ Κιβωτός τῆς
Διαθήκης ἦτο προτύπωσις τῆς Ἐκκλησίας. Ἦτο δέ σκιώδης, διότι ἀπετέλει
ἀμυδρόν ἐξεικονισμόν καί προτύπωσιν τῆς νέας Κιβωτοῦ τῆς χάριτος. Ἡ
πρώτη κιβωτός περιελάμβανεν ὅλα τά μαρτύρια (Ἐξ. ΚΕ´, 15) τῆς ἀγάπης καί
τῆς θαυματουργικῆς ὑπέρ τοῦ περιουσίου λαοῦ παρεμβάσεως τοῦ Θεοῦ. Ἡ
δευτέρα κιβωτός περιλαμβάνει ὅλα τά μαρτύρια τῆς λυτρωτικῆς ἐνεργείας
τῆς χάριτος, εἶναι ὁ μυστηριακός χῶρος τοῦ ἔργου τῆς θείας
ἐνανθρωπήσεως, ἡ νέα Κιβωτός τῆς χάριτος. Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ὁ ἅγιος, ὁ
ὁποῖος ἀποτελεῖ τήν χριστοποιημένην σάρκα τῆς Ἐκκλησίας, εὐφραίνεται
ἐνθέως, βλέπων τήν ἔκβασιν τῶν ἀρχαίων ἐκείνων συμβόλων: τήν νέαν δηλαδή
κιβωτόν, τήν ὁποίαν ὁ Σωτήρ ἔκτισε διά τοῦ τιμίου ξύλου τοῦ Σταυροῦ του
καί περιεποιήσατο διά τοῦ τιμίου του αἵματος (Πράξ. 20, 28). Εἶναι δέ ὁ
λαός τοῦ Θεοῦ ἅγιος, διότι τήν ἁγιότητά του ἕλκει ἐκ τῆς ἁγιότητος τῆς
Κιβωτοῦ, εἰς τήν ὁποίαν τόν ἐνεσωμάτωσεν ἡ ἄπειρος χρηστότης τοῦ Θεοῦ.
Λαός ἅγιος, ὅπως ἀκριβῶς ἁγία εἶναι καί ἡ Ἐκκλησία (Ἐφ. 5, 27), ἡ ὁποία
πάλιν ἕλκει τήν ἁγιότητά της ἐκ τῆς ἀπείρου ἁγιότητος τοῦ δομήσαντος
αὐτήν Κυρίου. Τήν ὑπερβάλλουσαν λαμπρότητα τῆς θείας Κιβωτοῦ ὁ λαός τοῦ
Θεοῦ βλέπει κατ᾿ ἐξοχήν ἐν τῷ ζωηφόρῳ θαύματι τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ
Ἀνάστασις ἀποτελεῖ τό θεμέλιον καί τήν αἴγλην τῆς Ἐκκλησίας. Τό θαῦμα
τῆς Ἐγέρσεως σφραγίζει ἀνεξιτήλως τήν νέαν τήν Χάριτος Κιβωτόν. Ἄνευ
αὐτῆς ἡ Ἐκκλησία, ὡς χῶρος πνευματικῆς ἀναστάσεως καί ζωῆς, οὐδένα νόημα
θά εἶχε, θά ἔμενε σημεῖον ἄφωνον καί σκοτεινόν. Ἡ Ἀνάστασις ὅμως
νοηματοδοτεῖ τήν Ἐκκλησίαν (1 Κορ. 15, 17), ἀποτελεῖ τόν σταθερόν
δείκτην καί τήν ἁγιαστικήν δύναμιν τοῦ ἐν τῷ κόσμῳ σωτηρίου ἔργου της.
Πρός τήν Ἀνάστασιν σπεύδει ἡ Ἐκκλησία, ὡς εἰς τό ἔσχατον τέλος τῆς ἐν τῇ
ἱστορίᾳ δυναμικῆς της πορείας καί ἀνελίξεως. Ἐπί τῇ Ἀναστάσει τοῦ
Κυρίου οἱ πιστοί ἀγάλλονται ἐνθέως, βλέποντες ἐν τῷ κενῷ μνημείῳ τοῦ
Ἰωσήφ τήν ἔκβασιν τῶν παλαιῶν προτυπώσεων καί τήν παραγύμνωσιν τῶν
ἀρχαίων συμβόλων, τήν νέαν τῆς σωτηρίας Κιβωτόν, ἀστράπτουσν καί
ἀκτινοβόλον!
Ὠιδή ε´. Ὁ Εἱρμός.
«Ὀρθρίσωμεν ὄρθρου βαθέος, καί ἀντί μύρου
τόν ὕμνον προσοίσωμεν τῷ Δεσπότῃ, καί
Χριστόν ὀψόμεθα, δικαιοσύνης ἥλιον,
πᾶσι ζωήν ἀνατέλλοντα.»
Τό πνεῦμα τοῦ προφήτου Ἡσαΐου ὀρθρίζει
ἐκ νυκτός (Ἡσ. ΚΣΤ´, 9) δηλαδή παραμένει ἐνωρίς τήν πρωΐαν ἄγρυπνον διά
νά δεχθῇ ἐπαξίως τά προστάγματα τοῦ Θεοῦ, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν τό
πνευματικόν φῶς πάσης λογικῆς κτίσεως.
Τήν πνευματικήν ταύτην ἑτοιμότητα τοῦ
Ἡσαΐου ὁ ἱερός Ὑμνῳδός παραλληλίζει πρός τήν πνευματικήν ἐγρήγορσιν καί
ἑτοιμότητα τάς ὁποίας πρέπει νά ἔχῃ ἡ Ἐκκλησία ἐν ὄψει τῆς μεγάλης
ἑορτῆς τῆς Ἀναστάσεως. Οὕτω παραινεῖ τούς πιστούς, ὅπως, ἀφοῦ ὀρθρίσουν
ὄρθρου βαθέος, προσαγάγουν εἰς τόν Δεσπότην, ἀντί μύρου, τόν ὕμνον τῆς
καρδίας των διά τήν ἄπειρον δύναμιν τοῦ Δεσπότου, ἡ ὁποία διά τῆς
Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ συνέτριψε τόν θάνατον καί ἠλευθέρωσε τήν κτίσιν
ἐκ τῶν δεσμῶν τῆς δουλείας καί τῆς φθορᾶς.
Αἱ μυροφόροι γυναῖκες ἀφωσιωμέναι
μαθήτριαι τοῦ Διδασκάλου, ἠγόρασαν ἀρώματα ὅπως, ἐλθοῦσαι εἰς τό
μνημεῖον, ἀλείψωσι τό νεκρόν σῶμα αὐτοῦ (Μάρκ. 16, 1 Λουκ. 23, 56). Ἡ
ψυχή τῶν μακαρίων ἐκείνων γυναικῶν ἐδονεῖτο ἐξ ἀγάπης πρός τόν
πεφιλημένον Διδάσκαλον. Ἠγάπησαν πολύ, διά τοῦτο καί ἠγαπήθησαν πολύ
(Λουκ. 7, 47). Μόνον τό μῖσος εἶναι ἀπωθητικόν καί ἀποκρουστικόν, ἐνῷ ἡ
ἀγάπη ἕλκει τήν ἀγάπην. Ὡς οὐσιοποιός δύναμις τοῦ κόσμου, διακρατεῖ τόν
κόσμον εἰς τήν ἀλήθειαν καί τήν ζωήν. Ἡ ἀγάπη ἀποῤῥέει ἐκ τοῦ Θεοῦ (1
Ἰω. 4, 7.8.16) καί ἄγει εἰς Θεόν. Ἡ μεγάλη Ἀγάπη, ἡ
δύσασα πρός ὥραν ἐπί τοῦ Σταυροῦ καί ἀνατείλασα φωσφόρος ἐκ τοῦ τάφου,
περιεπτύχθη τήν μικράν ἀγάπην, τήν κομίζουσαν τά μύρα της δι᾿ ἕνα
ὕστατον ἐπιτάφιον χαιρετισμόν, καί ηὐλόγησεν αὐτήν δι᾿ ἑνός ἀῤῥήτου
ἀναστασίμου χαιρετισμοῦ (Ματθ. 28, 9).
Ὅμως τό πρωΐ τῆς Μεγάλης Κυριακῆς καί ἡ
Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πορεύεται μυστικῶς πρός τόν ἀνεῳγμένον τάφον τῆς
Ἀναστάσεως. Σπεύδει «ἀγαλλομένῳ ποδί» πρός τό μνημεῖον τῆς Ἐγέρσεως, διά
νά ἀποθέσῃ εἰς αὐτό τά μύρα τῆς χαρᾶς καί τῆς λατρείας της. Δέν κομίζει
μύρα ὑλικά, διά νά ἐκφράσῃ τήν φλεγομένην ἀγάπην της. Ἀντί μύρων,
ἀναπέμπει ἐκ τῆς παλλομένης καρδίας της τόν ὕμνον πρός τόν Δεσπότην, τήν
δοξολογίαν πρός τόν Κύριον, τήν λατρείαν πρός τόν Σωτῆρα! Τί ἄλλο ἔχει
νά προσφέρῃ πρός τόν ἐν δόξῃ θριαμβευτήν, παρά μόνον τήν μεταπεποιημένην
ὑπό τῆς Χάριτος καρδίαν της; Εἰς ἀπάντησιν δέ εἰς τήν σπουδήν καί
ἑτοιμασίαν της ἀξιοῦται νά ἴδῃ μυστικῶς, ὡς ἄλλοτε αἱ Μυροφόροι
σωματικῶς, ἀνατέλλοντα ἐκ τοῦ τάφου τόν τῆς δικαιοσύνης Ἥλιον, ὁ ὁποῖος
χαρίζει εἰς πάντας τήν πνευματικήν ζωήν καί ἐξανάστασιν. Μακαρία τῷ ὄντι
ἡ μυστική τῆς θείας Ἀναστάσεως ἐνόρασις! Μακαρία ἡ ψυχή ἡ μυστικῶς
ἑνωτιζομένη τοῦ θριαμβικοῦ τῆς Ἐγέρσεως μηνύματος, ἡ ἀπαστράπτουσα τό
θεοποιόν τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου Φῶς! Ἐκτός τοῦ μακαρίου τούτου φωτός
δέν ὑπάρχει ζω
ή, ἀλλ᾿ ἐπικρατεῖ ἡ παγερότης τοῦ θανάτου, τό ψεῦδος τῆς ἀνυπαρξίας, ἡ μελάνωσις τῆς φθορᾶς!
Τροπάρια
«Τήν ἄμετρόν σου εὐσπλαγχνίαν, οἱ ταῖς τοῦ
Ἅιδου σειραῖς, συνεχόμενοι, δεδορκότες,
Πρός τό φῶς ἠπείγοντο Χριστέ, ἀγαλλομένῳ
Ποδί, Πάσχα κροτοῦντες αἰώνιον.»
Ὁ Ἅιδῃς ὑπῆρξε τόπος (ἐν πνευματικῇ
προφανῶς ἐννοίᾳ) θλιβερός. Ἐν αὐτῷ ἐκρατοῦντο δέσμια τά πνεύματα ὅλων
ἀνεξαιρέτως τῶν τεθνεώτων. Ἦτο δεσμωτήριον καί φυλακή, τόπος ἀφεγγής καί
σκοτεινός. Εἰς τά ἀμειδῆ του διαμερίσματα ἐβασίλευεν ἡ θλῖψις, τό
σκότος καί ἡ νέκρωσις τῆς ἀπελπισίας. Ἦτο ὁ ζοφερός τόπος τῆς
πνευματικῆς κυριαρχίας τοῦ Σατανᾶ. Ἡ δύναμις τοῦ ἀπαισίου τούτου κράτους
ἐστηρίζετο ἐπί τῆς ἀρχαίας παρακοῆς, ἐπί τῶν θλιβερῶν ἐρειπίων τῆς
Ἐδέμ. Ἦτο ἕν γιγάντιον οἰκοδόμημα ψεύδους, ὡς ψεῦδος εἶναι καί ἡ
ἁμαρτία, ἐκ τῆς σαρκός τῆς ὁποίας ὑφαίνεται ὁ ἱστός τῆς νεκρώσεως καί
τοῦ θανάτου. Ἡ ἐν τῷ Ἅιδῃ ἐξουσία αὕτη τοῦ Σατανᾶ ἦτο φύσεως ἠθικῆς, δέν
ἦτο ἐξουσία νομική. Οὐδέν νομικόν – ὀντολογικόν δικαίωμα εἶχεν ὁ ἄρχων
τῆς ἁμαρτίας ἐπί τῶν πνευμάτων τῶν θνησκόντων ἀνθρώπων. Τούτων ὁ
πραγματικός Κύριος ἦτο μόνος ὁ Θεός. Ἑπομένως τῶν πνευμάτων ἐκράτει ὁ
ἀρχέκακος, ἐνόσῳ ταῦτα ἦσαν δοῦλα εἰς τήν ματαιότητα καί τήν φθοράν. Ἐφ᾿
ὅσον δέ ἡ ἁμαρτία ἐστηρίζετο ἐπί ἑνός ψεύδους, ἑπόμενον ὅτι καί ἡ
δύναμις τοῦ ἀλλοτρίου ἐστηρίζετο ἐπί τοῦ αὐτοῦ ψεύδους. Τό βασίλειον
κατά ταῦτα τοῦ θανάτου ἦτο οἰκοδόμημα κατ᾿ ἐπίφασιν καί σαθρόν. Ἤρκει νά
ἀφαιρεθῇ ἡ σαθρά βάσις του, διά νά καταρρεύσῃ ἐκ θεμελίων ὁλόκληρον!
Τήν κατάῤῥευσιν τοῦ οἰκοδομήματος τοῦ
θανάτου ἐπέφερεν ἡ ἐν τῷ Ἅιδῃ κραταιά κάθοδος τοῦ Λυτρωτοῦ. Αὕτη
ἀπετέλει μέτρον τῆς ἀφράστου φιλανθρωπίας τοῦ Δεσπότου, ἔκφρασιν τῆς
ἀμέτρου εὐσπλαγχνίας τοῦ Σωτῆρος. Ἦτο ἐνέργεια ὁμόλογος πρός τόν καθόλου
χαρακτῆρα τοῦ ἔργου τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Μέ τήν διαφοράν ὅτι, ἐνῷ
μέχρι τοῦ θανάτου καί τοῦ ἐνταφιασμοῦ τοῦ Χριστοῦ τό ἔργον τοῦτο
ἠκολούθει τά μέτρα τῆς ἐν ταπεινώσει κενώσεως τοῦ Λόγου, ἡ εἰς Ἅιδου
κάθοδος τοῦ Κυρίου, οὖσα κάθοδος κραταιά, ἀποτελεῖ ἐνάσκησιν τοῦ
βασιλικοῦ τοῦ Σωτῆρος ἀξιώματος, ἐν τῷ ὁποίῳ διαλάμπουν ἡ ἄπειρος
δύναμις καί ἡ ἐνάργεια τῆς θείας μεγαλειότητος καί παντοδυναμίας.
Ἐν τῷ Ἅιδῃ ὁ Σωτήρ κατέρχεται ὡς
κραταιός καί δυνατός, «ἠμφιεσμένος στολήν ἐκδικήσεως» καί κραδαίνων τό
ξίφος τῆς θείας ὀργῆς. Πνέει πῦρ ἐναντίον τῶν σκοτίων δυνάμεων τῆς
ἁμαρτίας. Πρό τῆς ἀπειροδυνάμου παρουσίας του ὁ Ἅιδης πικραίνεται, ἔχων
εἰς τά σπλάχνα του βροτόν τεθεωμένον, κατάστικτον τοῖς μώλωψι καί
πανσθενουργόν. Πρό τῆς παρουσίας τοῦ ἰσχυροῦ ἡ εἰδεχθής του ἐπικράτεια
συντρίβεται. Καταῤῥέει τό γιγάντιον τοῦ ψεύδους οἰκοδόμημα,
ἀνατινάσσονται αἱ σαθραί καί ἑτοιμόρροποι βάσεις του, ὅταν μετ᾿ αὐτῶν
ἔρχεται εἰς ἐπαφήν ἡ θρυαλλίς τῆς θείας δικαιοσύνης καί δυνάμεως. Ὁ
Σατανᾶς ἐκδιώκεται ἐκ τοῦ σκοτεινοῦ ὀχυροῦ τῆς ἀπάτης του, ἀπεκδύεται
πᾶσαν τήν ἐν τῷ θανάτῳ ἰσχύν καί ἐξουσίαν του.
Τήν ἐν τῷ Ἅιδῃ σωτήριον κατάβασιν τοῦ
Χριστοῦ πανηγυρίζουν πρῶτοι «οἱ ταῖς τοῦ Ἅιδου σειραῖς συνεχόμενοι»,
δηλαδή οἱ κρατούμενοι δέσμιοι εἰς τά σκοτεινά τοῦ θανάτου καταγώγια.
Οὗτοι δεδορκότες (=βλέποντες) τήν ἄμετρον εὐσπλαγχνίαν τοῦ Κυρίου, ἡ
ὁποία τοσοῦτον τρανῶς ἀναλάμπει ἐν τῇ λυτρωτικῇ ταύτῃ καταβάσει,
ἔσπευδον ἀγαλλομένῳ ποδί πρός τό σωτήριον φῶς τῆς Ἀναστάσεως,
συνεορτάζοντες μετά τῶν ζώντων τό αἰώνιον Πάσχα τῆς σωτηρίας.
Ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ εὐσεβείᾳ ἡ εἰς Ἅιδου
κάθοδος τοῦ Χριστοῦ ἔχει χαρακτῆρα ἀναστάσιμον. Αὕτη συνάπτεται στενῶς
καί ἐναλλάσσεται μετά τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι δέ χαρακτηριστικόν τό
γεγονός, ὅτι ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ εἰκονογραφίᾳ ἡ Ἀνάστασις ἀπεικονίζεται διά
τῆς ἐν τῷ Ἅιδῃ καθόδου τοῦ Σωτῆρος. Δικαίως δέ.διότι
συντριβέντος τοῦ θανάτου διά τῆς κραταιᾶς ἐκείνης καταβάσεως καί
ἀφανισθείσης τῆς φθορᾶς, ἡ ἀνάστασις ἀκολουθεῖ ὡς συνέπεια φυσική. Ὅπως
συντριβομένων τῶν δεσμῶν, ἡ ἀπελευθέρωσις ἕπεται ὡς ἐπακόλουθον φυσικόν,
οὕτω παταχθείσης τῆς φθορᾶς ἡ φύσις ἀνίσταται, ἤτοι χωρεῖ εἰς τήν ἐν τῇ
ἀφθαρσίᾳ μόνιμον καί σταθεράν ἐγκαθίδρυσιν αὐτῆς.
«Προσέλθωμεν λαμπαδηφόροι, τῷ προϊόντι
Χριστῷ ἐκ τοῦ μνήματος, ὡς νυμφίῳ, καί
Συνεορτάσωμεν, ταῖς φιλεόρτοις τάξεσι,
Πάσχα Θεοῦ τό σωτήριον.»
Τό φυσικόν φῶς ἀποτελεῖ τήν πληρεστέραν
ἀναλογικήν εἰκονικήν παράστασιν τοῦ Θεοῦ. Ἰδίως ὁ φυσικός ἥλιος
ἀπεικονίζει τόν Θεόν ὡς τόν νοητόν τῆς δικαιοσύνης Ἥλιον, διά τῆς
φαεινῆς λαμπρότητος, τῆς θαλπωρῆς καί τῆς φωτοχυσίας του. Ὅπως δηλαδή ὁ
φυσικός ἥλιος φωτίζει καί ζωογονεῖ τά ὄντα, φαιδρύνων ἅμα καί λαμπρύνων
τήν κτίσιν, οὕτω καί ὁ Θεός φωτίζει, συνέχει καί συγκρατεῖ τά ὄντα διά
τοῦ φωτός τῆς δόξης του καί ζωογονεῖ ταῦτα διά τῆς φαεινῆς δυνάμεως τῶν
προσταγμάτων του. Περαιτέρω ὡς φῶς παρίστανται ὄχι μόνον αἱ ἐξωτερικαί
ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί αἱ ἀΐδιοι ἐνδοτριαδικαί σχέσεις ἐν τῇ
θεότητι. Οὕτως ἡ ἀΐδιος ἐκ τοῦ Πατρός γέννησις τοῦ Υἱοῦ, ὡς καί αἱ
φυσικαί μεταξύ τούτων σχέσεις ἐκφράζονται διά τῆς αὐτῆς ἀναλογίας τοῦ
φωτός. Ὡς γνωστόν, τήν ἀναλογίαν ταύτην ἐχρησιμοποίησε καί ἡ ἐν Νικαίᾳ
Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος, διά νά ἐκφράσῃ τήν ἀΐδιον σχέσιν καί τήν
ταυτότητα οὐσίας μεταξύ Πατρός καί Υἱοῦ.
Ἡ ἀναλογία τοῦ φωτός χρησιμοποιεῖται
πλουσίως καί ἐν τῇ ὀρθοδόξῳ λατρείᾳ πρός παράστασιν τῆς φωτεινότητος τοῦ
σωτηριολογικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀγαθοῦ. Οὕτως ὡς Φῶτα χαρακτηρίζονται ἐν
αὐτῇ τά ἅγια Θεοφάνεια, ὡς Λαμπρή δέ, ἡ ζωηφόρος τοῦ Κυρίου Ἀνάστασις.
Κατά τήν ἱεράν νύκτα τῆς Ἀναστάσεως ἐσυνηθίζετο ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἐκκλησίᾳ νά
δέχωνται τό βάπτισμα πολλοί ἐκ τῶν κατηχουμένων. Οὗτοι ἦσαν
λευχειμονοῦντες (= ἐφόρουν λευκά ἐνδύματα) καί εἰς τάς χεῖράς των ἔφερον
λαμπάδας ἀνημμένας. Τόσον διά τῶν λευκῶν ἐνδυμάτων, ὅσον καί διά τῶν
ἀνημμένων λαμπάδων ἐδηλοῦτο μεταφορικῶς ἡ λαμπρότης τῆς σωτηρίου τελετῆς
τοῦ βαπτίσματος καί ἡ φωτεινότης τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως . Ὁ
ἱερός Ὑμνῳδός προτρέπει τούς πιστούς ὅπως λαμπαδηφόροι καί αὐτοί,
προσέλθουν εἰς ὑπάντησιν τοῦ ἐξερχομένου, ὡς νυμφίου, ἐκ τοῦ τάφου
Χριστοῦ. Ἡ προτροπή τοῦ Ὑμνῳδοῦ, πλήν τῆς ἀρχαίας ἐκείνης λαμπαδηφορίας,
στηρίζεται καί ἐπί τῆς παραβολῆς τῶν δέκα παρθένων, τήν ὁποίαν ἐδίδαξεν
ὁ Σωτήρ (Ματθ. 25, 1 ἑξ). Ἡ Ἀνάστασις εἶναι γεγονός εὐφρόσυνον καί
χαροποιόν. Ἐν τῷ τροπαρίῳ ὁ Τάφος παραβάλλεται πρός παστάδα, ὁ δέ Σωτήρ
πρός Νυμφίον, προερχόμενον ἐξ αὐτῆς. Ἐν τῇ Ἀναστάσει τελοῦνται μυστικῶς
οἱ πνευματικοί γάμοι μεταξύ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί τῶν μετ᾿ αὐτοῦ
συνδεδεμένων πιστῶν. Ὡς προϋπόθεσις ἀπαραίτητος τῆς πνευματικῆς ταύτης
ἁρμόσεως ἀπαιτεῖται ἀπό μέρους τῶν πιστῶν ἡ πνευματική τῶν ψυχῶν των
λαμπαδηφορία, ἡ συνισταμένη εἰς τήν κατοχήν τοῦ φωτός τῆς καθάρσεως καί
τήν πνευματικήν ἀκτινοβολίαν τῶν ἀρετῶν. Εἰς τόν νυμφῶνα τοῦ Κυρίου τόν
ηὐτρεπισμένον καί ἀπαστράπτοντα θά εἰσέλθουν μόνον τά καθαρά καί
θεόμορφα πνεύματα, αἱ σάρκες αἱ ἀπαστράπτουσαι τήν φωτοειδῆ αἴγλην τῆς
Ἀναστάσεως. Τό πάθος καί ἡ φθορά οὐδεμίαν πρόσοδον θά ἔχουν εἰς τά
φωτεινά διαμερίσματα τοῦ οὐρανοῦ, εἰς τήν ἑόρτιον χαράν τῆς Βασιλείας,
εἰς τήν λαμπρότητα τῶν ἁγίων καί τήν μυστικήν τοῦ Θείου Νυμφῶνος χαράν!
Εἰς τόν εὐφρόσυνον ἑορτασμόν τῆς
Ἀναστάσεως δέν συμμετέχει μόνον ἡ ἐπί γῆς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί
αἱ φιλέορτοι τάξεις τῶν οὐρανῶν. Εἰς τήν χαράν τῆς Ἀναστάσεως μετέχουν
καί τά ἀγγελικά τάγματα, συνεορτάζοντα μετά τῶν ἀνθρώπων, «Πάσχα Θεοῦ τό
σωτήριον». Τά κάτω συγχορεύουν μετά τῶν ἄνω, ἄνθρωποι καί ἄγγελοι
πανηγυρίζουν τά νικητήρια, καταλαμπόμενοι διά τοῦ φωτός τῆς Ἐγέρσεως. Ὁ
εὐφρόσυνος τόνος τῆς Ἀναστάσεως ἔχει καθολικάς καί αἰωνίας διαστάσεις,
ὡς καθολικόν καί αἰώνιον εἶναι αὐτό τοῦτο τό γεγονός τῆς θείας τοῦ Λόγου
ἐνανθρωπήσεως.
Ὠιδή στ´. Ὁ Εἱρμός.
«Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς, καί
συνέτριψας μοχλούς αἰωνίους, κατόχους
πεπεδημένων Χριστέ, καί τριήμερος, ὡς ἐκ
κήτους Ἰωνᾶς, ἐξανέστης τοῦ τάφου.»
Ὁ Ἰωνᾶς ἔλαβε πρόσταγμα παρά τοῦ Θεοῦ νά
μεταβῇ εἰς τήν πόλιν Νινευή (Ἰωνᾶ Α´, 2) καί νά κηρύξῃ εἰς αὐτήν
μετάνοιαν, διότι αἱ ἁμαρτίαι της ἀνέβησαν εἰς ὕψος πολύ. Ὁ Ἰωνᾶς
ἠπείθησεν εἰς τό πρόσταγμα τοῦ Κυρίου καί φεύγων ἐπεβίβασθη ἐπί πλοίου
διά νά μεταβῇ εἰς ἄλλην πόλιν, τήν Θαρσίς. Ἡ παρακοή εἰς τό θέλημα τοῦ
Θεοῦ δι᾿ ἕνα Προφήτην συνιστᾶ μέγα παράπτωμα. Θέλων νά τιμωρήσῃ καί
συγχρόνως νά παιδαγωγήσῃ τόν προφήτην του ὁ Κύριος ἤγειρε σάλον μέγαν ἐν
τῇ θαλάσση, ὥστε τό πλοῖον, ἐπί τοῦ ὁποίου ἐπέβαινεν ὁ φυγάς, νά
κινδυνεύῃ νά καταποντισθῇ. Ὁ Ἰωνᾶς ἀντιληφθείς τό μάταιον τῆς φυγῆς του,
ἐζήτησεν ἀπό τό πλήρωμα νά τόν ρίψῃ εἰς τήν θάλασσαν, τό ὁποῖον καί
ἐγένετο. Ὁ Θεός ὅμως παρενέβη διά δευτέραν φοράν καί διέταξε κῆτος
θαλάσσιον νά καταπίῃ εἰς τά σπλάγχνα του τόν Ἰωνᾶν. Εἰς τήν κοιλίαν τοῦ
κήτους παρέμεινεν οὗτος τρεῖς ἡμέρας καί τρεῖς νύκτας δοξάζων τόν Θεόν.
Ἀκολούθως τό κῆτος ἐξήμεσε τόν προφήτην εἰς τήν ξηράν, διά νά μεταβῇ
οὗτος εἰς Νινευή καί φέρῃ εἰς πέρας τό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ περιπέτεια αὕτη τοῦ Ἰωνᾶ φέρεται ὡς
μία ἐκ τῶν σημαντικωτέρων προτυπώσεων τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ (Ματθ.
12, 40). Πρωτίστως πρέπει νά γίνῃ διαστολή μεταξύ τῆς παρακοῆς τοῦ
Προφήτου ἀρνηθέντος νά ἐκτελέσῃ τό πρόσταγμα τοῦ Θεοῦ, καί τῆς ἄκρας
ὑπακοῆς τοῦ Μεσσίου εἰς τήν προαιώνιον περί σωτηρίας βουλήν τοῦ Πατρός,
τήν ὁποίαν ἐξεπλήρωσε μετά σπουδῆς. Ἡ ὑπακοή αὕτη τοῦ Χριστοῦ εἰς τό
σωτήριον θέλημα τοῦ Πατρός διώρθωσε καθ᾿ ὅλην τήν ἔκτασιν αὐτῆς τήν
ἀρχαίαν ἐν Ἐδέμ παρακοήν. Ὅ,τι δηλαδή ἠρνήθη νά πράξῃ ἐλευθέρως ὁ Ἀδάμ,
ἀκολουθήσας εἰς τό θέλημα τοῦ Σατανᾶ, τοῦτο ἀναλαμβάνει καί ἐκπληρώνει
ἐθελουσίως ὁ Σωτήρ, συντρίβων τό θέλημα καί τήν ἰσχύν τοῦ Πονηροῦ. Ἡ
ὑπακοή τοῦ Νέου Ἀδάμ ἀνακεφαλαιώνει ἐν ἑαυτῇ τήν παρακοήν τοῦ
προπάτορος, θεραπεύει τήν ἀρχέγονον φύσιν εἰς τό ἀποστατικόν ἄνοιγμα
αὐτῆς εἰς τήν ἁμαρτίαν. Ὁ Σταυρός, ὡς ἀποκορύφωσις τῆς ταπεινώσεως καί
τῆς ἄκρας ὑπακοῆς τοῦ Λυτρωτοῦ (Φιλιπ. 2, 8), ἀναιρεῖ τό πικρόν ξύλον
τῆς Ἐδέμ, ἐπί τοῦ ὁποίου ἐκορυφώθη ἡ ἀρχέγονος ἀλαζονεία καί παρακοή!
Τό τροπάριον ἐπανέρχεται καί πάλιν εἰς
τό ζωτικόν θέμα τῆς εἰς Ἅιδου καθόδου τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος κατῆλθεν εἰς
τά κατώτατα μέρη τῆς γῆς, διά νά κηρύξῃ καί ἐκεῖ τό σωτήριον κήρυγμα
τῆς πίστεως (1 Πετρ. 3, 19-20). Ἡ εἰς Ἅιδου κάθοδος τοῦ Ἰησοῦ
ἠκολούθησεν εἰς τό πάθος καί τήν ἐν τῷ τάφω κατάθεσιν αὐτοῦ. Ἤδη ὁ
θάνατος εἶχε κατά κράτος νικηθῆ διά τῆς ὑπερτάτης θυσίας ἐπί τοῦ
σωτηρίου ξύλου τῆς ζωῆς. Ἡ κατάβασις εἰς τόν Ἅιδην ἦτο πλέον ἡ πρᾶξις
τοῦ ἰσχυροῦ, ὁ ὁποῖος καί συνέτριψε παντοδυνάμως τούς προαιωνίους
μοχλούς, οἱ ὁποῖοι ἐκράτουν δεσμίας τῶν τεθνεώτων τάς ψυχάς. Ἡ παραμονή
τοῦ Κυρίου εἰς τόν τάφον (καί τόν Ἅιδην) ἦτο τριήμερος, ὡς τριήμερος ἦτο
καί ἡ ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους παραμονή τοῦ Ἰωνᾶ (Ματθ. 12, 40). Ὁ
Κύριος, ὡς πανάγιος, οὐδέν ὤφειλεν εἰς τόν Ἅιδην. Συντρίψας τήν ἰσχύν
τοῦ μιαροῦ, ἐξῆλθεν ἐξ αὐτοῦ (τοῦ Ἅιδου) ζωηφόρος καί ἔνδοξος, ὡς
ἀστραπηβόλος καί ἔνδοξος ἀνέστη καί ἐκ τοῦ μνήματος.
Τροπάρια
«Φυλάξας τά σήμαντρα σῷα Χριστέ,
ἐξηγέρθης τοῦ τάφου, ὁ τάς κλεῖς τῆς Παρθένου
μή λυμηνάμενος ἐν τῷ τόκῳ σου, καί
ἀνέῳξας ἡμῖν Παραδείσου τάς πύλας».
Ἡ παχεῖα ὕλη δέν παρεμποδίζει τήν
διεισδυτικήν λεπτότητα τοῦ πνεύματος. Οἱ Ἑβραῖοι ἐν τῇ ἐθελοκάκῳ
τυφλώσει των ἐνόμιζον, ὅτι ἠδύναντο διά τῶν μέσων τῆς ὑλικῆς των
δυνάμεως νά διασφαλίσουν τήν ἐν τῷ τάφῳ παραμονήν τοῦ Δεσπότου. Διά
τοῦτο καί ἐσφράγισαν τόν τάφον καί ἔταξαν κουστωδίαν νά φυλάττῃ αὐτόν
(Ματθ. 27, 66). Καί ταῦτα μέν ἔπραξαν φυσικῶς ὡς ἄνθρωποι. Πόσον ὅμως
μωρός καί ἀνόητος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν κωφεύων εἰς τό θαῦμα τοῦ Θεοῦ
καί μένων ἐγκλωβισμένος εἰς τήν σύμφυτον ἀπόνοιαν, προσπαθῇ νά ἀντιτάξῃ
ἑαυτόν πρός τήν ἀπειρόσοφον καί παντοδύναμον βουλήν τοῦ Θεοῦ! Εἶναι ὡσάν
νά ἐπισείῃ τόν γρόνθον αὐτοῦ ἐναντίον ὅλων τῶν κεραυνῶν, ὡσάν νά
προσπαθῇ νά ἀνακόψῃ διά τῆς παλάμης του τόν ροῦν ὅλου τοῦ θαλασσίου
συστήματος! Ὁ τάφος, συνετώτερος τῶν φονευτῶν(!), δυσανασχετεῖ, φέρων
ἐντός του τό ἀπειροδύναμον ἐνδιαίτημα τῆς ζωῆς. Πῶς ἠδύνατο νά βαστάσῃ
τόν κτίσαντα παλάμῃ τούς οὐρανούς; Νά κρατήσῃ ἐντός του τόν φέροντα
προαιωνίως τά πάντα; Ὁ τάφος ἀδυνατεῖ νά καλύψῃ τόν παντοδύναμον Θεόν.
Ἐκρήγνυται ἐκ τῆς ἀπείρου δυνάμεως τῆς κυκλουμένης εἰς τά σκοτεινά
σπλάγχνα του. Ὁ Χριστός ἐξηγέρθη τοῦ μνήματος! Ἀνέστη ζωηφόρος καί
ἔνδοξος, ἐγκαταλείπων ἄθικτα καί τάφον καί σήμαντρα, ὡσάν νά ἐμυκτήριζε
διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ τό ἄχθος τῆς ἀνθρωπίνης ἀπονοίας καί ματαιότητος.
Ἡ παχύτης τοῦ τάφου δέν παρημπόδισε τήν
διά τῆς ἐσφραγισμένης εἰσόδου του κραταιάν τοῦ Νικητοῦ παρέλευσιν, ὅπως
δέν παρημπόδισε καί ἡ παχύτης τῶν τοίχων τοῦ οἰκήματος (ἐν Ἱερουσαλήμ)
τήν εἰς αὐτό, κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, εἴσοδον τοῦ ἀναστάντος Διδασκάλου
(Ἰω. 20, 19). Ταῦτα πάντα ἦσαν σημεῖα ἐμφανῆ τοῦ ἀπροσίτου θαύματος καί
τῆς νέας ἐξ ἀναστάσεως πνευματικῆς ζωῆς καί τάξεως. Ἡ ὕλη κατανικᾶται
ὑπό τοῦ πνεύματος, ἑλκομένη εἰς τήν μεταποιητικήν δύναμιν αὐτοῦ. Τό σῶμα
λαμπρύνεται διά τῆς ἀναστάσεως, ἀνακαινίζεται καί ἀφθαρτίζεται.
Παραλλήλως ὅμως τήν ἀπαρχήν τῆς νέας τάξεως τῶν πραγμάτων, τήν ὁποίαν
ἐγκαινιάζει ἐπί τῆς γῆς ἡ θεία τοῦ Λόγου ἐνανθρώπησις, βλέπομεν
ἀποτυπουμένην καί εἰς τόν ἄῤῥητον Τόκον τῆς Παρθένου. Ἡ ἐν τῇ μήτρᾳ τῆς
Πανάγνου σύλληψις τοῦ Ἰησοῦ δέν κατέστρεψε τά παρθενικά σήμαντρα τῆς
Θεοτόκου. Ὁμοίως καί ἡ ἐξ αὐτῆς γέννησις τοῦ Θεανθρώπου κατέλιπεν
ἀνέπαφον τήν παρθενίαν τῆς ἀπειράνδρου Μητρός! Ἡ ἄφθορος σύλληψις καί
γέννησις τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀποτελοῦν τό προανάκρουσμα τῆς ἐν τῷ σωτηρίῳ
ἔργῳ τῆς ἐνανθρωπήσεως ἀφθαρσίας καί ἀνακαινώσεως τοῦ σύμπαντος. Ἡ νέα
ἀδιάφθορος τάξις εἶναι ὁμόλογος πρός τήν καινότητα τοῦ ὅλου
χριστολογικοῦ θαύματος. Ἀνέπαφον τό λίκνον τῆς Ζωῆς, ἀνέπαφος καί ἡ
νεκρική θήκη αὐτῆς! Τό ἄνοιγμα τῆς φύσεως ἐν ὅλῃ τῇ αἴγλῃ αὐτοῦ εἰς τήν
ἀπειροδύναμον διάστασιν καί ἐνέργειαν τῆς Θεότητος!
«Σωτέρ μου τό ζῶν τε καί ἄθυτον, ἱερεῖον,
ὡς Θεός, σεαυτόν ἑκουσίως, προσαγαγών
τῷ Πατρί, συνανέστησας, παγγενῆ τόν
Ἀδάμ, ἀναστάς ἐκ τοῦ τάφου.»
Λόγῳ τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων τῶν
δύο φύσεων ἐν τῷ ἑνιαίῳ προσώπῳ τοῦ Χριστοῦ, ὁ Κύριος δέχεται τά
ἰδιώματα ταῦτα, καί ἄλλοτε μέν ἀποκαλεῖται Θεός ἐκ τῆς ὀπτικῆς γωνίας
τῆς ἀνθρωπότητος, ἄλλοτε δέ ἄνθρωπος ἐκ τῆς ὀπτικῆς γωνίας τῆς Θεότητος.
Εἰς τό παρόν τροπάριον ὁ Ὑμνῳδός ἀποβλέπων εἰς τήν θείαν φύσιν τοῦ
Σωτῆρος, ὀρθῶς χαρακτηρίζει αὐτόν ὡς ζῶν καί ἄθυτον ἱερεῖον. Ἡ θεία
φύσις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀπαθής. Ὁ Θεός, ὡς ἄπειρον καί ἀπόλυτον πνεῦμα,
δέν δύναται νά ὑποστῇ πάθος καί θάνατον, καταστάσεις ἁρμοζούσας σαφῶς
εἰς τόν κτιστόν καί πεπερασμένον ἄνθρωπον. Ἀποβλέπων ὅμως εἰς τήν
ἀνθρωπίνην φύσιν τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία ἦτο φύσις κτιστή καί παθητή,
ἀποδίδει τό πάθος εἰς τόν ἑνιαῖον Κύριον, ὡς Θεόν ἅμα καί ἄνθρωπον τόν
αὐτόν. Ὁ ὑφιστάμενος τό πάθος δέν ἦτο ἄνθρωπος ψιλός, ὡς ἐφλυάρει τῶν
χριστομάχων ἡ κακόνοια, ἀλλ᾿ ὁ Θεός ἐν τῇ ἀχράντῳ σαρκί αὐτοῦ, τήν
ὁποίαν ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως προσέλαβεν ἐκ τῶν ἁγνῶν λαγόνων τῆς
Παρθενομήτορος.
Ὁ Χριστός, λοιπόν, ὡς ζῶν καί ἄθυτον
ἱερεῖον (ὡς Θεός), ὡς ἄνθρωπος ὁ αὐτός ἀναλαμβάνει ἑκουσίως τό πάθος,
διά νά προσαγάγῃ ἡμᾶς πρός τόν Πατέρα, ἀπό τόν ὁποῖον ἀπεμακρύνθημεν διά
τῆς εἰς τήν ἁμαρτίαν πτώσεώς μας. Ὁ Χριστός διά τοῦ πάθους του ἐξιλέωσε
τόν ἁμαρτωλόν ἄνθρωπον ἔναντι τοῦ ἁγίου καί δικαίου Θεοῦ, εἰρήνευσε τήν
ἐπαναστατήσασαν φύσιν, συνήνωσε τά τό πρίν διεστῶτα, κατήργησε τήν
ἔχθραν (Ἐφ. 2, 14) καί συνεφιλίωσε τόν ἄνθρωπον μετά τοῦ Θεοῦ. Τέλος διά
τῆς Ἀναστάσεώς του συνανέστησε παγγενῆ τόν Ἀδάμ. Ἡ καθολική ἀνάστασις
τοῦ γένους εἶναι ὁ γενικός καρπός τῆς ζωηφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ.
Διά τῆς Ἀναστάσεώς του ὁ Κύριος κατεπάτησε τόν θάνατον καί ἤνοιξε τάς
πύλας τῆς αἰωνιότητος εἰς ὁλόκληρον τό ἐξ Ἀδάμ καταγόμενον ἀνθρώπινον
γένος. Ἡ δυνατότης τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως ἔχει ἀναφοράν καί ἰσχύν δι᾿
ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους. Τοῦτο βεβαίως δέν σημαίνει καί ἔνδοξον
τῶν πάντων ἀνάστασιν, δηλαδή μετοχήν ὅλων ἀδιακρίτως τῶν ἀνθρώπων εἰς
τήν χαράν τοῦ οὐρανοῦ. Κατά τήν δευτέραν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ θά
ἀναστηθοῦν μέν ἐκ τῶν μνημείων ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἄνθρωποι, δέν θά
εἰσέλθουν ὅμως καί ὅλοι εἰς τήν χαράν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Οὕτως,
ἄλλοι μέν θά ἀναστοῦν εἰς ἀνάστασιν ζωῆς, ἄλλοι δέ εἰς ἀνάστασιν κρίσεως
(Ἰω. 5, 29). Τό μέτρον τῆς τοιαύτης διακρίσεως τῶν ἀνθρώπων θά εἶναι ἡ
ἐλευθέρα τοποθέτησις αὐτῶν ἔναντι τῆς χάριτος καί τοῦ σωτηρίου ἔργου τοῦ
Χριστοῦ. Κατά ταῦτα, τό ὅτι ὁ Σωτήρ διά τῆς Ἀναστάσεώς του συνεγείρει
παγγενῆ τόν Ἀδάμ δέν σημαίνει ὅτι καί συνεισάγει τοῦτον παγγενῆ εἰς τό
κράτος τῆς θείας Βασιλείας. Σημαίνει μόνον ὅτι διά τῆς νίκης του
κατήργησεν ἅπαξ διά παντός τόν θάνατον, δίδων τήν δυνατότητα τῆς ἐκ
νεκρῶν ἀναστάσεως εἰς ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους. Ἡ εἴσοδος εἰς
τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ θά ἐξαρτηθῇ ἐκ τοῦ βαθμοῦ τῆς ὑπό τοῦ ἀνθρώπου
ἐλευθέρας προσοικειώσεως τοῦ σωτηρίου ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Ἡ σωτηρία δέν
σημαίνει ἑτεραρχικόν αὐτοματισμόν. Εἶναι ἔργον ἐλεύθερον τῆς χάριτος,
ἐλευθέρως ὑπό τοῦ ἀνθρώπου οἰκειούμενον καί τελειούμενον!
Ὠιδή ζ´. Ὁ Εἱρμός.
«Ὁ Παῖδας ἐκ καμίνου ῥυσάμενος,
γενόμενος ἄνθρωπος, πάσχει ὡς θνητός,
καί διά πάθους τό θνητόν,
ἀφθαρσίας ἐνδύει εὐπρέπειαν
ὁ μόνος εὐλογητός τῶν Πατέρων,
Θεός καί ὑπερένδοξος.»
Οἱ Παῖδες ἐν Βαβυλῶνι δέν προσεκύνησαν
τήν χρυσῆν εἰκόνα τοῦ Ναβουχοδονόσορος (Δανιήλ Γ´). Λατρεύοντες τόν
ἀληθινόν Θεόν, ἠρνήθησαν νά προσκυνήσουν τό ἄψυχον εἴδωλον. Ἠρνήθησαν νά
ὑπακούσουν εἰς τό δόγμα τοῦ δολίου ἄρχοντος. Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ὁ
ἀπαγορεύων τήν προσκύνησιν τῶν εἰδώλων, ἦτο δι᾿ αὐτούς ὑπέρ πάντα ἄλλον
νόμον. Τό τίμημα τῆς ἀρνήσεώς των ἦτο φοβερόν. Κατ᾿ ἀπόφασιν τοῦ
Βασιλέως οἱ ἀρνούμενοι τήν προσκύνησιν τοῦ εἰδώλου του, θά ἐρρίπτοντο
ζῶντες εἰς κάμινον πυρός καιομένην. Ἀρνηθέντες, λοιπόν, οἱ Παῖδες νά
προσκυνήσουν τό ἄψυχον εἴδωλον, ἐρρίφθησαν ζῶντες εἰς τήν κάμινον, τήν
ὁποίαν μάλιστα ὁ βασιλεύς, σφόδρα ὀργισθείς, ἑπταπλασίως ἐξέκαυσε. Τό
ἀποτέλεσμα τῆς θεοστυγοῦς πράξεως εἶναι γνωστόν. Οἱ Τρεῖς Παῖδες
παρέμειναν ἄθικτοι ἐκ τῆς διαβρωτικῆς δυνάμεως τοῦ πυρός, αἰνοῦντες καί
δοξάζοντες τόν παντοδύναμον Θεόν (Δανιήλ Γ´, προσευχή Ἀζαρίου καί ὕμνος
τῶν Τριῶν), τόν κατασυντρίβοντα τήν ἰσχύν τῶν εἰδώλων καί σώζοντα τούς
ὁσίους αὐτοῦ ἐκ τῶν μιαιφόνων χειρῶν τῶν θεομάχων ἐχθρῶν των.
Ὁ ῥυσάμενος τότε τούς Παῖδας ἐκ φλογός
δέν ἦτο ἄλλος ἀπό τόν Σωτῆρα Κύριον, ἡ σωτήριος ἐνέργεια τοῦ ὁποίου (ὡς
Θεοῦ Λόγου) ἐξετείνετο καί εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, μερικῶς βεβαίως καί
μέ προοπτικήν πάντοτε τήν ἐπί γῆς σωτήριον οἰκονομίαν του. Ὁ αὐτός,
λοιπόν, Κύριος, ὁ ὁποῖος ἔσωσεν ἐκ τῆς καμίνου τοῦ πυρός τούς ὁσίους
τρεῖς Παῖδας, ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν, ὅταν δηλαδή συνετελέσθη ἡ
παιδαγωγοῦσα τόν πεπτωκότα ἄνθρωπον οἰκονομία, ἔγινε πραγματικός
ἄνθρωπος (Γαλ. 4, 4), ἀνέλαβεν ἀκεραίαν τήν ἐκ ψυχῆς λογικῆς καί σώματος
συνισταμένην ἀνθρωπίνην φύσιν του, διά νά σώσῃ ἐκ τῆς καμίνου τῆς
ἁμαρτίας, τό εἰς αὐτήν ὑπό τοῦ ἐχθροῦ ῥιπτασθέν γένος τῶν ἀνθρώπων. Τό
τίμημα τῆς σωτηρίου ταύτης οἰκονομίας ἦτο τό πάθος τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τό
ὁποῖον ἑκουσίως ἀνέλαβεν, ὡς θνητός, ὑπέρ τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Διά
τοῦ πυρός τῆς θείας ἀγάπης καί δικαιοσύνης του ὁ Σωτήρ ἠφάνισε τό καῦμα
τῆς ἁμαρτίας, ἐνδύσας τόν ἄνθρωπον διά τῶν ἐνδυμάτων τῆς πνευματικῆς
ἀφθαρσίας καί ἀνακαινίσεως. Ἡ φθορά ὡς τίμημα τῆς παρακοῆς καταργεῖται
διά τοῦ θανάτου τοῦ ἀσπίλου Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, τήν θέσιν δ᾿ αὐτῆς
καταλαμβάνει ἡ ἀφθαρσία. Ἡ ἀφθαρσία γενικῶς ἀποτελεῖ ἰδιότητα τῆς
πνευματικῆς καί ἀναλλοιώτου οὐσίας τοῦ Θεοῦ (1 Τιμ. 1, 17). Εἰς αὐτήν
εἰσερχόμενον τό δημιούργημα θεοποιεῖται. Ἡ ἐν Χριστῷ θέωσις τῆς φύσεως
νοεῖται πάντοτε ὡς ἀφθαρσία αὐτῆς, ὡς λελαμπρυσμένη καί μακαρία εἴσοδος
εἰς τόν ἄφθαρτον αἰῶνα τοῦ Θεοῦ. Τήν εἴσοδον τῆς κτίσεως εἰς τούς
ἀφθάρτους κόλπους τοῦ οὐρανοῦ ἐπέτυχεν ὁ Σωτήρ δι᾿ ὅλου μέν τοῦ ἐπί γῆς
λυτρωτικοῦ ἔργου του, κατ᾿ ἐξοχήν ὅμως διά τῆς ἐκ νεκρῶν ζωηφόρου
Ἀναστάσεώς του.
Τό σωτήριον ἔργον τοῦ Χριστοῦ ἀναδεικνύει τοῦτον Θεόν προαιώνιον καί ὑπερένδοξον, Θεόν εὐλογητόν τῶν Πατέρων ἡμῶν!
Τό σωτήριον ἔργον τοῦ Χριστοῦ ἀναδεικνύει τοῦτον Θεόν προαιώνιον καί ὑπερένδοξον, Θεόν εὐλογητόν τῶν Πατέρων ἡμῶν!
Τροπάρια
«Γυναῖκες μετά μύρων θεόφρονες,
ὀπίσω σου ἔδραμον.ὅν δέ ὡς θνητόν,
μετά δακρύων ἐζήτουν, προσεκύνησαν,
χαίρουσαι ζῶντα Θεόν,
καί Πάσχα τό μυστικόν,
σοῖς Χριστέ μαθηταῖς
εὐηγγελίσαντο.»
Μέσα εἰς τό ἱστορικόν πλαίσιον τῶν
γεγονότων τῆς Ἀναστάσεως προέχουσαν θέσιν κατέχουν αἱ Μυροφόροι Γυναῖκες
(Λουκ. 23, 55-56. 24, 1 ἑξ.) Αὗται ἦσαν γυναῖκες θεόφρονες. Τετρωμένη ἡ
καρδία των ἐκ τοῦ πρός τόν Διδάσκαλον θείου ἔρωτος ἔδραμον μετά δακρύων
ὀπίσω του. Ὅπως, ἀφωσιωμέναι καί πισταί, τόν ἠκολούθουν κατά τήν
διάρκειαν τοῦ ἐπί γῆς ἔργου του (Ματθ. 27, 55), τό αὐτό ἀφωσιωμέναι τόν
ἠκολούθησαν καί μέχρι τῆς τελευταίας κατοικίας του. Ἐν τῷ τάφῳ ἐζήτουν
τόν Σωτῆρα ὡς θνητόν, διά νά ἀποδώσουν εἰς αὐτόν τόν τελευταῖον φόρον
τῆς τιμῆς καί τῆς ἀγάπης των. Τοῦτο ὅμως αἱ Μυροφόροι δέν ἐπέτυχον. Ἡ
Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἐματαίωσε τάς φυσικάς ζητήσεις καί προσδοκίας των.
Αἱ προσδοκίαι ὅμως τῶν γυναικῶν ἦσαν εὐσεβεῖς καί φιλόθεοι. Ἦσαν τό
ἐκχείλισμα τῆς ἀγάπης των πρός τήν ἐνσαρκωθεῖσαν Ἀγάπην καί Ἀγαθότητα.
Διά τοῦτο καί πρῶται κατηξιώθησαν εἰς τάς ὑπερλογικάς διαστάσεις τοῦ
θαύματος. Παροῦσαι εἰς τόν ἱστορικόν χῶρον τοῦ μνήματος δέν εὗρον μέν
τόν Διδάσκαλον ὡς θνητόν, εἶδον ὅμως καί προσεκύνησαν αὐτόν ὡς ζῶντα καί
παντοδύναμον Θεόν!
Αἱ Μυροφόροι ὑπῆρξαν οἱ Πρῶτοι μάρτυρες
τῆς Ἀναστάσεως. Αἱ μεταπεποιημέναι ὑπό τῆς ἀγάπης καρδίαι των ἀνεῴχθησαν
εἰς τόν μυστικόν χῶρον τοῦ θαύματος. Εἰσέδυσαν εἰς τό ἐσώτερον βάθος
τοῦ μυστικοῦ Πάσχα τῆς Χάριτος. Ὑπό τήν γοητείαν τῆς ὑπερτάτης ταύτης
ἀποκαλύψεως, ἔφυγον μετά σπουδῆς διά νά ἀναγγείλουν τό χαρμόσυνον
γεγονός καί εἰς τούς ἄνδρας Μαθητάς (Λουκ. 24, 10). Οἱ πόδες των
ἐχάραξαν πρῶτοι τήν ὁδόν τοῦ σωτηρίου ἀγγέλματος, τό ὁποῖον ἔμελλε νά
στηρίξῃ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, τό κήρυγμα τῆς νέας ὑπερλόγου πίστεως.
«Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅιδου τήν
καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν,
καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον, τόν μόνον
εὐλογητόν τῶν Πατέρων, Θεόν καί ὑπερένδοξον.»
Ὁ θριαμβικός τόνος τῆς Ἀναστάσεως
συνέχει τήν ψυχήν τοῦ ὑμνογράφου. Σκιρτᾷ ἡ καρδία του, ὅταν βλέπῃ τήν
διά τῆς Ἀναστάσεως κατάργησιν τοῦ θανάτου. Ἐπισείει δέ μεγαλοπρεπῶς τό
βαρύτιμον τοῦτο λάφυρον τῆς Ἐγέρσεως. Ὄντως κατεπόθη ὁ θάνατος! «ποῦ
σου, θάνατε, τό κέντρον; ποῦ σου, ᾃδη, τό νῖκος;» (1 Κορ. 15, 54-55). Ὁ
θάνατος, ὁ νεκρώσας τήν φύσιν τῶν βροτῶν διά τῆς παραβάσεως, νεκροῦται
τώρα διά τῆς ἀπειροδυνάμου σοφίας τοῦ κτίστου τῆς φύσεως. Ὁ δέ Ἅιδης, τό
σκοτεινόν τοῦ θανάτου καταγώγιον, ἀποκενοῦται ἐκ τοῦ μακαβρίου πλούτου
του, ἐκ τῆς πενθίμου συγκομιδῆς τῆς πρώτης καί πικρᾶς ἐκείνης
παραβάσεως. Τόσον τά ἐν τῷ Ἅιδῃ πνεύματα, ὅσον καί τά σώματα τά ἐν τοῖς
τάφοις νεκρά ἀποκείμενα, δραστηριοποιοῦνται ὑπό τοῦ ἐνδόξου νικητοῦ.
Ἀποτινάσσοντα τήν φθοράν, ἐμπεριχωροῦνται ὑπό τῆς ζωτικῆς δυνάμεως τοῦ
Λυτρωτοῦ, σπεύδοντα πρός τήν θείαν ἐξανάστασιν καί τήν ἐν τῇ ἐλευθερίᾳ
τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ σταθεράν των ἐγκατάστασιν. Διότι ἡ
Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἀπαρχή μιᾶς νέας καί αἰωνίου βιοτῆς. Εἶναι
ἡ ἄφθαρτος ζύμη ἡ μεταποιοῦσα πρός ἑαυτήν ὁλόκληρον τό φύραμα τῆς νέας
πνευματικῆς ἀνθρωπότητος. Διά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἐγκαινιάζεται
μία νέα διά τόν κόσμον ζωή, τῆς ὁποίας αἱ ὁλόλαμπροι διαστάσεις
ἐκβάλλουν καί ἀναλύονται εἰς τήν αἰωνιότητα. Εἶναι ἡ νέα ζωή, ἡ ὑπέρ τόν
θάνατον καί τήν φθοράν, τό νέον γνήσιον καί αὐθεντικόν εἶναι, ἡ ἀλήθεια
τοῦ λόγου τῆς δημιουργίας, ἡ ζωή ἐν τῷ Πνεύματι, ἐν τῇ ἐλευθερίᾳ καί τῇ
χαρᾷ τῶν υἱῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐκ τῆς νέας ταύτης ζωῆς ἐλλείπει τό ξένον
παράσιτον τῆς ἁμαρτίας (ἐν τῇ ἐννοίᾳ βεβαίως τῆς κατανικήσεως αὐτοῦ ὑπό
τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀνθρωπίνης συνεργείας), ἡ μελάνωσις καί ἡ
ἀκαθαρσία τῆς φθορᾶς. Ἡ νέα ζωή εἶναι σύμμορφος πρός τό νέον πνευματικόν
δημιούργημα, τό ὁποῖον ἀκτινοβόλον ἀνέτειλεν ἐκ τοῦ τάφου τοῦ ἐξ
Ἀριμαθείας Ἰωσήφ!.
Εὔλογον, λοιπόν, τό σκίρτημα τοῦ Ὑμνῳδοῦ
καί κατ᾿ ἐπέκτασιν ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας, διά τά ζωηφόρα ἀποτελέσματα
τῆς Ἐγέρσεως. Εὔλογος καί ἡ δοξολογία, τήν ὁποίαν ἀπευθύνουν πρός τόν
αἴτιον τῆς ὑπερτάτης ταύτης ἀναστασίμου χαρᾶς, τόν μόνον εὐλογητόν τῶν
Πατέρων, Θεόν καί ὑπερένδοξον!
«Ὡς ὄντως ἱερά καί πανέορτος, αὕτη
ἡσωτήριος, νύξ καί φωταυγής,
τῆς λαμπροφόρου ἡμέρας,
τῆς Ἐγέρσεως οὖσα προάγγελος,
ἐν ᾗ τό ἄχρονον φῶς,
ἐκ τάφου σωματικῶς, πᾶσιν ἐπέλαμψεν.»
Μέ τήν κατηγορίαν τοῦ φωτός ἐκφράζεται
καί πάλιν ἐνταῦθα ὑπό τοῦ ἱεροῦ Ὑμνῳδοῦ τό σωτήριον ἀγαθόν τῆς Ἐγέρσεως.
Ἡ νύξ τοῦ Μ. Σαββάτου ἦτο πανέορτος καί φωταυγής. Οἱ ἐπειγόμενοι πρός
τό ἱερόν βάπτισμα ἐκράτουν κατ᾿ αὐτήν ἀνημμένας λαμπάδας, τό φῶς τῶν
ὁποίων ἐγέμιζε τόν οἶκον τοῦ Θεοῦ. Ἡ λαμπρά ἐκείνη φωτοχυσία, συμβολικῶς
ἀναγγέλλουσα τόν θεῖον φωτισμόν, τόν ὁποῖον θά ἐλάμβανον μετ᾿ οὐ πολύ
οἱ βαπτιζόμενοι, ἦτο συγχρόνως καί προάγγελος τῆς λαμπροφόρου ἡμέρας τῆς
Ἐγέρσεως. Διότι κατά τήν ἡμέραν αὐτήν ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος κατά τήν θείαν
φύσιν αὐτοῦ εἶναι τό ἄχρονον φῶς τό ἀϊδίως προερχόμενον ἐκ τοῦ φωτός
τοῦ Πατρός, προῆλθεν ἐκ τοῦ τάφου σωματικῶς, φωτίσαν ὁλόκληρον τήν
κτίσιν διά τῶν μαρμαρυγῶν τῆς μυστικῆς καί ἀποῤῥήτου φωτοχυσίας του.
Ὠιδή η´. Ὁ Εἱρμός.
«Αὕτη ἡ κλητή καί ἁγία ἡμέρα,
ἡ μία τῶν Σαββάτων,
ἡ βασιλίς καί κυρία,
ἑορτῶν ἑορτή, καί πανήγυρις
ἐστί πανηγύρεων, ἐν ᾗ εὐλογοῦμεν,
Χριστόν εἰς τούς αἰῶνας.»
Ὁ Προφήτης Μωϋσῆς κινούμενος ὑπό τοῦ
Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, ὠνόμασε τήν ἡμέραν τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα κλητήν καί
ἁγίαν (Ἐξ ΙΒ´ 16). Κλητήν, διότι αὐτήν ἐκάλεσεν ἐξ ὅλων τῶν ἡμερῶν ὁ
Θεός, διά νά δείξῃ τόν πλοῦτον τῶν θαυμασίων του, τήν ἄπειρόν του
δύναμιν τήν συντρίβουσαν τήν ἰσχύν τῶν ἐχθρῶν καί ὁδηγοῦσαν θαυμασίως
τόν λαόν εἰς τήν ὑπεσχημένην γῆν τῶν Πατέρων του. Ἁγίαν δέ, διότι ἦτο
ἀφιερωμένη εἰς τήν λατρείαν τοῦ ἁγίου Θεοῦ, τοῦ ποιοῦντος μεγάλα καί
θαυμάσια μόνου (Ψαλμ. 76, 15).
Τάς ὀνομασίας ταύτας ἀποδίδει ὁ Ὑμνῳδός
καί εἰς τήν ἡμέραν τοῦ Χριστιανικοῦ Πάσχα. Αὕτη εἶναι ἡ μία τῶν Σαββάτων
(Ματθ. 28, 1), ἡ πρώτη δηλαδή τῆς ἑβραϊκῆς ἑβδομάδος, ἡ Κυριακή, ὡς
ἀπεκάλεσεν αὐτήν πρωϊμώτατα ἡ Ἐκκλησία (Ἀποκ. 1, 10). Ἡ Κυριακή τοῦ
Πάσχα εἶναι ἡμέρα κλητή, διότι ταύτην καθώρισεν ἐν τῇ ἀπείρῳ σοφίᾳ του ὁ
Θεός ὡς ἡμέραν τῆς ἐκ νεκρῶν ζωηφόρου Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἡμέραν
νέαν, ἀπαρχήν τοῦ αἰῶνος τῆς σωτηρίας, ὡς ἀφετηρίαν τῆς μακαρίας
Ὀγδοάδος, τοῦ ἀπεράντου αἰῶνος τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡμέρα ἐκλεκτή καί ἁγία,
ἀφιερωμένη κατ᾿ ἐξοχήν εἰς τήν λατρείαν τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, ἐν τῇ ὁποίᾳ καί
συνοψίζεται ὁλόκληρον τό χριστολογικόν μυστήριον, τό σχέδιον τῆς
σωστικῆς περί τόν ἄνθρωπον οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι ἡ τῶν ἑορτῶν ἑορτή καί ἡ πανήγυρις
τῶν πανηγύρεων. Διά τήν Ὀρθόδοξον Ἀνατολήν ἡ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως εἶναι
ὄντως ἡ κατ᾿ ἐξοχήν πανήγυρις καί ἑορτή! Ἐν τῷ ὀρθοδόξῳ ἑορτολογίῳ αὕτη
κατέχει δεσπόζουσαν θέσιν, εἶναι βασιλίς καί κυρία. Ὅλαι αἱ ἑορταί
συγκλίνουν πρός αὐτήν, διότι ἡ Ἀνάστασις ἀποτελεῖ τόν ἄξονα καί τήν
σφραγῖδα τοῦ σωτηρίου ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Ἐν τῇ Ἀναστάσει ἡ ὀρθόδοξος
ψυχή βλέπει τήν ἰδικήν της φυσιογνωμίαν, ὁραματίζεται τόν ἰδικόν της
τελικόν προορισμόν, τήν ἰδικήν της μεταμόρφωσιν καί θέωσιν. Ἡ Ἀνάστασις
τοῦ Χριστοῦ ἐκπληρώνει ὅλους τούς ἐνδομύχους καί μυστικούς πόθους της,
ἀναπτερώνει τάς μυστικάς ἐνατενίσεις καί ἀνατάσεις της. Ἡ Ὀρθοδοξία
εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως! Εὐλόγως λοιπόν, οἱ Ὀρθόδοξοι ἑορτάζουν
τήν Ἀνάστασιν μέ ἔντονον χαράν καί ἱερόν ἐνθουσιασμόν. Πανηγυρίζουν μέ
ἀλαλαγμόν ψυχῆς τήν ζωηφόρον Ἔγερσιν τοῦ Κυρίου, ὡς θρίαμβον κοσμικόν,
ὡς πανηγυρισμόν τοῦ σύμπαντος, ὡς κραταιάν νίκην τοῦ φθορέως ἐχθροῦ, ὡς
κατάργησιν τοῦ ἀνθρωποκτόνου θανάτου. Ἐν τῇ Ἀναστάσει δοξάζουν καί
εὐλογοῦν Χριστόν εἰς τούς αἰῶνας!
Τροπάρια
«Δεῦτε τοῦ καινοῦ τῆς ἀμπέλου γεννήματος,
τῆς θείας εὐφροσύνης, ἐν τῇ εὐσήμῳ ἡμέρα τῆς
ἐγέρσεως, βασιλείας τε Χριστοῦ κοινωνήσωμεν,
ὑμνοῦντες αὐτόν, ὡς Θεόν εἰς τούς αἰῶνας.»
Ἐν τῷ τροπαρίῳ τούτῳ ὁ ὑμνῳδός προσκαλεῖ
τούς πιστούς ὅπως, κατά τήν εὔσημον ἡμέραν τῆς Ἐγέρσεως, κοινωνήσουν
τῆς εὐφροσύνης τῆς θείας Βασιλείας, κοινωνοῦντες τοῦ μυστηρίου τῆς θείας
Εὐχαριστίας, ἤτοι τοῦ ἀχράντου Σώματος καί τοῦ τιμίου Αἵματος τοῦ
Χριστοῦ. Δικαίως δέ, διότι ὅσον ποτέ ἄλλοτε κατά τήν Κυριακήν τῆς
Ἀναστάσεως ἐπιβάλλεται ἡ κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων, τά ὁποῖα
ἀποτελοῦν τήν χριστοποίησιν τῶν πιστῶν καί τήν εἴσοδον αὐτῶν εἰς τήν
ἀναστάσιμον δόξαν. Διά τῶν ἀχράντων μυστηρίων οἱ πιστοί τοποθετοῦνται
ὑπέρ τόν θάνατον καί τήν φθοράν, ἀφομοιοῦνται μετά τοῦ ἀναστάντος
Κυρίου, προάγονται πνευματικῶς καί θεοποιοῦνται.
Παραλλήλως ὅμως τό ὄμμα τοῦ Ὑμνῳδοῦ
διαγράφει καί εὐρύτερον κύκλον. Ἡ εὐφροσύνη τῆς θείας Μεταλήψεως
μεταπίπτει εἰς τήν χαράν τῆς αἰωνίου Βασιλείας, ὅπου ὁ Κύριος, κατά τήν
ἰδίαν μαρτυρίαν αὐτοῦ, θά πίνῃ τό γέννημα τῆς ἀμπέλου καινόν μετά τῶν
μαθητῶν του (Ματθ. 26 , 29). Ἡ κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ
Χριστοῦ θά μεταπέσῃ ἐν τῇ μελλούσῃ Βασιλείᾳ ἐν τῇ συνανακράσει τῶν
πιστῶν μετά τῆς δεδοξασμένης ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἐν τῇ
συνανακράσει ταύτῃ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τόν ἔσχατον λόγον τῆς πνευματικῆς
τελειώσεως τῶν ἁγίων, οὗτοι θά κοινωνοῦν τῆς εὐφροσύνης καί τῆς μακαρίας
δόξης τοῦ Θεοῦ, ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀντιδόσεως τῶν ἰδιωμάτων τῶν δύο
φύσεων τοῦ Κυρίου εἰς τό ἑνιαῖον πρόσωπον αὐτοῦ. Τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας
ἐνσωματούμενον πλήρως ἐν τῇ ἀνθρωπότητι τοῦ Χριστοῦ καί χριστοποιούμενον
διά τῆς ἀπορρήτου ταύτης μεθέξεως, θά δέχεται αἰωνίως τήν χαράν καί τήν
λαμπρότητα τῆς θείας ζωῆς, θά δέχεται ἀπαστράπτον τό φῶς τῆς τριαδικῆς
μακαριότητος καί αἴγλης. Ἐν τῇ ἀῤῥήκτῳ ἑνότητι τῶν φύσεων θά συνυπάρχῃ
ἀποῤῥήτως καί τό μυστικόν σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ χριστοποιημένη σάρξ τῶν
ἁγίων. Ἡ ζωή τῆς Θεότητος θά μεταγγίζεται, θά πληροῖ καί θά ἐμπεριχωρῇ
τό δεδοξασμένον σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ βάσις ὅμως τῆς τοιαύτης ἀποῤῥήτου
μεθέξεως θά εἶναι πάντοτε ἡ ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ ἀξία κοινωνία τοῦ Σώματος
καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ πνευματικῷ χώρῳ τῆς Ἐκκλησίας (Ἰω. 6,
53). Ἡ κοινωνία τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων εἶναι ἡ ἐπί γῆς πρόληψις τῆς
ὑπερτάτης ἐκείνης εὐωχίας, ἡ προέκτασις τῆς μακαρίας ἐλπίδος, εἰς τόν
ἄσαρκον χρόνον τῆς αἰωνίου Βασιλείας. Ἀμφότερα ταῦτα ἀποτελοῦν ὄψεις
ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ πράγματος, τήν ἀνάκλασιν τῆς οὐρανίου χαρᾶς ἐπί τῶν
συγκεχυμένων ὑδάτων τῆς παρούσης ζωῆς!
«Ἆρον κύκλῳ τούς ὀφθαλμούς σου
Σιών καί ἴδε. ἰδού γάρ ἥκασί σοι,
θεοφεγγεῖς ὡς φωστῆρες,
ἐκ δυσμῶν, καί βορρᾶ, καί θαλάσσης,
καί ἑώας τά τέκνα σου,
ἐν σοί εὐλογοῦντα,
Χριστόν εἰς τούς αἰῶνας.»
Εἰς τήν Ἱεροσολυμίτιδα Ἐκκλησία
συνέῤῥεον κατά τήν ἐποχήν τοῦ Ὑμνῳδοῦ —ὡς καί εἰς πᾶσαν ἄλλην ἐποχήν
—πλήθη ὅλα χριστιανῶν ἐκ τῶν τεσσάρων σημείων τοῦ ὁρίζοντος (ἐκ δυσμῶν,
βορρᾶ, ἑώας (ἀνατολῆς) καί θαλάσσης), διά νά ἑορτάσουν εἰς τόν τάφον τῆς
Ἀναστάσεως τήν ζωηφόρον Ἔγερσιν τοῦ Χριστοῦ. Ἦτο πορεία πίστεως
θεοφεγγής. Ὁμήγυρις φαιδρά καί παμφαής, φέρουσα εἰς μέν τάς χεῖρας
ἑορτασίμους ἀνημμένας λαμπάδας, εἰς δέ τήν ψυχήν τό φωσφορίζον πῦρ τῆς
πίστεως καί τῆς λατρείας των.
Ὁ Ὑμνῳδός ἀγάλλεται βλέπων τήν
λαμπροφορίαν ταύτην τῆς πίστεως καί καλεῖ τήν Σιών (Ἐκκλησίαν) νά ἴδη
καί αὕτη τά τέκνα της ἐξ ὅλων τῶν σημείων τοῦ ὁρίζοντος εὐλογοῦντα
Χριστόν εἰς τούς αἰῶνας. Συγχρόνως ὅμως τό ὄμμα τοῦ Ὑμνῳδοῦ διαγράφει
κύκλον εὐρύτερον. Ἐν τῷ περισκοπίῳ τῆς μυστικῆς του ἐνοράσεως
συλλαμβάνεται ἡ Ἐκκλησία ὅλων τῶν χρόνων καί τῶν ἐποχῶν, νά δέχεται εἰς
τούς κόλπους της τά τέκνα αὐτῆς τά διεσκορπισμένα εἰς ὅλα τά σημεῖα τῆς
γῆς, τά ὁποῖα ἐχάρισεν εἰς αὐτήν ἡ σωτήριος τῆς πίστεως δύναμις καί ἡ
χάρις τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τῆς ἀοράτου καί μυστικῆς αὐτῆς κεφαλῆς. Ὄντως
δέ, ὁ πνευματικός χῶρος τῆς Ἐκκλησίας ἔχει ἄνοιγμα καθολικόν καί
παγκόσμιον, ὁμόλογον κατά πάντα πρός τόν καθολικόν χαρακτῆρα τοῦ
σωτηρίου ἔργου τῆς πίστεως (Ματθ. 28, 19). Ἐκτείνας ἐπί τοῦ Σταυροῦ τάς
ἀχράντους παλάμας του ὁ Σωτήρ ἡνοποίησε τά τό πρίν διεστῶτα, κατήργησε
τήν διασπαστικήν ἐνέργειαν τῆς ἁμαρτίας, ἐκάλεσεν εἰς ἑνότητα πάντας
τούς λαούς καί πάσας τάς φυλάς καί τάς γλώσσας τῆς γῆς, διά νά
ἀναγεννήσῃ καί καταλαμπρύνῃ τούς πάντας διά τῆς ἐκ τῶν νεκρῶν ζωηφόρου
του Ἐγέρσεως. Ὁ ζωηφόρος τάφος τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ ἰσχυρότατον πόλον
ἕλξεως ὅλων τῶν περάτων τῆς γῆς, τό μυστικόν ἐκεῖνο χωνευτήριον ἐντός
τοῦ ὁποίου ὁ πυρσός τῆς πίστεως ἐκδαπανᾷ τούς ξηρούς κλάδους καί τά
σαπρόφυτα τῆς ἁμαρτίας καί ἐκ τοῦ ὁποίου τό δένδρον τῆς νέας πνευματικῆς
ἀνθρωπότητος, τῆς ὁδευούσης εἰς τόν ζωηρόν χῶρον τῆς ἐγέρσεως,
ἀναθάλλει καλλίκαρπον καί ὡραῖον, τεῖνον νά πληρώσῃ διά τῆς σκιᾶς του
τήν οἰκουμένην ὁλόκληρον καί ἐκτεῖνον τήν κορυφήν του εἰς τά βάθη τῆς
μυστηριακῆς αἰωνιότητος τοῦ Θεοῦ!
«Πάτερ παντοκράτορ, καί Λόγε καί πνεῦμα,
τρισίν ἑνιζομένη, ἐν ὑποστάσεσι φύσις, ὑπερούσιε
καί ὑπέρθεε, εἰς σέ βεβαπτίσμεθα, καί σέ
εὐλογοῦμεν, εἰς πάντας τούς αἰῶνας.»
Τό λυτρωτικόν ὅμως ἔργον τοῦ Χριστοῦ καί
ἡ ἀπειρόθεος χάρις τῆς Ἐγέρσεως τελοῦνται μέν ἐν χρόνῳ ἐπί τῆς γῆς ὑπό
τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ὡς σχέδιον ἀπ᾿
αἰῶνος συλληφθέν καί ὡς ἔργον ἐγχρόνως ἐπί γῆς πραγματοποιηθέν εἶναι
προϊόν τῆς Θείας τριαδικῆς βουλῆς, ἐν τῷ ὁποίῳ συμμετέχουν ὅλα τά
πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί μάλιστα κατά τό γνωστόν σχῆμα «ἐκ Πατρός,
δι᾿ Υἱοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι». Διά τοῦτο καί ὁ Ὑμνῳδός στρέφων τό βλέμμα
του ἐκ τοῦ ἱστορικοῦ χώρου τῆς οἰκονομίας, αἴρει τοῦτο εἰς τόν ἄϋλον
χῶρον τῆς Τριάδος, διά νά εὐλογήσῃ αὐτήν εἰς πάντας τούς αἰῶνας.
Ποῖος δέ εἶναι ὁ προσφορώτερος ὕμνος τῆς
Τριάδος; Ἀσφαλῶς ἡ ὀρθή ἔκφρασις τοῦ τριαδικοῦ μυστηρίου, εἰς τήν
διατύπωσιν τῆς ὁποίας διά λιτῶν καί καιρίων γραμμῶν μεταβαίνει ὁ
Ὑμνῳδός. Οὕτω συνοψίζων τό τριαδικόν δόγμα τῆς πίστεως ἐξαίρει τήν
ἑνότητα τῆς φύσεως, τό τριαδικόν τῶν ὑποστάσεων καί τήν ἀπειρίαν τῆς
οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Αἱ ὑποστάσεις τῆς θεότητος εἶναι ὁ Πατήρ, ὁ Λόγος καί
τό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Αὗται ἐμφαίνουν τόν τρόπον τῆς ἀϊδίου ὑπάρξεως
αὐτῆς. Τά ἀντίστοιχα ὑποστατικά τῶν προσώπων ἰδιώματα εἶναι τό ἀγέννητον
διά τόν Πατέρα, τό γεννητόν διά τόν Υἱόν καί τό ἐκπορευτόν διά τό
Πνεῦμα τό Ἅγιον. Αἱ διακρίσεις αὗται δέν σημαίνουν διαφορότητα τῶν
προσώπων κατά φύσιν, ὥστε ἐν τῇ Τριάδι νά ὑπάρχουν τρεῖς κεχωρισμέναι
θεότητες τρεῖς ἐπί μέρους θεοί. Εἰς τάς τρεῖς ὑποστάσεις τῆς θεότητος
ὑπάρχει μία καί μόνη ἑνιζομένη φύσις. Ἕκαστον πρόσωπον, δηλαδή, εἶναι
φορεύς ὁλοκλήρου τῆς θεότητος, ὥστε εἷς καί μόνος Θεός νά ὑπάρχῃ.αἱ
δέ ὑποστάσεις ἀγαπητικῶς ἐμπεριχωροῦσαι ἀλλήλας, ἐφ᾿ ἑνός μέν
διακρατοῦν τήν ἐν τῇ βουλήσει ἑνότητα τοῦ Θεοῦ, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ φυλάττουν
ἀσύγχυτον τήν ὑποστατικήν διαφορότητα αὐτῶν. Ἡ Ἐκκλησία διεφύλαξεν
ἀπαράφθορον τό περί Ἁγίας Τριάδος δόγμα τῆς πίστεως αὐτῆς,
καταπολεμήσασα ἀπ᾿ ἀρχῆς ὅλας τάς αἱρέσεις ἐκείνας, αἱ ὁποῖαι εἴτε διά
πτωχείαν ἰουδαϊκήν κατέστρεφον τήν τριαδικότητα τῶν προσώπων, εἴτε δι᾿
ἀφθονίαν ἐθνικήν παρέβλαπτον τήν ἑνότητα τῆς Τριάδος. Κατά τόν ἱερόν
Ὑμνῳδόν ἡ οὐσία τῆς Τριάδος εἶναι ὑπερούσιος καί ὑπέρθεος, ὑπερβαίνει
δηλαδή ἀπολύτως πᾶσαν κτιστήν οὐσίαν καί δυνατότητα, εἶναι ἄπειρος καί
ἄληπτος, μή δυναμένη νά καταστῇ προσιτή εἰς τήν πεπερασμένην τῶν
ἀνθρώπων διάνοιαν.
Ὠιδή θ´. Ὁ Εἱρμός
«Φωτίζου, φωτίζου, ἡ νέα Ἱερουσαλήμ.ἡ γάρ
δόξα Κυρίου, ἐπί σέ ἀνέτειλε. Χόρευε
νῦν, καί ἀγάλλου Σιών.σύ δέ ἁγνή, τέρπου
Θεοτόκε, ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ τόκου σου.»
Ἐν τῷ τροπαρίῳ τούτω ἀπηχεῖται καί πάλιν
ἡ χαρά, τήν ὁποίαν αἰσθάνεται ἡ Ἐκκλησία διά τά ἐν δόξῃ μεγαλεῖά της
ἐντός τοῦ κύκλου τῶν χριστολογικῶν θαυμασίων της. Ὁ Ὑμνῳδός
ἐπαναλαμβάνει καί ἐδῶ ὅ,τι ἐν προφητικῷ ὁράματι εἶδε καί προανήγγειλεν ὁ
Ἡσαΐας (Ἡσ. Ξ´, 1.). Προσκαλεῖ τήν Νέαν Ἱερουσαλήμ (τήν Ἐκκλησίαν) νά
φωτισθῇ, διότι ἡ δόξα Κυρίου ἀνέτειλεν ἐπ᾿ αὐτῆς. Προσκαλεῖ δέ καί τήν
Σιών (πάλιν τήν Ἐκκλησίαν) νά χορεύσῃ ἐκ χαρᾶς διά τήν ἄπειρον
μεγαλωσύνην τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τοσοῦτον πλουσίως τήν περιέβαλε, διά τῆς
ἀναδείξεώς της εἰς τόν νέον τῆς χάριτος καί τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ λαόν.
Παραλλήλως ὅμως πρός τήν Ἐκκλησίαν καί
ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τό ὄμμα τοῦ ὑμνῳδοῦ θεᾶται μυστικῶς καί τήν μητέρα τοῦ
Θεοῦ. Αὕτη, ὡς κατά σάρκα μήτηρ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶναι
καί ἡ πνευματική μήτηρ τῆς Ἐκκλησίας. Ἑπομένως τόσον ἡ δόξα τοῦ Κυρίου,
ὅσον καί ἡ πνευματική αἴγλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συγχρόνως δόξα καί
αἴγλη τῆς Θεοτόκου. Ἡ μυστική αὕτη συνάρτησις εἶναι ἀπόῤῥοια τοῦ
χριστολογικοῦ μυστηρίου, ἐν τῷ ὁποίῳ ἡ ἀπείρανδρος Μήτηρ τοῦ Θεοῦ
κατέχει θέσιν ἐπιφανῆ ὅλως καί προέχουσαν. Ἡ δόξα τοῦ Υἱοῦ εἶναι καί
δόξα τῆς Μητρός. Ὁ Υἱός ἀνύψωσε καί ἐδόξασε τήν Μητέρα ὑπέρ πᾶν ἄλλο
δημιούργημα, ὑπέρ πᾶσαν τήν κτίσιν, ὑπέρ τά Χερουβίμ καί τά Σεραφείμ. Ἐν
τῇ δόξῃ δέ ταύτῃ ἀγαθοπρεπῶς σεμνύνεται ἡ Θεοτόκος (Λουκ. 1, 48. 49).
Τρωθεῖσα πρός ὥραν διά τῆς ῥομφαίας τοῦ σωτηρίου Πάθους τοῦ Υἱοῦ της
(Λουκ. 2, 35), τέρπεται νῦν ἐπί τῇ ζωηφόρῳ ἐγέρσει τοῦ Τόκου της. Χαίρει
ἡ Μήτηρ διά τήν ἐξ ἀναστάσεως δόξαν τοῦ Υἱοῦ της, ἡ ὁποία ἐχάρισε τήν
χαράν εἰς ὁλόκληρον τήν κτίσιν. Ἡ ἀναστάσιμος χαρά δονεῖ τήν Μητέρα,
εἰσερχομένην ἐσαεί εἰς τήν ἄφθιτον δόξαν τοῦ ἀναστάντος Τόκου της. Ἐπί
τῇ χαρᾷ δέ ταύτῃ τῆς Παρθένου χαίρει καί πᾶσα ἡ Ἐκκλησία, ἀγγέλων τό
σύστημα καί ἀνθρώπων τό γένος!
«Ὤ θείας, ὤ φίλης, ὤ γλυκυτάτης σου φωνῆς·
μεθ᾿ ἡμῶν ἀψευδῶς γάρ, ἐπηγγείλω ἔσεσθαι,
μέχρι τερμάτων αἰῶνος Χριστέ.ἥν οἱ πιστοί,
ἄγκυραν ἐλπίδος, κατέχοντες ἀγαλλόμεθα.»
Οἱ Μαθηταί ὡς ἄνθρωποι ἀδύνατοι
ὑπέστησαν πρός ὥραν τό ἀνθρώπινον. Ἡ μεγάλη θλῖψις τῶν ἡμερῶν τοῦ πάθους
κατέκοψε τάς καρδίας των καί πλήρεις φόβου συνέκλεισεν αὐτούς εἰς τό
ὑπερῷον ἐν Ἱερουσαλήμ (Ἰω. 20, 19). Ὁ νοῦς των μή ἔχων ἕως τότε σταθερά
βάθρα εἰς τό βάθος τοῦ μυστηρίου τῆς πίστεως συνεταράχθη, ἀναρριπισθείς
ὑπό τοῦ πνεύματος τῆς ἀπελπισίας καί τῆς ἀπογνώσεως. Διά τοῦτο ἡ παρά
πᾶσαν προσδοκίαν ἐμφάνισις τοῦ ἀναστάντος Διδασκάλου μεγάλως
ἐχαροποίησεν αὐτούς. Ἰδιαιτέρως προσφιλής καί γλυκεῖα ὑπῆρξε δι᾿ αὐτούς ἡ
γνώριμος φωνή του, τό ἄκουσμα τῆς ὁποίας ἐστήριξε τάς σαλευομένας
καρδίας των. Ὁ αὐτός λόγος, ὁ ὁποῖος ἐν ἀρχῇ εἶπε καί ἐγένετο (Γεν. Α´)
(ἡ δημιουργία), ὁ ὁποῖος ἐφανέρωσεν εἰς τόν ἄνθρωπον τήν σωτήριον βουλήν
τοῦ Θεοῦ, ὁ Λόγος ὁ προφητικός ὁ ἀποκαλύπτων τά βάθη τῆς θείας ἀληθείας
(Ἰω. 18, 37), καί ὁ βασιλικός ὁ συντρίβων τήν κακόβουλον ἰσχύν τοῦ
Σατανᾶ καί θεραπεύων πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ ( Ματθ. 4,
23) ὁ αὐτός λόγος, ὡς παιδαγωγικός καί πατρικός ἐστήριξε τήν
ῥιπιζομένην πίστιν τῶν μαθητῶν εἰς τό πρόσωπον καί τό σωτηριῶδες ἔργον
τοῦ Διδασκάλου. Ὁ αὐτός λόγος εἰς τό ὄρος τό ἅγιον ἔδωσεν ἐντολήν εἰς
τούς μαθητάς νά κηρύξουν εἰς ὅλα τά ἔθνη τό μυστήριον τῆς ἁγίας καί
ζωοποιοῦ Τριάδος, παρέσχε δέ τήν ἐπαγγελίαν τῆς μέχρι τερμάτων αἰῶνος
παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ (Ματθ. 28, 20). Τήν ἐπαγγελίαν
ταύτην κατέχοντες οἱ πιστοί ὡς ἄγκυραν ἐλπίδος ἀγάλλονται ἐν τῇ μυστικῇ
ἀναβάσει αὐτῶν πρός τό ὑπέρθεον μυστήριον.
«Ὤ Πάσχα τό μέγα, καί ἱερώτατον Χριστέ·
ὤ σοφία καί Λόγε, τοῦ Θεοῦ καί δύναμις
δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον, σοῦ μετασχεῖν,
ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας σου».
Ὁ Χριστός εἶναι Πάσχα τό μέγα καί
ἱερώτατον. Ἅπαξ διά παντός κατηργήθη δι᾿ αὐτοῦ ὁ θάνατος, ἀπεκενώθησαν
τά βάθη τῆς ἁμαρτίας, ἀπεκόπησαν αἱ ῥίζαι τῆς πνευματικῆς δουλείας καί
ἐκ τῆς χώρας τοῦ νοητοῦ Φαραώ, τοῦ καταδυναστεύοντος τόν λαόν τοῦ Θεοῦ,
διεπεραιώθη τό ἀνθρώπινον εἰς τήν χώραν τοῦ πνευματικοῦ φωτός καί τῆς
ἐλευθερίας. Τήν διάσωσιν ταύτην ἀνυμνεῖ ὁ θεοκίνητος κάλαμος τοῦ Ὑμνῳδοῦ
καί μετ᾿ αὐτοῦ ψάλλει ἡ καρδία σύμπαντος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἰδίως
τό μέγα καί καινόν Πάσχα ἀνυμνεῖ ὁ περιούσιος τῆς χάριτος λαός, εἰς τόν
ὁποῖον κατήντησαν τά τέλη τῶν αἰώνων (1 Κορ. 10, 11), τό λελυτρωμένον
σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, οἱ πολῖται τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τό πλήρωμα τοῦ τά
πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου (Ἐφ. 1, 23).
Εἰς τό Πάσχα τοῦτο τό μέγα καί ἱερώτατον
δίδει τήν δύναμιν καί τήν ἐνάργειαν αὐτοῦ ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος κατά τήν
θείαν φύσιν αὐτοῦ εἶναι ἡ σοφία, ὁ Λόγος (Ἰω. 1, 1) καί ἡ δύναμις τοῦ
Θεοῦ. Ἐνῷ ἐν τῷ πασχαλίῳ Ἀμνῷ συνεκροτεῖτο τό Πάσχα τῶν Ἑβραίων, τό
ὁποῖον ἦτο σκιῶδες καί εἰκονικόν, τό νέον Πάσχα τῆς χάριτος — πρός τό
ὁποῖον ἐκεῖνο ἐδείκνυε—τό τελειούμενον ἐν τῇ ἱλαστηρίῳ θυσίᾳ καί τῇ
ἐνδόξῳ Ἀναστάσει τοῦ Χριστοῦ, ὡς Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, εἶναι Πάσχα δραστικόν
καί σωτήριον, ὡς ἐκπλήρωσις τῆς θείας ἐπαγγελίας καί ἀπολύτρωσις τοῦ
κόσμου ἐκ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς. Ἐν τῷ Χριστῷ ὑπῆρχεν ὁ Θεός κόσμον
καταλλάσσων (2 Κορ. 5, 19), ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνδεδυμένος τήν φύσιν τῶν
βροτῶν, ὁ Θεός σαρκί περιπολῶν ἐπί τῆς γῆς. Ἐν τῷ Λόγῳ ὑπάρχουν ἡ σοφία
καί ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ (1 Κορ. 1, 24), διά τῶν ὁποίων ἡ πάνσοφος τῆς
Τριάδος βουλή ἐνεργοποιεῖται ἐπί τῆς γῆς, ἐν τῷ σχεδίῳ τῆς περί τόν
ἄνθρωπον οἰκονομίας.
Τήν δύναμιν τοῦ λυτρωτικοῦ Πάσχα τῆς
ζωῆς δέχεται ἡ Ἐκκλησία εἰς ὅλα τά μόρια τῆς θεομόρφου οὐσίας της, ζῶσα
τήν Ἀνάστασιν εἰς ὅλας τάς πτυχάς τῆς χριστοποιημένης ζωῆς καί λατρείας
της. Ἡ Ἀνάστασις ἀποτελεῖ τό κέντρον τῆς πίστεως, τῶν πνευματικῶν
ἐνατενίσεων καί τῆς ἐσχατολογικῆς προσδοκίας της. Ἰδιαιτέρως ἡ Ὀρθοδοξία
εἶναι κατ᾿ ἐξοχήν εὐαίσθητος εἰς τό σωτήριον γεγονός τῆς Ἀναστάσεως.
Παρά ταῦτα τό ἔσχατον, ὡς χρόνος λυτρώσεως, τό ὁποῖον ἐνεκαινίασεν ὁ
Χριστός διά τοῦ ὅλου ἐπί τῆς γῆς λυτρωτικοῦ ἔργου του, καίπερ βιούμενον
ἐναργῶς ἐν τῷ παρόντι ὑπό τῆς Ἐκκλησίας, ὅμως ὡς ἀπολύτως ἀπηρτισμένον
καί τέλειον θά καταστῇ ἐν τῇ μελλούσῃ Βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ, ὅτε καί θά γίνῃ
ἡ πλήρης ἕνωσις τῶν πιστῶν μετά τοῦ ἀναστάντος Κυρίου των. Πρός τήν
δυναμικήν ταύτην τελείωσιν τῆς Βασιλείας σπεύδει ἡ ἐν πίστει ἐλπίς τῆς
Ἐκκλησίας. Αἰσθανόμενος τήν ψυχήν του διεμπυριζομένην ἐκ τῆς
φλογερωτάτης ταύτης ἐλπίδος, ὁ Ὑμνῳδός ἀφήνει οὐρανομήκη τήν κραυγήν:
«δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας
σου». Εἶναι ἡ κραυγή παντός πιστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπιθυμεῖ νά ὑπερβῇ τά
αἰνίγματα καί τάς σκιάς, διά νά ἴδῃ πρόσωπον πρός πρόσωπον (1 Κορ. 13,
12) τόν ἀναστάντα Κύριον ἐν τῇ ἐπουρανίῳ δόξῃ τῆς Βασιλείας του!
Ἀνδρέου Θεοδώρου
Ἀπό τό βιβλίο:Πάσχα Κυρίου Πάσχα
ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)