Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

† π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος Δρ. Θεολογίας Δρ. Φιλοσοφίας ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΑΤΗΧΗΣΕΩΣ ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ;



Σύμφωνα με την ορθόδοξη πίστη η Εκκλησία δεν θεμελιώνεται πάνω σε γραπτά κείμενα, αλλά στην ομολογία πως ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος, πως δηλαδή στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε ο Θεός με τον άνθρωπο «αδιαιρέτως, ατρέπτως, ασυγχύτως, αχωρίστως», και ο άνθρωπος ήλθε σε πραγματική κοινωνία με τον Θεό, στο πρόσωπο του Χριστού ενώθηκε υποστατικά, δηλαδή σε μία και μοναδική υπόσταση, ο Θεός και ο άνθρωπος.
 
Ο Υιός και Λόγος του Θεού συνεχίζει να είναι υποστατικά ενωμένος με το σώμα Του και σαν κεφαλή της Εκκλησίας είναι πάντοτε ενωμένος μαζί μας (Ματθ. ιη' 20. κη' 20). Την παρουσία του Χρίστου ενεργοποιεί το Άγιο Πνεύμα στη ζωή της Εκκλησίας (Α' Κορ. ιβ' 3), γι' αυτό και η Εκκλησία είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α' Τιμ. γ' 15. Πρβλ. Α' Κορ. β' 7-11).
 
Στο σώμα του Χρίστου, «στους αγίους» παραδόθηκε η αγία μας πίστη «άπαξ», μια για πάντα- όποιος δεν ανήκει σ' αυτό το σώμα, δεν μπορεί να ερμηνεύσει σωστά την αγία Γραφή (Β' Θεσ. γ' 6. Β' Πέτρ. γ' 16. Ιούδα 3-4). Μ' αυτή την έννοια η ιερή παράδοση είναι η εμπειρία της Εκκλησίας, η ιερή μνήμη της Εκκλησίας, που διαφυλάσσεται σαν πολύτιμος θησαυρός (Β' Τιμ. α' 13-14).
 
Η αγία Γραφή δεν περιλαμβάνει την πληρότητα της θείας αποκάλυψης. Ήδη από την Παλαιά Διαθήκη υπογραμμίζεται η σημασία της προφορικής παράδοσης και η φροντίδα για τη μετάδοση της από γενεά σε γενεά (Ψαλμ. μγ' 2 / μδ' 1. Ιωήλ α' 3). Η Καινή Διαθήκη σημειώνει πως δεν περιέχει την πληρότητα των λόγων και των έργων του Χριστού (Ιω. κα' 25).
 
Η ίδια η αγία Γραφή κάνει χρήση της παράδοσης (Αριθ. κα' 14-15. Ματθ. β' 23. Πράξ. κ' 35. Β' Τιμ. γ' 8. Ιούδα 14). Ο Χριστός δεν παρακίνησε τους μαθητές του να γράψουν βιβλία, αλλά να κηρύξουν, υποσχόμενος πως θα βρίσκεται για πάντα μαζί τους (Ματθ. κη' 20) και ότι θα τους αποστείλει το Πνεύμα το Άγιο για να μείνει μαζί τους (Ιω. ιδ' 16), να τους διδάξει και να τους υπενθυμίσει το κήρυγμα Του (Ιω. ιδ' 25-26), να τους οδηγήσει «εις όλην την αλήθεια», αποκαλύπτοντας σ' αυτούς το βαθύτερο νόημα των λόγων του Χρίστου, όλα εκείνα που με τις δικές τους δυνάμεις δεν μπορούσαν να «βαστάξουν» (Ιω. ιστ' 12-15).
 
Αλλά και οι απόστολοι δεν περιορίσθηκαν στα γραπτά κείμενα- μετέδωσαν στους πρώτους χριστιανούς πολύ περισσότερα από εκείνα που κατέγραψαν «διά χάρτου και μελάνης» (Β' Ιω. 12. Γ' Ιω. 13-14. Α' Κορ. ια' 34). Μερικά από τα γραφόμενα αποδείχθηκαν ότι έχουν καιρική σημασία, γιατί δεν διατηρήθηκαν στη Εκκλησία: ο αριθμός των διακόνων (Πραξ. στ' 3), το τάγμα των χηρών (Α' Τιμ. ε' 9), το κάλυμμα των γυναικών (Α' Κορ. ια' 5), το νίψιμο των ποδιών (Ιω. ιγ' 14).
 
Στο κέντρο της αγίας Γραφής είναι το πρόσωπο του Χριστού (Ιω. ε' 38-39. Γαλ. γ' 24), χωρίς το Χριστό δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την αγία Γραφή (Β' Κορ. γ' 14). Έτσι η ενότης στο σώμα του Χριστού, δηλαδή στη Εκκλησία, εξασφαλίζει την καθαρότητα της ευαγγελικής αληθείας (Α' Τιμ. γ' 15).

Η αγία Γραφή δεν απευθύνεται σε διασκορπισμένα άτομα, αλλά σε πιστούς, που είναι συγκροτημένοι σε ένα σώμα. Η ιερή παράδοση είναι η ατμόσφαιρα μέσα στη όποια το σώμα ζει και κατανοεί ορθά την αλήθεια, είναι η διαρκής εμπειρία της Εκκλησίας, η συνείδηση της, όχι προσωπικές γνώμες, διδασκαλίες, εντάλματα ανθρώπων (πρβλ. Ήσ. κθ' 13. Ματθ. ιε' 3.4.9. Μάρκ. ζ' 8. Κολ. β' 8).

 
Μ ε βάση το θησαυρό της ιερής μνήμης της Εκκλησίας, η μελέτη της άγιας Γραφής οδηγεί στη ενότητα, όχι στη διάσπαση της Εκκλησίας. Μ' αυτό τον τρόπο εκπληρώνεται η επιθυμία του Χριστού για ενότητα των πιστών (Ιω. ιζ' 20-21). Γι’  αυτό και οι απόστολοι συνιστούσαν τους χριστιανούς να κρατούν τις παραδόσεις, δηλαδή τον θησαυρό που τους εμπιστεύθηκαν (Α' Κορ. ια' 2. Φιλιπ. δ' 9), «είτε δια λόγου, είτε δι' επιστολής» (Β' Θεσ. β' 15. πρβλ. Β' Τιμ. α' 13).
 
Οι ποιμένες της Εκκλησίας τοποθετήθηκαν στη θέση αυτή για να αγρυπνούν, να είναι δηλαδή φύλακες (= επίσκοποι) της καθαρότητας της ζωής και της διδασκαλίας της Εκκλησίας (Πράξ. κ' 28-31): «να αναζωπυρής το χάρισμα του Θεού, το οποίον είναι εν σοι διά της επιθέσεως των χειρών μου... Κράτει το υπόδειγμα των υγιαινόντων λόγων, τους οποίους ήκουσας παρ' εμού... την καλήν παρακαταθήκην φύλαξον διά του Πνεύματος του Αγίου του ενοικούντος εν ημίν» (Β' Τιμ. α' 6. 13. 14), «και όσα ήκουσας παρ' εμού διά πολλών μαρτύρων, ταύτα παράδος εις πιστούς ανθρώπους, οι οποίοι θα είναι ικανοί να διδάξουν και άλλους» (Β' Τιμ. β' 2).
 
Με άλλα λόγια η αποστολική διαδοχή συμβαδίζει με την αποστολική διδαχή. Με αυτή την έννοια κατανοούμε τους λόγους του αγίου Ιγνατίου (110): «Διότι ο Ιησούς Χριστός, η αληθινή μας ζωή, είναι η γνώμη του Πατρός, όπως επίσης και οι επίσκοποι οι οποίοι έχουν κατασταθεί εις τα πέρατα της γης είναι με την γνώμη του Ιησού Χριστού («εν Ιησού Χριστού γνώμη»). Λοιπόν, πρέπει και σεις να παρακολουθείτε τη γνώμη του επισκόπου, πράγμα το οποίο και κάμνετε, διότι το άξιον του ονόματος του πρεσβυτέριό σας, το όποιον είναι και του Θεού άξιο, είναι συνηρμοσμένο με τον επίσκοπο, όπως οι χορδές εις την κιθάρα» (Ίγν., Έφεσ. III, 2-IV,1).
 
Η διδασκαλία αυτή δεν είναι σημερινή- είναι πρωτοχριστιανική πεποίθηση:
«Από τα δόγματα και τας αληθείας που φυλάσσει η Εκκλησία, άλλα μεν τα έχομε πάρει από την γραπτήν διδασκαλίαν, άλλα δε που μυστικώς έφθασαν μέχρις ημών τα έχομε κάμει δεκτά εκ της παραδόσεως των αποστόλων. Και τα δύο στοιχεία, και η γραπτή και η προφορική παράδοσις, έχουν την αυτήν σημασίαν διά την πίστιν. Και κανείς εξ όσων έχουν και μικράν γνώσιν των εκκλησιαστικών θεσμών δεν εγείρει αντίρρησιν επ' αυτών. Διότι αν επιχειρούσαμε να εγκαταλείψωμεν όσα εκ των εθών είναι άγραφα, διότι δήθεν δεν έχουν μεγάλην σημασίαν, χωρίς να το καταλάβωμε θα εζημιώναμε το ευαγγέλιον εις την ουσίαν του η μάλλον θα μετατρέπαμε το κήρυγμα εις κενόν νοήματος όνομα» (Μ. Βασιλ., Περί Αγίου Πνεύματος, κζ' 66).
 
Στην εποχή λοιπόν του Μεγάλου Βασιλείου, όποιος είχε ακόμη και «μικράν γνώσιν των εκκλησιαστικών θεσμών», παραδεχόταν πως η θεία αποκάλυψη διαφυλάχθηκε μυστικά στη Εκκλησία σε όλη της την πληρότητα. Για παράδειγμα ο Μ. Βασίλειος αναφέρει τη συνήθεια «οι ελπίζοντες εις το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» να φανερώνουν την πίστη τους «με το να κάνουν το σημείο του Σταυρού».
 
Εδώ λοιπόν έχουμε βασική διαφορά με τον προτεσταντικό κόσμο. Το αξίωμα «μόνη η Γραφή» αφήνει ακάλυπτη και αυτή την ίδια τη Γραφή, εκτεθειμένη στη «ερμηνευτική αυθεντία» και στο «αλάθητο» του καθενός πάστορα.
 
Η αγία Γραφή δεν είναι δυνατόν να απολυτοποιηθεί, γιατί αυτό θα ανπκαθιστούσε το ζωντανό Χριστό με το γράμμα της Βίβλου, που θεοποιείται ξεκομμένο από τη ζωή του σώματος του Χριστού, από τη ζωή των άγιων (Ιούδα 3). Η αγία Γραφή είναι «λόγος για τον Θεό που πέρασε από την καρδιά των άγιων είναι ο περί Θεού λόγος του Θεού» (Γ.Μεταλληνός), η αλήθεια που παραδόθηκε «άπαξ» στους άγιους (Ιούδα 3) και μάλιστα όχι ολόκληρη η αλήθεια, αλλά μέρος της. Δεν μπορεί να νοηθεί ξεκομμένη από την Εκκλησία (Α' Τιμ. γ' 15).

Εγχειρίδιο αιρέσεων και παραχριστιανικών ομάδων
π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας, Δρ. Φιλοσοφίας

Πατερική Ανθολογία: Θεολογία

Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Θεολόγος, Ειδικός Γραμματέας του ΔΣ της ΠΕΘ
Α. ΘΕΟΛΟΓΙΑ : αποσπάσματα από τους 5 θεολογικούς λόγους

Του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου

1. Προϋποθέσεις της θεολογίας

2. Η γνώση του θεού

3. Η πατρότητα του θεού

4. Τα ονόματα του θεού

5. Σταδιακή η Αποκάλυψη

ΟΜΑΔΑ Α' ΚΕΙΜΕΝΩΝ : ΘΕΟΣ
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Aπαραίτητος όρος θεογνωσίας είναι η υγιής κατάσταση των οργάνων της γνώσεως. Γνωρίζω το Θεό σημαίνει πρωτίστως μετέχω στη Ζωή Του. Εαν επιχειρώ να τον γνωρίσω νοησιαρχικά ( όπως έκανε λ.χ. ο Ευνόμιος και οι οπαδοί του ) χωρίς πρώτα να έχω αποχωριστεί τα πάθη μου , χωρίς να έχω δηλ. καθαρθεί ή τουλάχιστον να έχω αρχίσει να καθαίρομαι, κατά τον αγ. Γρηγόριο τον Θεολόγο - τότε ο θεός, που συλλαμβάνω με το νού μου αποτελεί είδωλο και όχι τον Ζώντα Θεό της Αποκαλύψεως.Η «θεολογία» των αιρετικών αποτελεί ένα σαθρό οικοδόμημα, βασισμένο πάνω σε «πολύ σκότος» διαλογισμών και συνέπεια αυτού είναι η παραμόρφωση του λόγου του Ευαγγελίου. Στην περίπτωση των Ευνομιανών, ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος, διακρίνει ένα φοβερό «πάθος ψυχής», το οποίο κρύβεται κάτω από τις αδιάκοπες λογομαχίες τους. Πάθος, που ταυτίζεται σχεδόν με την εωσφορική αλαζονεία της «Γνώσεως», αφού δεν έχουν μάθει να ταπεινώνουν τους λογισμούς τους και να υποκλίνονται στο Μυστήριο.
Δεν είναι σημαντικό, λοιπόν, μόνο το «Αντικείμενο» της θεολογίας. Εξ' ίσου σημαντικό και θεμελιώδες είναι και το Υποκείμενό της (ο θεολογών άνθρωπος). Με ποιες προϋποθέσεις προχωρεί κανείς στην εμβάθυνση των θείων πραγμάτων; Διαθέτει καθαρό νου (αποτέλεσμα ασκητικής πείρας) και κάνει καρπούς «άξιους της μετάνοιας»; Τούτο είναι ένα βασικό ερώτημα για το «Υποκείμενο» της θεολογίας, εφόσον η Γνώση του θεού, πρώτιστα είναι αντιστοιχία τρόπου ύπαρξης , κοινωνία αγάπης. ("ο μη αγαπών ουκ εγνω τον θεόν", "ότι ο θεός αγάπη εστί ".). Η Γνώσις, όπως την αντιλαμβάνονταν οι Ευνομιανοί, ήταν μία από τις μορφές του μεγάλου εκείνου ρεύματος, που απείλησε την Εκκλησία των τριών πρώτων αιώνων ως υποκατάσταση της Αποκαλυφθείσης Πίστεως από τον Φιλοσοφικο-θρησκευτικό στοχασμό.

Και στον νεώτερο Ευρωπαϊκό Ορθολογισμό επίσης ( ως φιλοσοφική απόπειρα κατανόησης του θεού), ακολουθείται μια μέθοδος παράλληλη με αυτή των αρχαίων αιρέσεων. Και τούτο γίνεται διότι στην ουσία και η νεώτερη Ευρωπαϊκή φιλοσοφία θέλει επίσης να υποκαταστήσει την Ευαγγελική Πίστη, με τις δικές της απόπειρες για να προσδιορίσει ορισμένες περί θεού- κόσμου Βασικές Αλήθειες , με ένα πολύ φτωχό όργανο που διαθέτει ο άνθρωπος: τον νού.

Πρωτεύει, επομένως κατά την ορθόδοξο Πατερική Παράδοση η «εξυγίανση των οργάνων της γνώσεως» με την απόκτηση του ενάρετου βίου, έπεται δε η αληθής θεογνωσία , ως αποτέλεσμα της σταδιακής κάθαρσης από την « ύλη των παθών », που συσκοτίζουν το νου και καθιστούν το θεό «αδιαφανή». Η αιρετική θεολογία αφορμάται από άνθρωπο ή ανθρώπους, των οποίων η πνευματική κατάσταση υποδηλώνει σοβαρή «νόσο ψυχής» και αλαζονεία του βίου.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος, ανασκευάζοντας τη νοησιαρχία του Ευνομίου και των οπαδών του, προχωρεί καταρχήν σε μια «ψυχογραφία» τους, η οποία χαρακτηρίζει επίσης όλους εκείνους οι οποίοι αποπειρώνται να ορθολογικοποιήσουν το Δόγμα, φέροντας την Αποκάλυψη στα μέτρα της κατανόησής τους. Αφού πρώτα καταδείξει ο Αγιος το ανόητο του εγχειρήματος, (της εξερεύνησης του Θεανθρώπινου Μυστηρίου με τη λογική), εν συνεχεία προτείνει «θεραπευτικά μέτρα», κατάλληλα για την περίπτωσή τους. (Τηρουμένων των αναλογιών, οι συμβουλές του Αγίου Γρηγορίου μπορεί να θεωρηθούν διαχρονικές, αφού πάντοτε υπάρχουν και θα υπάρχουν άτομα με τέτοιες «υπέρμετρες φιλοδοξίες»…) .

Υποδεικνύονται μάλιστα και κατονομάζονται τα θέματα εκείνα στα οποία άνετα μπορούν όσοι θέλουν να φιλοσοφήσουν, χωρίς κίνδυνο να αστοχήσουν περί την πίστην. Ο Αγιος Πατήρ, στο τέλος του Α’ θεολογικού λόγου του (κατά Ευνομιανών προδιάλεξις), γράφει τα παρακάτω εξόχως ενδιαφέροντα και πάντοτε επίκαιρα, ιδιαίτερα για τους γνωστικούς όλων των εποχών:

Διάλογος περί Ουσίας και Ενεργείας


Ερώτημα κ. Εμμανουήλ Περσυνάκη

Νέα Μουδανιά 20 Απριλίου 2017
Αξιότιμε Κύριε Διευθυντά.
Στο υπ’ αριθμ. 2156 φύλλο της 10ης Μαρτίου τρέχοντος έτους του «Ορδοδόξου Τύπου» και ειδικότερα στο άρθρο του κ. Γεωργίου Καραλή διάβασα με έκπληξη ότι: «Αυτά που γράφει ο π. Σωφρόνιος σε κάποια σημεία δεν είναι ούτε ορθόδοξα, ούτε πατερικά. Έρχεται σε αντίθεση με τους Πατέρες της Εκκλησίας, όπως για παράδειγμα με τον Γρηγόριο Παλαμά και τις πανορθόδοξες συνόδους της εποχής του, γράφοντας ότι ο Θεός είναι actus purus, καταλύοντας με αυτό τον τρόπο τον διαχωρισμό ουσίας και ενεργειών  στον Θεό που είναι μία σημαντική διαφορά μας με την Ρωμαιοκαθολική θεολογία» (σ. 5).
Δεν είμαι ειδικός στην δογματική θεολογία, όπως φαίνεται να είναι ο Διδάκτωρ της Ιατρικής του Πανεπιστημίου της Γένοβας κ. Καραλής. Διαβάζοντας όμως ως καλόπιστος αναγνώστης το σχετικό σημείο, στο οποίο αναφέρεται προφανώς ο  κ. Καραλής, είδα ότι ο π. Σωφρόνιος γράφει τα εξής: «Ως Ον εν Εαυτώ και Ουσία εν Εαυτή, το θείο Είναι υπερβαίνει οποιονδήποτε προσδιορισμό και αποκλείοντας κάθε θεογονική διαδικασία παρουσιάζεται στα κτιστά πνεύματα που το βλέπουν ως Καθαρό Δεδομένο. Ως Ον απολύτως πραγματοποιημένο, άρα ως πραγματικότητα απόλυτη η τέλεια έκφραση της Ουσίας το θείο Είναι αποκλείει την παρουσία μέσα Του δυνατοτήτων μη πραγματοποιημένων και, επομένως, μπορεί να ορισθεί ως Καθαρά Ενέργεια» (Αρχιμ. Σωφρονίου, Άσκηση και θεωρία, Έσσεξ Αγγλίας 2010, σ. 132).
Τι άλλο έπρεπε να πει ο π. Σωφρόνιος, για να πεισθεί ο κ. Καραλής ότι  ότι δεν καταλύει τον διαχωρισμό Ουσίας και Ενεργειών  στον Θεό; Η μήπως  σφάλλει ο π. Σωφρόνιος που δεν αναγνωρίζει την παρουσία δυνατοτήτων μη πραγματοποιημένων στο θείο Είναι;
Παρακαλώ για την δημοσίευση του παρόντος, ώστε να γίνει γνωστή η θέση του πατρός Σωφρονίου και να οδηγηθούν οι αναγνώστες της εφημερίδας σας σε ορθά συμπεράσματα.

Απάντησις κ. Γεωργίου Καραλή

Αξιότιμε κύριε Περσυνάκη σας ευχαριστώ για την ερώτηση που υποβάλλετε, αλλά για να είμαι ειλικρινής απέναντί σας με εκπλήσσει. Καταλαβαίνω ότι δεν είστε ειδικός επί του θέματος, αλλά η ορθόδοξος πίστη μας δεν χρειάζεται ειδικούς, χρειάζεται ανθρώπους που πρωτίστως έχουν μελετήσει τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους έχουν κατανοήσει με σωστό τρόπο, ώστε να μη απομακρύνονται από αυτούς. Τα κείμενα του π. Σωφρονίου σας πληροφορώ ότι είναι πιο δυσνόητα από τους Πατέρες. Δεν δικαιολογείται ένας άνθρωπος να έχει διαβάσει κείμενα και έργα του Σωφρονίου και να μη έχει διαβάσει Αγ. Μάξιμο Ομολογητή και Αγ. Γρηγόριο Παλαμά. Πρώτα μελετάμε τα έργα των πατέρων και μετά μπορούμε να διαβάσουμε τα κείμενα θεολόγων και φιλοσόφων της σημερινής εποχής. Αν δεν γίνει αυτό τότε απαραιτήτως θα πέσουμε σε αίρεση, γιατί δεν θα είμαστε σε θέση να καταλάβουμε τους Πατέρες και την Ορθοδοξία.
Εγώ δεν είμαι θεολόγος, ξεκινώ από πρακτικές σπουδές. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω μελετήσει με προσοχή και από την παιδική μου ηλικία τα κείμενα των Πατέρων. Οι πρακτικές σπουδές με δίδαξαν όμως ότι όταν δίνω  ορισμό καρδιάς δεν εννοώ εγκέφαλο. Αν κάνω κάτι τέτοιο σημαίνει ότι χάνω κάθε επιστημονική αξιοπιστία. Ορισμένοι θεολογικοί κύκλοι στην Ελλάδα δυστυχώς μπερδεύουν πολλά πράγματα, γιατί δεν διαθέτουν επιστημονική ακρίβεια. Η επιστημονική ακρίβεια πιστοποιεί ότι ο ορισμός που δίνει ο Ακινάτης για το Actus Purus είναι ο ίδιος με του π. Σωφρονίου και σημαίνει σαφέστατα ταυτότητα ουσίας και ενέργειας επί Θεού. Για να το καταλάβετε, αν δεν γνωρίζετε λατινικά θα σας πω πρωτίστως ότι Αctus Purus στα ελληνικά μεταφράζεται Καθαρή Ενέργεια. Θα σας παραθέσω τα ίδια τα λόγια του Ακινάτου και παραπομπές, για να μπορέσετε να επαληθεύσετε. Βέβαια ο Ακινάτης είναι πιο επεξηγηματικός από τον Σωφρόνιο, ο οποίος απλώς αντιγράφει την θέση του. Στο δεύτερο μέρος θα δούμε τι λένε οι Πατέρες, για να καταλάβει ο κόσμος ποιές είναι οι διαφορές.

Θωμάς Ακινάτης

Γιατί λοιπόν ο Ακινάτης χρησιμοποιεί τον όρο Καθαρή Ενέργεια; Αρκεί κανείς να σκεφθεί ότι η Αριστοτελική φιλοσοφία μελετά την σχέση μεταξύ  Ενέργειας και ουσίας .  Ο Ακινάτης το εφαρμόζει αυτό στην Θεία ουσία λέγοντας ότι στον Θεό υπάρχει πληρότητα τελειότητος και γι’ αυτό δεν παραδεχόμαστε σε Αυτόν  μίξη  με καμμία παθητική δυνατότητα μη πραγματοποιημένη. Ο Θωμάς ο Ακινάτης μιλάει για Καθαρή Ενέργεια, όταν μελετάει το θέμα της θεϊκής απλότητος λέγοντας ότι στον Θεό δεν υπάρχει σύνθεση ύλης και μορφής και εξ αιτίας αυτού δεν μπορεί να αποδοθεί σε Αυτόν καμμία μορφή παθητικής δυνατότητος μη πραγματοποιημένης. «deus est actus purus non babens aliquid de potentalitate» (STIqIII Ι). Σε πολλά άλλα σημεία στη Summa Theologiae  μιλώντας για το αμετάβλητο του Θεού μας λέει et quod huiusmodi primum ens oportet esse purum actum absque permixtione alicuius potentiae (STIqIX Ι). Όταν ομιλεί για τον τρόπο που ο Θεός μπορεί  να γνωριστεί από τα κτίσματά Του αναφέρει ότι δεν υπάρχει καμμία παθητική δυνατότητα μη πραγματοποιημένη: qui est actus purus absquw omni permixtione potentiae. Όσο αφορά την γνώση του Θεού μας αναφέρει ότι αυτή δεν είναι ποιότητα αλλά ουσία και καθαρή Ενέργεια. Scientia non est qualitas in Deo vel habitus, sed substantia et actus purus (STIqXIV a1). Σ’ αυτό το σημείο ο Θωμάς ταυτίζει την ουσία του Θεού με την Ενέργειά Του  κι επειδή ταυτίζονται όλη η ουσία του Θεού είναι Ενέργεια και ονομάζεται καθαρή Ενέργεια. Εφ’ όσον στον Θεό δεν υπάρχει καμμιά δυνατότητα μη πραγματοποιημένη (ο Θεός λοιπόν είναι Ενεργεία ον) όλη η ουσία του Θεού θα πρέπει να ταυτίζεται με την ενέργειά Του. Αν η ουσία στον Θεό δεν ταυτιζόταν με την ενέργειά Του τότε ο ίδιος ο Θεός θα γινόταν δυνάμει ον,δηλαδή θα υπήρχαν μέσα στον Θεό δυνατότητες μη πραγματοποιημένες, γιατί η ουσία είναι μετοχή της ύλης στο είδος.   Ο Θεός είναι όλος Καθαρή Ενέργεια και για τα υπαρκτά όντα και για τα νοητά: est sicut actus purus tam in ordine existentium quam in ordine intelligibilium (.STIqXIV a2).  Γίνεται φανερό ότι ο Θωμάς θέλει να πει ότι ο Θεός παρουσιάζεται για τα πλάσματά Του σαν ένα Καθαρό Δεδομένο, μία πληρότητα της τελειότητας και βέβαια  καθετί που δημιουργείται θα πρέπει να βρίσκεται στο δυνάμει ον και δεν μπορεί να είναι Καθαρά Ενέργεια, που είναι μόνο χαρακτηριστικό του Θεού. (βλέπε STIqXLIV a1) Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι λέγοντας ότι ο Θεός είναι καθαρή Ενέργεια σημαίνει ότι για τον Θωμά ο Θεός από τη φύση Του είναι απλός και τέλειος και έχει την πληρότητα της τελειότητας χωρίς να μπορεί να επαυξάνεται η να ελαττώνεται η να διαιρείται σε μέρη, η να έχει  δυνατότητα να αλλάξει, αλλά πρέπει να είναι άπειρος, μεγαλειώδης και αναλλοίωτος. Όλα αυτά εκλαβάνονται όχι σαν έλλειψη, αλλά σαν τελειότητα. non proprer eius defectum, sed quia superexcedit.
Ο Όρος λοιπόν Καθαρή Ενέργεια σημαίνει ότι στον Θεό δεν υπάρχουν δυνατότητες μη πραγματοποιημένες, (ο Θεός δεν είναι δυνάμει ον) και γι’ αυτό η ουσία Του ταυτίζεται με την καθαρή Ενέργεια (ο Θεός είναι ενεργεία ον). Δηλαδή το ίδιο πράγμα ακριβώς  που αναλύει και ο π. Σωφρόνιος, την ίδια ακριβώς ερώτηση που μου κάνετε κι εσείς. Και βέβαια ο π. Σωφρόνιος δεν το δανείζεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά από τον ίδιο τον Θωμά τον Ακινάτη η αντιγράφει από γαλλική η ρωσσική δογματική το πιθανώτερο γραμμένη με την λογική μέθοδο  του Ακινάτου. Όταν χρησιμοποιούμε τον όρο καθαρή Ενέργεια δηλώνουμε ταυτόχρονα ότι όλη η ουσία του Θεού ταυτίζεται με την Ενέργειά Του. Δηλώνουμε επίσης ότι ο Θεός ενεργεί πάντοτε χωρίς ποτέ να υπάρχει μία παύση των ενεργειών Του, ακριβώς όπως ισχυρίζεται ο Ακινάτης.
Σ’ αυτό εδώ το σημείο μπορούμε να θέσουμε και τα εξής ερωτήματα στον Ακινάτη, τον π. Σωφρόνιο και σε σας κύριε Περσυνάκη: Είναι σε θέση οποιαδήποτε «κτιστά πνεύματα» να δουν τον Θεό «ως καθαρό δεδομένο»;  Επίσης αν δεχθούμε τον Θεό ως «απολύτως πραγματοποιημένο Ον» δεν σημαίνει αυτό, κατ’ ανάγκην, ότι κάποια στιγμή μέσα στην Αιωνιότητα ο Θεός «πραγματοποιήθηκε»,  δηλαδή  μετεβλήθη  από  απρα­γματοποίητο ον  σε απολύτως πραγματοποιημένο ον;  Και τέλος: Μπορεί να «ορισθή» το Θείον;

Αριστοτελική και Πατερική λογική

Για τους Πατέρες όμως δεν τίθενται τέτοιες ερωτήσεις, γιατί χρησιμοποιούν μία άλλη λογική. Η λογική των Πατέρων μας λέει ότι μπορούμε μεν να ισχυριστούμε ότι ο Θεός είναι καλός, αγαθός, δημιουργός…  Αλλά το κάλλος η η αγαθότης δεν  ανήκουν στην ουσία του Θεού, επειδή αυτή είναι παντελώς άγνωστη σε μας και αμέθεκτη. Προέρχονται μεν εκ της ουσίας, αλλά δεν είναι ουσία.  Η αγαθότης και το κάλλος αποτελούν Άκτιστες Ενέργειες του Ακτίστου Θεού. Μπορούμε να δώσουμε ένα παράδειγμα και να πούμε ότι ο Θεός δημιουργεί. Αυτή η δημιουργικότητα είναι Άκτιστη Ενέργεια. Στην θεολογική γλώσσα λέμε ότι ο Θεός θεοποιεί τον άνθρωπο, δηλαδή τον καθιστά κατά χάριν θεό με την θεοποιό Του ενέργεια. Όταν μιλάμε για τις δραστηριότητες του Θεού εννοούμε πάντοτε τις ενέργειές Του. Για την ουσία του Θεού δεν θα μπορέσουμε ποτέ να πούμε τίποτε.   Οι πατέρες ονομάζουν τον Θεό Υπερούσιο και Υπερούσια κρυφιότητα. Αυτό σημαίνει, αξιότιμε κύριε Περσυνάκη, ότι δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε την αριστοτελική μέθοδο, για να ορίσουμε και καταλάβουμε τον Θεό, όπως κάνει ο Ακινάτης η ο π. Σωφρόνιος. Ο Θεός δεν είναι ούτε δυνάμει ον (δυνατότητες μη πραγματοποιημένες) ούτε όλη Του η ουσία είναι Ενέργεια, Ενεργεία ον (γιατί δεν υπάρχουν δυνατότητες μη πραγματοποιημένες). Είναι απλώς Υπερούσιος υπεράνω του νου και κάθε ουσίας και γνώσεως. Η μέθοδος του Αριστοτέλη χρησιμοποιείται, για τα δημιουργημένα όντα, τις ουσίες αυτών και ποτέ για την Υπερούσιον Κρυφιότητα. Αν μας ενδιέφερε το δόγμα δεν θα θέταμε την ερώτηση: «μήπως  σφάλλει ο π. Σωφρόνιος που δεν αναγνωρίζει την παρουσία δυνατοτήτων μη πραγματοποιημένων στο θείο Είναι;» Προσέξτε την απάντηση των Πατέρων, για να καταλάβετε την απόκλιση από αυτούς του π. Σωφρονίου.
Όλες οι θεϊκές πραγματικότητες και όσα μας φανερώνονται από τον Θεό μόνο με την συμμετοχή μας σ’ αυτές μας γίνονται γνωστές. Ποιές όμως είναι οι θείες πραγματικότητες καθ’ εαυτές ως προς την πηγή και ίδρυσή τους, αυτό  είναι υπεράνω του νου και κάθε ουσίας και γνώσεως. Έτσι, αν ονομάσουμε την υπερ­ούσια κρυφιότητα Θεό η ζωή η ουσία η φως η λόγο, δεν εννοούμε τίποτε άλλο παρά τις ενέργειες που προβάλλονται από το Θεό προς εμάς, είτε θεωτικές είναι, είτε ουσιοποιές, είτε ζωογόνες, είτε σοφοδώρες. Την ίδια όμως την υπερούσια κρυφιότητα την προσεγγίζουμε με την απαλλαγή μας απ’ όλες τις διανοητικές μας δραστηριότητες, χωρίς να είμαστε σε θέση να διαπιστώσουμε καμμιά σύμπτωση της θέωσης  η της  ζωής η της ουσίας  με την αιτία τους που είναι απομακρυσμένη υπερβατικώς απ’ όλα. [1] Άλλο  λοιπόν  η ουσία του Θεού, που είναι και  παραμένει αμέθεκτη και άγνωστη και άλλο  η ενέργεια του Θεού, η οποία γίνεται μεθεκτή από τον άνθρωπο. Μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι η άκτιστη ενέργεια του Θεού, είναι  δραστηριότητα της ουσίας Του, με την οποία δημιουργεί τα κτίσματα και διατηρείται σε κοινωνία με όλα και φυσικά και με τον άνθρωπο. Λέγοντας κάτι τέτοιο δεν επιδιώκουμε βέβαια να χωρίσουμε τον Θεό σε δραστηριότητα και ουσία. Ο Θεός είναι και παραμένει Ένας. Παραμένει κρυφός και αμέθεκτος ως θείος γνόφος  και συνάμα παραμένει μεθεκτός και μπορεί να κοινωνεί με όλα Του τα Κτίσματα. Έχουμε εδώ μία λογική αντινομία που ανατρέπει την λογική του Αριστοτέλους. Ο Αριστοτέλης λέει ότι υπάρχει το πρώτο κινούν, του οποίου  η ουσία  είναι ενέργεια[2]. Δηλαδή ο Αριστοτέλης  φαίνεται να ταυτίζει την ενέργεια του Θεού με την ουσία Του. Αλλά ο Θεός είναι τόσο η άκτιστη ενέργειά του όσο και η Ουσία Του. Γι’ αυτό τον λόγο ο Θεός είναι ταυτόχρονα μεθεκτός και αμέθεκτος, σύμφωνα με τους θεωμένους Πατέρες.
Ο Γρηγόριος Παλαμάς, απαντώντας στον Βαρλαάμ, επεξηγεί με σαφή και κατανοητό τρόπο: όλα αυτά που στην πραγματικότητα υπάρχουν, μπορούν να μετέχουν του Θεού και, παρ’ όλα αυτά, η υπερούσια ουσία του Θεού μένει τελείως αμέθεκτη. Επομένως θα πρέπει να υπάρχει κάτι άλλο μεταξύ της αμέθεκτης ουσίας του Θεού και των μετεχόντων σε Αυτήν. Εξ αιτίας αυτού του  άλλου κάθε πραγματικότης που υπάρχει, μετέχει στην δημιουργική και συνεκτική δραστηριότητα του Θεού. Θα ήταν τρομακτική απώλεια αν εξαφανίζετο ο ενωτικός αυτός κρίκος μεταξύ  αμέθεκτης ουσίας και κτισμάτων μετεχόντων στις ενέργειές Του.  Αν θέλεις να μας κάνεις μετόχους του Θεού, μη μας απομακρύνης από την πραγματική αυτή ενότητα  κατασκευάζοντας  αγεφύρωτο χάσμα είτε μεταξύ του Θεού και  δημιουργίας, είτε μεταξύ της πρόνοιάς Του και της κάθε υπαρκτής πραγματικότητος!  αν  κάνεις κάτι τέτοιο  πρέπει να ψάξουμε να βρούμε  άλλον Θεόν, όχι μόνο αυτοτελή, αυτενέργητο (Απόλυτον, Ελεύθερον από κάθε μεταβλητότητα), που δεν ασχολείται μόνο με τον εαυτό Του, αλλά είναι και αγαθός. Και μέσα από το πλήθος της αγαθότητάς Του, δεν  ικανοποιείται να ενεργεί μόνο για τον εαυτό Του, ούτε βέβαια να μένει χωρίς ενεργοποιημένα θελήματα, αλλά  στρέφεται υπεράγαθα προς τα κτίσματά Του.  Μόνο έτσι είναι σε θέση να μας ευεργετεί και βέβαια δεν προτιμά να παραμένει ανίκανος προς ευεργεσία. Με αυτόν τον τρόπο  είναι και ακίνητος και κινούμενος. Έτσι παραμένει σταθερά μεθεκτός σε όλη την δημιουργία  μέσω των δημιουργικών του επαφών και των προνοητικών Του δραστηριοτήτων. Γιατί αν δεν είναι σε θέση να γίνεται μεθεκτός, θα πρέπει να ψάξουμε να βρούμε άλλον Θεόν που θα είναι μεθεκτός έτσι ώστε μετέχοντας σε Αυτόν  να μπορούμε να υπάρχουμε, να ζούμε και να γινόμαστε ένθεοι [3]

Περί Ακτίστου Ενεργείας

Σύμφωνα με τους Πατέρες, η Άκτιστη Ενέργεια, προέρχεται εκ της μιας ουσίας του Τριαδικού Θεού, «και από αγαθότητα πληθύνεται και πολλαπλασιάζεται, σε πολλές επιμέρους ενέργειες μένοντας υπερενωμένη”. Οι δημιουργικές ενέργειες  δίνουν ζωή στα κτίσματα, οι σοφοποιές  δίνουν σοφία, και άλλες ενέργειες δίνουν άλλες δωρεές της θείας αγαθότητας, η οποία είναι αιτία όλων και στη πραγματικότητα όλες οι ενέργειες είναι κοινές και ενωμένες «και ένα σε όλη την θεότητα και όλη της μετέχεται από τον καθένα μέτοχο ολόκληρη και συγχρόνως από κανένα με κανένα τρόπο.  Όπως συμβαίνει μ’ ένα σημείο που είναι στη μέση ενός κύκλου και μετέχεται από όλες τις ευθείες που ξεκινούν από την περιφέρεια του κύκλου. Ένα άλλο παράδειγμα είναι το πλήθος των εκτυπωμάτων μιας σφραγίδας που μετέχουν όλα της αρχέτυπης σφραγίδας, αλλά κανένα από αυτά δεν περιλαμβάνει ολόκληρη και αυτούσια την σφραγίδα κατά κανένα μέρος της. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η σφραγίδα δεν είναι σε όλα τα εκμαγεία όλη και η αυτή. Αυτό όμως δεν εξαρτάται από την σφραγίδα, γιατί αυτή προσφέρει στον καθένα ολόκληρο και τον ίδιο  εαυτόν της. Η διαφορά αυτών που μετέχουν είναι που καθιστά ανόμοια τα εκτυπώματα της μιας και ολικής  αρχετυπίας. Για παράδειγμα, αν οι μετέχοντες είναι απαλοί και καλοτύπωτοι, λείοι και αχάρακτοι, και δεν είναι ελαστικοί και σκληροί, ούτε ευδιάχυτοι και ρευστοί, θα δεχθούν καθαρό, σαφές και μόνιμο εκτύπωμα. Αν όμως λείπει κάτι από τις ιδιότητες που αναφέραμε, αυτό θα λείπει εξ αιτίας  του αμεθέκτου, ατυπώτου και  ασαφούς σφραγίσματος και εξ αιτίας όλων των άλλων ατελειών που προκαλούνται από  ακαταλληλότητα  μετοχής»… Η Μονάς λοπόν  «αφού έχει δωρίσει και έχει εκχύσει σε όλα τα όντα την μετουσία όλων των αγαθών, διακρίνεται ενωμένως, πληθύνεται ενικώς και πολλαπλασιάζεται αμεταδότως από την μοναδική πηγή της. Έτσι λοπόν, επειδή ο Θεός είναι υπερ­ούσιος, ενώ από το άλλο μέρος χαρίζει την ύπαρξη στα όντα και παράγει όλες τις ουσίες, και λέγεται ότι το ένα εκείνο ον πολλαπλασιάζεται με την από αυτό παραγωγή των πολλών όντων, ενώ αυτό παραμένει ένα  ενωμένο κατά την ενέργεια και πλήρες ως προς τις  διακρίσεις, εξ αιτίας του ότι είναι υπερουσίως απομακρυσμένο από όλα τα όντα και εξ αιτίας του ενιαίου τρόπου παραγωγής των όλων και της αμείωτης εκχύσεως των αμειώτων μεταδόσεών του…». «Επίσης, επειδή δια της θεώσεως που προέρχεται από Αυτόν, σύμφωνα με την δυνατότητα του καθενός, πολλοί γίνονται θεοί,  φαίνεται μεν ότι υπάρχει διάκριση και πολλαπλασιασμός του ενός Θεού, αλλά όμως δεν είναι λιγότερο ένας θεός, αμέριστος ανάμεσα στα μεριστά ενωμένος στον εαυτό του, αμιγής και απλήθυντος σε σύγκριση  με  τα  πολλά». [4] Σύμφωνα λοιπόν με τους Πατέρες η ενέργεια του Θεού είναι μία και προέρχεται εκ της ουσίας του Τριαδικού Θεού. Αυτή την ενέργεια μπορούμε να την διακρίνουμε σε δημιουργική, προγνωστική προνοητική, αγιαστική, θεοποιό και τα λοιπά. Και βέβαια η άκτιστη ενέργεια του Θεού είναι αΐδιος παρά το γεγονός ότι δεν είναι αγέννητη και άναρχη και χωρίς παύση. Για να το καταλάβουμε αυτό ας σκεφτούμε ότι και ο Λόγος είναι αΐδιος παρά το γεγονός ότι δεν είναι αγέννητος και άναρχος, αφού είναι γεννητός και συνάναρχος με τον Πατέρα. [5] Όταν λοιπόν ο Λόγος δημιουργεί  ονομάζουμε την ενέργειά Του δημιουργική,  η οποία δεν έχει αρχή αλλά έχει  τέλος (παύση), εκεί που τελειώνει η κάθε συγκεκριμένη δημιουργία. Η προγνωστική ενέργεια  αρχή δεν έχει, αλλά έχει  τέλος εκεί που ολοκληρώνεται η πρόγνωση των όντων[6], τα οποία προέγνωσε και η θεοποιός ενέργεια που δραστηριοποιείται με την θεοποίηση του ανθρώπου δεν έχει όμως κανένα τέλος. Η δημιουργική ενέργεια του Θεού  είναι  άκτιστη ενέργεια  που το αποτέλεσμά της είναι κτιστό:  ο δημιουργημένος κόσμος
Ο Θεός είναι Άκτιστος, κανένας δεν τον δημιούργησε, και η Ουσία του είναι αναίτιος. Από την άλλη μεριά ο κόσμος δεν  προέρχεται από την  ουσία  του Θεού. Δεν είναι δηλαδή άκτιστος. Ο άνθρωπος είναι βιολογικό ον, αλλά τα κατασκευάσματα του ανθρώπου  είναι από ορισμένα υλικά που σίγουρα δεν ανήκουν στη φύση του ανθρώπου. Τα ανθρώπινα κατασκευάσματα όμως, προέρχονται από την δημιουργική του ενέργεια, είναι  προϊόντα ανθρώπινης ενέργειας, όχι της ουσίας του ανθρώπου. Το παιδί που γεννιέται από μία μάνα έρχεται όμως από την ίδια φύση με τον άνθρωπο, είναι δηλαδή προϊόν της ουσίας του. Τηρώντας τις αναλογίες, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τον Θεό. Ο άνθρωπος είναι προϊόν της δημιουργικής ενέργειας του Θεού, αλλά διάφορος από την φύση Του. Ο άνθρωπος είναι  βιολογικό ον, έχει  βιολογική ζωή, ο Θεός έχει ζωή που δεν είναι βιολογική. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη ζωή του ως βιολογική. Ξεκινάει  από ένα κύτταρο και φτάνει στους πιο πολύπλοκους οργανισμούς. Πως όμως θα μπορέσει να αντιληφθεί κανείς  την ζωή του Θεού που δεν είναι βιολογική; Πως ο εγκέφαλός μας θα μπορέσει να την καταλάβει; Τι σημαίνει για μας το ότι Κάποιος έχει άκτιστη ζωή, αλλά δεν  είναι βιολογικό ον;  Πως θα μπορέσουμε ποτέ να  περιγράψουμε αυτή τη ζωή; Και τι θα μπορούσαμε ποτέ να πούμε για την ζωή του Θεού, καθώς και για την ουσία Του; Η ζωή του Θεού, δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε, είναι  ενέργειά Του.
Κατά συνέπεια οι ενέργειες του Θεού είναι μεν μεθεκτές στον άνθρωπο, δηλαδή ο άνθρωπος μπορεί να κοινωνεί μαζί Τους, παραμένουν δε Άκτιστες, ενώ ο άνθρωπος παραμένει κτιστός. Και μεταξύ κτιστού και Ακτίστου δεν υπάρχει analogia entis.  Δεν θα μπορέσει ποτέ ο άνθρωπος με διανοητική διαδικασία να καταλάβει, όχι μόνο την ουσία του Θεού, μα ούτε και την ενέργειά Του. Παρ’ όλα αυτά η ουσία  δεν παύει να είναι αμέθεκτη και η ενέργεια δεν παύει να είναι μεθεκτή. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει ποτέ να ζήσει την ίδια τη ζωή του Θεού.  Αυτό πραγματοποιείται από την θεοποιητική Του ενέργεια. Αυτή απάγει τον άνθρωπο και τον πηγαίνει στην Βασιλεία του Θεού, δηλαδή στην άκτιστη ζωή του Θεού, και τον κάνει να ζει την ίδια ζωή με τον Θεό. Έτσι ο Απόστολος Παύλος ανηρπάγη μέχρι τρίτου ουρανού, και αν και μετέσχε προσωρινά της ζωής του Θεού, δεν μπόρεσε ποτέ  διανοητικά να εξηγήσει τι του συνέβη. Το μόνο που μπόρεσε να εκφράσει είναι  άρρητα ρήματα.[7] Κανένα μάτι δεν είδε ποτέ και κανένα αυτί δεν άκουσε, αυτά που ετοίμασε ο Θεός γι’ αυτούς που τον αγαπούν.[8] Η θεοποιός ενέργεια, όπως και οι άλλες ενέργειες, του Θεού είναι άκτιστη,  προέρχεται από την ουσία του Θεού και είναι ατελεύτητος και το αποτέλεσμά της είναι επίσης άκτιστο.  Η θεοποιός ενέργεια κάνει τον άνθρωπο άκτιστο κατά χάρη, δηλαδή παντογνώστη, πανταχού παρόντα, χωρίς αρχή και τέλος, τον κάνει να περνάει δια του σώματος κεκλεισμένων των θυρών, που δεν είναι ιδιότητες του κτιστού, αλλά του ακτίστου. Αυτό οι πατέρες το ονόμασαν θεοποίηση του ανθρώπου. Και βέβαια έβλεπαν ότι αυτό γινότανε δια της θεοποιητικής ενέργειας, που όχι μόνο η αρχή της είναι άκτιστη αλλά και το αποτέλεσμά της.
Καθώς ωραιότατα το περιγράφει ο Μάξιμος ο Ομολογητής ο Λόγος διεισδύει σε αυτόν (στον άνθρωπο του Θεού) μέχρι  μερισμού  ψυχής και  πνεύματος χάρις στην αρετή και στην γνώση και δεν υπάρχει πλέον σε αυτόν κανένα μέρος άμοιρο της παρουσίας Του- και λοιπόν αυτός έγινε χωρίς αρχή και χωρίς τέλος, αφού δεν έχει μέσα του να κινείται την χρονική ζωή, η οποία έχει αρχή και τέλος, και  δονείται από πολλά πάθη, αλλά έχει μόνη τη θεία και αΐδια ζωή του Λόγου, ο οποίος κατοίκησε μέσα του, ζωή που δεν έχει πέρας με κανένα θάνατο[9]

Εν κατακλείδι

Για μένα, αξιότιμε κύριε Περσυνάκη, θα προτιμούσα από ένα ορθόδοξο συγγραφέα να ισχυρίζεται ότι ο Θεός είναι Υπερούσιος και όταν μιλάει για Ενέργεια του Θεού να μη την ονομάζει Καθαρή ενέργεια που σημαίνει ταύτιση ουσίας και ενεργειών, αλλά Άκτιστες Ενέργειες του Ακτίστου Θεού. Έτσι επιστημονικά διαχωρίζουμε τις δύο διαφορετικές αντιλήψεις και δεν κάνουμε μία μίξη ορολογιών με διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο η κάθε μία. Όταν πηγαίνω σε συνέδρια και παρουσιάζω εργασίες στους συναδέλφους μου δεν μπερδεύω την ορολογία, γιατί η κάθε εργασία μου θα χάσει την επιστημονική της ακρίβεια και κανένας συνάδελφος δεν θα καταλάβει τίποτε.
Αν χρησιμοποιούμε την ορολογία του Ακινάτου και την μπερδεύουμε με την ορθόδοξη τότε ο σκοπός μας δεν είναι να κάνουμε θεολογία, αλλά να βάλουμε γέφυρες μεταξύ ορθοδόξου και λατινικής θεολογίας, σ’ ένα κόσμο που βαδίζει προς θεολογική ασάφεια.
Αν η μοναδική θεολογική ατοπία του π. Σωφρονίου ήταν αυτή (η απόλυτη ταύτιση δηλαδή ουσίας και ενέργειας του Θεού υπό την σχολαστική διατύπωση «actus purus»(=  καθαρά ενέργεια), ίσως να άξιζε τον κόπο να πεισθούμε για την ορθή διατύπωση του πατρός Σωφρονίου… Αν όμως όποιο βιβλίο του π. Σωφρονίου κι αν ανοίξει κανείς θα βρει μη δόκιμες διατυπώσεις σε σχέση προς αυτές των Πατέρων, τότε τι συμπέρασμα βγάζουμε;  π.χ. στο ίδιο βιβλίο “Άσκησις και Θεωρία” ο π. Σωφρόνιος τονίζει ότι η περίοδος της Παλαιάς Διαθήκης ήταν εγκλωβισμένη «εντός των ορίων του ενός Θεού νοουμένου ουχί υπό την έννοιαν του χριστιανικού μονοθεϊσμού, αλλά του εξωχριστιανικού ενοθεϊσμού, δηλαδή Θεού εν μια Υποστάσει » !!! (σελίς 111).
Και ερωτώ: 1) Ο άπειρος και απεριόριστος Θεός έχει ΟΡΙΑ εντός των οποίων και είναι δυνατόν να «νοηθεί» δηλαδή να συλληφθεί υπό του νοός ; 2) Η μοναδική Υπόσταση του Παλαιοδιαθηκικού Θεού τριπλασιάσθηκε ξαφνικά στην Καινή Διαθήκη  κι έτσι άρχισε να υπάρχει η Αγία Τριας ; 3) Η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη βρίσκονται σε ασυνέχεια μεταξύ τους;
Σημειώσεις:
[1] Διονύσιος Αρεοπαγίτης: Περί Θείων ονομάτων Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς. Φιλοκαλία Τόμος 3 σελίδα 74 :«Αυτή δε κατά την πασών των νοερών ενεργειών απόλυσιν επιβάλλομεν, ουδεμίαν ορώντες θέωσιν η ζωήν η ουσίαν, ήτις ακριβώς εμφερής επί τη πάντων εξηρημένη κατά πάσαν υπεροχήν αιτία».
[2] Μεταφυσικά 1071, 20:  “Δει άρα είναι αρχήν τοιαύτην ης η ουσία ενέργεια» : πρέπει επομένως να υπάρχει μία αρχή της οποίας, η ουσία να είναι ενέργεια.
[3] Δεύτερη Τριάδα 24: «ου μην αλλ’ επειδήπερ εισίν τα μετέχοντα Θεού, η δε υπερούσιος ουσία του Θεού παντάπασιν αμέθεκτος, έστιν άρα τι μεταξύ της αμεθέκτου ουσίας και των μετεχόντων, δι’ ου ταύτα του Θεού μετέχουσιν».
[4] Διονύσιος Αρεοπαγίτης: Περί Θείων ονομάτων Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς . Φιλοκαλία Τόμος 3 σελίδα 70-72, σελ. 80,5-25
[5] Ρωμανίδης Το Προπατορικό αμάρτημα σελίδα 44
[6] Η πρόγνωσις δε του Θεού αρχήν ουκ έχουσα, μετά το γενέσθαι περί ων προέγνω τέλος έχει. Ώστε ου το τέλος έχον ανάγκη και αρχήν έχει. Μέγας Βασίλειος PG 29,680.
[7] 2 Κορ 12, 4.
[8] βλέπε 1 Κορ 2, 9.
[9] Μάξιμος Ομολογητής  Περί διαφόρων αποριών; Πατερικαί εκδόσεις Γρηγόριος Παλαμάς Τόμος 14Δ σελίδα 176.

Η Έλευση Της Χάριτος στον πιστό - Η παιδεία του Θεού Αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου


 
Αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου
Η παιδεία του Θεού
Παιδεία του Θεού είναι οι ελεύσεις και οι αποκρύψεις της Χάριτος και όλη η γνώση περί του Θεού και της αιωνίου ζωής πού προσφέρεται στον άνθρωπο ο οποίος δέχεται αυτές τις ελεύσεις και τις αποκρύψεις της Ακτίστου Χάριτος.
Αυτή η παιδεία του Θεού, όπως παρατηρήθηκε προηγουμένως, είναι ένα μυστήριο, αφού ό,τι γίνεται και ενεργείται μέσα στην Εκκλησία είναι μυστήριο.
Στηριζόμαστε πολύ στην διδασκαλία των αγίων Πατέρων πού είναι «οι πείρα μεμυημένοι» και έχουν δεχθή την αποκάλυψη του Θεού γύρω από αυτές τις πραγματικότητες...
Για την παιδεία του Θεού υπάρχουν πολλά χωρία μέσα στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Δεν έχουμε πρόθεση να τα αναλύσουμε διεξοδικά. Απλώς και μόνον αναφερόμαστε στην προς Εβραίους επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Εισαγωγικά μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι οι εξ Εβραίων Χριστιανοί, προς τους οποίους απευθύνεται ο Απόστολος Παύλος, εδέχθησαν την Χάρη του Χριστού και αμέσως μετά αντιμετώπισαν διωγμούς εκ μέρους των άλλων συμπατριωτών τους.
Και επειδή είχαν λίγο κλονισθή, γι' αυτό συγγράφει την επιστολή αυτή ο Απόστολος τονίζοντας μερικές αλήθειες μεταξύ των οποίων, ότι ο διωγμός και γενικά ο πειρασμός είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με τα παιδιά του Θεού. Σ' αυτό το μυστήριο της παιδείας αναφέρεται όλο το ΙΒ' κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής.
Ο ιερός Θεοφύλακτος αναλύοντας το περιεχόμενο του πειρασμού πού αντιμετώπιζαν οι Χριστιανοί εξ Εβραίων, αλλά και τον σκοπό της συγγραφής της επιστολής από τον Απόστολο Παύλο παρατηρεί:
«Αναγκαίως λοιπόν γράφει ο Παύλος εις τους εν Ιερουσαλήμ Εβραίους, δια να τους παρηγορήση όπου ήτον λελυπημένοι και πολλά κατειργασμένοι και αποκαμωμένοι από τας θλίψεις και κακώσεις, όπου επροξένησαν εις αυτούς οι ομογενείς των άπιστοι Εβραίοι, ωσάν όπου τότε οι Εβραίοι είχον εξουσίαν εις τα Ιεροσόλυμα να κρίνουν και να φυλακώνουν και να κακοποιούν εκείνους όπου ήθελαν. Και τούτο θέλοντας να φανερώση ο Παύλος έλεγεν «τάς παρειμένας χείρας και τα παραλελυμένα γόνατα ανορθώσατε». (Έβρ. ΙΒ' 12).
Επειδή οι Εβραίοι ούτοι, αγκαλά και ήτον πιστοί, ηξεύροντες όμως ότι οι Προπάτορες των Εβραίων ογλίγωρα απελάμβανον τα αγαθά, δια τούτο πολλά ελυπούντο, διατί και αυτοί δεν ελάμβανον άνεσιν και παρηγορίαν εις τας θλίψεις των ως εκείνοι, όθεν και πολλά λέγει εις αυτούς ο μακάριος Απόστολος περί πίστεως εν τη επιστολή ταύτη, και περί των παλαιών Αγίων και Δικαίων, αποδεικνύων, ότι και αυτοί ακόμη δεν έλαβον τα αγαθά οπού ήλπιζον, κατασκευάζοντας με τούτο δύο τινά, ένα μεν, ότι πρέπει και οι Χριστιανοί να υποφέρουν ανδρείως όλα τα δεινά οπού ακολουθούν εις αυτούς, και άλλο δε, ότι πρέπει να ελπίζουν την αμοιβήν, δια όλα τα κακά όπου πάσχουν, επειδή ο Κύριος δεν θέλει παραβλέψει τους απ' αιώνος Αγίους αυτού, ώστε τότε, λέγει, και εσείς θέλετε απολαύσετε μαζί με αυτούς τα αγαθά». [ Νικόδημου Αγιορείτου: Ερμηνεία εις τας ΙΔ' Επιστολάς του Παύλου, τόμος Γ σελ. 261].
Αλλά ο πειρασμός αυτός δεν ήταν μόνον εξωτερικός. Ήταν και εσωτερικός.
Δηλ. οι πρώτοι Χριστιανοί αντιμετώπισαν το πρόβλημα της άρσεως της Χάριτος του Θεού από την καρδιά τους και δεν μπορούσαν να αντιληφθούν την εγκατάλειψη αυτή του Θεού.
Ήταν εντελώς αδύνατοι να ερμηνεύσουν το φαινόμενο αυτό της πνευματικής ζωής, της συμμετοχής δηλ. στον Σταυρό του Χριστού. Σ' αυτόν τον σκοπό αποβλέπει ο των Εθνών Απόστολος Παύλος. Μπορούμε να πούμε ότι, σύμφωνα με την μαρτυρία των αγίων μας, σ' αυτήν κυρίως την παιδεία αναφέρεται ο Απόστολος.Γιατί ο Θεός εργάζεται κατά τρόπον ακατανόητο για την ανθρώπινη λογική.
Στην συνέχεια λίγα λόγια θα λεχθούν μέσα από την πείρα των αγίων Πατέρων γύρω από την παιδεία του Θεού, γύρω από το μυστήριο της πνευματικής ζωής. Είναι απαραίτητη αύτη η ανάλυση, γιατί πολλοί σύγχρονοι Χριστιανοί υποφέρουν από την κατάσταση αυτή και συγχρόνως δεν μπορούν να δώσουν καμιά ερμηνεία και έτσι πέφτουν σε απόγνωση και απελπισία.
Στα έργα των αγίων Πατέρων η πνευματική ζωή παρουσιάζεται ότι έχει πολλά στάδια. Κυρίως τα διακρίνουν σε τρία, στην κάθαρση της καρδιάς, στον φωτισμό του νου και στην θέωση.
Ο άγιος Μάξιμος τα ονομάζει «πρακτική φιλοσοφία», «φυσική θεωρία» και «μυστική θεολογία». Αυτή η διαίρεση ξεκινά από τον Αριστοτέλη και συνεχίζεται στους αγίους Πατέρας με άλλο όμως περιεχόμενο. Ο καθηγητής Παναγιώτης Χρήστου αναπτύσσοντας την «μέθοδο της θρησκευτικής εμπειρίας», περιγράφει την διάκριση των τριών φάσεων στον θρησκευτικό βίο.[Παναγιώτου Χρήστου: Το Μυστήριο του Θεού, Πατριαρχ. Ίδρυμα Πατερικών μελετών, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 156 κ.έ.]
Ο Αριστοτέλης διαιρεί τις φάσεις του θρησκευτικού βίου στην ηθική, την φυσική και την θεολογία. «Ο Ωριγένης κατά την προσφιλή του μεταφορική μέθοδο λέγει ότι ο Χριστιανός αποκτά τον Χριστόν δια μεν της πρακτικής ως οικοδεσπότη, δια της φυσικής ως Βασιλέα και δια της θεολογίας ως Θεό». [ ένθ. άνωτ. σελ. 157]
Οι βαθμίδες της πνευματικής ζωής είναι τρεις, σύμφωνα με τον λόγο του Χριστού «εγώ ειμί η οδός (ηθική) και η αλήθεια (φυσική) και η ζωή (θεολογία)» (Ίω. 14, 6).
Ο Ευάγριος ορίζει τον Χριστιανισμό ως «δόγμα του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εκ πρακτικής και φυσικής και θεολογικής συνεστώς»
Η ίδια διάκριση παρατηρείται στον άγιο Διάδοχο τον Φωτικής, στον άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο (πού χώρισε τα κεφάλαια του σε πρακτικά, γνωστικά, θεολογικά) και ακόμη στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, πού χρησιμοποίησε την ίδια διάκριση στα κεφάλαια του (ηθικά, φυσικά, θεολογικά).
Για την λεπτομερέστερη κατανόηση αυτών των βαθμίδων της πνευματικής ζωής μπορεί ο αναγνώστης να ανατρέξη στο μνημονευθέν βιβλίο του καθηγητού Παναγιώτου Χρήστου.
Μελετώντας όμως τα έργα των αγίων Πατέρων και κυρίως των λεγομένων νηπτικών, συναντούμε και μία άλλη διαβάθμιση της πνευματικής ζωής.
Αυτή η διαβάθμιση είναι βαθύτερη χωρίς να καταργή τα προηγούμενα στάδια της πνευματικής ζωής. Γιατί πράγματι, σύμφωνα με την εμπειρία πολλών αγίων Πατέρων, η μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο, γίνεται με την ενέργεια της Χάριτος του Θεού και με τον πόνο από την στέρηση της Χάριτος μέχρι της εκ νέου ελεύσεώς της.
Έτσι μπορούμε, σύμφωνα με αυτά, να διακρίνουμε την πνευματική ζωή σε τρία στάδια.Στην έλευση της Χάριτος, στην απόκρυψη της από τον άνθρωπο και στην εκ νέου έλευση της στην καρδιά του ανθρώπου.
 Αυτήν την βαθειά πείρα την εκφράζουν στα έργα τους οι Θεοφόροι Πατέρες και θα επιχειρήσουμε στην συνέχεια να την παρουσιάσουμε, όσο βεβαίως είναι δυνατόν.
Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος στις πνευματικές του ομιλίες αναφέρεται σ' αυτό το γεγονός. Γράφει: «Ο ακούων λόγον έρχεται εις κατάνυξιν και μετά τούτο, υποστελλούσης της χάριτος κατ' οικονομίαν πρός το συμφέρον τω ανθρώπω, εισέρχεται εις γυμνασίαν και παιδείαν πολέμου και ποιεί πάλην και αγώνα προς τον σατανάν και μετά πολλού δρόμου και αγώνος αποφέρεται τα νικητήρια και γίνεται χριστιανός». [Μακαρίου Αιγυπτίου: Όμιλίαι Πνευματικοί, έκδ. Σχοινά, σελ. 127.]
Αυτή η παρατήρηση είναι αξιοσημείωτη. Γιατί φανερώνει αυτό πού ελέχθη προηγουμένως ότι δηλ. η παιδεία είναι ο πόλεμος στον καιρό της άρσεως της Χάριτος και ακόμη δείχνει καθαρά ότι τα στάδια της πνευματικής ζωής ταυτίζονται με την έλευση, την υποστολή και την εκ νέου έλευση της Χάριτος του Θεού.
Μάλιστα σημειώνει χαρακτηριστικά ότι ο άνθρωπος γίνεται Χριστιανός όχι με την κατάνυξη πού θα δημιουργηθεί από την έλευση της Χάριτος, αλλά από τον αγώνα πού θα ακολουθήσει.
Τότε αποκτά, όπως θα λεχθεί πιο κάτω, πείρα και γνώση Θεού.Την ίδια εμπειρία εκφράζει και ο Γέροντας Σιλουανός σύμφωνα με τα γραφόμενα από τον βιογράφο του Αρχιμ. Σωφρόνιο:
«Είχε έμπειρη γνώση της πνευματικής πορείας ο Γέροντας. Έδειχνε τρία ουσιώδη στάδια της: πρώτο, τη λήψη της χάρης, δεύτερο, την άρση της και τρίτο, την επιστροφή της χάρης, την ξαναπόκτησή της με αγώνα ταπεινώσεως.
Πολλοί έλαβαν τη χάρη, κι όχι μόνο απ' όσους μένουν στην Εκκλησία, αλλά κι απ' όσους βρίσκονται έξω απ' αυτήν -γιατί δεν υπάρχει προσωποληψία στον Κύριο-, αλλά κανένας δεν διεφύλαξε την πρώτη χάρη και μόνο λίγοι την ξαναπέκτησαν.
Όποιος αγνοεί την περίοδο του δεύτερου ερχομού της χάρης, όποιος δεν πέρασε τον αγώνα για την επιστροφή της, αυτός ουσιαστικά έχει μια λειψή πνευματική πείρα.
                                                                                      Ο Γέροντας Σιλουανός ήταν πλούσιος, όχι μόνον από την προσωπική του εσωτερική πείρα, αλλά ήταν και θεωρητικά καλά καταρτισμένος στην ασκητική γραμματεία των Πατέρων της Εκκλησίας και με την δωρεά του Θεού δεν ήταν μόνο πιστός στην παράδοση της Εκκλησίας, αλλά επαναλήφθηκε στον ίδιο η πείρα των μεγάλων Πατέρων». [Άρχιμ. Σωφρονίου: Γέροντας Σιλουανός, Εκδ. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου-Έσσεξ Αγγλίας 1978, σελ. 192.]
Ας δούμε όμως αναλυτικότερα αυτά τα τρία στάδια της πνευματικής ζωής.
Πρώτη έλευση της Χάριτος
Από τα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης βλέπουμε καθαρά το γεγονός ότι ο Θεός εμφανίζεται με διαφόρους τρόπους στους Προφήτας.«Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις έπ' εσχάτων των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν υιώ» (Εβρ. α' 1)
Συνάπτει με τον κάθε άνθρωπο προσωπική διαθήκη. Δεν θέλει να έχουμε γνώσεις γι' Αυτόν από τις μαρτυρίες άλλων, αλλά ο Ίδιος εμφανίζεται και δίδει την δική Του γνώση και ο άνθρωπος αποκτά δική του προσωπική μαρτυρία περί του Θεού.
Αυτή η πρώτη προσωπική γνωριμία με τον Θεό, γίνεται σε περίοδο πού δεν περιμένει ο άνθρωπος ή ακόμη ύστερα από οδυνηρή αναζήτηση.
Μπορεί ακόμη να συμβή σε άνθρωπο πού Τον πολεμάει.
 Αυτό το βλέπουμε στην περίπτωση του Αποστόλου Παύλου, πού βλέπει τον Θεό, ο ίδιος ο Χριστός εμφανίζεται και συνάπτει προσωπική διαθήκη μαζί του, την στιγμή πού εκείνος πορεύεται για να Τον πολεμήση.
Αυτή η προσωπική Έλευση της Χάριτος είναι μια ιερή κατάσταση.
Η ψυχή του ανθρώπου, έστω και αμυδρώς, γνωρίζει τον Θεό ως Πρόσωπο.
 Καταλαβαίνει με την καρδιά του, τον νου του, όπως λέγουν οι άγιοι Πατέρες, ότι ο Θεός δεν είναι μια αφηρημένη κατάσταση, ούτε μια απρόσωπη δύναμη ή μεγάλη αξία, αλλά είναι Πρόσωπο. Στον Μωυσή, όταν απεκαλύφθη του είπε ότι «εγώ ειμί ο Ων» (Έξοδος γ' 14). Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ερμηνεύοντας αυτήν την εμφάνιση και φανέρωση του Θεού λέγει ότι του είπε «Εγώ ειμί ο Ων» και όχι εγώ ειμί η ουσία, ώστε να αντιληφθούμε ότι εκ του όντος η ουσία και όχι ο ων εκ της ουσίας. Το βαθύτερο είναι του Θείου Είναι, δεν είναι η ουσία του Θεού, αλλά ο Ων δηλ. ο Πατήρ πού γεννά προαιωνίως τον Υιό και εκπορεύει το Πανάγιο Πνεύμα.
Η πρώτη αυτή έλευση της Χάριτος του Θεού, πού την γεύεται ο κάθε ένας διαφορετικά, είναι ζωή γεμάτη από καρδιακά βιώματα και ζωή μυστικής ευωχίας. Ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής γράφει ότι «η Χάρις την αρχήν εν αισθήσει πολλή την ψυχήν τω οικείω είωθε περιαυγάζειν φωτί» [Θεοκλήτου μον. Διονυσιάτου: Αγ. Διαδόχου Φωτικής, Τα εκατόν «Γνωστικά Κεφάλαια», 1977, σελ. 152.] Σε άλλο σημείο γράφει ο ίδιος:
«Γεύει μεν ούν το άγιον Πνεύμα εν αρχαίς της προκοπής, είπερ θερμώς ερασθώμεν της αρετής τον Θεού, την ψυχήν εν πάση αισθήσει και πληροφορία της γλυκύτητος τον Θεού, ίνα έχη ειδέναι ο νους εν ακριβεί επιγνώσει το τέλειον έπαθλον των φιλόθεων πόνων» [ ενθ. άνωτ. κεφ. 90, σελ. 205.]
Με αυτήν την πρώτη περίοδο της ελεύσεως του Θεού λαμβάνουμε ένα κεφάλαιο της νέας ζωής, ένα κεφάλαιο της Χάριτος. Μας ελκύει ο Θεός προς τον Εαυτό Του, ώστε μετά από αγώνες και θυσίες πολλές να Τον οικειοποιηθούμε. Γι' αυτόν τον πόνο και τον αγώνα θα αναφερθούμε πιο κάτω. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτή η νέα περίοδος της κλήσεως από τον Θεό, είναι περίοδος γλυκύτητας, ευφροσύνης πνευματικής, περίοδος, όπως σημειώθηκε, καρδιακών βιωμάτων. Σ' αυτά τα γεγονότα και ειδικότερα στο ερώτημα τι προηγείται πρώτα η Χάρη ή ο πειρασμός αναφέρεται και ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος:
« Ερώ: Τι ούν λοιπόν, πρώτον ο πειρασμός, και τότε το χάρισμα· ή το χάρισμα, πρώτον, και ούτως οπίσω αυτού ο πειρασμός;
Απόκ: Ουκ έρχεται ο πειρασμός, ει μη πρώτον δέξεται η ψυχή εν τω κρύπτω μέγεθος υπέρ το μέτρον αυτής, και το πνεύμα της χάριτος, όπερ εδέξατο πρώτον. Και μαρτυρεί περί τούτον ο πειρασμός του Κυρίου, ομοίως και οι πειρασμοί των Αποστόλων. Ου γαρ παρεχωρήθησαν εισελθείν εις πειρασμούς, έως αν εδέξαντο τον παράκλητον. Οι γαρ κοινωνούντες τοις αγαθοίς, αρμόζει αυτοίς υπομείναι τους πειρασμούς αυτών, ότι μετά τον αγαθόν η θλίψις αυτών. Ούτω γαρ ήρεσε τω σοφώ Θεώ εν πάσι ποιείν. Και ει τούτο ούτω, τουτέστιν η χάρις προ του πειρασμού, άλλ' όμως πάντων προηγήσατο η αίσθησις των πειρασμών της αισθήσεως της χάριτος, δια την δοκιμήν της ελευθερίας. Ουδέποτε γαρ η χάρις προλαμβάνει εις τίνα, προ του γεύσασθαι των πειρασμών. Προηγείται μεν ουν η χάρις εν τω νοΐ, εν δε τη αισθήσει βραδύνει».[Ισαάκ του Σύρου, Ασκητικά, δκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1977, σελ. 192-193]
Την πασχάλεια αυτή ατμόσφαιρα ζουν πολλοί. Ας αρκεσθούμε σε μια έγγραφη μαρτυρία, για την κατάσταση πού ζούσε ο μακάριος Γέροντας Σιλουανός μετά την εμφάνιση του Χριστού σ' αυτόν.
«Τη στιγμή της Επιφάνειας του Θεού ολόκληρη η ύπαρξή του πληροφορήθηκε πώς του συγχωρέθηκαν οι αμαρτίες του. Χάθηκαν οι φλόγες του άδη πού βρυχόταν γύρω του, έπαψε η κόλαση πού δοκίμαζε μισό χρόνο. Τώρα του δόθηκε να ζήση την ιδιαίτερη χαρά και την μεγάλη ανάπαυση της ειρηνεύσεως με τον Θεό. Στην ψυχή του κυριαρχούσε το νέο γλυκύ αίσθημα της αγάπης για τον Θεό και τους ανθρώπους, για κάθε άνθρωπο. Έπαψε η προσευχή της μετάνοιας, έφυγε εκείνη η αβάστακτη πύρινη αναζήτηση της αφέσεως, πού δεν άφηνε τον ύπνο να' ρθη στα βλέφαρα του. Άραγε αυτό σήμαινε πώς τώρα μπορούσε να παραδοθή ήσυχα στον ύπνο; Όχι βέβαια.
Τον πρώτο καιρό μετά την επιφάνεια η ψυχή του Συμεών, πού γνώρισε την ανάστασή της και είδε το φως της αληθινής και αιώνιας υπάρξεως, έζησε σ' ένα πασχαλινό πανηγύρι. Όλα ήταν ωραία: ο κόσμος μεγαλειώδης, οι άνθρωποι ευχάριστοι, η φύση ανείπωτα όμορφη, το σώμα άλλαξε κι έγινε ανάλαφρο, προστέθηκαν δυνάμεις, ο λόγος του Θεού έδινε χαρά στην ψυχή, οι ολονύχτιες αγρυπνίες στην εκκλησία και κυρίως οι προσευχές στο κελλί έγιναν γλυκείες. Ξέχειλη από χαρά η ψυχή σπλαχνιζόταν τους ανθρώπους και δεόταν για όλο τον κόσμο». [Αρχιμ. Σωφρονίου, ένθ. άνωτ. σελ. 33-34.]
Είναι αδύνατον να περιγραφή αυτή η κατάσταση με λόγια. Η βίωση της Ακτίστου Χάριτος δεν μπορεί να περικλεισθή σε κτιστά ρήματα.
Μόνον ο αναγεννημένος, ο μεμυημένος με την πείρα, μπορεί να αντιληφθή αυτήν την πραγματικότητα. Την εποχή αύτη όλα είναι καινούργια. Αισθάνεται την παρουσία του Θεού σαν προσωπική παρουσία, θεωρεί τους λόγους των όντων σε όλη την δημιουργία. Όλα είναι καθαρά. Τα πουλιά, τα δένδρα αποκτούν μια άλλη διάσταση. Όλα τα βλέπει κάτω από το αιώνιο, κάτω οπό την ενέργεια της Ακτίστου Χάριτος και του Ακτίστου Φωτός.
Παύουν να τον απασχολούν τα κοινά προβλήματα της καθημερινότητας. Δεν ενδιαφέρεται για την γνώμη πού οι άλλοι έχουν γι' αυτόν.
Περιφρονεί κάθε ταλαιπωρία. Μοναδική απασχόληση η προσευχή και η κοινωνία με τον Θεό. Είναι μια ζωή ερωτικής αναφοράς. Και αυτός ο έρωτας γεννήθηκε από την έλευση της Χάριτος.
«Μακάριος όστις τοιούτον προς Θεόν εκτήσατο πόθον, οίον μανικός εραστής προς την εαυτόν ερωμένην κέκτηται... Τούτω τις τω βέλει τρωθείς, έλεγε περί εαυτού (όπερ θαυμάζω), ως «εγώ καθεύδω» δια την χρείαν της φύσεως, «η δέ καρδία μου γρηγορεί», δια το πλήθος του έρωτος». [Κλίμαξ Ιωάννου του Σιναΐτου, έκδ.«Αστήρ», Παπαδημητρίου 1970, Λόγος Λ', ε και ζ σελ. 168.]
Τα πάθη δεν ενεργούν. Ο άνθρωπος «πάσχει την θέωσιν».
Η ευλογημένη αυτή κατάσταση με υπερβαίνει, δηλ. δεν έχω πραγματικά βιώματα αυτής της ζωής. Γι' αυτό παρακάλεσα έναν εκλεκτό φίλο μου μοναχό, πού ασκείται στον Ιερόν Άθωνα, να μου πή τα γνωρίσματα της. Γνώριζα ότι είχε πολλές τέτοιες ευλογημένες εμπειρίες. Με αγάπη πολλή ανταποκρίθηκε στο αίτημά μου και έτσι καταγράφω εδώ την περιγραφή πού κάνει γι' αυτήν την πρώτη έλευση της θείας Χάριτος.
«Από την αρχή της μοναχικής μου ζωής ζούσα μια ήσυχη, καλή ζωή. Οι ακολουθίες στο Μοναστήρι και η Μυστηριακή ζωή με θέρμαιναν, με ανέπαυαν. Αυτό μέχρι την ώρα πού γεννήθηκε μέσα μου κάτι άλλο, μέχρι την ώρα πού αναπτύχθηκε η εσωτερική ζωή.
Ξαφνικά αισθάνθηκα ένα κάψιμο εσωτερικό, ένα κάψιμο θείας αγάπης. Η φυσική και καλή ζωή πού ζούσα μέχρι τότε, φαινόταν τώρα πολύ σκοτεινή, χωρίς νόημα και περιεχόμενο.
Άρχισα να βρίσκω τον χώρο της καρδιάς, το κέντρο της υπάρξεως, τον ευλογημένο εκείνο χώρο πού ανακαλύπτεται με την εν Χάριτι άσκηση και μέσα στον όποιο αποκαλύπτεται ο Ίδιος ο Θεός.
Αυτή η καρδιά είναι το πρόσωπο, γιατί πρόσωπο είναι «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος εν τω αφθάρτω του πνεύματος... ο εστίν ενώπιον του Θεού πολυτελές» (Α' Πέτρου γ' 4).
Μέχρι τότε διάβαζα αυτά στα βιβλία, τώρα τα έβλεπα στην πραγματικότητα. Ένοιωθα αυτό πού λέγει ο Αββάς Παμβώ «ει έχεις καρδίαν δύνασαι σωθήναι», αυτό πού λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος «Θεός θεοίς ενούμενός τε και γνωριζόμενος εν καρδία» και ο Απόστολος Παύλος «ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών».
Η καρδιά πού είναι τα άγια των αγίων «της μυστικής ενώσεως Θεού και ανθρώπου, αυτής της ενυποστάτου δι' Αγίου Πνεύματος ελλάμψεως» ανακαλύφθηκε.
Αισθανόμουν την καρδιά σαν Ναό μέσα στον οποίο λειτουργούσε ο αληθινός Ιερεύς της θείας Χάριτος.
Παράλληλα με τον κτύπο του σαρκικού οργάνου της καρδίας ακουγόταν και ένας άλλος κτύπος βαθύτερος και γρηγορότερος. Αυτός ο κτύπος συντονιζόταν με την ευχή του Ιησού. Ή μάλλον η ίδια η καρδιά έλεγε την ευχή. Όλη αύτη η κατάσταση συνδεόταν με μερικά χαρακτηριστικά.
Αναπτύχθηκε μια ερωτική κοινωνία με τον Θεό. Τότε καταλάβαινα γιατί οι Πατέρες ονόμαζαν τον Θεό έρωτα. «Ο Θεός έρως εστί και εραστόν» (Μάξιμος ο Ομολογητής) και «ο εμός έρως εσταύρωται» (αγ. Ιγνάτιος Θεοφόρος). Κάθε μέρα αισθανόμουν την περίπτυξη του Θεού. Αυτή η αγάπη εκείνο τον καιρό με είχε τρελλάνει. Ό Θεός βιωνόταν ως ελεήμων, ως γλύκα και γλυκασμός. Άναψε μέσα στην καρδιά μου το ευλογημένο πυρ, πού έκαιγε τα πάθη και δημιουργούσε ανέκφραστη πνευματική ηδονή.
Αναζητούσα ησυχία, σκοτάδι, ηρεμία εξωτερική. Τα μικρά κελλιά, οι τρύπες των βράχων, ο ανοιχτός ορίζοντας της φύσεως, τα σκοτεινά μέρη με δέχονταν σαν φιλοξενούμενο.
Την νύκτα έβγαινα στις ερημιές του Άθωνα. Μαγεία! Ευλογία! Μέθη!
Στην μοναξιά και στην πολυκοσμία, στην έρημο και στα κοινόβια ζούσα την παρουσία του Θεού, την θεία περίπτυξη.
Αναπτύχθηκαν τότε άλλες αισθήσεις, αισθήσεις πνευματικές, η νοερά αίσθηση, η νοερά δράση και ακοή. Όλος ο νους ήταν συγκεντρωμένος μέσα στο βάθος της καρδιάς και άκουγε εν ακορέστω γλυκασμώ την ευχή πού λεγόταν μέσα εκεί. Όλος ο εσωτερικός κόσμος ενοποιημένος. Όλα έδειχναν ότι γεννήθηκε ένας καινούργιος άνθρωπος, ένας καινούργιος κόσμος και μια καινή ζωή. Μια θερμότητα έκαιγε τα πάντα. «Ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν ως ελάλει ημίν εν τη οδώ...;»
Η αίσθηση των μαθητών αυτών υπήρξε δική μου βίωση. Αισθανόμουν καλά τον λόγο του Χριστού: «πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω ει ήδη ανήφθη;» Και τον λόγον ότι ο Θεός «πυρ εστί καταναλίσκον». Άλλοτε αύτη η θέρμη και αυτή η φωτιά μετατρεπόταν σε πληγή βαθειά. Αισθανόμουν ότι αύτη η θερμότητα αναγεννούσε την ύπαρξή μου, πρώτα την ψυχή και μετά επεκτεινόταν και στο σώμα. Η αίσθηση ότι τώρα γεννήθηκα σε άλλον κόσμο ήταν διαρκής. Χοροπηδούσα σαν μικρό παιδί. Ακόμη υπήρξαν μερικές φορές πού ένοιωσα και την σάρκα μου σαν μικρού παιδιού, πού μόλις βγήκε από την μήτρα της μάνας του.
Αυτό δημιουργούσε βαθύτατη ειρήνη λογισμών. Ο νους καθοριζόμενος διαρκώς απέβαλε όλα τα ξένα στοιχεία τα οποία σαν λέπια τον εκάλυπταν. Γινόταν έτσι ελαφρός και πάντοτε εύρισκε καταφύγιο στην καρδιά. Εκεί παρέμεινε και ευφραινόταν πνευματικά. Εκεί μερικές φορές άκουγε και την φωνή του Θεού, πού ήταν πολύ συνταρακτική και δημιουργούσε πηγές δακρύων.
Η γνωριμία με τον Θεό ήταν προσωπική. Η γνώση του Θεού πραγματικό γεγονός.
Μερικές φορές βυθιζόμουν σε βαθειά μετάνοια. Ο νους μπαίνοντας στην καρδιά εν Χάριτι έβλεπε το σκοτάδι, την βρωμιά της ψυχής και όλη η ύπαρξή ξεχυνόταν σε καυτά δάκρυα.
Έκλαιγε η καρδιά.
Τα δάκρυα της καρδιάς ξεχύνονταν επάνω της και την ξέπλεναν από την αμαρτία. Παράλληλα άνοιγαν και τα μάτια και γίνονταν πηγές δακρύων. Άλλοτε έκλαιγε μόνον η καρδιά και άλλοτε και το σώμα. Θρήνος βαθύς από την αποκάλυψη της ασωτίας... Κλάμα πολύ, αλλά όχι με απελπισία. Ήταν συνδεδεμένο με την αίσθηση της αγάπης του Θεού.
Εκείνο τον καιρό όλα ήταν ωραία. Η λέξη ωραία δεν έχει σχέση με την αισθητική, αλλά με την οντολογική πραγματικότητα. Έβλεπα τους λόγους των όντων σε όλη την δημιουργία. Και αυτό προξενούσε άρρητη ευφροσύνη. Όλα εξέφραζαν την αγάπη του Θεού. Η ανάγνωση της Γραφής έτρεφε την καρδιά. Οι λέξεις δεν πήγαιναν στην λογική, αλλά εισχωρούσαν στην καρδιά και την ζωογονούσαν. Όπως το μωρό ρουφά το γάλα από τον μαστό της μάνας του και τρέφεται, έτσι αισθανόταν η καρδιά τρεφόταν από το λόγο του Θεού. Γινόταν μετάγγιση αίματος.
Τα βιβλία των Πατέρων τα διάβαζα με άλλο πρίσμα. Γνωστά κείμενα τότε τα έβλεπα διαφορετικά. Σαν να είχα αποκτήσει καινούργια μάτια και σαν να είχα μάθει καινούργια γλώσσα. Αισθανόμουν συγγενής πνευματικά με τους Πατέρας. Όμως τις πιο πολλές φορές δεν ήθελα να διαβάζω ακόμη και βιβλία πατερικά. Σαν να σταματούσαν την προσωπική επικοινωνία με τον εράσμιο Νυμφίο, σαν να διέκοπταν τη ζωντανή επικοινωνία με τον Δημιουργό του παντός.
Τα πάθη δεν ενεργούσαν τότε. Ένοιωθα όχι ηθικές αναστολές, αλλά την αναγέννηση μου. Ήμουν τόσο μεθυσμένος, ώστε δεν με ενδιέφερε απολύτως τίποτε. Υπήρχε μέσα μου μια ακατάσχετη αναζήτηση και επιθυμία να μη με αγαπούν οι άνθρωποι και μάλιστα να με περιφρονούν. Αφού είχα την αγάπη του Θεού, δεν με ενδιέφερε τίποτε άλλο.
Ζούσα μια ερωτική ζωή, ζωή δακρύων... Η μόνη απασχόληση εγώ και ο Θεός. Ζητούσα την μοναξιά πού ήταν κοινωνία. «Ενώπιος Ενωπίω», «πρόσωπον προς Πρόσωπον». Αλλά και όταν ευρισκόμουν σε πολυκοσμία η εσωτερική φωνή ήταν ισχυρότερη. Και όταν κατά την διάρκεια ακολουθίας ο Γέροντας με έβαζε να ψάλλω, εγώ συγχρόνως άκουγα και αυτήν την εσωτερική φωνή της καρδιάς να επαναλαμβάνη την ευχή πού έγινε το εντρύφημά μου.
Αυτή η κατάσταση κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια. Μέρα-νύχτα έλεγα την ευχή. Και την ώρα πού κοιμόμουν η καρδιά προσευχόταν. Την άκουγα καθαρά να αδολεσχή με τον Θεό.
  Όποιος θέλει να διαπιστώση αν υπάρχη Θεός, ας δοκιμάση. Θα συνάντηση ένα ζωντανό Θεό! Η Χάρη του Θεού με αξίωσε εμένα το έκτρωμα όλου του κόσμου να αποκτήσω μια μικρή σταγόνα γνώσεως Θεού».
Μακαρίζω και ζηλεύω αυτόν τον εκλεκτό φίλο μου. Και τον θεωρώ σαν την μεγαλύτερη ευεργεσία του Θεού σε μένα. Αντιγράφοντας αυτά θυμάμαι τους λόγους των Πατέρων για τον θειο έρωτα.
 Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέγει:
«Ου γαρ έστιν ουκ εστίν ουδέν, ο μη νικά πόθος, όταν δε και Θεού πόθος ή, πάντων εστίν υψηλότερος, και ούτε πυρ, ον σίδηρος, ου πενία, ουκ αρρώστια, ου θάνατος, ουκ άλλο τι των τοιούτων φανείται δεινόν τω τοιούτον κεκτημένω έρωτα, αλλά πάντων καταγελάσας, προς τον ουρανόν πτήσεται και των εκεί διατριβόντων ουδέν έλαττον διακείσεται, ουδέν έτερον ορών, ουκ ουρανόν, ου γήν, ου θάλατταν, αλλά προς ένα κάλλος τεταμένος το της δόξης εκείνης... ερασθώμεν τοίνυν τούτον τον έρωτα (τούτον γαρ ίσον ουδέν)... τούτων γαρ απάντων μείζον, το τον Χριστόν ερωμένον έχειν και εραστήν». [Νικόδημου Αγιορείτου: Νέα Κλίμαξ, έκδ. Σχοινά, Βόλος 1956, σελ. 36-37.]
Τα ίδια λέγει και ο Μ. Βασίλειος:
«μακάριοι οι του αληθινού κάλλους φιλοθεάμονες, οιονεί γαρ προσδεθέντες αυτώ δια της αγάπης, και τον επουράνιον και μακαριστόν ερώντες έρωτα, επιλανθάνονται μεν οικείων και φίλων, επιλανθάνονται δε οίκου και περιουσίας απάσης, εκλαθόμενοι δε και της σωματικής εις το εσθίειν και πίνειν ανάγκης, μόνω τω θείω και καθαρώ προστετήκασιν έρωτι». [ ενθ. άνωτ. σελ. 39.]
ΟΙ ΑΛΗΘΙΝΕΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ
Αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου απόσπασμα από το βιβλίο:
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Θεός αποκαλυπτόμενος Γεώργιος Γαλίτης, Ομ. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Αθηνών


Προϋπόθεση της προσεγγίσεως του απροσίτου Θεού είναι η αγνωσία, η γνώση δηλαδή ακριβώς της αδυναμίας μας να προσεγγίσουμε και να γνωρίσουμε τον Θεό διά της νοητικής οδού. Παρά ταύτα ο απρόσιτος κατά την ουσία Θεός γνωρίζεται και αποκαλύπτεται στους ανθρώπους διά των ακτίστων ενεργειών του. Ο άνθρωπος δεν νοεί τον Θεό, αλλά τον βιώνει. Η οδός που οδηγεί σ’ αυτόν είναι βιωματική, είναι μία πορεία, η οποία έχει ως τέρμα την θέωση. Έτσι ο άνθρωπος μέσω της α-λογίας φτάνει στην δοξο-λογία του Θεού.
Ο Θεός, λοιπόν, είναι μεν απρόσιτος, αλλά κατά την ουσία. Είναι όμως προσιτός σε μας κατά την ενέργεια: διά των ακτίστων ενεργειών του, με τις οποίες αποκαλύπτεται στον άνθρωπο. Στην πραγματικότητα λοιπόν δεν πρόκειται για αντίφαση, αλλά για μία διαλεκτική σύνθεση. Ας τα δούμε αυτά πιο αναλυτικά.
Ξεκινάμε από την ερώτηση, τί είναι Θεός. Θεός είναι εξ ορισμού το τελείως απρόσιτο. Αν ρωτήσει κάποιος τί είναι Θεός, αυτή είναι μια ανόητη ερώτηση, δεν έχει νόημα, γιατί Θεός είναι αυτό για το οποίο δεν μπορούμε να ρωτήσουμε, να ορίσουμε τί είναι: γιατί ο Θεός απλά είναι. Ο Θεός είναι το είναι. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να τον συλλάβουμε. Όταν ο Μωϋσής ρώτησε το Θεό στη φλεγομένη βάτο, «από ποιόν εγώ θα πω ότι έχω την εντολή αυτή, ποιό είναι το όνομά σου», εκείνος απάντησε «εχγιέ ασέρ εχγιέ», εγώ είμαι ο «εγώ είμαι», αυτός που εγώ είμαι. Αυτό το μετέφρασαν οι Εβδομήκοντα «εγώ ειμί ο ων». Αυτό το «ο ων», που σημαίνει ο υπάρχων, αποδίδει κατά κάποιον τρόπο το Γιαχβέ του εβραϊκού κειμένου της Παλαιάς Διαθήκης, που είναι παλαιότερη μορφή του «εχγιέ». Το Γιαχβέ σημαίνει, λοιπόν, «εγώ ειμί». Όταν στην Αγία Γραφή, στην Καινή Διαθήκη, στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο κυρίως, ο Χριστός αναφέρει τις λέξεις «εγώ ειμί», αυτό το «εγώ ειμί» είναι το Γιαχβέ. Ο Ιωάννης έχει ως σκοπό να αποδείξει ότι ο Ιησούς είναι ο Γιαχβέ. Κάθε Ευαγγελιστής έχει έναν ειδικό θεολογικό σκοπό. Ο σκοπός του Ιωάννη είναι αυτός. Όσες φο¬ρές ο Χριστός είπε «εγώ ειμί», εννοούσε ότι είναι ο Γιαχβέ, και γι’ αυτό ο Ιωάννης αναφέρει: «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή». «Εγώ ειμί το φως του κόσμου». «Εγώ ειμί η θύρα»…
Ο Χριστός είναι λοιπόν ο Λόγος του Γιαχβέ, είναι εκείνος, στο πρόσωπο του οποίου απεκαλύφθη ο Γιαχβέ. Ο Χριστός είναι η αποκάλυψη του Γιαχβέ, εκείνος διά του οποίου πηγαίνει κανείς στον Γιαχβέ: «Εγώ ειμί η θύρα»· «εγώ ειμί η οδός» «ίνα γνώτε ότι εγώ ειμί». Εάν κανείς δεν ξέρει, δεν μπορεί να ερμηνεύσει το «εγώ ειμί ο ων». Όταν πήγαν οι στρατιώτες στον κήπο της Γεθσημανή για να τον συλλάβουν, ο Χριστός τους ρώτησε: «Τίνα ζητείτε»; Και όταν αυτοί είπαν «Ιησούν τον Ναζωραίον», ο Χριστός απάντησε «εγώ ειμί». Ακούγοντας «εγώ ειμί» οπισθοχώρησαν και έπεσαν πρηνείς, σαν μια δύναμη να τους έσπρωξε, γιατί άκουσαν τη λέξη, τη φράση αυτή, που κανείς δεν μπορούσε να πει. Λέγοντας ο Ιησούς «εγώ ειμί», τους έλεγε εγώ είμαι ο Γιαχβέ. Αυτή είναι λοιπόν η ουσία της αποκαλύψεως του Θεού.
Για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για το Θεό, για να μπορούμε να συνεννοηθούμε, χρησιμοποιούμε δύο δρόμους. Ο ένας είναι ο αποφατικός, δηλαδή η γνώση της αγνωσίας του Θεού. Ο Θεός είναι αόρατος, ακατάληπτος, ανεξιχνίαστος. Όλα αυτά τα αρνητικά είναι ο αποφατικός δρόμος. Λέγοντας ότι ο Θεός είναι αόρατος, αναφής, απρόσιτος, στην πραγματικότητα λέμε τι δεν είναι. Λέμε τι είναι, λέγοντας τι δεν είναι. Ο άλλος τρόπος είναι ο καταφατικός. Λέμε, ο Θεός είναι δίκαιος, ή, στην ευχή της Θείας Λειτουργίας, («Συ γαρ εί Θεός ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάληπτος…»), «αεί ων, ωσαύτως ων»· εδώ μιλάμε κατα¬φατικά. Αλλά και από τα καταφατικά που λέμε για τον Θεό, πάλι δεν λέμε την ουσία του Θεού: λέμε τα περί τον Θεό, λέμε ιδιότητες του Θεού· «εκ των ημετέρων ανεπλάσθη τα του Θεού». Εμείς υπάρχουμε εν χρόνω, ο Θεός είναι αεί ων· εμείς αλλοιούμεθα, ο Θεός είναι ωσαύτως ων. Αυτά όλα, η καταφατική οδός, δεν μας λέει πάλι τι είναι ό Θεός.
Στην Α’ προς Τιμόθεον Επιστολή, στο 6ο κεφάλαιο, ο Θεός αναφέρεται ως «ο μόνος έχων αθανασίαν» (πάλι αποφατικός δρόμος), «φως οικών απρόσιτον». Το αναλύσαμε ήδη. Απρόσιτο φως, το οποίο «ουδείς ανθρώπων είδεν ή ιδείν δύναται» (Ιωάννης Χρυσόστομος). Όμως, «φως οικών». Αυτός είναι λοιπόν ο καταφατικός δρόμος, συνδυασμένος εδώ με τον αποφατικό.
*****
Για να προσεγγίσει την έννοια του απροσίτου του Θεού, του όλως άλλου, του ολοκληρωτικά διαφορετικού από ό,τι γνωρίζουμε και από ό,τι είναι δυνατόν να γνωρίσουμε και να συλλάβουμε, η κλασική θεολογία, ακολουθούσα τη φιλοσοφία, κυρίως την αριστοτελική, διακρίνει μεταξύ φυσικού και μεταφυσικού. Βέβαια ο Αριστοτέλης δεν είπε τίποτε περί της εννοίας μεταφυσική, απλώς μετά τα Φυσικά έγραψε ένα άλλο κείμενο, που ονομάσαμε Μετά τα Φυσικά, όθεν τα Μεταφυσικά. Η διάκριση μεταξύ φυσικού και μεταφυσικού δεν είναι κυρίως ειπείν ορθόδοξη. Άλλοι χρησιμοποιούν τη λέξη υπερφυσικό. Και αυτό το λέμε πάλι για να συνεννοηθούμε: υπέρ την φύσιν. Η μόνη θεολογική ορθόδοξη διάκριση είναι η διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Άκτιστος είναι μόνον ο Θεός. Απρόσιτος μεν κατά την ουσία, προσιτός δε κατά τις ενέργειες. Άκτιστος είναι ο Θεός, η ουσία του Θεού είναι απρόσιτη, οι ενέργειές του επίσης άκτιστες, αλλά όμως προσιτές. Κτιστός είναι ο κόσμος, το σύμπαν, οι άγγελοι, οι άνθρωποι και ότι άλλο υπάρχει εκτός του Θεού.
Άλλη διάκριση που γίνεται, είναι η μεταξύ του υλικού και του πνευματικού κόσμου. Στον πνευματικό κόσμο όμως τοποθετούνται οι άγγελοι, η ψυχή, ο Θεός. Συμφυρμός δηλαδή κτιστού και ακτίστου.
Οι δύο έννοιες, το κτιστό και το άκτιστο, είναι εξ ορισμού μη συμβατές, είναι δύο έννοιες που δεν μπορούν να έχουν καμία επαφή μεταξύ τους. Η συνειδητοποίηση εκ μέρους του ανθρώπου αυτής της αποστάσεως μεταξύ κτιστού και ακτίστου δημιουργεί στον άνθρωπο το υπαρξιακό άγχος. Η προσπάθεια γεφυρώσεως αυτού του άγχους γεννά όλες τις εκδηλώσεις που ονομάζουμε θρησκεία. Η θρησκεία δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά να προσπαθεί να γεφυρώσει την απόσταση μεταξύ κτιστού και ακτίστου, του Θεού και του ανθρώπου.
Ζούμε στον κόσμο και καταλαβαίνουμε ότι πάνω από τον κόσμο υπάρχει ένας άλλος κόσμος, ο υπέρ-κόσμος. Ένα κάλυμμα σκεπάζει τον κόσμο και εμείς προσπαθούμε να διαπεράσουμε το κάλυμμα, να δούμε από πάνω. Αυτή η προσπάθεια λέγεται θρησκεία.
Προσπαθεί ο άνθρωπος με τη θρησκεία και τα υποκατάστατα της θρησκείας να γεφυρώσει το χάσμα, να φτάσει ψηλά. Υποκατάστατα μπορεί να είναι και οι ιδε¬ολογίες, αυτές που τελειώνουν σε ισμός: Μαρξισμός, Σοσιαλισμός, Καπιταλισμός, Κομμουνισμός· όλα αυτά είναι προσπάθειες να γεφυρώσουμε το χάσμα. Άλλος προσπαθεί να φτάσει επάνω με μια ιδεολογία, άλλος με την τέχνη, με τα ταξίδια, με την ικανοποίηση των παθών, είτε αυτά λέγονται χρήμα, είτε δόξα, είτε ηδονή, είτε οτιδήποτε άλλο. Όλα αυτά είναι υποκατάστατα, με τα οποία προσπαθούμε να γεμίσουμε την ψυχή μας, το υπαρξιακό κενό, το υπαρξιακό χάος, να απαλλαγούμε από το υπαρξιακό άγχος και να φτάσουμε στον υπέρκοσμο. Ακόμη έχουμε, χειρότερες μορφές υποκαταστάτων, τα ναρκωτικά, τα βαριά, ή και πιο αθώα ναρκωτικά, όπως το κάπνισμα. Όλα αυτά είναι ασυνείδητες αναζητήσεις μιας χαμένης Εδέμ.
Όσο κι αν ο άνθρωπος προσπαθεί να ανέβει επάνω, όλες αυτές οι προσπάθειες της θρησκείας ή των υποκαταστάτων της, είναι ανίκανες να λυτρώσουν τον άνθρωπο, είναι ανίκανες να μας δείξουν τι βρίσκεται στον υπέρκοσμο. Ο μόνος τρόπος είναι, ο Επάνω να ανοίξει μία καταπακτή, να ρίξει μια σκάλα, να έρθει κάτω ο ίδιος και να μας ανεβάσει επάνω. Αυτό έκανε ο Χριστός, αυτό είναι η εν Χριστώ αποκάλυψη, αυτή είναι η αποκάλυψη του Θεού. Ο Θεός κατέβηκε κάτω, γι’ αυτό λέει ο Χριστός «εγώ ειμί η οδός» και «η θύρα», γι’ αυτό και λέμε στην Παναγία: «Χαίρε κλίμαξ επουράνιε, δι’ ης κατέβη ο Θεός, χαίρε γέφυρα μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν».
Ή, για να χρησιμοποιήσω μίαν άλλην εικόνα, περπατάμε στο σκοτάδι, και εκεί που δε βλέπουμε μπροστά μας τίποτα, ξαφνικά μια αστραπή μάς φωτίζει και βλέπουμε πού βαδίζουμε. Αυτή είναι η αποκάλυψη. Δεν ανακαλύψαμε μόνοι μας πού βαδίζουμε, αυτό είναι αποκάλυψη. Κάποιος μου αποκαλύπτει κάτι.
Άρα λοιπόν ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία. Θρησκεία είναι όλες οι προσπάθειες του ανθρώπου να φτάσει μόνος, δι’ ιδίων δυνάμεων εκεί πάνω, πράγμα αδύνατο. Ο Χριστιανισμός είναι αποκάλυψη, είναι η αποκάλυψη του Θεού στους ανθρώπους. Για να το πω αλλιώς, είναι η εισβολή του Υιού του Θεού στην ιστορία. Ο Θεός ο άκτιστος έφτιαξε τον κτιστό κόσμο. Ο κόσμος ο κτιστός έπεσε διά της αμαρτίας στη φθορά και στον θάνατο. Βρίσκεται στην ταλαιπωρία, στο άγχος, και πρέπει κάποιος να τον λυτρώσει. Για να λυτρώσει τον άνθρωπο ο Θεός εισέβαλε στο χώρο, στην ιστορία, έγινε άνθρωπος, και εν Χριστώ μάς έσωσε. Άρα το περιεχόμενο της αποκαλύψεως δεν είναι μία ιδέα, μία κοσμοθεωρία. Πολλοί χρησιμοποιούν τον όρο χριστιανική κοσμοθεωρία, ή χριστιανική ιδεολογία. Δεν πιστεύουμε σε μία κοσμοθεωρία. Το πρόβλημά μας δεν λύνεται με ιδέες και θεωρίες, αλλά με την πίστη στον ένα Θεό, ο οποίος αποκαλύφθηκε. Σ’ αυτόν που κατέβηκε από την κλίμακα, να του δώσουμε το χέρι να μας ανεβάσει εκεί πάνω. Αυτό είναι η σωτηρία, η αποκάλυψη.
Δεν είναι λοιπόν το περιεχόμενο της αποκαλύψεως μία ιδέα και μία θεωρία, αλλά ένα πρόσωπο, το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Πολλοί λένε, ο Χριστός ήταν ένας μεγάλος δάσκαλος, ηθικός αναμορφωτής, κοινωνικός εργάτης. Αν ήταν κάτι από αυτά, αλίμονό μας. Η σωτηρία μας θα ήταν αδύνατη. Θα μπορούσε κάποιος να πει, ο Κομφούκιος είπε πολύ ωραία πράγματα, και ότι ο Μωάμεθ δεν είπε άσχημα πράγματα. Και ο Μωϋσής στην Παλαιά Διαθήκη είπε ωραία πράγματα, κανείς δεν μπορεί να μας σώσει όμως, κανείς δεν είναι ο σωτήρας. Δεν σώζουν οι ηθικές διδασκαλίες, δεν σωζόμαστε αν γίνουμε καλοί άνθρωποι. Και ένας άθεος, βουδδιστής, ινδουϊστής, μπορεί να είναι καλός άνθρωπος. Σώζεται κανείς αν αφήσει το χέρι του να το πιάσει ο Χριστός, ο αποκαλυφθείς Θεός, και να τον οδηγήσει επάνω. Δεν αρκεί να πιστεύεις στον Θεό. Σε θεό πιστεύουν όλες οι θρησκείες. Πρέπει να πιστεύεις στον Χριστό. Το πρόσωπο του Ιησού Χριστού είναι ο Θεός που αποκαλύφθηκε· «Κύριε, δείξον ημίν τον πατέρα και αρκεί ημίν», λέγει ο Φίλιππος (Ιω. 14, 8). Και απαντά ο Χριστός: «Τοσούτον χρόνον μεθ’ υμών ειμί, και ουκ έγνωκάς με, Φίλιππε; ο εωρακώς εμέ εώρακε τον πατέρα»: διότι στο πρόσωπό μου βλέ¬πει κανείς τον Πατέρα. Γι’ αυτό γράφει και ο Παύλος, ότι ο Χριστός είναι η «εικών του Θεού» (Β’ Κορ. 4, 4) «του αοράτου» (Κολ. 1, 15).
Αυτό είναι λοιπόν το περιεχόμενο της αποκαλύψεως του Θεού.
*****
Η κλασική θεολογία διακρίνει μεταξύ φυσικής και υπερφυσικής αποκαλύψεως. Η φυσική αποκάλυψη πραγματώνεται στον κόσμο, στην ιστορία και στη συνείδηση του ανθρώπου. Πράγματι στη θέα του κόσμου, «τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται τα αόρατα του Θεού» (Ρωμ. 1, 20). Άρα λοιπόν υπάρχει η φυσική αποκάλυψη. Όμως η φυσική αποκάλυψη δεν μπορεί να σώσει τον άνθρωπο. Χρειάζεται και η υπερφυσική αποκάλυψη. Χρησιμοποιούμε τη λέξη, όπως είπα, της κλασικής, ακαδημαϊκής θεολογίας. Στην ορθόδοξη θεολογία, εννοώ την πατερική θεολογία, αυτή η διάκριση μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού δεν είναι ιδιαίτερα προσφιλής. Οι Πατέρες δεν συμπαθούν αυτόν τον όρο. Περισσότερο χρησιμοποιούν άλλες εικόνες:
Ο Θεός είναι αγάπη. Τα τρία πρόσωπα περιχωρούνται και είναι ενωμένα «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως». Ο Θεός, το μόνο όντως μακάριο Ον, υπάρχει ως αγάπη. Επειδή είναι αγάπη, δεν θέλησε να κρατήσει τη μακαριότητά του για τον εαυτό του, αλλά ανοίγει, τρόπον τινά, εξέρχεται εαυτού και δημιουργεί άλλα όντα για να μετάσχουν στην μακαριότητά του. Τα όντα αυτά πρέπει, για να μπορέσουν να μετάσχουν στην μακαριότητά του, να είναι λογικά και ελεύθερα. Αν ήταν λογικά, αλλά δεν ήταν ελεύθερα, σκεφθείτε το βάσανο ενός λογικού όντος που είναι καταναγκασμένο να κάνει κάτι. Εάν ήταν ελεύθερα, αλλά δεν ήταν λογικά, μπορείτε να καταλάβετε τις συνέπειες, από τα μικρά παιδιά. Αφήστε τα να κάνουν ό,τι θέλουν. Θα ήταν καταστροφή. Αυτό σημαίνει το ότι ο άνθρωπος επλάσθη «κατ’ εικόνα» Θεού. Αλλά επλάσθη και «καθ’ ομοίωσιν». Για να μπορέσει να εκπληρώσει το «καθ’ ομοίωσιν» πρέπει να είναι ελεύθερος και λογικός. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να έχει αξία η προσπάθειά του, δεν θα μπο-ρούσε το καλό να είναι καλό. Το καλό είναι καλό, γιατί είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης επιλογής του ανθρώπου. Το κακό είναι κακό, γιατί πάλι ελεύθερα το επέλεξε ο άνθρωπος. Καλό και κακό είναι το αποτέλεσμα της ελεύθερης επιλογής.
Ανοίγει λοιπόν ο Θεός, εξέρχεται εαυτού, δημιουργεί τον άνθρωπο, δημιουργεί την κτίση για να βάλει τον άνθρωπο μέσα σ’ αυτήν, και του δίνει την εντολή.
Εδώ θα κάνω μία παρένθεση. Όλο αυτό το σύμπαν που υπάρχει – ζούμε σε έναν κόσμο όπου το ηλιακό σύστημα είναι ένα μέρος, ένας κόκκος, ένα από τα πολλά δισεκατομμύρια αστέρια του γαλαξία μας, και υπάρχουν δισεκατομμύρια γαλαξίες – όλα αυτά τα έφτιαξε ο Θεός για τον άνθρωπο; Ναι, για τον άνθρωπο. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι σημερινοί φυσικοί και οι αστρονόμοι δέχονται στην πλειοψηφία τους ως λόγο για τον οποίο έγινε το σύμπαν τη λεγόμενη ανθρωπική αρχή. Το σύμπαν έγινε για τον άνθρωπο. Όλα συντείνουν στον άνθρωπο. Αλλά το τέρμα όλης αυτής της εξελίξεως, αν θέλετε από το μηδέν, από τη στιγμή της λεγομένης μεγάλης εκρήξεως, μέχρι τη στιγμή που εμφανίσθηκε ο άνθρωπος, όλα κατατείνουν στη δημιουργία του ανθρώπου και όλα έγιναν για τον άνθρωπο. Το άνοιγμα αυτό του Θεού δημιουργεί την αρχή του κόσμου και του χρόνου. «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην… και είπεν ο Θεός· γενηθήτω φώς· και εγένετο φως… Και είπεν ο Θεός… Και είπεν ο Θεός…» (Γεν. 1, 1 κ.ε.). Αυτό το «και είπεν» είναι μία ανθρωποπαθής έκφραση. Σημαίνει ότι διά του Λόγου του εποίησε τα πάντα, «τω λόγω του Κυρίου εστερεώθησαν οι ουρανοί», «αυτός είπε και εγενήθησαν, αυτός ένετείλατο και έκτίσθησαν». «Ο Πατήρ δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύμαπ ποιεί τα πάντα». Αυτό ήταν η αρχή του ανοίγματος του Θεού, η αρχή της αποκαλύψεως δηλαδή. Το τέλος; «Πολυμερώς και πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοις πατράσιν εν τοις προφήταις, επ’ εσχάτου των ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν υίώ» (Εβρ. 1, 1-2). «Ο μονογενής υιός ο ων εις τον κόλπον του πατρός, εκείνος εξηγήσατο» (Ιω. 1, 18). Εκείνος. Δεν χρειαζόμαστε άλλον. Δεν χρειαζόμαστε δηλαδή γκουρού, τον τεκτονισμό, τον ένα οποιονδήποτε -ισμό για να μας οδηγήσει, να μας εξηγήσει τα του Θεού, δεν χρειαζόμαστε θρησκεία, χρειαζόμαστε αποκάλυψη. Ο Χριστός είναι η πληρότης. «Και εκ του πληρώματος αυτού ημείς πάντες ελάβομεν, και χάριν αντί χάριτος· ότι ο νόμος διά Μωϋσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια διά Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιω. 1,17). Ο νόμος εδόθη, η χάρις και η αλήθεια εγένετο, πραγματοποιήθηκε: μία διαφορετική λέ¬ξη, μία διαφορετική έννοια. Και το ίδιο μας λέγει πάλι ο Ιωάννης: «Ο Λόγος σαρξ εγένετο» (Ιω. 1, 14). Το ίδιο ρήμα. Το εγένετο σημαίνει την πραγματοποίηση, την υλοποίηση, κάτι το χειροπιαστό. Ο Λόγος αυτός του Θεού «σαρξ εγένετο». Ο Θεός, τον οποίον «ουδείς εώρακε πώποτε», απεκαλύφθη διά Ιησού Χριστού, ο οποίος έγινε ο μεσίτης της αποκαλύψεως.
jesus_pantokratorΑποκαλυπτόμενος
Εδώ μπορούμε να διακρίνουμε τρεις βαθμίδες αποκαλύψεως. Η πρώτη είναι όταν ο Θεός ανοίγει, εξέρχεται εαυτού, δημιουργεί τον κόσμο («Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην»)· στην δεύτερη έχουμε την πλήρωση της αποκαλύψεως («Ο Λόγος σαρξ εγένετο»)· και έχουμε και μιαν τρίτη αποκάλυψη, που είναι η ολοκλήρωση, είναι η μέλλουσα κρίση. Εκεί θα αποκαλυφθεί πάλι ο Θεός, αλλά θα αποκαλυφθεί ως φως για τους αξίους και ως «πυρ καταναλίσκον» για τους αναξίους («Αποκαλύπτεται οργή Θεού απ’ ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων»(Ρωμ. 1,18).
*****
Το περιεχόμενο λοιπόν της αποκαλύψεως είναι ο Ιησούς Χριστός, δηλαδή ο Θεός αποκαλυπτόμενος εν Υιώ, δηλαδή σε μία συγκεκριμένη ανθρώπινη μορφή, ένα συγκεκριμένο ιστορικό πρόσωπο, στο οποίο, «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου», ενώθηκε η θεότητα με την ανθρωπότητα.
Πού βρίσκεται η αποκάλυψη αυτή; Πού φυλάσσεται, ποιός την προσφέρει;
Ο Χριστός ήλθε στη γη, έζησε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε, ανελήφθη, αλλά δεν έφυγε από τον κόσμο. Συνεχίζει να ζει παρατεινόμενος στους αιώνες ως Εκκλησία. Ο Χριστός είναι η Εκκλησία, την οποία ίδρυσε ο ίδιος με τη σταυρική του θυσία, και την οποία τρέφει και συντηρεί με το αίμα του διά της Θείας Ευχαριστίας. Αυτός έστειλε από το θρόνο του Θεού το Άγιο Πνεύμα, που συνήγαγε στο όνομά του όλους όσοι πίστευσαν και βαπτίσθηκαν για να αποτελέσουν την μεσσιανική σύναξη, την κοινωνία των αγίων, τον νέο Ισραήλ, το λαό του Θεού. Γι’ αυτό μετά την θεία κοινωνία των πιστών, λέει ο ιερέας: «Σώσον, ο Θεός, τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου». Γινόμαστε λαός του Θεού, κληρονομιά του, διά της Θείας Ευχαριστίας, που μόνον στην Εκκλησία προσφέρεται και η οποία μόνον δομεί την Εκκλησία. Όπου Εκκλησία, εκεί και Θεία Ευχαριστία, και όπου τελείται η Θεία Ευχαριστία εκεί βρίσκεται η Εκκλησία.
Αυτό είναι η ‘Εκκλησία: ο λαός του Θεού, το σώμα του Χριστού, με κεφαλή το Χριστό και μέλη εκείνους που μπολιάσθηκαν στο σώμα της Εκκλησίας και τρέφονται από τους ζωτικούς χυμούς του δένδρου αυτού, που είναι η Εκκλησία: τρέφονται από την Θεία Ευχαριστία. Εκεί μπορεί να βρει κανείς τον, απρόσιτο μεν, άλλα αποκαλυπτόμενο εν Χριστώ Ιησού Θεό.
Αυτήν την αποκάλυψη η Εκκλησία την προσφέρει ως θεματοφύλαξ της με δύο τρόπους:
α). ως σώμα και αίμα Χριστού. Παίρνοντας το σώμα και το αίμα του Χριστού παίρνουμε τον ίδιο τον αποκαλυφθέντα Θεό που κατέβηκε κάτω στη γη·
β). ως κήρυγμα, ως προφορικό και γραπτό λόγο του Θεού.
Την μεν πρώτη μορφή της αποκαλύψεως την παίρνουμε διά του στόματος, τη δεύτερη διά των ώτων, της ακοής· βρώση και ακοή. Αυτά συμβολίζουν και οι δύο Είσοδοι που γίνονται στην Εκκλησία, Μικρά και Μεγάλη. Στη Μικρά Είσοδο ο διάκονος ή ο ιερέας κρατεί το Ευαγγέλιο, το οποίο λιτανεύει διά μέσου των πιστών – όλοι, όλος ο λαός μετέχει σ’ αυτό – και λέει: «Σοφία»: αυτό που κρατώ είναι η Σοφία· «ο Χριστός εγενήθη σοφία ημίν από Θεού» (Α’ Κορ. 1, 30). Η σοφία του Θεού είναι ο Χριστός. Αυτό που κρατώ είναι ο Χριστός, η Σοφία. «Ορθοί» λοιπόν. Και ψάλλεται κατόπιν: «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ…», δηλαδή τη Σοφία του Θεού. Ακολούθως εναποτίθεται το Ευαγγέλιο στην Αγία Τράπεζα και στη συνέχεια διά της αναγνώσεως και του κηρύγματος γίνεται ο αποκαλυφθείς Λόγος του Θεού προσιτός σε μας διά των ώτων, της ακοής.
Στη Μεγάλη Είσοδο παίρνει ο διάκονος ή ο ιερέας τα Τίμια Δώρα που δεν έχουν μεταβληθεί ακόμη σε σώμα και αίμα Χριστού, έχουν όμως προετοιμασθεί στην Προσκομιδή, και εν λιτανεία λέει πάλι: «Πάντων ημών μνησθείη Κύριος ο Θεός εν τη βασιλεία αυτού πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Εν τη βασιλεία αυτού. Όλη αυτή η λιτανεία συμβολίζει την πορεία προς τη βασιλεία του Θεού, η οποία βασιλεία ανοίχθηκε με την πόρτα του «Ευλογημένη η βασιλεία…» στην αρχή της Θείας Λειτουργίας. Ανοίγουμε με τη Λειτουργία τις πύλες: «Εγώ ειμί η θύρα» (Ιω. 10, 7.9), ελάτε να μπείτε δι’ εμού στη βασιλεία των ουρανών. Και όλοι μας γνωρίζουμε ότι στη θέση του τρίτου Αντιφώνου, στο σημείο που σήμερα ψάλλουμε για λόγους συντομίας το Απολυτίκιο, κανονικά ψάλλονται οι Μακαρισμοί, στους οποίους αναλύεται πως ο Αδάμ εξεβλήθη του παραδείσου και πως ο ληστής «παρεβίασε» τις πύλες του με το «μνήσθητί μου». Ο παράδεισος είναι η βασιλεία του Θεού.
Άρα λοιπόν η βασιλεία του Θεού εκφράζεται με τις δύο αυτές πομπές, λιτανείες, εισόδους, που είναι ένα νόμισμα με δύο πλευρές. Δε μπορούμε να τις χωρίσουμε. Δε μπορούσε να κάνουμε Θεία Ευχαριστία χωρίς ανάγνωση Ευαγγελίου, ούτε ανάγνωση Ευαγγελίου χωρίς τη Θεία Ευχαριστία. Αυτοί είναι οι δύο πόλοι, γύρω από τους οποίους περιστρέφεται όλη η Θεία Λειτουργία και συνεπώς όλη η εν Χριστώ ζωή μας. Άρα η βασιλεία του Θεού, η αποκάλυψη, είναι κηρυσσομένη και βιουμένη, κηρυγματική και βιωματική. Πρώτα κηρύσσεται και ύστερα βιούται. Πρώτα διαβάζουμε το Ευαγγέλιο και μετά κοινωνούμε. Πώς θα σωθούν, αν δεν πιστέψουν; και πώς θα πιστέψουν, λέγει ο Απόστολος Παύλος, αν δεν ακούσουν; και πώς θα ακούσουν αν κάποιος δεν τους κηρύξει; (Ρωμ. 10, 14- 15). Απόστολος, Ευαγγέλιο, και μετά πάμε να κοινωνήσουμε. Πριν όμως, ομολογούμε τι πιστεύουμε. Αυτά όλα είναι με σοφία, θεόπνευστα βαλμένα έτσι. Η Θεία Κοινωνία είναι η πρόσληψη του Χριστού, η πρόσληψη του αποκαλυφθέντος Χριστού, άρα η βίωση της εν Χριστώ και διά του Χριστού σωτηρίας. Πριν από τη βίωση πρέπει να πιστέψουμε. Σ’ αυτό συντελεί η Γραφή, που είναι η κηρυσσομένη αποκάλυψη του Θεού, προϋπόθεση για την βιουμένη. Κηρυσσομένη και βιουμένη αποτελούν μιαν ενότητα, όπως η Θεία Λειτουργία. Δεν χωρίζονται, γιατί και τα δύο οικοδομούν, συντηρούν, τρέφουν και αυξάνουν την Εκκλησία. Και η Γραφή δεν είναι ένα μέρος της ζωής της Εκκλησίας, αλλά είναι ενσωματωμένη στη ζωή της Εκκλησίας, γιατί μόνον στην Εκκλησία αποκαλύπτεται ο Θεός, μόνον εκεί βιώνει ο άνθρωπος το Θεό.
******
Ένα λάθος πολλών που διαβάζουν την Αγία Γραφή είναι ότι βλέπουν σε αυτήν απλώς ένα ηθικό μήνυμα. Η Αγία Γραφή δεν είναι βιβλίο προσωπικής ευσέβειας. Δεν είναι βιβλίο προσωπικής ερμηνείας. Είναι ένα βιβλίο της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή γνωρίζεται, παραλαμβάνεται και ερμηνεύεται διά της Εκκλησίας, υπό της Εκκλησίας, εν τη Εκκλησία και διά την Εκκλησίαν. Ακόμη και ο ψάλτης, που είναι κατώτερος κληρικός, και αυτός παραλαμβάνει τον Απόστολο από το χέρι του ιερέως και σ’ αυτόν το επιστρέφει· αυτή είναι μία συμβολική κίνηση, που δείχνει ότι η Αγία Γραφή είναι βιβλίο της Εκκλη-σίας. Βιβλίο βεβαίως που οικοδομεί τον άνθρωπο, αλλά οικοδομεί πρωτίστως την Εκκλησία. Αν ο άνθρωπος οικοδομηθεί μόνος του, αυτόνομα, έξω από την Εκκλησία, δεν κάνει τίποτα. Αν απομονώσουμε τη Γραφή από την Εκκλησία, η Γραφή είναι ένα ξεριζωμένο δένδρο και δεν μας χρειάζεται σε τίποτε.
Ποιός μάς λέει ότι η αποκάλυψη περιέχεται στην Αγία Γραφή; Μας το λέει η Εκκλησία διά της παραδόσεως. Τί είναι η παράδοση; Παλιά τα σχολικά βιβλία έλεγαν ότι, δύο είναι οι πηγές της πίστεώς μας, η Αγία Γραφή και η Ιερά Παράδοσις. Αυτό το αντιγράψαμε από εγχειρίδια Δογματικής των ρωμαιοκαθολικών, που θέλησαν να απαντήσουν στο Λούθηρο, που υποστήριζε το sola scriptura, μόνον η Γραφή.
Δεν κυριολεκτούμε όταν λέμε για την παράδοση, ότι είναι πηγή της πίστεώς μας. Ως παράδοση εννοούμε την πράξη του παραδίδειν, αλλά και αυτό που παραδίδεται. Παραδίδω κάτι, αλλά για να το παραδώσω, το παρέλαβα από κάπου. Την παράδοση παραλάβαμε από τους Πατέρες μας και εκείνοι από τους άλλους Πατέρες κ.ο.κ., για να φθάσουμε μέχρι τους Αποστόλους, που την παρέλαβαν από τον ίδιο τον Χριστό. Ο Απόστολοι την παρέδωσαν περαιτέρω, γι’ αυτό λέγεται αποστολική παράδοση και παρεδόθη όχι εκτός της Εκκλησίας, αλλά μέσα στην Εκκλησία υπό της Εκκλησίας, γι’ αυτό και λέγεται η Εκκλησία μας αποστολική Εκκλησία. Άρα παράδοσή είναι, πρώτα η πράξη του παραλαμβάνειν και παραδίδειν, και ύστερα αυτό το περιεχόμενο του τι παραλαμβάνουμε και παραδίδουμε.
Το περιεχόμενο της παραδόσεως είναι η πίστη μας που κατεγράφη στην Αγία Γραφή. Αλλά και η Αγία Γραφή είναι μέρος της παραδόσεως. Το πρώτο βιβλίο της Αγίας Γραφής γράφτηκε περί το 50 (πρόκειται για την Α’ προς Θεσσαλονικείς Επιστολή), τα τελευταία βιβλία (κατά Ιωάννην, Αποκάλυψη) γύρω στο 100. Στο μεταξύ διάστημα των 50 ετών δεν είχαμε πλήρη την Αγία Γραφή. Ή, αν θέλετε, προ του 50 δεν είχαμε καν Καινή Διαθήκη. Και όμως υπήρχε η παράδοση και η πίστη. Άρα η παράδοση είναι κάτι το ζωντανό, κάτι που περιέχει την Αγία Γραφή. Η Γραφή είναι η γραπτή παράδοση της αποκαλύψεως του Θεού, όπως η παράδοση είναι η άγραφη αποκάλυψη του Θεού, το άγραφο βιβλίο της αποκαλύψεως του Θεού. Δεν είναι παράδοση τύπων, ιδεών, δογματικών απόψεων, παράδοση ηθών ή εθίμων είναι αυτή η ίδια η ζωή της Εκκλησίας, η ζωή εν Αγίω Πνεύματι, είναι η μνήμη της Εκκλησίας για τον ιδρυτή της και τα πρώτα βήματά της, είναι η καταγραφή της εμπειρίας της Εκκλησίας. Γι’ αυτό πιστεύουμε «κατά τας Γραφάς». Είναι θεόπνευστη, γιατί όλη η ζωή της ‘Εκκλησίας είναι θεόπνευστη. Έτσι στο sola scriptura ή στο sola fide του Λουθήρου θα μπορούσαμε να απαντήσουμε και εμείς sola ecclesia. Η Εκκλησία διατηρεί την πίστη, τη Γραφή. Έτσι Γραφή, παράδοση και Εκκλησία περιχωρούνται, όπως τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Δεν χωρίζονται, το ένα περιέχεται στο άλλο, το ένα μαρτυρείται, ζωοποιείται, ερμηνεύεται και ελέγχεται από το άλλο.
Η Εκκλησία είναι ο χώρος που η Αγία Γραφή ζει μέσα στην Ιερά Παράδοση, αποκαλύπτουσα τον απρόσιτο Θεό. Η παράδοση αυτή της Εκκλησίας εκφράζεται διά των αγίων Πατέρων. Οι Πατέρες είναι τα στόματα της Εκκλησίας. Με την Γραφή εφάπαξ η Εκκλησία εξέφρασε την εμπειρία της ως προς την αποκάλυψη του Θεού διά Ιησού Χριστού. Με τους Πατέρες εκφράζει η Εκκλησία διαρκώς την εμπειρία της ως προς την πορεία της μέσα στην ιστορική πραγματικότητα.
Την Κυριακή της Ορθοδοξίας ακούμε στην Εκκλησία μας το λεγόμενο «Συνοδικόν», το οποίο εκφράζει άριστα όσα είπαμε για την αποκάλυψη του απροσίτου Θεού που διαφυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία:
«Οι Προφήται ως είδον [πρβλ. Παλαιά Διαθήκη], οι Απόστολοι ως εδίδαξαν [πρβλ. Καινή Διαθήκη], η Εκκλησία ως παρέλαβεν [πρβλ. Ιερά Παράδοση], οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν [πρβλ. Πατέρες], η Οικουμένη ως συμπεφώνηκεν [πρβλ. Οικουμενικές Σύνοδοι], η χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται, το ψεύδος ως απελήλαται, η σοφία ως επαρρησιάσατο, ο Χριστός ως εβράβευσεν ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών… Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την οικουμένην εστήριξεν».
*****
Ύστερα από αυτή τη διαδρομή στο μυστήριο του απροσίτου πλην αποκαλυπτομένου Θεού, μπορούμε να κλείσουμε την εισήγησή μας συνοψίζοντας εν είδει συμπεράσματος τα λεχθέντα:
Ο απρόσιτος Θεός απεκαλύφθη όταν «ο Λόγος σαρξ εγένετο». Η πληρότης της αποκαλύψεως του Θεού είναι ο ενανθρωπήσας Υιός Ιησούς Χριστός.
Ο Ιησούς Χριστός είναι «φως εις αποκάλυψιν εθνών», είναι η μόνη πηγή της αποκαλύψεως του Πατρός εν Αγίω Πνεύματι διά της Εκκλησίας, η οποία Εκκλησία είναι «ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας» (ι. Αυγουστίνος). Συνεπώς: στην ‘Εκκλησία κηρύσσεται διά της Αγίας Γραφής, που ζει, φυλάσσεται και ερμηνεύεται μέσα στην Ιερά Παράδοση, ο εν Χριστώ αποκαλυφθεις απρόσιτος Θεός. Μέσα στην Εκκλησία ο πιστός ενώνεται με τον Χριστό, που είναι η μοναδική οδός και θύρα η οποία οδηγεί στον διά του Ιησού Χριστού αποκαλυφθέντα απρόσιτο Θεό. Ακολουθώντας αυτήν την οδό, περνώντας από αυτήν την θύρα, ο άνθρωπος συναντά τον Θεό. Και έτσι ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο, παύει να είναι απρόσιτος και είναι πλέον πατέρας.
(Γεωργίου Αντ. Γαλίτη, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου Αθηνών, «Αποκάλυψη και Εκκλησία», εκδ. Ι. Μητροπόλεως Ηλείας, Πύργος 2006, σ.24-39)