Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Πατερική Ανθολογία: Θεολογία

Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Θεολόγος, Ειδικός Γραμματέας του ΔΣ της ΠΕΘ
Α. ΘΕΟΛΟΓΙΑ : αποσπάσματα από τους 5 θεολογικούς λόγους

Του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου

1. Προϋποθέσεις της θεολογίας

2. Η γνώση του θεού

3. Η πατρότητα του θεού

4. Τα ονόματα του θεού

5. Σταδιακή η Αποκάλυψη

ΟΜΑΔΑ Α' ΚΕΙΜΕΝΩΝ : ΘΕΟΣ
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Aπαραίτητος όρος θεογνωσίας είναι η υγιής κατάσταση των οργάνων της γνώσεως. Γνωρίζω το Θεό σημαίνει πρωτίστως μετέχω στη Ζωή Του. Εαν επιχειρώ να τον γνωρίσω νοησιαρχικά ( όπως έκανε λ.χ. ο Ευνόμιος και οι οπαδοί του ) χωρίς πρώτα να έχω αποχωριστεί τα πάθη μου , χωρίς να έχω δηλ. καθαρθεί ή τουλάχιστον να έχω αρχίσει να καθαίρομαι, κατά τον αγ. Γρηγόριο τον Θεολόγο - τότε ο θεός, που συλλαμβάνω με το νού μου αποτελεί είδωλο και όχι τον Ζώντα Θεό της Αποκαλύψεως.Η «θεολογία» των αιρετικών αποτελεί ένα σαθρό οικοδόμημα, βασισμένο πάνω σε «πολύ σκότος» διαλογισμών και συνέπεια αυτού είναι η παραμόρφωση του λόγου του Ευαγγελίου. Στην περίπτωση των Ευνομιανών, ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος, διακρίνει ένα φοβερό «πάθος ψυχής», το οποίο κρύβεται κάτω από τις αδιάκοπες λογομαχίες τους. Πάθος, που ταυτίζεται σχεδόν με την εωσφορική αλαζονεία της «Γνώσεως», αφού δεν έχουν μάθει να ταπεινώνουν τους λογισμούς τους και να υποκλίνονται στο Μυστήριο.
Δεν είναι σημαντικό, λοιπόν, μόνο το «Αντικείμενο» της θεολογίας. Εξ' ίσου σημαντικό και θεμελιώδες είναι και το Υποκείμενό της (ο θεολογών άνθρωπος). Με ποιες προϋποθέσεις προχωρεί κανείς στην εμβάθυνση των θείων πραγμάτων; Διαθέτει καθαρό νου (αποτέλεσμα ασκητικής πείρας) και κάνει καρπούς «άξιους της μετάνοιας»; Τούτο είναι ένα βασικό ερώτημα για το «Υποκείμενο» της θεολογίας, εφόσον η Γνώση του θεού, πρώτιστα είναι αντιστοιχία τρόπου ύπαρξης , κοινωνία αγάπης. ("ο μη αγαπών ουκ εγνω τον θεόν", "ότι ο θεός αγάπη εστί ".). Η Γνώσις, όπως την αντιλαμβάνονταν οι Ευνομιανοί, ήταν μία από τις μορφές του μεγάλου εκείνου ρεύματος, που απείλησε την Εκκλησία των τριών πρώτων αιώνων ως υποκατάσταση της Αποκαλυφθείσης Πίστεως από τον Φιλοσοφικο-θρησκευτικό στοχασμό.

Και στον νεώτερο Ευρωπαϊκό Ορθολογισμό επίσης ( ως φιλοσοφική απόπειρα κατανόησης του θεού), ακολουθείται μια μέθοδος παράλληλη με αυτή των αρχαίων αιρέσεων. Και τούτο γίνεται διότι στην ουσία και η νεώτερη Ευρωπαϊκή φιλοσοφία θέλει επίσης να υποκαταστήσει την Ευαγγελική Πίστη, με τις δικές της απόπειρες για να προσδιορίσει ορισμένες περί θεού- κόσμου Βασικές Αλήθειες , με ένα πολύ φτωχό όργανο που διαθέτει ο άνθρωπος: τον νού.

Πρωτεύει, επομένως κατά την ορθόδοξο Πατερική Παράδοση η «εξυγίανση των οργάνων της γνώσεως» με την απόκτηση του ενάρετου βίου, έπεται δε η αληθής θεογνωσία , ως αποτέλεσμα της σταδιακής κάθαρσης από την « ύλη των παθών », που συσκοτίζουν το νου και καθιστούν το θεό «αδιαφανή». Η αιρετική θεολογία αφορμάται από άνθρωπο ή ανθρώπους, των οποίων η πνευματική κατάσταση υποδηλώνει σοβαρή «νόσο ψυχής» και αλαζονεία του βίου.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος, ανασκευάζοντας τη νοησιαρχία του Ευνομίου και των οπαδών του, προχωρεί καταρχήν σε μια «ψυχογραφία» τους, η οποία χαρακτηρίζει επίσης όλους εκείνους οι οποίοι αποπειρώνται να ορθολογικοποιήσουν το Δόγμα, φέροντας την Αποκάλυψη στα μέτρα της κατανόησής τους. Αφού πρώτα καταδείξει ο Αγιος το ανόητο του εγχειρήματος, (της εξερεύνησης του Θεανθρώπινου Μυστηρίου με τη λογική), εν συνεχεία προτείνει «θεραπευτικά μέτρα», κατάλληλα για την περίπτωσή τους. (Τηρουμένων των αναλογιών, οι συμβουλές του Αγίου Γρηγορίου μπορεί να θεωρηθούν διαχρονικές, αφού πάντοτε υπάρχουν και θα υπάρχουν άτομα με τέτοιες «υπέρμετρες φιλοδοξίες»…) .

Υποδεικνύονται μάλιστα και κατονομάζονται τα θέματα εκείνα στα οποία άνετα μπορούν όσοι θέλουν να φιλοσοφήσουν, χωρίς κίνδυνο να αστοχήσουν περί την πίστην. Ο Αγιος Πατήρ, στο τέλος του Α’ θεολογικού λόγου του (κατά Ευνομιανών προδιάλεξις), γράφει τα παρακάτω εξόχως ενδιαφέροντα και πάντοτε επίκαιρα, ιδιαίτερα για τους γνωστικούς όλων των εποχών:


«Βάλλε μοι Πυθαγόρου την σιωπήν και τους κυάμους των Ορφικών και την περί τον Αυτός έφα καινοτέραν αλαζονείων, βάλλε μοι Πλάτωνος τας ιδέας και τας μετενσωματώσεις και περιόδους των ημετέρων ψυχών, και τα αναμνήσεις, και τους ου καλώς δια των καλών σωμάτων επί ψυχήν έρωτας. Επικούρου την αθεϊαν και τα ατόμας και την αφιλοσόφητον ηδονήν. Αριστοτέλους την μικρόλογον πρόνοιαν και το έντεχνον και τους θνητούς περί ψυχής λόγους και το ανθρώπινο των δογμάτων, της στοάς την οφρύν, των Κυνών το λίχνον τε και αγοραίον, βάλλε μοι το κενόν, το πλήρες των ληρημάτων, όσα περί Θεών και θυσιών, περί ειδώλων, περί δαιμόνων αγαθών τε και κακοποιών, όσα περί μαντείας, θεαγωγίας, ψυχαγωγίας, άστρων δυνάμεως τερατούνται. Ει δε συ ταύτη μεν απαξιοίς λόγου, ως μικρά τε και πολλάκις αληλεγμένα περί δε τα σα στρέφη και ζητείς το εν τούτοις φιλότιμον, εγώ σοι κα’ νταύθα παρέξομαι πλατείας οδούς. Φιλοσόφει μοι περί κόσμου ή κόσμων, περί ύλης, περί ψυχής, περί λογικών φύσεων βελτιόνων τε και χειρόνων, περί αναστάσεως, κρίσεως, ανταποδόσεως, Χριστού παθημάτων. Εν τούτοις γαρ και το επιτυγχάνειν ουκ άχρηστον και το διαμαρτάνειν ακίνδυνον» (Γρ.Θεολόγου, λόγος ΚΖ’ Ε.Π.Ε. στ .4, σελ.28).


ΚΕΙΜΕΝΟ 1
ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »
ΕΡΓΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, τ. 4, σελ. 10
O λόγος απευθύνεται σ’ αυτούς που ο λόγος τους είναι κομψός. Και για ν’ αρχίσω από τη γραφή: «Ιδού εγώ εναντίον σου υβρίστρια». Διότι υπάρχουν, κάποιοι, οι οποίοι ερεθίζονται από τους λόγους μας στην ακοή και στη γλώσσα, ήδη δε, όπως βλέπω και στο χέρι. Και χαίρονται με τα βέβηλα μάταια λόγια, και τις αντιθέσεις της ψευδώνυμης γνώσεως και με τις λογομαχίες που δεν καταλήγουν σε τίποτε χρήσιμο. Διότι έτσι αποκαλεί ο Παύλος, ο κήρυκας και βεβαιωτής του σύντομου λόγου, ο μαθητής και δάσκαλος των Ψαράδων, κάθε τι το περιττό και περίτεχνο μέσα στο λόγο. Αυτοί, δε, για τους οποίους γίνεται ο λόγος, μακάρι μεν, όπως έχουν τη γλώσσα εύστροφη και φοβερή στο να επιτεθούν με λόγους ωραιότερους και πιο δοκιμασμένους, έτσι κάπως να ασχολούνταν και με τις πράξεις λίγο. Και θα ήταν ίσως λιγότερο σοφιστές και παράλογοι και παράδοξοι ακροβάτες λόγων, για να πω και κάτι με γελοίο τρόπο για γελοίο πράγμα.

Επειδή δε, αφού κατέστρεψαν κάθε οδό ευσέβειας, σε ένα αποβλέπουν μόνον, τι δηλαδή από τα προβλήματα θα δέσουν ή θα λύσουν, όπως αυτοί ακριβώς που παρουσιάζουν δημόσια στα θέατρα τα τεχνάσματα της πάλης, και απ’ τα τεχνάσματα της πάλης όχι όσα οδηγούν στη νίκη σύμφωνα με τους νόμους της αθλήσεως, αλλά όσα κατακτούν την όραση των αμαθών σ’ αυτά τα πράγματα και συναρπάζουν τον εγκωμιαστή. – Και πρέπει όλη μεν η αγορά να βουίζει από τους λόγους τους, κάθε δε συμπόσιο να φθείρεται από φλυαρία και αηδία, κάθε δε γιορτή να μη μοιάζει με γιορτή και να είναι γεμάτη από σκυθρωπότητα, κάθε δε πένθος να παρηγορείται με μεγαλύτερη συμφορά, ως προς τα ζητήματα, να ενοχλείται δε υπερβολικά κάθε γυναικίτης, που είναι σύντροφος στην απλοϊκότητα, και να αρπάζεται το λουλούδι της ντροπής με την ταχύτητα του λόγου.

Επειδή αυτά έχουν έτσι και το κακό είναι ακατάσχετο και αφόρητο και το μεγάλο μας μυστήριο κινδυνεύει να γίνει μικροτέχνη, εμπρός, ας μας ανεχθούν οι κατάσκοποι, αφού κινούμαστε από πατρικά συναισθήματα και,( αυτό που λέγει ο θείος Ιερεμίας ) , ξεσκίζονται τα όργανα των αισθήσεων μας, τόσο όσο να μη δεχθούν με τραχύτητα τον λόγο τον αφορώντα σ’ αυτά, και αφού συγκρατήσουν για λίγο τη γλώσσα, αν άραγε μπορούν, ας στήσουν την ακοή τους σ’ εμάς. Καθόλου δε δεν θα ζημιωθείτε. Διότι ή μιλούμε σε αυτιά ανθρώπων που ακούνε και έχει κάποιο καρπό ο λόγος, την ωφέλεια τη δική σας – διότι σπείρει μεν ο σπορέας τον λόγο σε κάθε νου, αλλά καρποφορεί ο καλός και γόνιμος – ή φεύγετε, αφού περιφρονήσατε τελείως και αυτόν τον λόγο μας και αφού πάρετε περισσότερο υλικό αντιλογίας και της εναντίον μας κακολογίας, για να παραθέσετε περισσότερο γεύμα στους εαυτούς σας. Μην εκπλαγείτε δε, αν πω κανένα λόγο παράδοξο και αντίθετο με τον δικό σας νόμο, εσείς που υπόσχεσθε με πολύ νεανικό και μεγαλόφρονα τρόπο, για να μη σας λυπώ λέγοντάς με αμαθή και θρασύ, ότι γνωρίζετε και διδάσκετε τα πάντα.

Δεν είναι του καθενός, ω φίλοι, το να φιλοσοφεί σχετικά με το Θεό, δεν είναι του καθενός · το πράγμα δεν είναι έτσι φτηνό και απ’ αυτά που έρχονται από χαμηλά. Θα προσθέσω δε, ούτε πάντοτε γίνεται, ούτε σε όλους, ούτε σε όλα , αλλά κάποτε και σε κάποιους και υπό κάποιες προϋποθέσεις. Δεν είναι του καθενός μεν, επειδή είναι των δοκιμασμένων και αυτών που έχουν προχωρήσει στη «θεωρία», και πριν από αυτά έχουν καθαρισθεί και στην ψυχή και στο σώμα ή καθαρίζονται τουλάχιστον. Διότι ούτε ασφαλές ίσως είναι για τον μη καθαρό να αγγίζει το καθαρό, όπως ακριβώς για άρρωστο μάτι να αγγίζει την ηλιακή ακτίνα.

Πότε δε ; Όταν παύουμε τα έργα της εξωτερικής λάσπης και ταραχής, και το «ηγεμονικό» μέρος της ψυχής μας δεν συγχέεται με τις κακοήθεις και παραπλανητικές εντυπώσεις, όπως αν κάποιοι ανακατεύουν ωραία γράμματα με άσχημα ή ωραία μυρωδιά αρωμάτων με βρωμιές. Διότι πρέπει πράγματι να μην έχει κανείς καμία ασχολία, και να γνωρίσει το Θεό· και όταν βρούμε ευκαιρία να κρίνουμε την ευθύτητα της θεολογίας. Σε ποιους δε ; Σε αυτούς που ασχολούνται με το πράγμα με ζήλο και όχι σαν να είναι ένα κάποιο από τα άλλα και αυτό να φλυαρείται με ευχαρίστηση, μετά τους ιππικούς αγώνες και τα θέατρα και τα τραγούδια και την κοιλιά και τα κάτω από την κοιλιά· μέσα σ’ αυτά και αυτό είναι ένα μέρος της φιληδονίας, η γύρω απ’ αυτά μωρολογία και κομψότητα των ρητορικών αντιθέσεων.

Ποια πράγματα δεν πρέπει να φιλοσοφεί κανείς και για πόσο ; Όσα είναι εφικτά σε μας και για όσο φθάνει η φυσική κατάσταση αυτού που ακούει και η δύναμη· για να μη γίνει όπως με τις υπερβολικές φωνές ή τροφές που βλάπτουν την ακοή ή τα σώματα – αν θέλεις δε, τα πάνω από τη δύναμη τους φορτία τους φορτωμένους, ή τη γη οι σφοδρότερες από τις βροχές. Έτσι βέβαια και αυτοί αφού καταπιεσθούν και εξαντληθούν από τους τραχείς, για να το πω έτσι, λόγους, θα χάσουν και την αρχική τους δύναμη.

Και δε λέγω αυτό, ότι δεν πρέπει πάντοτε να θυμούμαστε το Θεό. Μη μας ξεφυτρώνουν πάλι οι πάντοτε εύκολοι και γρήγοροι. Διότι πρέπει κανείς περισσότερο να μνημονεύει το Θεό παρά να αναπνέει· και, αν είναι δυνατό να πω και αυτό, τίποτε άλλο απ’ αυτό να μην κάνει κανείς. Και εγώ είμαι απ’ αυτούς που επαινούν τον λόγο, ο οποίος παρακινεί να μελετά κανείς ημέρα και νύχτα και να διηγείται και βράδυ και πρωί και μεσημέρι και να ευλογεί τον Κύριο σε κάθε καιρό· αν πρέπει να πει κανείς και το του Μωυσέως, όταν κάποιος ξαπλώνει, όταν σηκώνεται, όταν οδοιπορεί, ότι λοιπόν άλλο όταν πράττει να διαπλάθεται και με την ενθύμηση Του προς την καθαρότητα.

Ώστε δεν εμποδίζω να θυμάται κάποιος συνεχώς το Θεό, αλλά το να θεολογεί· ούτε την θεολογία, σαν να ήταν ακριβώς κάτι ασεβές, αλλά την άκαιρη ενασχόληση· ούτε την διδασκαλία, αλλά την έλλειψη μέτρου. Το παραφάγωμα του μελιού και ο κορεσμός φέρνει εμετό, μολονότι είναι μέλι, και ο κατάλληλος καιρός σε κάθε πράγμα όπως νομίζουμε ο Σολομών κι εγώ, και το καλό δεν είναι καλό, όταν δε γίνεται με καλό τρόπο, όπως ακριβώς το λουλούδι μέσα στο χειμώνα είναι εντελώς παράκαιρο, και στις γυναίκες ανδρικό στολίδι ή γυναικείο στους άνδρες, και στο πένθος ή γεωμετρία, και στο συμπόσιο το δάκρυ, εδώ δε μόνον θα περιφρονήσουμε τον καιρό όπου περισσότερο πρέπει να εκτιμάται η κατάλληλη περίσταση ;
Β.

Κατά κανένα τρόπο, ω φίλοι και αδελφοί· διότι αδελφούς σας αποκαλώ ακόμη, μολονότι δεν φέρεσθε με αδελφικό τρόπο· μη σκεπτόμαστε μ’ αυτό τον τρόπο, ούτε όπως ακριβώς τα θερμόαιμα και δύσκολα συγκρατούμενα άλογα, αφού ρίξουμε κάτω τον αναβάτη λογισμό, και αφού φτύσουμε την ευλάβεια, που για καλό σκοπό μας σφίγγει το λαιμό, να τρέχουμε πέρα από την οριοθετική στήλη του ιπποδρόμου· αλλά να φιλοσοφούμε μέσα στα δικά μας όρια και να μη μεταφερόμαστε έξω έως την Αίγυπτο, ούτε να σερνόμαστε βίαια προς τους Ασσυρίους, ούτε να ψάλλουμε «την ωδή του Κυρίου πάνω σε ξένη γη»·

Εννοώ κάθε ακοή, ξένη και δική μας, εχθρική και φιλική, ευγνώμονα και αγνώμονα, η οποία παρατηρεί με πολύ επιμέλεια τα δικά μας και θα ήθελε να γίνει φλόγα η σπίθα των δικών μας κακών, και την ανάβει και τη φυσάει και τη σηκώνει στον ουρανό με τους αέρηδες της διαφεύγοντας την προσοχή μας και την κάνει υψηλότερη από την βαβυλωνιακή φλόγα η οποία κατέκαιγε όσα βρίσκονταν γύρω της. Επειδή λοιπόν δεν έχουν τη δύναμη στα δικά τους δόγματα, την επιζητούν μέσα στα δικά μας αδύνατα σημεία και γι’ αυτό, όπως ακριβώς οι μύγες στα τραύματα, έτσι επιτίθενται στα δικά μας – είτε ατυχήματα πρέπει να τα λέγω, είτε αμαρτήματα.

Αλλά κι εμείς να μην αγνοήσουμε περισσότερο τους εαυτούς μας, μήτε να περιφρονήσουμε την σχετική με αυτά κοσμιότητα· αλλά αν δεν είναι δυνατό να διαλύσουμε την έχθρα, τουλάχιστον ας συμφωνήσουμε μεταξύ μας εκείνο: να προσφέρουμε με μυστικό τρόπο τα μυστικά και με άγιο τρόπο τα άγια και να μη ρίχνουμε σε βέβηλες ακοές αυτά που δεν μπορούν να βγουν έξω· ούτε να αποδεικνύουμε σεμνότερους από μας αυτούς που προσκυνούν τα δαιμόνια και υπηρετούν αισχρούς μύθους και πράγματα, και οι οποίοι γρηγορότερα θα έδιναν στους αμύητους το αίμα τους παρά μερικούς λόγους.

Αλλά ας γνωρίσουμε, ότι όπως στο ντύσιμο και στο φαγητό και στο γέλιο και στο βάδισμα υπάρχει κάποια κοσμιότητα έτσι και στο λόγο και στη σιωπή, ότι τιμούμε και τον λόγο μαζί με τις άλλες ονομασίες και δυνάμεις του Θεού. Ας είναι και η φιλονικία μας μέσα στο νόμο.

Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Του π. Σωφρονίου Σαχάρωφ ( από το βιβλίο του : « η Ζωή Του , ζωή μου » )
Tο ανθρώπινο πνεύμα πεινά για γνώση, για γνώση πλήρη και ακέραιη. Τίποτα δεν μπορεί να καταστρέψει την επιθυμία μας για τη γνώση και φυσικά η ύψιστη αναζήτηση είναι η γνώση του Πρωτογενούς Όντος, το οποίο ή ο οποίος πράγματι υπάρχει. Όλοι οι άνθρωποι των περασμένων γενεών ασχολήθηκαν με αυτή την Πρώτη Αρχή. Οι πατέρες και οι παππούδες μας τον λάτρευσαν κατά διάφορους τρόπους γιατί δεν γνώριζαν «αυτόν καθώς έστι» (Α’ Ιω.3,2). Μερικοί (οπωσδήποτε αυτοί ήταν από τους σοφότερους) ανήγειραν θυσιαστήριο με την επιγραφή «Τω αγνώστω θεώ» (Πραξ.17,23). Ακόμα και στις μέρες μας συνέχεια αντιλαμβανόμαστε πως ο λόγος κάθε αυτός δεν μας οδηγεί πιο πέρα απ’ το κατώφλι προς τον άγνωστο. Μόνον ο Θεός είναι η αιτία, το μέσον της εισόδου μας σ’ αυτή την ψηλότερη γνώση, αν Αυτός αποκαλύψει τον εαυτό του.

Το πρόβλημα της γνώσεως του Θεού οδηγεί το νού σε έρευνα των αιώνων του παρελθόντος, σε στιγμές εμφανίσεως του Θεού στον άνθρωπο με τον ένα ή τον άλλο προφήτη. Εδώ δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι για μας και για όλον το χριστιανικό κόσμο σημειώθηκε το πιο σπουδαίο γεγονός στα χρονικά, δηλαδή η φανέρωση του Θεού στο Όρος Σινά όπου ο Μωϋσής έλαβε νέα γνώση για το Θείο Ον: «ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ» (Εξ.3,14)- ο Ιεχωβά. Απ’ αυτή τη στιγμή απέραντος ορίζοντας άνοιξε για το ανθρώπινο γένος κι η ιστορία έλαβε νέα τροπή. Μια πνευματική κατάσταση ενός λαού είναι αιτία ιστορικών γεγονότων και δεν είναι πολύ μεγάλης σπουδαιότητας το ορατό, αλλά το αόρατο, το πνευματικό. Αντιλήψεις και ιδέες για την ύπαρξη της ζωής γενικά αναζητούν έκφραση κι έτσι υποκινούν ιστορικά γεγονότα.

Ο Μωϋσής, ο οποίος κατείχε τη μεγαλύτερη κατά το δυνατόν μόρφωση της Αιγύπτου, δεν αμφέβαλε ότι η αποκάλυψη, που τόσο θαυμάσια του ήλθε, ήλθε από Αυτόν ο Οποίος είχε δημιουργήσει το σύμπαν. Στο όνομα αυτού του Θεού του «ΕΓΩ ΕΙΜΙ» έπεισε τον Ισραηλιτικό λαό να τον ακολουθήσει. Αφού περιβλήθηκε με τέτοια ασυνήθιστη δύναμη εκ των Ανω, ενήργησε παρα πολλά θαύματα. Στο Μωϋσή ανήκει η αθάνατη δόξα που έφερε το ανθρώπινο γένος πιο κοντά στην αιώνια αλήθεια. Αφού πείστηκε από την αυθεντικότητα του οράματος, εξέδωκε τις εντολές του σαν εντολές του Υψίστου. Όλα πραγματοποιήθηκαν στο Ονομα και με το Ονομα του «ΕΓΩ ΕΙΜΙ», ο οποίος αποκάλυψε τον εαυτό του. Δύναμη είναι αυτό το Ονομα και η δύναμη και η αγιότητα είναι ενέργεια που προέρχεται από το Θεό. Αυτό το Ονομα ήταν η πρώτη είσοδος στην «ζώσαν» αιωνιότητα, η ανατολή της ημέρας της γνώσεως του χωρίς αρχή Απολύτου σαν «ΕΓΩ ΕΙΜΙ». Στο όνομα του Ιεχωβά, ο Μωϋσής εξήγαγε τους ακόμα πρωτόγονους Ισραηλίτες, από τη δουλεία τους στην Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια της περιπλανήσεώς τους στην έρημο όμως ανακάλυψε ότι ο λαός αυτός ήταν μακριά από του να είναι έτοιμος, παρά τα πάρα πολλά θαύματα στα οποία υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας, και παρά την μοναδική –θαυμαστή αποκάλυψη του Αιωνίου. Αυτό έγινε ιδιαίτερα φανερό καθώς πλησίαζαν στα όρια της Γής της Επαγγελίας. Η δειλή καρδιά τους και η έλλειψη της πίστης τους ανάγκασε τον Κύριο να δηλώσει ότι κανείς απ’ αυτούς τους διαποτισμένους με το πνεύμα της Αιγύπτου δε θα δεί την «καλήν γήν» (Δευτ.1,32.35.38). Θ’ άφηναν τα οστά τους στην έρημο. Ο Μωϋσής ενθάρρυνε και προετοίμασε τη νέα γενιά πιο ικανή στην αντίληψη του Θεού του αοράτου μεν αλλά αυτού που κρατά τα πάντα στο χέρι του.

Ο Μωυσής ήταν προικισμένος με εξαιρετική ευφυϊα, αλλ’ εκτιμάται περισσότερο κυρίως γιατί αντιλήφθηκε ότι η δοσμένη σ’ αυτόν αποκάλυψη παρ’ όλο το μεγαλείο της και την αξία της, δεν ολοκληρώθηκε ακόμη. Αντιλήφθηκε ότι αυτός, ο οποίος είχε αποκαλύψει τον εαυτό του ήταν «ο πρώτος και ο έσχατος» (Ησ. 44,6) και δεν μπορούσε να υπάρξει κανείς και τίποτα πριν απ’ αυτόν και μετά απ’ αυτόν. Και έτσι έψαλλε: «Ακουε Ουρανέ και λαλήσω, ακουέτω η Γή τα ρήματά μου» (Δευτ.32,1), και συγχρόνως προσευχόταν για καλύτερη γνώση του Θεού, παρακαλώντας εκ βαθέων, «Δείξον μοι σε αυτόν, (όπως είσαι), ίνα γινώσκω σε» (Εξ. 33,13,Α’ Ιωάν.3,2). Ο Θεός εισάκουσε την προσευχή του και αποκάλυψε τον εαυτό του, όσο μπορούσε ο Μωϋσής, γιατί ο Μωϋσής δεν μπορούσε να κατανοήσει ολόκληρη την αποκάλυψη. «Εγώ παρελεύσομαι πρότερός σου… (και) ηνίκα δ’ ένα παρέλθη μου η δόξα… (και) σκεπάσω τη χειρί μου επί σε… και αφελώ την χείρα και τότε όψη τα οπίσω μου επί σε… και αφελώ την χείρα και τότε όψη τα οπίσω μου, το δε πρόσωπόν μου ουκ οφθήσεταί σοι» (Εξ. 33,19.22.23).

Το ότι η αποκάλυψη που δέχτηκε ο Μωϋσής δεν ήταν ολοκληρωμένη είναι φανερό και από την μαρτυρία του στο λαό «Κύριος ο Θεός εγερεί υμίν προφήτην εκ μέσου υμών… αυτού ακούετε». Επίσης: «Κύριος είπε προς με …προφήτην αναστήσω αυτοίς εκ των αδελφών αυτών ώσπερ σε και δώσω το ρήμα μου εν τω στόματι αυτού, και λαλήσει αυτοίς καθ’ ότι αν εντέλωμαι αυτώ» (Δευτ.18,15.18). Κατά την Παλαιά Διαθήκη όλο το Ισραήλ περίμενε την έλευση του προφήτη για τον οποίον «ο Μωϋσής έγραψεν» (Ιωάν.5,46). Ο προφήτης κατ’ εξοχήν «Ούτος ο Προφήτης» (Ιωάν.1,21). Ο Ισραηλιτικός λαός περίμενε τον ερχομό του Μεσσία που «όταν έλθη εκείνος αναγγελεί υμίν πάντα» (Ιωάν. 4,25. «Ελθέ και ζήσον εν ημίν, ίνα ίδωμεν σε» ήταν η συνεχής κραυγή του αρχαίου Ισραήλ. Από αυτό το όνομα «Εμμανουήλ» ερμηνευόταν «Ο Θεός μεθ’ ημών» (Ης. 7,14 Ματθ. 1,23). Έτσι για εμάς τους Χριστιανούς το κεντρικό σημείο του σύμπαντος και η ύψιστη έννοια της ιστορίας ολόκληρου του κόσμου είναι ο ερχομός του Ιησού Χριστού, ο οποίος δε θα διαψεύσει τα αρχέτυπα της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά θα τα επαληθεύσει, αποκαλύπτοντας σ’ εμάς το πραγματικό τους μεγαλείο και θα δώσει νέες διαστάσεις σε όλα τα πράγματα, αιώνιες και ατέλειωτες. Η νέα Διαθήκη του Χριστού αναγγέλλει την αρχή μιάς νέας περιόδου στην ιστορία του ανθρώπινου γένους. Τώρα η θεία σφαίρα ακτινοβολεί στο ανεξερεύνητο μεγαλείο της αγάπης και της ταπεινότητας του Θεού και πατρός μας, ενώ ο ερχομός του Χριστού θ’ αλλάξει τα πάντα, θα φέρει τη νέα αποκάλυψη που θα επηρεάσει τη μοίρα της όλης δημιουργίας, του κόσμου ολόκληρου.

ΚΕΙΜΕΝΟ 2
Η ΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »
ΕΡΓΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, τ. 4, σελ. 66
Κανείς άνθρωπος μέχρι σήμερα δεν γνώρισε, ούτε πρόκειται να γνωρίσει ποια είναι η φύσις και η ουσία του Θεού. Όσοι όμως θέλουν, μπορούν να ερευνήσουν και να φιλοσοφήσουν, αν υπάρχει δυνατότητα κάποτε να το γνωρίσει. Κατά τη γνώμη μου, θα φθάσει στη γνώση του Θεού, όταν ο νους και το λογικό, αυτό το θεοειδές στοιχείο, ενωθεί μαζί Του. Γιατί τότε η εικόνα, θα ανέλθει προς το πρωτότυπο, το οποίο άλλωστε τώρα αναζητεί. Και το χωρίο που λέει ότι θα γνωρίσουμε κάποτε καλά τον Θεό, στο μέτρο που αυτός μας αποκαλύπτεται, αποτελεί την υψηλή μας φιλοσοφία.

Αυτό που τώρα γνωρίζουμε είναι μια σταγόνα που φθάνει σε εμάς σαν μια μικρή ανταύγεια από κάποιο μεγάλο φως. Ώστε ακόμα και αν κάποιος γνώρισε τον Θεό η σύμφωνα με τη μαρτυρία της Γραφής τον έχει γνωρίσει, προχώρησε μόνον μέχρι του σημείου να φανεί λαμπρότερος από τον άλλο, που δεν θα είχε παρόμοια λάμψη. Κατ` αυτό τον τρόπο, η υπεροχή θεωρήθηκε σαν τελειότητα, όχι με κριτήριο την πραγματικότητα, αλλά με βάση την δύναμη του πλησίον.

Γιατί και ο Ενώς έλπιζε ότι θα επικαλείται τον Κύριο. Το κατόρθωμά του ήταν η ελπίδα, και μάλιστα ελπίδα όχι να τον γνωρίσει αλλά να Τον επικαλείται. Αλλά και ο Ενώχ μετετέθη βέβαια, αλλά δεν είναι ακόμη φανερό αν κατανόησε την φύση του Θεού η πρόκειται να την κατανοήσει. Ο Νώε πάλι έγινε ευάρεστος στον Θεό και ο Θεός του εμπιστεύτηκε να διασώσει από τα νερά τον κόσμο όλο ή σπέρματα του κόσμου, με τη μικρή κιβωτό, η οποία διέφυγε τον κατακλυσμό.

Ο Αβραάμ, ο μεγάλος Πατριάρχης, δικαιώθηκε μεν λόγω της πίστεως και προσέφερε παράδοξη θυσία, που προεικόνιζε την μεγάλη θυσία, όμως δεν είδε τον Θεό σαν Θεό, αλλά τον φιλοξένησε σαν άνθρωπο και γι`αυτό έλαβε έπαινο, αφού σεβάστηκε αυτό που κατανόησε. Επίσης ο Ιακώβ είδε σε όραμα μια υψηλή κλίμακα και αγγέλους να ανεβαίνουν και έχρισε μυστικά μια στήλη, ίσως για να εκφράσει τον Λίθο, που για χάρη μας έλαβε χρίσμα. Έδωσε μάλιστα σε κάποια τοποθεσία το όνομα «Είδος Θεού», για να τιμήσει εκείνο που είδε. Πάλεψε με τον Θεό, όπως θα έκανε και με άνθρωπο, και αυτή η πάλη ίσως να σημαίνει την παρουσίαση της ανθρώπινης συμπεριφοράς ενώπιον της θεϊκής κρίσης, έμειναν δε στο σώμα του τα σημάδια της πάλης, τα οποία έδειχναν την ήττα της κτιστής φύσεως. Και σαν έπαθλο της ευσέβειας πήρε την αλλαγή του ονόματός του, και από Ιακώβ μετονομάστηκε Ισραήλ, αυτό το μεγάλο και πολύτιμο όνομα. Όμως ούτε αυτός, ούτε και κανείς άλλος μέχρι σήμερα από τις δώδεκα φυλές, των οποίων ήταν πατέρας, δεν καυχήθηκε ότι κατανόησε όλη την ουσία και μορφή του Θεού.

Όπως μαθαίνουμε από την ιστορία, ο Ηλίας είδε μια σκιαγραφία και όχι την φύση του Θεού, και μάλιστα αυτήν δεν την είδε ούτε στον ορμητικό αέρα, ούτε στη φωτιά, ούτε στον σεισμό, αλλά στην απαλή αύρα. Και ποιος είναι ο Ηλίας; Είναι αυτός που πύρινο άρμα τον ανεβάζει στον ουρανό, για να φανερωθεί ότι ο δίκαιος είναι υπεράνθρωπος. Δεν έχεις ακόμη θαυμάσει , τον Κριτή Μανωέ πρώτα και έπειτα τον μαθητή Πέτρο; Και ο μεν πρώτος δεν αντέχει να αντικρίσει την μορφή του Θεού και γι` αυτό λέει «Απολώλαμεν, ω γύναι, Θεόν εωράκαμεν».

Γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντέξουν ούτε την θεία εμφάνιση, ούτε ακόμη πολύ περισσότερο τη θεία Ουσία. Ο δε Πέτρος, όταν ο Χριστός φανέρωσε τον εαυτό του, δεν τον θέλησε στο πλοίο και τον παρακάλεσε να απομακρυνθεί, αν και ο Πέτρος ήταν θερμότερος από τους άλλους στο να γνωρίσει καλά τον Χριστό. Άλλωστε γι` αυτό τον εμακάρισε ο Κύριος και του εμπιστεύτηκε τα πλέον σημαντικά.

Τι θα έλεγες ακόμη για τον Ησαΐα και τον Ιεζεκιήλ, που είδε με τα μάτια του τα μεγαλεία η και για τους άλλους προφήτες; Ο πρώτος από αυτούς είδε τον Κύριο των Δυνάμεων να κάθεται σε ένδοξο θρόνο και να περικυκλώνεται από τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, που τον υμνούν με σκεπασμένα τα πρόσωπα. Ο δεύτερος πάλι, περιγράφει το όχημα του Θεού από τα Χερουβίμ και το θρόνο που είναι πάνω σε αυτό, καθώς και το στερέωμα, που βρίσκεται ακόμη παραπάνω και εκείνον που εμφανίστηκε στο στερέωμα και ορισμένες φωνές, κινήσεις και πράξεις.

Δεν μπορώ να πω αν όλα αυτά ήταν μια εμφάνιση κατά την ημέρα, την οποία είναι δυνατόν να ιδούν μόνο οι άγιοι, ή μια νεότερη οπτασία, ή μια νοερά εικόνα, που παρουσίαζε τα μέλλοντα ως παρόντα ή κάποιο απόρρητο προφητικό όραμα. Το γνωρίζει όμως ο Θεός των προφητών και αυτοί που έχουν το χάρισμα. Αλλά ούτε αυτοί για τους οποίους μιλούμε, ούτε κάποιος άλλος όμοιός τους, κατανόησε την υπόσταση και την ουσία του Θεού ή περιέγραψε τη φύση του

Αν ο Παύλος μπορούσε να εκφράσει, όσα του προσέφερε ο τρίτος Ουρανός και η ανάβαση του μέχρις εκεί, ίσως να γνωρίζαμε κάτι περισσότερο για το Θεό, αν φυσικά αυτό ήταν το μυστηριώδες σχέδιο της αρπαγής. Επειδή όμως εκείνα ήταν απόρρητα, ας τα τιμήσουμε και εμείς, ως άξια σιωπής. Αρκεί μόνον να ακούσουμε τον ίδιο τον Παύλο να λέγει ότι «εκ μέρους γιγνώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν». Αυτά και τα παρόμοια ομολογεί ο Παύλος ο μεγάλος μαχητής και δάσκαλος της αλήθειας, ο οποίος δεν υστερούσε σε γνώση και ο οποίος απειλούσε να αποδείξει ότι μέσω αυτού ομιλεί ο Χριστός.

Γι` αυτό και όλη την γνώση αυτής της ζωής δεν την θεωρείς μεγαλύτερη από τη γνώση που προσφέρεται μέσω εσόπτρων και αινιγμάτων, εφόσον αυτή περιορίζεται σε μικρά ομοιώματα αλήθειας. Ας μη φανώ σε μερικούς πολύ υπερβολικός και παράδοξος, επειδή εξετάζω τέτοια θέματα, αφού αυτά δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά τα ίδια που υπαινισσόταν ο ίδιος ο Λόγος, όταν έλεγε ότι τώρα δεν μπορούν να τα βαστάζουν οι μαθητές, αλλά κάποτε επρόκειτο να διευκρινιστούν. Και ο Ιωάννης ο πρόδρομος του Λόγου και η μεγάλη φωνή της αλήθειας, έλεγε γι` αυτά ότι, ούτε αυτός ο εδώ κόσμος, δεν θα μπορέσει να τα χωρέσει.

Δύσκολα μπορεί κανείς να εξιχνιάσει και να ερευνήσει την αλήθεια. Είναι σαν να αναλαμβάνουμε τη δημιουργία μεγάλων έργων με μικρό εργαλείο, όταν προσπαθούμε με την ανθρώπινη σοφία, να γνωρίσουμε τα όντα και ερευνούμε με τις αισθήσεις μας τα νοητά, καθώς δεν έχουμε απαλλαγεί από αυτές τις αισθήσεις, που μας πηγαίνουν εδώ και εκεί, και μας παραπλανούν και μας απατούν.

Έτσι δεν κατορθώνουμε να συναναστραφούμε γυμνά τα πράγματα, με γυμνό τον νου και να πλησιάσουμε ακόμη περισσότερο την αλήθεια και να διαμορφώσουμε τις σκέψεις μας, ανάλογα με αυτά που κατανοούμε. Και η αλήθεια για το Θεό είναι τόσο δυσκολότερη, όσο τελειότερα θέλουμε να την κατανοήσουμε και τα προβλήματά της είναι τόσο περισσότερο κοπιώδη, όσο περισσότερους τρόπους κατανοήσεως έχει.

Διότι κάθε ένσταση, ακόμη και η πιο μικρή, φράσσει το δρόμο και ανακόπτει την πορεία προς την αλήθεια και την κίνηση του λόγου προς τα εμπρός, όπως ακριβώς μεταστρέφουν τα άλογα με το απότομο τίναγμα των χαλινών, εκείνοι που τα σέρνουν με τους χαλινούς και τα οδηγούν όλα μαζί. Έτσι έγινε με τον Σολομώντα, ο οποίος ήταν ανώτερος ως προς την σοφία από όλους τους προγενέστερους και τους συγχρόνους του, αφού ο Θεός του εδώρησε ευρύχωρη διάνοια, ώστε το πλήθος των διανοημάτων του να είναι πλουσιότερο από την άμμο. Και όμως, ακόμη και αυτός, όσο περισσότερο τον πιάνει ίλιγγος και ορίζει ως κορυφή της σοφίας, το να βρει πόσο ακόμη υπολείπεται.

Το ίδιο και ο Παύλος προσπαθεί να πλησιάσει, δεν λέω βέβαια την φύση του Θεού, γιατί τούτο είναι τελείως αδύνατο, αλλά μόνο τις ενέργειες του Θεού. Και επειδή δεν βρίσκει διέξοδο, ούτε στάση στην ανάβασή του, ούτε η περιέργεια της διάνοιας τελειώνει σε κάποιο φανερό τέλος, αφού πάντοτε φαίνεται πως λείπει κάτι (-ω παράδοξο! Θα πάθω και εγώ το ίδιο-) περιγράφει κατάπληκτος αυτή την κατάσταση, ονομάζοντάς της πλούτο και βάθος Θεού. Ομολογεί δε πως είναι ακατάληπτες οι ενέργειες του Θεού και χρησιμοποιεί σχεδόν τους λόγους του Δαυίδ, ο οποίος άλλοτε ονομάζει τα κρίματα του Θεού βαθιά άβυσσο, τον πυθμένα της οποίας κανείς δεν μπορεί να μετρήσει ή να αντιληφθεί, άλλοτε δε λέει ότι «εθαυμαστώθη η γνώσις σου εξ εμού» και από τη σύστασή μου. Και πράγματι είναι ασύγκριτη η υπεροχή του Θεού, απέναντι στη δύναμη και τη δραστηριότητα του εαυτού μας.
ΠΑΤΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΘΕΟΣ-ΠΑΤΕΡΑΣ
Η σωτηρία του ανθρώπου βρίσκεται μέσα στην Αγάπη. Ο λόγος της Γραφής στο σημείο αυτό είναι σαφής : «αγαπήσεις κύριον τον θεόν σου, εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της διανοίας σου.... και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Ματθ….) Το ύψιστο σύμβολο των σχέσεων του Θεού με την Ανθρωπότητα, είναι το σύμβολο της Πατρότητας, ακριβώς διότι εμ-περιέχει αυτή τη βασική αλήθεια.

Εάν ο θεός είναι πατέρας μας, τότε και κάθε πλησίον μας είναι αδελφός μας, έχομε την ίδια καταγωγή. Μια χωρισμένη και αλληλοσπαρασσόμενη ανθρωπότητα δεν μπορεί να αποτελεί «εικόνα» της θείας αγαθότητας, διότι ο Θεός-Πατέρας δεν κάνει διακρίσεις: «ανατέλλει το ήλιον επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους». Γι’ αυτό στην Κυριακή προσευχή δε λέμε Πάτερ, αλλά «Πάτερ ημών», υπονοώντας τον σύν-δεσμο μεταξύ μας «εν αγάπη».

Δεν μπορώ να πω ότι αγαπώ τον θεό, εάν δεν αγαπώ τον πλησίον μου. Αυτό αποτελεί ένα «ζωτικό ψέμμα», που διευκολύνει όσους αγνοούν τον πλησίον τους , εν ονόματι μιας «καθέτου» διαστάσεως της αγάπης, που κρύβει μεγάλη υποκρισία. Διότι εάν δεν αγαπώ τον αδελφό μου, τον οποίο βλέπω, πως μπορώ να αγαπήσω τον θεό, τον οποίο δεν βλέπω»; (Ευαγγελιστής Ιωάννης)

Αυτή είναι η πρώτη παραμόρφωση της θεϊκής πατρότητας, γιατί υπάρχει και μια δεύτερη παραμόρφωση, η οποία βλέπει μόνον την οριζόντια διάσταση (την αδελφότητα όλων) χωρίς όμως να ανάγεται στην καταγωγή από τον κοινό πατέρα ( όπως κάνουν λ.χ. οι πάσης φύσεως ουμανιστές –κοινωνιστές ). Ετσι, «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι θεός» (L.Feuerbach) (έστω σε αφηρημένο-θεωρητικό επίπεδο).

Ωστόσο δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι αγαπώ αληθινά τον πλησίον μου, εάν δεν βλέπω σ’ αυτόν μια κοινή καταγωγή, μια πνευματική αρχή που με συνδέει μαζί του. Γι’ αυτό και στο τέλος αποξενώνομαι από αυτόν και περνώ στην μοναξιά.

Η ορθόδοξος θεολογία έχει δείξει την ανεπάρκεια και των δυο αυτών «ερμηνειών» της αγάπης, αφορμώμενη από τις έσχατες συνέπειές τους. Ψεύδος και υποκρισία στην μια περίπτωση (αγάπη προς τον θεό χωρίς αγάπη προς τον πλησίον), αποξένωση και μοναξιά στην άλλη, λόγω έλλειψης πνευματικής πειθαρχίας (αγάπη προς τον συνάνθρωπο, χωρίς αγάπη προς τον θεό). Εξάλλου και οι τελώναι " το αυτό ποιούσι", κατά το ευαγγέλιο ( «αγαπούν» τους ομοίους τους, σε όποια ηθική κατάσταση και αν βρίσκονται ).

Ετσι είναι βασικό να τονίσουμε την μέγιστη αξία της παραδοχής της θείας Πατρότητας. Κάτι τέτοιο αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα όταν σχετίζεται με ορισμένες ευαισθησίες του μαχητικού αθεισμού. Διότι στη σύγχρονη εποχή, που «κάθε αυθεντία γίνεται αισθητή, σαν σχέση κυρίου-δούλου» (Clement Olivier, η θεολογία μετά το θάνατο του θεού), «ο θεός που μπορεί να αγγίξει τον άθεο είναι ο κρυμμένος θεός, ο φίλος, αυτός που μοιράζεται με τον καθένα τον άρτο της οδύνης».

Χρειάζεται να τονισθεί ιδιαιτέρως αυτό το τελευταίο, γιατί πολύ συχνά αναγγέλθηκε στον κόσμο ενας θεός «τρομοκράτης» τον οποίο κατήγγειλαν αρκετοί «ελευθερωτές» ως Σαδιστή-Πατέρα (λ.χ. ο Σίγκμουντ Φρόυντ), που ευχαριστείται να βασανίζει τα παιδιά του. Αυτή η αντίληψη για το θεό (σε όποιο περιβάλλον και αν παρουσιάστηκε) αποτελεί ριζική στρέβλωση του ευαγγελικού μηνύματος, περί σωτηρίας μέσα από την αγάπη.

Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο για να καταργήσει το θάνατο και την κόλαση, να απελευθερώσει από το κακό και την οδύνη. Αυτό ήδη είναι αιτία χαράς και απόδειξη απείρου αγάπης προς τον άνθρωπο. Διότι μετά την κάθοδο του Χριστού στον Αδη, «οσο βαθιά και αν είναι η κόλαση που βρίσκομαι- κι έχει πολλούς κύκλους η κόλαση, που η σύγχρονη σκέψη και τέχνη τους εξερευνούν μεθοδικά- ο Χριστός φτάνει ακόμα βαθύτερα και με κοιτάζει καταπρόσωπο» (Clement Olivier, οπ. παρ., σελ.62).

Ο Χριστιανισμός δεν διαδραματίζεται ανάμεσα στο καλό και στο κακό της «ηθικής», αλλά ανάμεσα στους δύο ληστές, που η κοινωνία τους κατεδίκασε στο χειρότερο μαρτύριο: «Κύριε, μνήσθητί μου εν τη βασιλεία σου- Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω».


ΚΕΙΜΕΝΟ 3
ΜΟΝΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »
ΕΡΓΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, τ. 4, σελ. 107

Τρεις είναι οι βασικές αντιλήψεις για το Θεό, πάνω στις οποίες βασίζονται όλες οι θρησκείες: η αθεΐα, η πολυθεΐα και η μονοθεΐα Με τις δυο πρώτες, όπως ξέρετε, ασχολήθηκαν οι Έλληνες! Και αν θέλουν, ας συνεχίζουν να παίζουν! Και πράγματι: η Αθεΐα ισοδυναμεί με την αταξία. Στην πολυθεΐα βρίσκουμε πολλά διαφορετικά ρεύματα, και συνεπώς καταντά αναρχία που σημαίνει αταξία! Άρα και οι δυο αυτές απόψεις οδηγούν στο ίδιο κακό αποτέλεσμα, την αταξία και η αταξία οδηγεί στη διάλυση. Πράγματι, η αταξία είναι κατά κάποιο τρόπο καταστρωμένο πρόγραμμα διάλυσης με μαθηματική ακρίβεια.
Αντίθετα, εμείς δεχόμαστε την σωστή αντίληψη για το Θεό, την μονοθεΐα (την μοναρχία) , και μάλιστα εκείνη την μονοθεΐα που δεν περιορίζεται σε ένα μόνο πρόσωπο – διότι όπως γνωρίζετε το καθένα πρόσωπο όταν άλλα λέει την μια και άλλα την άλλη είναι σα να είναι πολλά πρόσωπα – αλλά εκείνη όπου υπάρχει ίδια ακριβώς άποψη και θέληση, και μια απόλυτη ταυτοποίηση των Προσώπων που προήλθαν από Αυτόν (τον Θεό), ώστε να έχουν και τα τρία Πρόσωπα το ίδιο θέλημα – πράγμα αδύνατο για την κτιστή φύση -, και παρ’ ότι ως προς τον αριθμό (των Προσώπων) ο Θεός μας διαφέρει από την μονοθεΐα, ουσιαστικά όμως δε γίνεται να χωριστεί σε τρεις Θεούς!

Έτσι λοιπόν ο ένας Θεός (η Μονάδα) με μια κίνηση που έγινε αχρόνως ( δηλαδή δεν μπορούμε να την τοποθετήσουμε χρονικά), έγινε Δυάδα και προχώρησε και έγινα Τριάδα. Πρόκειται για τον Πατέρα, τον Υιό και Άγιο Πνεύμα. Ο Πατέρας λοιπόν είναι εκείνος που γεννά τον Υιό και φανερώνει το Άγιο Πνεύμα χωρίς να πάθει κάποια αλλοίωση, χωρίς να ορίζεται αυτό κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, και χωρίς να υπάρχει κάποια σωματικότητα σε αυτά τα τρία Πρόσωπα.

Από τα άλλα δυο Πρόσωπα, ο Υιός “ γεννιέται”, το πνεύμα “εκπορεύεται”, αλλά δεν γνωρίζω με ποιους όρους θα μπορούσε κανείς να αποδώσει σωστά την πραγματικότητα, χωρίς να δεσμεύεται από το σχετικό της περιγραφής κάθε φαινομένου.

Βέβαια εμείς ποτέ δεν θα τολμήσουμε να χαρακτηρίσουμε την Τριάδα ως ένα “ξεχείλισμα αγαθότητας”, όπως τόλμησε να χαρακτηρίσει το Θεό ένας Έλληνας φιλόσοφος όταν αναλογιζόταν για την πρώτη και δεύτερη αιτία, λέγοντας πως κατά κάποιο τρόπο έγινε σα να “ξεχείλισε ένας κρατήρας”! Αυτό δεν το τολμούμε για να μην, έστω και άθελά μας, κάνουμε κανέναν να φανταστεί ότι ο Πατέρας γέννησε τον Υιό χωρίς να το θέλει, και ότι τάχα αυτό Του συνέβη με ανάλογο τρόπο με αυτόν που συμβαίνει στους ανθρώπους ,όταν έχουν μέσα τους ακαθαρσίες και δεν μπορούν όσο και να ήθελαν να τις συγκρατήσουν! Ασφαλώς αυτό δεν ταιριάζει καθόλου με την γνώμη που πρέπει να έχουμε για το Θεό!

Αυτός είναι ο λόγος που μας αναγκάζει να μιλάμε για έναν Θεό Αγέννητο (τον Πατέρα), για έναν Γεννητό και για έναν Εκπορευόμενον από τον Πατέρα – όπως λέει και ο ίδιος ο Θεός Λόγος – και επιμένουμε στους δικούς μας όρους. Πότε όμως έγιναν όλα αυτά; Αυτά βρίσκονται πέρα από το πότε (πέρα από το χρόνο)! Και αν θέλετε να το πω παλικαρίσια, αυτά “έγιναν” όταν “έγινε” και ο Πατέρας! Πότε έγινε ο Πατέρας; Ποτέ δεν υπήρξε χρόνος που να μην υπάρχει ο Πατέρας! Το ίδιο συμβαίνει και με τον Υιό και με το Άγιο Πνεύμα.

Ρώτησέ με πάλι: Πότε γεννήθηκε ο Υιός; Πάλι εγώ θα απαντήσω με τον ίδιο τρόπο: Τότε που ο Πατέρας δεν “γεννήθηκε”! Πότε εκπορεύτηκε το Άγιο Πνεύμα; Τότε που ο Υιός δεν “εκπορεύτηκε” αλλά “γεννήθηκε”, χωρίς να μπορούμε να το ορίσουμε χρονικά και με τρόπο που κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει. Παρ’ ότι που ούτε και το αυτό που δεν μπορούμε να ορίσουμε χρονικά μπορούμε να το κάνουμε απόλυτα σαφές, όσο και αν θέλουμε να αποκρούσουμε κάθε χρονικό περιορισμό, αφού και το “όταν” και το “πριν από” και το “μετά από” και το “απ’ την αρχή” είναι χρονικοί προσδιορισμοί, όσο και εμείς δε θέλουμε να τους δώσουμε τέτοιο νόημα. Ε λοιπόν, αν τυχόν θεωρήσουμε το χρόνο στο σύνολό του, σαν ένα διάστημα χρόνου που φτάνει μέχρι εκείνα π ου υπάρχουν πριν να αρχίσει ο χρόνος, αυτό το διάστημα – που ούτε χωρίζετε σε μέρη, ούτε μετριέται με βάση κάποια κίνηση ή την τροχιά του ήλιου – αυτό είναι ο χρόνος.

Συνεπώς, πως αφού τα Πρόσωπα υπάρχουν πριν να αρχίσει ο χρόνος, είναι δυνατόν να μην έχουν και την ίδια άναρχη αιτία; Και μάλιστα αφού προήλθαν από Εκείνον, παρ’ ότι δεν έγιναν μετά από Εκείνον; Πράγματι το μεν άναρχο οπωσδήποτε είναι αΐδιο, δηλαδή δεν έχει χρονική αρχή. Το αΐδιο όμως δεν είναι οπωσδήποτε και άναρχο, αφού αναφέρεται σε μια “αρχή”, τον Πατέρα.

Άρα τα Πρόσωπα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος δεν είναι άναρχα. Αυτό όμως ισχύει μόνο σε σχέση με την έννοια της αιτιότητας! Είναι αυτονόητο ότι στην προκειμένη περίπτωση το Αίτιο (ο Πατέρας) δεν είναι καθόλου προγενέστερο από εκείνα τα Πρόσωπα των οποίων είναι Αίτιο, όπως και ο ήλιος δεν είναι χρονικά προγενέστερος από το φως του! Άρα, ως προς το χρόνο είναι και τα δύο Πρόσωπα (ο Υιός και το Πνεύμα), καθώς εγώ πιστεύω, άναρχα, έστω και αν εσύ χρησιμοποιείς αυτή τη λέξη για να τρομάζεις τους απλοϊκούς στο νου.

Συμπέρασμα; Τα Πρόσωπα που δημιούργησαν το χρόνο, δεν τοποθετούνται μέσα στα όρια του χρόνου. Και πως είναι δυνατόν η “γέννηση” να μην είναι αποτέλεσμα πάθους; Επειδή είναι ασώματη! Γιατί αν - όπως γνωρίζουμε – η γέννηση, όταν πρόκειται για σώματα είναι καρπός πάθους, η γέννηση χωρίς σώματα ασφαλώς γίνεται χωρίς πάθος δηλαδή χωρίς να πάθει το Πρόσωπο!

Αλλά θα σου κάνω και εγώ μερικές ερωτήσεις: αν είναι κτίσμα, πως είναι Θεός; Διότι ασφαλώς το δημιούργημα δεν είναι δυνατόν να είναι Θεός! Και περιορίζομαι σ’ αυτό για να μην προσθέσω ότι και σ’ αυτή την περίπτωση υπάρχει το “πάθος”, όταν θεωρήσουμε την δημιουργία σαν κάτι σωματικό, αφού πρέπει να υπήρξε τουλάχιστον κάτι από αυτά: χρόνος, επιθυμία, σύλληψη του σχεδίου, φροντίδα για την πραγματοποίηση του, ελπίδα, λύπη, κίνδυνος, αποτυχία και διόρθωση των λαθών! Και όπως όλοι μας γνωρίζουμε καλά, γύρω απ’ την δημιουργία είναι δυνατόν να συμβούν όλα αυτά, αν όχι και ακόμη περισσότερα!
Και απορώ, πως δεν πήρες θάρρος να αρχίσεις να βάζεις στο νου σου κάποιο είδος “συνεύρεσης” και χρονικό διάστημα “εγκυμοσύνης” και κανένα κίνδυνο “αποβολής”, αφού κατά την γνώμη σου κανείς δε μπορεί να γεννήσει αν δεν γεννήσει με την παραπάνω διαδικασία! (Κατά την γνώμη σου ένα από τα δύο θα συμβεί): ή δηλαδή θα αρχίσεις να μας απαριθμείς πάλι μερικούς τρόπους γέννησης πουλιών και ζώων και ψαριών, με την επιδίωξη να υπάγεις την θεία γέννηση σε κάποια από αυτές τις γεννήσεις ή, με βάση αυτόν τον συλλογισμό σου, θα αρνηθείς ακόμα και τον Υιό!

Και δεν μπορείς να καταλάβεις ούτε αυτό το τόσο απλό, ότι δηλαδή Αυτός, του οποίου ακόμα και η γέννηση κατά σάρκα υπήρξε διαφορετική από τη γέννηση των άλλων ανθρώπων, - αλήθεια πες’ μου βρήκες σε αυτά που μου φέρνεις παράδειγμα καμία Παρθένο Θεοτόκο; - Αυτού ακόμα και η πνευματική γέννηση είναι διαφορετική.

Ή καλύτερα Αυτού του οποίου “το Είναι” δεν είναι ίδιο με το δικό μας, ασφαλώς θα γεννά με διαφορετικό από εμάς τρόπο. Και ρωτούν: υπάρχει κανένας πατέρας που να μην έγινε πατέρας κάποια συγκεκριμένη στιγμή; Ναι υπάρχει! Εκείνος που ποτέ δεν άρχισε κάποια στιγμή να υπάρχει. Μόνο εκείνος που αρχίζει να υπάρχει κάποια συγκεκριμένη στιγμή, αρχίζει και να είναι πατέρας. Άρα ο Πατέρας δεν έγινε Πατέρας σε κάποιο χρονικό σημείο μετά από την αρχή της ύπαρξής Του, αφού δεν άρχισε κάποια στιγμή να υπάρχει. Και γι' αυτό είναι κυριολεκτικά Πατέρας, όπως ακριβώς και ο Υιός είναι κυριολεκτικά Υιός, επειδή δεν είναι ταυτόχρονα και με κάποιον ειδικό τρόπο Πατέρας κάποιου άλλου Θεού!

Αντίθετα, αυτά που γίνονται με κάποιον ιδιαίτερο τρόπο δεν λέγονται κατά κυριολεξία, επειδή είμαστε ταυτόχρονα και τα δυο, και μάλιστα δεν είμαστε καθόλου περισσότερο το ένα ή το άλλο. Ακόμη, εμείς γεννιόμαστε από δυο, όχι από έναν και συνεπώς ανήκουμε στον καθένα απ’ τους δυο κατά το μισό. Και γινόμαστε άνθρωποι λίγο λίγο. Και ίσως δεν γίνουμε ποτέ “άνθρωποι”. Και ίσως γίνουμε τέτοιοι που ποτέ δεν θα ήθελαν οι γονείς μας, και τότε ή τους εγκαταλείπουμε ή μας εγκαταλείπουν. Με αποτέλεσμα ότι μας απομένει να είναι μια συγγενική σχέση νεκρή, ορφανή από ουσία. Αλλά, αυτό το “γέννησε”, συνεχίζει να επιμένει ο αιρετικός, και αυτό το “γεννήθηκε”, τι άλλο μας οδηγεί να σκεφτούμε αν όχι το χρονικό σημείο που έγινε η γέννηση; Και λοιπόν; Μήπως θέλεις να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε αυτήν έκφραση και να περιοριστούμε να λέμε, ότι ήταν γεννημένος απ’ την αρχή δηλαδή πριν αρχίσει ο χρόνος, απλά και μόνο για να αποφύγουμε τις παράδοξες χρονολατρικές ενστάσεις σου;


ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Η Αγία Γραφή είναι «διάσπαρτη» από ονομασίες του θεού, το νόημα των οποίων γίνεται φανερό, αν τις κατανοήσουμε στο επίπεδο των σχέσεών Του προς τον άνθρωπο και τον κόσμο. Σ’ αυτό το επίπεδο , τα διάφορα ονόματα δεν φανερώνουν την «ουσία» της θεότητας, αλλά τις ενέργειες που γίνονται αντιληπτές και «περιγραπτές» από τον άνθρωπο. Αρα κάθε ονομασία του θεού «δείχνει» την συγκεκριμένη δράση του στην ιστορία «εν σχέσει» με το πώς εμείς την αντιλαμβανόμαστε. Είναι "θεός των δυνάμεων", «Λυτρωτής», «άρχων ειρήνης», «Σωτήρ» και πολλά άλλα τα οποία εντάσσονται στην ίδια κατηγορία.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός λέει πως το όνομα που περιγράφει κυρίως τον Θεό «καθ’ εαυτόν» είναι εκείνο με το οποίο φανερώθηκε στον Μωϋσή λέγοντάς του «εγώ είμι ο Ων». Αυτό το όνομα λέγεται όχι «εν σχέσει» προς κάτι, διότι περιγράφει τον Θεό ως Αυτοζωή- Υπαρξη. Στο ίδιο κείμενο ο άγιος «ετυμολογεί» τη λέξη Θεός είτε από το θέειν= τρέχειν (κινητικότητα), είτε από αίθειν-λάμπειν (φωτιά, που κατακαίει την αμαρτία).

Εκείνο, στο οποίο οι Θείοι Πατέρες επιμένουν είναι η ορθή ερμηνεία των Περί του ενσαρκωθέντος Θεού εκφράσεων στη βίβλο, διότι εάν δεν ξεχωρίσει κάποιος τα «ονόματα της οικονομίας» από τα ονόματα της δόξας (προκειμένου περί του Υιού) είναι αδύνατον να συλλάβει το αληθές περιεχόμενο της «Εν Χριστώ» αποκαλύψεως. Με την όντως Θεοφώτιστη αυτή διάκριση, ο Άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος παρουσιάζεται ως καταλύτης των «ρητορικών σαλπισμάτων» των αιρετικών, δινοντάς μας το κλειδί με το οποίο μπορούμε να αναγνώσουμε ορθοδόξως τις βιβλικές εκφράσεις, τιμώντας έτσι το Θεανθρώπινο Μυστήριο (το τόσο σκανδαλώδες για την Ορθολογική Διανόηση, την αρχαία και την σύγχρονη).

Όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο, τόσο προχώρησε και ο Αγ.Γρηγόριος στην έκθεση της Θεότητας του Υιού και Λόγου. Για ερωτήματα, που οπωσδήποτε υπερβαίνουν τη λογική κατανόηση, μας λέει «ότι κατάλαβες, αγάπησέ το μέσα σου, το άλλο ας μείνει στους θησαυρούς της βασιλείας των ουρανών».«Θέλεις να γίνεις κάποτε θεολόγος και αντάξιος της θεότητας; Τις εντολές φύλαττε, να προχωρείς σύμφωνα με τα προστάγματα (του Θεού), γιατί η πράξη είναι εφαρμογή της θεωρίας».

Μόνον αυτή η «έμπρακτος» βίωση των Θείων Δογμάτων είναι ικανή να προφυλάξει τον άνθρωπο από μια μονόπλευρη «θεωρητική» προσέγγιση της αλήθειας, η οποία μάλιστα αρκετά συχνά έγινε αιτία συμφορών για το Αγιο σώμα του Χριστού, δηλαδή την Ιστορική Εκκλησία του.
ΚΕΙΜΕΝΟ 4
ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »
ΕΡΓΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, τ. 4, σελ. 184
Όμως η ανάπτυξή μου γύρω από τις αντίθετες καταστάσεις του Χριστού είναι αρκετή, αφού έχει φθάσει στο σημείο, να γίνεται πλέον μια ρίζα, μια συνεχής υπόμνηση γι` αυτούς που θέλουν μια μεγαλύτερη εμβάθυνση, για να οδηγηθούν μόνοι τους στην τελειότερη επεξεργασία και κατανόηση των κειμένων. Το ίδιο άξιο με όσα είπα πριν είναι όχι μόνο να προσπεράσουμε απαρατήρητα τα ονόματα του Υιού, που είναι και πολλά και δηλώνουν περισσότερα, αλλά και να παρουσιάσουμε τι θέλει να μας πει το καθένα από αυτά και να δείξουμε το μυστήριο αυτών των ονομάτων.

Ας αρχίσουμε όμως από εδώ: το Θείο δεν μπορεί κανείς να Το εκφράσει με ονόματα. Αυτό όχι μας το λέει καθαρά ο λογισμός μας, αλλά οι πιο σοφοί και παλαιοί απ` τους Εβραίους το διατύπωσαν τόσο, ώστε αν μπορεί κάποιος να το καταλαβαίνει. Διαφορετικά, πως αυτοί που τίμησαν το Θείο με πολύ ιδιαίτερους τρόπους και δεν ανέχθηκαν ούτε να γράφεται και ο Θεός με τα ίδια γράμματα που γράφεται κάτι κατώτερο απ` τον Θεό, επειδή νόμιζαν, ότι το Θείο πρέπει να είναι όχι κοινό με τα δικά μας, ακόμη και σ` αυτό, θα είχαν δεχθεί να δηλώνεται με μια φθαρτή λέξη η άφθαρτη φύση Του, που είναι τελείως ξεχωριστή. Διότι, όπως κανείς ποτέ δεν ανάπνευσε όλο τον αέρα έτσι, και μάλιστα σε απόλυτο βαθμό, ούτε μυαλό κατάλαβε την Ουσία του Θεού, ούτε καμία λέξη συμπεριέλαβε ποτέ το νόημά της. 
Πολύ απλά όλα αυτά που δηλώνουν Αυτόν τα σκιαγραφούμε περίπου με βάση όσα ξέρουμε γύρω από Αυτόν, και έτσι σιγά-σιγά φτιάχνουμε μια αμυδρή εικόνα και μάλιστα διαφορετική κάθε φορά, ανάλογα με εκείνο που είχαμε στο μυαλό μας. Για μας, λοιπόν, άριστος θεολόγος δεν είναι όποιος βρήκε τα πάντα, γιατί το «πάντα» δεν μπορεί να το δεχθεί ο απλός άνθρωπος, αλλά εκείνος που θα φανταζόταν κάτι περισσότερο από άλλους και θα συγκέντρωνε στον εαυτό του μια καλύτερη εικόνα της αλήθειας ή μια σκιά της, ή πώς αλλιώς να το πούμε άραγε;

Από ότι, λοιπόν, καταλαβαίνουμε ονόματα πιο κοντά στην Ουσία είναι τα «ο Ων» (αυτός που υπάρχει) και «Θεός». Και από αυτά περισσότερο «ο Ων». Όχι μόνο επειδή, όταν ο ίδιος μιλούσε στον Μωυσή πάνω στο βουνό και εκείνος απαιτούσε να του πει το όνομά Του, ή τουλάχιστον ποιο είναι, χαρακτήρισε τον εαυτό Του έτσι και τον διέταξε να πει στο λαό ότι «με απέστειλε ο Ων», αλλά και επειδή διαπιστώνουμε ότι ανταποκρίνεται πιο πολύ στα πράγματα. Πραγματικά, η λέξη «ο Θεός» έστω και αν ετυμολογείται από τους ειδικούς από το «θέειν» ή «αίθειν», επειδή κινείται πάντα και εξαφανίζει τις πονηρές δυνάμεις – γι` αυτό ακριβώς το λόγο λέγεται και φωτιά που καίει- όμως είναι μια από εκείνες που λέγονται σχετικά με κάτι, και όχι ανεξάρτητα. Κατά τον ίδιο τρόπο η λέξη Κύριος θεωρείται και αυτή σαν ένα όνομα του Θεού, αφού και η Γραφή λέει: «εγώ είμαι ο Κύριος ο Θεός σου, αυτό είναι το όνομά μου».

Αντίθετα όμως εμείς αναζητάμε την Ουσία, στην οποία το «είναι» είναι καθεαυτό, και όχι συνδεμένο με κάτι άλλο. Το «Ων» λοιπόν είναι πραγματικά το όνομα που ταιριάζει στον Θεό και μάλιστα σ` ολόκληρο τον Θεό, αφού ούτε αλλοιώνεται σε κάτι άλλο, είτε πριν είτε μετά από αυτό, απλούστατα γιατί τέτοιο πράγμα ούτε υπήρξε ούτε θα υπάρξει ποτέ. Από τα άλλα ονόματα, άλλα δηλώνουν την εξουσία και άλλα την οικονομία και μάλιστα και με τις δυο έννοιες της. Η μια είναι «κάτι το πάνω από το σώμα» ενώ η άλλη « με το σώμα». Π. χ. «ο Παντοκράτορας», «ο βασιλιάς της δόξας» ή «των αιώνων» ή «των δυνάμεων» ή «του αγαπητού» και το «ο Κύριος» ή «Σαβαώθ» δηλαδή «των στρατιών» ή «των δυνάμεων». Όλα αυτά σαφώς δηλώνουν την εξουσία Του.

Τα «ο Θεός που σώζει» ή «ο Θεός που τιμωρεί», ή «της ειρήνης» ή «της δικαιοσύνης» ή «Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ» και «ολόκληρου του Ισραήλ», που βλέπει το Θεό δηλώνουν την οικονομία. Και αφού εμείς έχουμε και αυτά τα τρία δηλαδή το φόβο της τιμωρίας, την ελπίδα της σωτηρίας, και μαζί μ` αυτή και ελπίδα δόξας, και την άσκηση των αρετών. Απ` αυτά πάλι προέρχονται τα ακόλουθα: Το όνομα « θεός των εκδικήσεων» προξενεί το φόβο. Το όνομα «Θεός των εκδικήσεων» προξενεί τον φόβο. Το όνομα «Θεός της σωτηρίας» προκαλεί την άσκηση για την απόκτησή τους, ώστε με τη σκέψη ότι αν κατορθώνει κάποιος κάτι από αυτές και φέρνει μέσα του το Θεό, να προχωρά πολύ πιο σταθερά και αποφασιστικά προς την τελειότητα και την θέωσή του, που είναι συνέπεια των αρετών.

Βέβαια όλα αυτά τα ονόματα είναι κοινά για όλη τη Θεότητα. Το ιδιαίτερο όνομα του Άναρχου είναι Πατέρας, Αυτού που γεννήθηκε άναρχα είναι Υιός και του Αγέννητου αλλά προερχόμενου από τον Πατέρα, είναι Άγιο Πνεύμα.
Τώρα ας έρθουμε στα ονόματα του Υιού, αφού άλλωστε αυτός ήταν και ο αρχικός στόχος της ομιλίας μας.

Έχω τη γνώμη ότι: λέγεται Υιός, επειδή ως προς την Ουσία είναι βέβαια το ίδιο με τον Πατέρα, όχι όμως μόνο επειδή λέγεται Υιός, αλλά και επειδή γεννήθηκε από Εκείνων.

Λέγεται Μονογενής, όχι μόνο επειδή μόνο Αυτός γεννήθηκε απ` τον Πατέρα, αλλά και επειδή γεννήθηκε με έναν τρόπο μοναδικό, και όχι όπως τα σώματα.
Λέγεται Λόγος, επειδή έχει με τον Πατέρα τα σχέση που έχει η λογική μας με το μυαλό μας. Αυτό όχι μόνο επειδή γεννήθηκε χωρίς να πάθει κάποια αλλοίωση, αλλά και επειδή διατηρεί μαζί Του απόλυτη συνάφεια αλλά και εξαγγέλλει το θέλημά Του. Θα μπορούσες ακόμα να πεις ότι έχει τη σχέση που έχει ο ορισμός με αυτό που ορίζεται, αφού η λέξη «λόγος» έχει και τη σημασία του ορισμού. Και πράγματι λέει: «αυτός που εννοεί τον Υιό εννοεί τον Πατέρα». Σύντομη και εύκολη απόδειξη του τι είναι Πατέρας είναι ο Υιός, διότι κάθε γέννημα είναι μια σιωπηλή μαρτυρία Εκείνου που το γέννησε.

Αλλά και αν ακόμα πει κάποιος ότι ονομάζεται Λόγος, επειδή υπάρχει σε όλα τα όντα, δε θα έχει κάνει λάθος στη σκέψη του. Γιατί υπάρχει τίποτα που να μη συνεχίζει τη ζωή του εξαιτίας του Λόγου;

Λέγεται Σοφία, επειδή είναι η γνώση όλων των θείων και ανθρωπίνων πραγμάτων. Γιατί πώς θα ήταν δυνατόν να αγνοεί ο δημιουργός την αληθινή υφή όσων δημιούργησε;

Λέγεται Δύναμη, επειδή συντηρεί τα δημιουργήματα και τους δίνει δύναμη να μη διαλύονται.

Λέγεται Αλήθεια, επειδή ως προς την Ουσία είναι ένα και όχι πολλά. Πράγματι η αλήθεια είναι μια, ενώ το ψέμα έχει πολλές όψεις. Και ακόμα επειδή είναι η ακριβής σφραγίδα του Πατέρα και ο αψεγάδιαστος χαρακτήρας Του.
Λέγεται Εικόνα, επειδή είναι ομοούσιος με τον Πατέρα. Και επειδή Αυτός προέρχεται από Εκείνον και όχι ο Πατέρας από Αυτόν. Γιατί αυτή είναι η φύση της Εικόνας: είναι μια απομίμηση του πρώτου, εκείνου του οποίου ονομάζεται εικόνα. Σ` αυτή την περίπτωση όμως έχουμε κάτι περισσότερο. Πραγματικά στις άλλες περιπτώσεις η εικόνα είναι μια απομίμηση χωρίς κίνηση από ένα πράγμα με κίνηση, ενώ εδώ είναι εικόνα κάποιου ζωντανού και μάλιστα «ζωντανή» εικόνα, που είναι περισσότερο απαράλλακτη εικόνα του Προτύπου Του, από ότι ο Σηθ του Αδάμ και κάθε άλλου πατέρα το γέννημα. Γιατί αυτή είναι η φύση των απλών, ότι δε μοιάζουν σε κάτι, διαφέρουν σε κάτι άλλο, αλλά είναι στο σύνολό της απόλυτη μίμηση ολόκληρου του Προτύπου, ή καλύτερα είναι ακριβώς το ίδιο, και όχι κάτι που του μοιάζει καταπληκτικά.
Λέγεται Φως, επειδή είναι η λαμπρότητα των ψυχών που εξαγνίζονται με τη δύναμη και του θείου λόγου και της αγίας ζωής τους. Γιατί αν η αμαρτία και η άγνοια είναι σκοτάδι, ασφαλώς η γνώση και η ζωή δίπλα στο Θεό πρέπει να είναι φως.
Λέγεται ζωή, επειδή είναι φως και επειδή Αυτός και φέρνει σε ύπαρξη και δίνει «ουσία» σε κάθε λογική φύση. Γιατί «εξαιτίας Αυτού ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε», σύμφωνα με το διπλό αποτέλεσμα του εμφυσήματος του Θεού. Και μάλιστα όλοι μας όσοι είμαστε άξιοι, παίρνουμε απ` το εμφύσημα εκείνο και πνοή ζωής και Άγιο Πνεύμα, και μάλιστα όσο είμαστε άξιοι και δεκτικοί στο μυαλό μας.
Λέγεται δικαιοσύνη, επειδή δίνει στον καθένα αυτό που του αξίζει και είναι δίκαιος διαιτητής μεταξύ της ψυχής και του σώματος, ώστε το ένα μεν να άρχει ενώ το άλλο να άρχεται, και στην Εκκλησία αυτό που είναι πνευματικά υψηλότερο να έχει ηγετική θέση έναντι του πνευματικά κατώτερου, και να μην είναι πλέον δυνατόν να ξεσηκώνεται το κατώτερο κατά του υψηλότερου.
Λέγεται Αγιασμός, επειδή Αυτός είναι η καθαριότητα μας, ώστε ο Καθαρός να βρίσκει θέση στην καθαριότητά μας.
Λέγεται Απολύτρωση, επειδή μας ελευθερώνει, ενώ ήμασταν δούλοι της αμαρτίας και δίνει για μας σαν λύτρο, που καθάρισε την Οικουμένη, τον Εαυτό Του.
Τέλος λέγεται Ανάσταση, επειδή μας δίνει την ανάσταση από εδώ, και ενώ μας έχει νεκρώσει η αμαρτία, μας επαναφέρει στη ζωή.

ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ
H διανοητική προσέγγιση των θείων πραγματικοτήτων ακολουθεί συνήθως μια αλυσιδωτή πορεία. Το ένα ερώτημα διαδέχεται το άλλο, που με τη σειρά του προκαλεί καινούριες απορίες προς διερεύνηση. Ενώ δεν είχε τελειώσει ακόμα η διαμάχη σχετικά με την υπόσταση του Χριστού, μια άλλη εξίσου σοβαρή διαμάχη εμφανίσθηκε στους κόλπους της εκκλησίας , που αφορούσε το πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος, περί του οποίου μαρτυρεί η Γραφή.

Ο π.Αντώνιος του Σουρόζ ονόμασε αυτή τη «διανοητική» προσέγγιση των Αγιο-Γραφικών αληθειών ως «επίθεση του νοός» (που υποχρέωσε την εκκλησία να στραφεί στην οριοθέτηση της αλήθειας, με την έκθεση θεοδίδακτων όρων). Επίθεση που ως γνωστόν απορρόφησε το ενδιαφέρον για κάποιους αιώνες και ανέπτυξε τους υγιείς «αμυντικούς μηχανισμούς» των πατέρων.

Οι Αγιοι προχώρησαν σε διαυγή έκθεση του Δόγματος « τω βραχεί ρήματι και πολλή συνέσει », με διασάφηση των Αγιογραφικών όρων και σε κλίμα άσκησης και προσευχής. Η Αγία Τριάδα αφ’ ενός και η θεανθρωπότητα του Χριστού αφ’ ετέρου δεν συνιστά «επινόηση» της πατερικής σκέψεως (όπως ασεβέστατα έχουν υποθέσει οι πάσης φύσεως αρνητές ), αλλά φανέρωση της αιωνίου υπάρξεως του Θεού ως κοινωνίας προσώπων, που αντιτίθεται σε κάθε μονολιθική, μοναρχική τάση του ανθρώπινου πνεύματος.

Ο Θεός είναι μια Φύσις άκτιστος, η οποία « οικονομικώς » έρχεται σταδιακά προς τον κόσμο, Αυτοαποκαλυπτόμενη μέσα από τις «ρήσεις» και τα αινίγματα των προφητών, ως Ενότης και ταυτόχρονα ως Τριαδικότης.

Η ανθρώπινη σκέψη μπορεί να προχωρήσει μέχρις ενός ορισμένου σημείου, στην απόπειρά της να συμβιβάσει την Ενότητα με την Τριαδικότητα του θεού. Ωστόσο δεν επαρκούν στον άνθρωπο οι «κατηγορίες» που διαθέτει, για την πλήρη κατανόηση του «υπερ νούν και λόγον» δόγματος της γραφής.

Η θεότης δεν φανερώνεται «αθρόον» στην εποχή της Π.Διαθήκης, διότι η σκέψη των ανθρώπων έχει ακόμα την τάση προς την πολυθεϊα και εύκολα μπορεί να παρερμηνεύσει την αιώνια υπόσταση των τριών θεϊκών προσώπων. Η Παλαιά Διαθήκη «εισάγει» στον κόσμο τον πατέρα, παρουσιάζει δε «αμυδρά» τον Υιό, ως «άσαρκο λόγο». Η Καινή Διαθήκη στη συνέχεια, (και αφού έχει «στερεωθεί» η περί του Πατρός διδασκαλία), κηρύττει φανερά τον Υιό και Λόγο, προαναγγέλει δε τον ερχομό του πνεύματος, δια του οποίου συγκροτείται ο θεσμός της εκκλησίας και επιτελούνται τα Αγια Μυστήρια.

Η Σταδιακή Φανέρωση της Τριάδος, δεν σημαίνει πως κάθε πρόσωπο δρα σε διαφορετικούς χρόνους, εφ’ όσον «αδιάκοπα» «ο πατήρ δι Υιού εν Αγίω Πνεύματι ποιεί τα πάντα». Τα τρία στάδια της αποκαλύψεως, απλώς δείχνουν το «ανέτοιμο» του ανθρώπου να αντιληφθεί ορθώς την αληθινή περί θεού διδασκαλία, οπότε υπάρχει «συγκατάβασις» σε αυτή την αδυναμία, του θεού επιτρέποντος κάθε φορά να αποκαλύπτεται «ένα μέρος» της περί Τριάδας αλήθειας (με στόχο την αφομοίωσή της από τον άνθρωπο) "χωρίς να πιεσθούμε", όπως λέει ο Αγιος Γρηγόριος, "αλλά αφού πρώτα πεισθούμε".

Αυτή η παρατήρηση μας βοηθεί να αναγνώσουμε ορθοδόξως τις βιβλικές μαρτυρίες και εκφράσεις για το θεό, θαυμάζοντας το "βάθος του πλούτου της σοφίας Του" , για τους τρόπους με τους οποίους μας οδηγεί στην αληθινή θεογνωσία.

ΚΕΙΜΕΝΟ 5
ΣΤΑΔΙΑΚΗ Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
ΠΡΩΤ. ΚΕΙΜΕΝΟ : Ε.Π.Ε. εκδ. « ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ »
ΕΡΓΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, τ. 4, σελ. 236

Δύο λαμπρές αλλαγές του τρόπου της ζωής μας έχουν γίνει στο διάβα όλου του χρόνου, οι οποίες και δύο Διαθήκες καλούνται, και σεισμοί της γης, διότι αποτελούν μια περιβόητη πραγματικότητα. Η πρώτη είναι η μετάβαση από τα είδωλα στο νόμο και η δεύτερη από το νόμο στο Ευαγγέλιο. Όμως και τρίτος σεισμός μας έχει αναγγελθεί, η μετάσταση δηλαδή από τα εδώ στα εκεί, τα μη πλέον κινούμενα και σαλευόμενα. Αυτό έχουν πάθει και οι Δύο Διαθήκες.

Τι είναι αυτό ; Δεν μετακινήθηκαν ξαφνικά, ούτε με την πρώτη κίνηση για πραγματοποίηση του εγχειρήματος. Για ποιο λόγο ; Διότι είναι αναγκαίο να ξέρουμε. Για να μην πιεσθούμε αλλά να πεισθούμε. Διότι αυτό που γίνεται παρά τη θέληση μας, δεν είναι μόνιμο, όπως ακριβώς όσα συγκρατούνται βίαια από τα ρεύματα και τα φυτά. Όμως αυτό που γίνεται με τη θέληση μας, και μονιμότερο είναι και ασφαλέστερο. Το ένα είναι έργο αυτού που μας εξαναγκάζει, το άλλο είναι δικό μας· και το ένα πάλι είναι έργο της επιείκειας του Θεού, το άλλο της τυραννικής εξουσίας.

Δεν ενόμισε λοιπόν ότι πρέπει χωρίς να θέλουμε να μας κάνει καλό, αλλά να μας ευεργετεί, όταν εμείς το θέλουμε. Γι’ αυτό, για παιδαγωγικούς και ιατρικούς λόγους, άλλα αφαιρεί από τα πατροπαράδοτα έθιμα και άλλα επιτρέπει, υποχωρώντας λίγο σε αυτά που δίνουν χαρά. Έτσι, όπως ακριβώς κάνουν και οι γιατροί στους αρρώστους, δηλαδή για να γίνει αποδεκτή η θεραπεία με φάρμακα, αλλάζουν επιτήδεια τη γεύση τους με προϊόντα περισσότερο ευχάριστα.

Διότι δεν είναι εύκολη η αλλαγή σ’ αυτά που είχαν γίνει συνήθεια και τιμούνταν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τι εννοώ δηλαδή ; Η πρώτη αλλαγή περιέκοψε βέβαια τα είδωλα, αλλά επέτρεψε τις θυσίες· η δεύτερη αλλαγή κατάργησε τις θυσίες, αλλά δεν εμπόδισε την περιτομή.

Έπειτα, όταν οριστικά συμβιβάστηκαν με αυτή την αφαίρεση, τότε παραδέχτηκαν και την παραχώρηση που είχε γίνει σ’ αυτούς, δηλαδή οι Ιουδαίοι τις θυσίες και οι χριστιανοί την περιτομή. Και έγιναν από εθνικοί ιουδαίοι και από ιουδαίοι χριστιανοί, αφού οδηγήθηκαν ανεπαίσθητα προς το Ευαγγέλιο με αυτές τις επιμέρους αλλαγές. Θα σε πείσει γι’ αυτό ο Παύλος, ο οποίος προερχόμενος από περιτομές και αγνισμούς έλεγε: «Όσο για μένα αδελφοί μου, γιατί με καταδιώκουν, εάν κηρύττω την αναγκαιότητα της περιτομής; ». Εκείνο ήταν σημείο οικονομίας· αυτό είναι δείγμα της τελειότητας.

Με αυτό τον τρόπο μπορώ να εικάζω ότι αφορά στην θεολογία, όσο όμως είναι δυνατόν, από τ’ αντίθετα. Διότι, πράγματι εκεί, από τις αφαιρέσεις γίνεται η αλλαγή· εδώ όμως με τις προσθήκες επιτυγχάνεται η τελειότητα. Βέβαια, έτσι είναι. Εκήρυττε φανερά η Παλαιά Διαθήκη τον Πατέρα και αμυδρότερα τον Υιό. Φανέρωσε η Καινή Διαθήκη τον Υιό, υπέδειξε τη θεότητα του Πνεύματος. Δρα τώρα το Πνεύμα, κάνοντας μας σαφέστερη τη φανέρωσή του.

Διότι δεν θα ήταν ασφαλές, χωρίς πρωτύτερα να ομολογηθεί η θεότητα του Πατρός, να κηρύσσεται φανερά ο Υιός· ούτε προτού να γίνει παραδεκτή η θεότητα του Υιού, να «επιφορτισθούμε» με το Πνεύμα το άγιο, για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση λίγο τολμηρότερη· μήπως κινδυνεύσουν και στο κατά δύναμη, όπως ακριβώς με όσους, οι οποίοι αφού φάνε πάνω από την αντοχή τους βαραίνουν και αφού προσβάλουν την όραση πάνω από τη δύναμη κοιτάζοντας το φως του ήλιου την καθιστούν ασθενέστερη.

Αντιθέτως, με τις βαθμιαίες προσθήκες και όπως είπε ο Δαβίδ, με τις αναβάσεις και με τις από δόξα σε δόξα προόδους και προκοπές, το φως της Τριάδας θα λάμψει στους πιο φωτισμένους. Και νομίζω, ότι γι’ αυτό τον λόγο και στους μαθητές επιδημεί σταδιακά, ανάλογα με την ικανότητα εκείνων που το δέχονται, δηλαδή στην αρχή του Ευαγγελίου, μετά το πάθος μετά την Ανάληψη, όταν επιτελεί τα θαύματα, όταν εμφυσείται και όταν εμφανίζεται ως πύρινες γλώσσες.

Και από τον Ιησού φανερώνεται σταδιακά, όπως θα διαπιστώσεις κι εσύ ο ίδιος, αν μελετήσεις με περισσότερο επιμέλεια: Θα παρακαλέσω, λέγει η Γραφή, τον Πατέρα να σας δώσει άλλον Παράκλητο, το Πνεύμα της αληθείας, για να μη νομίσει κανένας ότι είναι αντίθετος από το Θεό και πως μιλάει από κάποια άλλη εξουσία. Έπειτα «θα στείλει» ο Πατέρας, αλλά «στο όνομα μου»· αφού άφησε στην άκρη το «θα ρωτήσω», το «θα στείλει» διατήρησε. Στην συνέχεια με το «θα στείλω» διακήρυξε το δικό του αξίωμα· κατόπιν με το «θα έλθει» διακηρύσσεται η εξουσία του Πνεύματος.

Βλέπεις, λοιπόν, σταδιακούς φωτισμούς που μας φωτίζουν και την τάξη της θεολογίας, την οποία καλύτερα να τηρούμε και εμείς, και ούτε να τη φανερώνουμε μια και καλή, ούτε να την αποκρύπτουμε τελείως. Διότι το ένα δείχνει έλλειψη διακρίσεως, το άλλο αθεΐα. Και το ένα πάλι μπορεί να βλάψει τους άπιστους, ενώ το άλλο ν’ αποδιώξει τους δικούς μας. Όμως, αυτό το οποίο ίσως ήλθε και στο μυαλό άλλων, αλλά εγώ θεωρώ καρπό της δικής μου διανοίας, θα το προσθέσω σ’ αυτά, που έχουν ήδη ειπωθεί.

Κατά τον Σωτήρα ήσαν μερικά, για τα οποία έλεγε στους μαθητές ότι δεν μπορούσαν τότε να τα βαστάσουν, αν και είχαν χορτάσει με διδασκαλίες, ίσως για τους λόγους που ανέφερα, και γι’ αυτό δεν τα αποκάλυψε. Έλεγε πάλι, ότι όλα αυτά θα μας τα διδάξει το Άγιο Πνεύμα, όταν θα κατέλθει.

Ένα από αυτά (που θα μας διδάξει) είναι, νομίζω, και η ίδια η θεότητα του Πνεύματος, η οποία αποσαφηνίζεται αργότερα, αφού μετά την αποκατάσταση του Σωτήρα, τυχαίνει να είναι ώριμη και καταληπτή η γνώση, αφού κανένας πλέον δεν απιστεί στο θαύμα. Τι λοιπόν θα ήταν πιο μεγάλο, αυτό που εκείνος υποσχέθηκε ή αυτό που το Πνεύμα δίδαξε ; Εάν βέβαια πρέπει σαν κάτι μεγάλο να νομίζουμε και άξιο της μεγαλοπρέπειας του Θεού, αυτό το οποίο υπόσχεται, ή αυτό το οποίο διδάσκεται.

Έτσι λοιπόν πιστεύω γι’ αυτά και μακάρι έτσι να πιστεύω εγώ, και όποιος μου είναι αγαπητός. Να τιμάμε δηλαδή ως Θεό τον Πατέρα, Θεό τον Υιό, Θεό το Πνεύμα το άγιο, τρεις οι ιδιότητες, αλλά μια η θεότητα, χωρίς να διαιρείται ως προς τη δόξα, την τιμή και τη βασιλεία, όπως θεολόγησε κάποιος από τους θεοφόρους άνδρες λίγο προγενέστερα. Και όποιος δεν πιστεύει έτσι ή προσαρμόζεται ανάλογα με τις περιστάσεις, αλλάζοντας συνεχώς την πίστη του και σκέπτεται με επιπολαιότητα, γι’ αυτά που είναι τόσο σπουδαία, ας μη δει τον ήλιο ν’ ανατέλλει, όπως λέγει η Γραφή, ούτε τη δόξα της ουράνιας λαμπρότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου