Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019

Ιερομόναχος Μάξιμος Ιβηρίτης (1904 - 25 Δεκεμβρίου 1999)



Γεννήθηκε ο κατά κόσμον Αντώνιος Τυριτίδης στην Τραπεζούντα του Πόντου το 1904. Μεγάλωσε κάνοντας μετάνοιες και νηστείες. 
Μικρός αρρώστησε βαριά και τον θεράπευσε ο άγιος Γεώργιος, στο μοναστήρι του Περιστερεώτα, που τον πήγε η ευσεβής μητέρα του. 
Κατά την πολύκλαυστη μικρασιατική καταστροφή, του 1922, που ήλθε στην Ελλάδα, θρήνησε τον θάνατο εφτά συγγενών του. Εγκαταστάθη­κε στην Αλιστράτη Σερρών.

Στο Άγιον Όρος ήλθε το 1928 και εισήλθε δόκιμος στη μονή Ιβήρων. Εκάρη μοναχός το επόμενο έτος και διήλθε διάφορα διακονήματα. 
Το 1940 χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Ιερόθεο (†1956) και ανέλαβε προσμονάριος στο παρεκκλήσι της Παναγίας, με τη θαυματουργή εικόνα της Πορταΐτισσας (1944-1987). 
Από το 1957 ήταν προϊστάμενος της μονής. Νέος, στην πρώτη μου αγρυπνία στο Άγιον Όρος, στην πανήγυρη του Δεκαπενταύγουστου, εξομολογήθηκα τα κρίματά μου, στο παρεκκλήσι της Πορταΐτισσας, κι ο παπα-Μάξιμος με συμβούλευσε με λίγα, απλά, εγκάρδια λόγια, διαβάζοντάς μου τη συγχωρητική ευχή.



Ήταν σεβαστός απ’ όλους. Δεν είχε σπουδαία μόρφωση. Είχε όμως εμπειρία και διάκριση. Εκείνα που νουθετούσε τους άλλους πρώτα τα βίωνε ο ίδιος.
 Είχε ευλάβεια στον Γέροντα Χατζη-Γιώργη (†1886) και προσπαθούσε να τον μιμηθεί στην αυστηρή ασκητική του βιοτή. Υπήρξε ισόβιος νηστευτής. Το λίγο πάλι που έτρωγε, στο πόδι το έτρωγε. 
Έλεγε: «Ποτέ μου δεν ευχαρίστησα την κοιλιά. Η νηστεία είναι το θεμέλιο της προσευχής. Όπως το πουλί δεν πετά με ένα φτερό, έτσι είναι και η προσευχή χωρίς νηστεία. Κάτω πέφτει· δεν μπορεί ν’ ανέβει στον θρόνο του Κυρίου. Γι’ αυτό η Παναγία πάντα με βοηθά σ’ όλα. 
Η κακοπάθεια ελκύει τη χάρη του Θεού μετά νηστείας. Με γέλια και τραγούδια και καλοπέραση κανένας δεν πήγε στον παράδεισο. Στήτε, στήτε και κρατάτε τις παραδόσεις, γιατί αν πούμε δεν χρειάζεται νηστεία, θα φθάσουμε σιγά-σιγά σε τελεία χαλάρωση».

Είχε μεγάλη αγάπη προς όλους, Έλληνες και ξένους. Τιμούσε την οικουμενικότητα του Αγίου Όρους. Όποιος έχει το μικρόβιο του επαράτου τοπικισμού, έλεγε, κατευθείαν στην κόλαση θα πάει.
 Συκοφαντήθηκε αλλά δεν συκοφάντησε κανένα. Έκανε Πνευματικός έξι μονών. «Επί μισό αιώνα ο Γερο-Πνευματικός ήταν η δεσπόζουσα φυσιογνω­μία της βόρειας πλευράς του Αγίου Όρους: Μ. Λαύρα, Καρακάλλου, Βατοπέδι, Παντοκράτορος, Φιλοθέου και Ιβήρων. 
Έξι μοναστήρια τον είχαν Πνευματικό, γιατρό, πατέρα τους». Τον ζήτησαν για ηγούμενο σε μονές και δεν δέχθηκε. Έμεινε μόνιμος φύλακας της Παναγίας επί μία πεντηκονταετία περίπου, να τη στολίζει, να την καθαρίζει, να διατηρεί ακοίμητα τα καντήλια της. Ήταν μία άσβεστη λαμπάδα μπροστά της. Φτωχός πάντα ο ίδιος, μοίραζε ό,τι είχε στους φτωχούς.

Όταν κάποτε ένας υποτακτικός του τού είπε: «Μα γιατί, Γέροντα, εδώ φαινόμαστε ότι πάσχουμε, ενώ στον κόσμο όλοι μάς τιμούσαν και δεν βλέπαμε τις ατέλειες μας;». 
Απάντησε: «Γιατί, παιδί μου, εδώ φανερώνονται τα κρυφά πάθη, στην ησυχία. Εδώ, όπως λένε οι Πατέρες, αποκτάς τον εαυτό σου και σε πολεμάει και ο διάβολος περισσότερο για να σε βγάλει έξω, να εμποδίσει τη σωτηρία σου».

Στον τόπο που παρουσιάσθηκε η Παναγία κι ελέησε ένα φτωχό με χρυσό νόμισμα, έκτισε το 1960 ωραίο εκκλησάκι και άνοιξε από νωρίς τον τάφο του.
 Έγραφε: «Δέσποινα, Παναμόλυντε, Απειρόγαμε, Μαριάμ, Πορταΐτισσα, ελέησον την ψυχήν του δούλου σου. Ευτελής και ταλαίπωρος ιερομόναχος Μάξιμος. Ευχαριστώ σε που με αξίωσες να υπηρετήσω στον ναόν τον Άγιον Σου, Πορταΐτισσα. 
Δέξαι παρ’ εμού του αμαρτωλού και εν τη ζωή μου διαφύλαξόν με και εν τω της εξόδου της ψυχής μου καιρώ αντιλαβού και αφανές ποίησον το χειρόγραφον των αμαρτιών μου, συνάπτουσα καμέ τον αμαρτωλόν συν τοις δεξιοίς του Σου Υιού και Θεού μου. Δέσποινα».

Ανεπαύθη εν Κυρίω στις 25.12.1999, τη λαμπρή ημέρα των Χριστουγέννων, στη μονή της μετανοίας του, υπό τη σκέπη της λατρευτής του Πορταΐτισσας.
Πήγες – Βιβλιογραφία:

Γερασίμου Ιβηρίτου μοναχού, Παπα-Μάξιμος ο άγιος Πνευματικός και Προσμονάριος της Πορταΐτισσας των Ιβήρων, Θεσσαλονίκη 1987. Του αυτού, Παπα-Μάξιμος, Θεσσαλονίκη 2004.

Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ΄1984-2000 , σελ.1493-1497 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
«Πᾶνος» 

Αυτοί που κοιτάζουν ασθενείς ή γέροντες παίρνουν διαβατήριο για τον παράδεισο



Συγκλονιστικό περιστατικό
Το παρακάτω περιστατικό συνέβη στην Αννέτα Καλτεζά, μετέπειτα Μοναχή Ανθούσα, στην δεκαετία του 1960.
Η Αννέτα είχε αναλάβει και φρόντιζε, με μεγάλες ταλαιπωρίες και εμπόδια, έναν βαριά άρρωστο φυματικό, ονόματι Σωτήρη.
Παρακολουθείστε τί συνέβη την τρίτη μέρα μετά την κοίμηση του Σωτήρη:
«Στο τριήμερο του Σωτήρη και στην πρώτη νύχτα, η Αννέτα είδε σημεία γι’ αυτόν τον άνθρωπό της.

Την πρώτη νύχτα, όπως κουρασμένη καθισμένη ἐκλαιγε για αυτόν, την πήρε λίγο ο ύπνος και ξάφνου κάποιος την ξύπνησε.

Κοιτάει και βλέπει τον κυρ-Ζωτήρη δίπλα της και της είπε χαϊδεύοντάς το χέρι της:
-Αννέτα, απόψε μην κοιμάσαι, προσευχήσου για μένα!
Ευθύς έσβησε σαν σκιά, μόλις τα είπε αυτά. Και εκείνη έκανε υπακοή.

Την τρίτη νύκτα πάλι ο Σωτήρης ήλθε και της έφερε μια φωτογραφία του, ως Δεσπότη ντυμένου.
-Δεσπότης, κυρ Σωτήρη;
-Ναι, Αννέτα. Εκεί που πήγα μ’ έκαναν Δεσπότη, σού ’φερα το εισιτήριό σου.
» Η φωτογραφία μου αυτή θα σου χρησιμεύσει, όταν πεθάνεις κι εσύ.
» Μ’ αυτήν θα περάσεις χωρίς έλεγχο από τα τελώνια.
Συγκινημένη η Ανέτα πήγε να διαβάσει στάρι στις τρεις ημέρες για τον πεθαμένο της.»

Από το βιβλίο «Τα θαύματα της Παναγίας Ευαγγελιστρίας Ακρωτηριανής Σερίφου», σελ. 157-158.
«Πᾶνος» 

+Γέρων Θεόκλητος Διονυσιάτης: "Αντί να χάνετε ώρες στους δρόμους και στην αίθουσα ακούγοντας αμφίβολα ηθολογικά κηρύγματα δεν θα ήταν προτιμότερο να κλειστείτε στο σπίτι σας και να εισέλθετε στο ταμείο σας;"



"Πάσχει ο αιώνας μας από μία πολυμερή διάχυση προς τα έξω και μαζί του πάσχουν και οι χριστιανοί μας. Ζούμε στον αιώνα των αισθήσεων. 

Η εξωστρέφεια, η πολυπραγμοσύνη, ο σκοτισμός της ψυχής μας στα ανθρώπινα αποτελούν τον χαρακτήρα του βίου των σημερινών ανθρώπων. 
 
Η υλική λάμψις του μηχανικού πολιτισμού, η Κίρκη αυτή των οφθαλμών μετέβαλε τους ανθρώπους εις άνοα (χωρίς νουν) και άψυχα κινούμενα.

Ας αφήσουμε την αμαρτία, την αγωνία, τη δυστυχία, αυτούς τους καρπούς της περιφοράς του νου στα γήινα, της πλανήσεως ηλιθίως των οφθαλμών, της μακρύνσεως από της εστίας μας. 

Ο Χριστιανός δεν πρέπει να μην γνωρίζει ότι "εντός υμών εστί η βασιλεία των ουρανών" και ότι η περισσοτέρα προς τα έξω   ενασχόληση του πράτοντος είναι έργο του σατανά.



Εν τούτοις όλως ανυπόπτως οι χάριτι πιστεύοντες  εις τον Χριστόν  περιπλέκονται εις τα δίκτυα των κοσμικών πραγμάτων με την αντίληψη της κοσμικής ωφελείας, διότι λείπει το μέτρον, η γνώσις των ορίων. Δεν φτάνει να επιθυμούμε το αγαθό αλλά χρειάζεται να γνωρίζουμε πού βρίσκεται και πώς κατακτάται. 

Δια τούτο συχνά, ενώ επιζητούμε το καλό και  ωφέλιμο ψυχικώς παθαίνουμε το αντίθετο. Καλόν δεν νοείται, όταν δεν μας οικοδομεί πνευματικά. Καλό βέβαια είναι να διαβάσουμε ένα, δύο, τρία βιβλία ας πούμε πνευματικά. Αν όμως περιοριστούμε στην απλή μάθηση και δεν αγωνιστούμε να κάνουμε κτήμα μας τα ωφέλιμα τότε μένουμε απλώς εις την "ψιλήν γνώσιν".
 
Είναι πολύ δυσκολότερα πράγματα από την ανάγνωση η προσευχή και η εσωτερική μελέτη, αυτά που κυρίως δίνουν πνευματικούς καρπούς. Διότι συχνά η ανάγνωση ενός βιβλίου ή η ακρόαση μιας ομιλίας ίσως να οφείλονται στο πνεύμα της πολυπραγμοσύνης της εξωστρέφειας, της χωρίς βάθος περιέργειας.


Αυτό διαπίστωσα τελευταία μεταξύ των κοσμικών χριστιανών μας.

Με την ψυχή στο στόμα τρέχουν να προφθάσουν μία ομιλία, μία διάλεξη σε κοσμικές αίθουσες, από τον οιονδήποτε αυτοχειροτόνητο κήρυκα του θείου λόγου. Και εάν ελέγονταν τουλάχιστον σωστά πράγματα πάντοτε, θα άξιζε η θυσία. 

Είναι πολλοί ομιλητές που αντί να οικοδομήσουν κρημνίζουν και αντί να φωτίσουν σκοτίζουν, διότι και αυτοί οι δυστυχείς είναι άνθη των αιθουσών που αποπνέουν προτεσταντικό ύφος που δεν γνωρίζουν τι λέγουν ούτε  ποια πράγματα βεβαιώνουν. 

Αγνοούν τον λόγο του Ιακώβου "αδελφοί μου μη πολλοί δάσκαλοι γίνεσθαι". Αλλά δεν πρόκειται για αυτούς αλλά για τα άκακα πρόβατα που χάνουν τον πολυτιμότατο χρόνο τους άσκοπα στις αίθουσες.

Εδώ όμως πρέπει να κάνουμε τη διευκρίνιση ότι μεταξύ των ομιλητών υπάρχουν δόκιμοι Θεολόγοι, γνωστοί δια τα ορθόδοξα φρονήματά των, τους οποίους πρέπει να ακούμε και μάλιστα για ζητήματα, τα οποία αγνοούμε. Γι΄αυτούς υπερθεματίζουμε. 


Για τους άλλους, τους αμφιβόλους που δεν έχουν μάθει τη θεωρία μέσα από την πράξη δεν θα πούμε τίποτα. Θα πούμε όμως στους ακροατές τους εν Χριστώ αδελφούς, κάτι που δεν βρέθηκε κανείς να τους πει:
 "Αντί να χάνετε στους δρόμους μία-δύο ώρες και μία στην αίθουσα ακούγοντας τετριμμένα ηθολογικά κηρύγματα που ποτέ δεν τελειώνουν και ποτέ δεν ωφελούν, διότι δόξα τω Θεώ ¨η γνώσις επληθύνθη" και η οικοδομή η ψυχική δεν είναι υπόθεση ακοής αλλά εσωτερικού πόνου δεν θα ήταν προτιμότερο να κλεισθείτε στο σπίτι σας και μάλιστα ερμητικά για να μην έρχεται ο θόρυβος του δρόμου, να  ξεχαστείτε λίγο στον εαυτό σας και να εισέλθετε στο ταμείο σας; 


Ύστερα να πάρετε το κομποσκοίνι και να αρχίσετε το "Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον ημάς" έως ότου εν "στεναγμοίς αλαλήτοις" ο άγγελός σας αγγίξει τους οφθαλμούς σας και αναβλύσουν δάκρυα μετανοίας και ύστερα φόβου και ύστερα αγάπης Θεού.


Κι έτσι να δείτε τον Χριστό μυστικά στην καρδιά σας να σας χορτάσει και γνώση και αγάπη και πίστη και αλήθεια που τώρα κυνηγάτε σαν χίμαιρα στις αίθουσες και πού ποτέ δεν θα βρείτε.
-----------------------------------------------------------------
+ Μον. Θεοκλητος Διονυσιάτης, Αθωνικά άνθη (e-book), Σελ 106-107. (Απόσπασμα ελαφρώς διασκευασμένο)
                                                             
                                                    

Πηγή:https://agiopneymatika.blogspot.com/2017/12/blog-post_14.html
«Πᾶνος»

Ποιός ἦταν ὁ ἡρωικός Ἁγιορείτης μοναχός Γεώργιος, πού ἐπέστρεψε τά μετάλλια στή βασίλισσα Ἐλισάβετ (Ἐξαιρετικό!)




Την περίοδο της κατοχής περιέθαλψε στο Άγιο Όρος φυγάδες από το καθεστώς των ναζί, φυλακίστηκε σε κολαστήριο στη Θεσσαλονίκη και καταδικάστηκε σε θάνατο από τους Γερμανούς.

Στην κατοχή ο πατέρας Γεώργιος, που είχε γίνει μοναχός το 1937, είχε το διακόνημα του κηπουρού στο μοναστήρι τού Αγίου Παύλου στον Άθωνα.

Ασπάσθηκε τον αγώνα της αντίστασης αυθόρμητα όταν έβλεπε κι άλλους Αγιορείτες μοναχούς να πρωτοστατούν στη φυγάδευση Ελλήνων και Νεοζηλανδών που είχαν βρει καταφύγιο στον Άθω.

Προδόθηκε όμως από έναν ρουμάνο λαϊκό, ο οποίος εργαζόταν στο Άγιο Όρος. Τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο στρατόπεδο τού Παύλου Μελά όπου πέρασε Στρατοδικείο.

Εκεί τον ρώτησε ο Γερμανός Δικαστής:

-Γιατί παίρνετε τους εχθρούς μας και τους στέλνετε στη Σμύρνη και στην Αίγυπτο και δεν μας τους παραδίδετε;

-Αφού έχουν ανάγκη οι άνθρωποι, απάντησε. Αν σου χτυπήσει την πόρτα ο άλλος, τι θα του πεις; Ο Χριστός στο Ευαγγέλιο λέει, όποιος θέλει βοήθεια να του την προσφέρουμε, απάντησε ο θαρραλέος μοναχός, με αφοπλιστική ειλικρίνεια.

-Δηλαδή, αν ένας Γερμανός έρθει και σου ζητήσει βοήθεια θα τον βοηθήσεις; Ρώτησε ο Δικαστής.

-Αν έχει ανάγκη από πραγματική βοήθεια, φυσικά. Αλλά εσείς δεν έχετε καμία ανάγκη, έχετε καταπνίξει τον κόσμο στο αίμα και αιματοκυλήσατε όλη την ανθρωπότητα.

Αυτό ήταν. Ο Δικαστής τον καταδίκασε σε θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες. Τον πήγαν στις φυλακές του Επταπυργίου και μετά από δύο μέρες αρρώστησε βαριά από ελονοσία.

Τον μετέφεραν στο αναρρωτήριο και τον παράτησαν χωρίς καμία περίθαλψη σε ένα δωμάτιο όπου βρίσκονταν και τρεις άλλοι μοναχοί που είχαν επίσης συλληφθεί από τους Γερμανούς, για τον ίδιο λόγο.

Αθανάσιος ιερομόναχος Γρηγοριάτης (1873 - 1953)


Ένας υποδειγματικός Αγιορείτης κοινοβιάρχης, γόνος ευσεβέστατης πολύτεκνης οικογένειας από τον Πύργο της Ηλείας ήταν ο κατά κόσμον Ανδρέας Πρωτογερόπουλος. 
 
Η ανάγνωση των βίων των αγίων τον έστρεψε στον μοναχισμό. Οι ανάγκες και περιπέτειες δεν του λιγόστεψαν το θάρρος για τη μοναχική του αφιέρωση. 
 
Στις 15.8.1891, ημέρα εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο δεκαοχτάχρονος Ανδρέας φθάνει στον αρσανά της μονής Γρηγορίου. Αμέσως ασπάζεται ευλαβικά το χώμα του Περιβολιού της Παναγίας.
 
Η μονή τού γίνεται μητέρα. Ο ενάρετος ηγούμενος της μονής Συμε­ών (†1905) του γίνεται πνευματικός πατέρας. Υπάκουος διακονητής, ευδόκιμος δόκιμος, σιωπηλός, προσεκτικός, φιλότιμος, ακούραστος. Μεγάλη παρηγοριά του το Καθολικό, ο Γέροντας, το κελλάκι του. Μετά την κουρά του το 1893, ανέλαβε επί μία δεκαετία κονακτζής στις Καρυές. Ο αντιπρόσωπος Ιάκωβος με τη φαινομενική αυστηρότητά του στον αρχάριο Αθανάσιο τον δοκίμαζε για τα υψηλά. Η μελέτη ήταν ευχάριστη και συνεχής σύντροφός του, η προσευχή παρόμοια.

Επιστρέφοντας από τις Καρυές στη μονή χειροτονείται, δίχως να το ζητήσει ποτέ, διάκονος, το 1904. Νέο του διακόνημα του αρχοντάρη. Μετά τετραετία χειροτονείται ιερεύς από τον πρώην Κάσου και Καρ­πάθου Νείλο (†1917). Η ταπείνωση, η σύνεση, η υπομονή, η πραότητα τον διακρίνουν και τον χαρακτηρίζουν. Περνά από τα διακονήματα του μετοχιάρη, του βιβλιοθηκάριου, του προσφοράρη και άλλα.
 
Εξελέγη ηγούμενος της μονής του το 1924, αφού προχειρίσθηκε αρχιμανδρίτης και Πνευματικός. Ως ηγούμενος αγωνιζόταν να εμπνέει τους μοναχούς του με το παράδειγμά του περισσότερο παρά με τον λόγο του. Υπήρξε πατέρας φιλόστοργος και διακριτικός, φιλόπονος, φιλότιμος, φιλότεκνος, φιλάδελφος. 
 
Η μονή Γρηγορίου μπορούσε να καυχάται για τον ηγούμενό της. Η ηγουμενεία δεν είναι πάντα δόξα και τιμή αλλά και σταυρός μαρτυρίου. Υπόμενε ατάραχα, προσευχητικά, ελπιδοφόρα. Δεν δυσκολεύθηκε καθόλου μετά δεκατρία έτη ηγουμενείας να παραιτηθεί αυτής για να ησυχάσει. Πάντοτε αόργητος, πά­ντοτε προσηνής, πάντοτε νηφάλιος. 
 
Προτιμούσε την ειρήνη και όχι την αντιλογία, τη σιωπή και όχι την πολυλογία, την υποχώρηση και ανεκτικότητα και όχι το πείσμα και την αδιαλλαξία. Περιουσία του μεγάλη η ακτημοσύνη, χρήματά του τα λόγια των πατέρων, δόξα του η ταπεί­νωση.
 
Ο διάδοχός του ηγούμενος Βησσαρίων (†1974) έλεγε περί αυτού: «Η ψυχή του ήταν ένα λιμάνι αχείμαστο. Έμοιαζε με τις ασκητικές μορφές της αρχαίας Θηβαΐδος. Αγαπούσε υπερβολικά το πνεύμα της αοργησίας και της πραότητος. Αυτό δίδασκε και στους υποτακτικούς του πάντοτε με διάφορους τρόπους, ακόμη γράφοντας και ποιήματα».
 
Αρχιμανδρίτης Αθανάσιος (1873-1953), ηγούμενος της μονής Γρηγορίου, με αδελφούς της μονής
(Φωτογραφία: Αλή Σαμή, δεκαετία 1920)
Μόνο σεβασμό προκαλούσε ο γλυκύς, αόργητος, ανεξίκακος, φιλήσυχος αυτός ιερομόναχος. Κατανυκτικός λειτουργός. Ήταν μία άσβεστη λαμπάδα, όπως έλεγε ότι πρέπει να είναι ο καλός ιερεύς. Κρυφός εργάτης της αρετής, με βαθιά αίσθηση της αναξιότητός του. 
 
Το κελλί του ήταν ο πιο αγαπητός του τόπος μετά το άγιο βήμα. Εκεί συνέχιζε μία άλλου είδους θεία Λειτουργία. Ξεκινούσε καθημερινά ταξίδια για τον ουρανό με το κομποσχοίνι. Υπολογίζοντας μελλοντική ασθένεια είχε κάνει «κα­νόνα» τριών ετών. Πώς να μη σκύψει πάνω του ο φωτοδότης Κύριος;
 
Το χέρι της εικόνας της Παναγίας του κελλιού του και το ποδαράκι του Χριστού ήταν «σημαδεμένα» και «φαγωμένα» από τους πολλούς ασπασμούς του. Σημεία αγάπης αληθινού Αγιορείτου, όπου τους είχε, Χριστό και Παναγία, κέντρο της ζωής του. Πώς να μην καμφθεί η Κυ­ρία των Αγγέλων και να μην τον επισκεφθεί στο ναό; Φάρμακο των ασθενειών του είχε τη θεία Κοινωνία. 
 
Οι τελευταίες του λέξεις, στις 28.12.1953, «γιατί κλαίτε παιδιά μου;», δείχνουν το μεγαλείο μιας ψυχής με μεγάλη αγάπη. Είχε νικήσει τον φόβο του θανάτου, μη πιστεύοντας στα έργα του αλλά ελπίζοντας στο έλεος του Παναγάθου Θεού και στις δυνατές πρεσβείες της φίλης του Θεοτόκου και των φίλων του Θεού, των αγίων Νικολάου Μύρων, Γρηγορίου του Κτήτορος και Αναστασίας της Ρωμαίας, των προστατών της αγαπητής μονής του.
 
Πήγες – Βιβλιογραφία:
Βησσαρίωνος Γρηγοριάτου αρχιμ., Αθανάσιος ιερομόναχος Γρηγοριάτης, Αγιορειτική Βιβλιοθήκη 209-210/1954, σ. 14. Χερουβείμ αρχιμ., Αθανάσιος Γρηγοριάτης, Ωρωπός Αττικής 19804. Ιωαννικίου Κοτσώνη αρχιμ., Αθωνικόν Γεροντικόν, Κουφάλια Θεσ­σαλονίκης 1999, σσ. 320-321. Ιεράς Μονής Γρηγορίου, Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 2003, σ. 39.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α΄1901-1955 , σελ.507-509, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.
 
  
Η άκρα ταπείνωση του Ηγουμένου
 
Κάποτε ό Ηγούμενος παπά-Θανάσης ό Γρηγοριάτης βρισκόταν στο γραφείο με έναν μοναχό. Αυτός ό μοναχός ήταν οξύθυμος και πάνω στην συζήτηση για να επιβάλει την γνώμη του ράπισε τον Ηγούμενο. Τότε φάνηκε το μεγαλείο της αρετής του Ηγουμένου. 
 
Δεν έδειξε καμία αντίδραση ούτε θύμωσε ούτε είπε τίποτε. Ειρηνικότατος πήρε την ηγουμενική του ράβδο και πήγε στην Εκκλησία -είχε αρχίσει ό Εσπερινός- και ό Ηγούμενος έψαλλε σαν να μην είχε συμβεί τίποτε.
 
Εκτοτε ούτε είπε τίποτε ούτε και έκανε κάποια ενέργεια εναντίον του, ενώ ως Ηγούμενος θα μπορούσε ακόμη και να τον δίωξη από το Μοναστήρι. Αλλά ούτε και απλή παρατήρηση του έκανε προς συμμόρφωση. "Έκανε μόνο θερμή προσευχή γι' αυτόν.
 
Έτσι μετά από χρόνια, όταν ήταν στα τελευταία του ό μοναχός, ό Χριστός και ή Παναγία δεν τον άφησαν, διότι είχε μεν το πάθος του θυμού, αλλά είχε έργασθή και είχε προσφέρει πολλά για το Μοναστήρι του και για όλο το Άγιον Ορος. Ήρθε σε μετάνοια και συναίσθηση ζήτησε τον Ηγούμενο. Τού έβαλε συντετριμμένος μετάνοια και ζητούσε να τον συγχώρηση πού τόλμησε να σήκωση το χέρι του και να τον κτυπήσει.
 
Τότε ό παπά-Θανάσης του είπε με σκοπό να τον ωφελήσει:
 
- Πάτερ μου, ολόκληρη την ζωή σου αγωνίστηκες να κτίζεις ντουβάρια και Μετόχια. Καλά όλα αυτά. Όμως γι' αυτήν την στιγμή πού βρίσκεσαι τώρα, έκανες καμία προετοιμασία;
 
- Συγχώρησε με, συγχώρησε με, έλεγε ό μοναχός και έκλαιγε με αναφιλητά.
 
- Εγώ σε συγχώρησα τότε αμέσως. Αλλά τώρα καλά έκανες και με φώναξες, για να σου διαβάσω συγχωρητική ευχή.
 
Έτσι έκοιμήθη εν μετάνοια, ειρηνικά και είχε καλό τέλος.
 
Από το βιβλίο «Από την Ασκητική και' Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση»,
Αγίων Όρος 2011,εκ. Ί. Ήσυχα. «Άγιος Ιωάννης ό Πρόδρομος»,
Μεταμόρφωση Χαλκιδικής,
σσ. 353-354.
 
 

Ε, κακορρίζικε άνθρωπε… (Φώτης Κόντογλου)



*Καταπληκτικό κείμενο από τον αείμνηστο Φώτη Κόντογλου. Διαχρονικός ο λόγος του και πάντα επίκαιρος!
Ἕνα κορμὶ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο, καὶ μ᾿ αὐτὸ τρώγεται μέρα-νύχτα. Τὸ γυρίζει ἀπὸ δῶ, τὸ γυρίζει ἀπὸ κεῖ, τὸ μισογυμνώνει, τὸ ξεγυμνώνει ὁλότελα, ξανὰ τὸ μισοντύνει, κ᾿ ἔτσι βασανίζεται, δὲν ξέρει τί νὰ τὸ κάνῃ.
Ἔ, κακορρίζικε ἄνθρωπε, τὸ ξεγύμνωσες, τὸ γύρισες ἀπὸ δῶ κι᾿ ἀπὸ κεῖ.
Κ᾿ ἔπειτα, τί ἔκανες τάχα;

Τὸ βρώμισες, τὸ μόλεψες, τὸ κουρέλιασες, τὸ ρεζίλεψες, κι᾿ ἀκόμα δὲν ἡσύχασες!
Θεάματα, πυροτεχνήματα, ταινίες, σαρκολατρεία, ἐξαχρείωση, ζωὴ δίχως καμμιὰ οὐσία.
Δὲν πᾶς ν᾿ ἀπογευτῆς λίγη ἀληθινὴ ζωή.
Παρὰ κλείνεσαι μέσα στὰ σκοτεινὰ μπουντρούμια καὶ πασκίζεις νὰ ψευτοζήσῃς μὲ τοὺς ἴσκιους, μὲ τὶς φωτογραφίες!
Τί καταδίκη ἔπαθες!
Τί κατάντημα, καὶ δὲν τὸ κατάλαβες!
«Ἄνθρωπος, ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκεν.
Κατελογίσθη τοῖς κτήνεσιν τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς».
«Ὁ ἄνθρωπος, ἐνῷ πλάστηκε τιμημένος δὲν τὸ κατάλαβε. Λογαριάσθηκε μαζὶ μὲ τὰ ζῷα τὰ ἄλογα, κ᾿ ἔγινε ἕνα μ᾿ αὐτά».
~ Φώτης Κόντογλου

http://stratisandriotis.blogspot.com

Πηγή: https://simeiakairwn.wordpress.com/
«Πᾶνος» 

Από τον βίο του ιερομάρτυρα Ονουφρίου (Γκαγκαλιούκ) - ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ!



Η σεμνή μορφή του επισκόπου Ονουφρίου (Γκαγκαλιούκ, †1938), η ασκητική του διαγωγή, τα καλοσυνάτα του μάτια, στα οποία καθρεφτίζονταν η πίστη στον Θεό και η αγάπη προς τον πλησίον, τα εμπνευσμένα του κηρύγματα, με τα οποία καλούσε τους ανθρώπους σε μετάνοια, συγχωρητικότητα και πιστότητα στην Ορθοδοξία, όλα αυτά είχαν γεννήσει στις καρδιές των πιστών τον βαθύ σεβασμό και την απεριόριστη ευγνωμοσύνη προς το πρόσωπό του.
Το 1933 συμπλήρωσε δέκα χρόνια αρχιερατικής διακονίας, από τα οποία τα μισά τα είχε περάσει σε φυλακές και εξορίες. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους η ΓκεΠεΟυ συνέλαβε και πάλι τον ιεράρχη, ο οποίος κλείστηκε για δύο εβδομάδες στη φυλακή του Στάριι-Οσκόλ και έπειτα μετακομίστηκε στη φυλακή του Βορονέζ. Τον Ιούνιο αποφυλακίστηκε και, αφού προήχθη σε αρχιεπίσκοπο, διορίστηκε στην εκκλησιαστική επαρχία Κούρσκ.


Οι πιστοί του Κούρσκ, έχοντας πληροφορηθεί τις αρετές και την πολιτεία του, τον υποδέχθηκαν με μεγάλη χαρά. Οι αρχές, όμως, άρχισαν αμέσως να τον παρακολουθούν στενά και να παρεμβάλλουν προσκόμματα στην ποιμαντορική του διακονία. 
Όπως στο Στάριι-Οσκόλ, έτσι κι εδώ του απαγόρευσαν να περιοδεύει στην επαρχία του και τον περιόρισαν σ’ έναν μόνο ναό της πόλης. Σύντομα, μάλιστα, διαπιστώνοντας με ανησυχία ότι στον ναό εκείνο συναθροίζονταν πολυάριθμοι πιστοί, τον έστειλαν σε μικρότερο και λίγο αργότερα σε ακόμα μικρότερο.
Τους κληρικούς και τους λαϊκούς, που ήθελαν να μιλήσουν μαζί του, τους δεχόταν στο φτωχικό του διαμέρισμα, όπου, επίσης, στις λιγοστές ελεύθερες ώρες του έγραφε πνευματικά και θεολογικά άρθροι. Τριάντα ένα τέτοια άρθρα έγραψε όσο έμεινε στο Κούρσκ.
✶✶✶
Η ζωή του ήταν απλή, ασκητική. Ποτέ δεν φρόντιζε ούτε για το καθημερινό του ψωμί. Ήταν απόλυτα ικανοποιημένος με ό,τι του έστελνε, αν του έστελνε κάτι, ο Κύριος. Στο κατάλυμά του είχε ελάχιστα πράγματα, μόνο τα απαραίτητα. Τα ρούχα του ήταν λιγοστά και ευτελή.
Οι πιστοί, βλέποντας τη στέρησή του, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον εφοδιάσουν με πράγματα που θα διευκόλυναν τη ζωή του. Μα εκείνος όλα τα μοίραζε. Χρήματα του έδιναν; Τα μοίραζε σε φτωχούς. Ρούχα του έδιναν; Τα χάριζε σε γυμνούς. Τρόφιμα του έδιναν; Τα πρόσφερε σε πεινασμένους. Στο σπίτι του μαζεύονταν κάθε μέρα διάφοροι δυστυχισμένοι άνθρωποι, που ήξεραν πόσο σπλαχνικός ήταν, και ζητούσαν τη βοήθειά του. Έτσι, σ’ εκείνον δεν έμενε ποτέ τίποτα.
Κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ χτύπησε την πόρτα του ένας ηλικιωμένος ιερέας, που μόλις είχε αποφυλακιστεί. Ήταν άρρωστος, πεινασμένος και ξυλιασμένος, καθώς φορούσε μόνο ένα καλοκαιρινό ζωστικό κι αυτό κουρελιασμένο. 
Ο αρχιεπίσκοπος του παραχώρησε το πρόχειρο μπάνιο του, για να πλυθεί, και του έδωσε καθαρά ρούχα. Έπειτα του πρόσφερε φαγητό και, τέλος, τον έβαλε να κοιμηθεί στο κρεβάτι του, ενώ ο ίδιος ξάπλωσε σ’ έναν πάγκο.
Το πρωί, φεύγοντας για το χωριό του, ο γερο-ιερέας φόρεσε το δικό του ζωστικό, πλυμένο τώρα και μπαλωμένο. Την ώρα, όμως, που αποχαιρετούσε τον ιεράρχη, εκείνος, βλέποντάς τον με το λεπτό εκείνο ρούχο, δεν τον άφησε να φύγει. 
Έβγαλε αμέσως από μια ντουλάπα ένα καινούργιο ράσο, χοντρό και ζεστό, που του είχαν χαρίσει λίγο καιρό πριν οι πιστοί, και του το φόρεσε ο ίδιος. Ύστερα τον ευλόγησε και τον ασπάστηκε. Ο ιερέας του φίλησε το χέρι και αναχώρησε, κλαίγοντας από χαρά.
Η μητέρα του αρχιεπισκόπου, η οποία, πρέπει να πούμε, είχε στο μεταξύ καρεί μοναχή με το όνομα Ναταλία και έμενε μαζί του, δυσανασχέτησε με τη φιλάνθρωπη πράξη του γιου της.
– Γιατί έδωσες το μοναδικό ζεστό ράσο που είχες; τον ρώτησε. Σου ήταν τόσο απαραίτητο!
Ο αρχιεπίσκοπος χαμογέλασε και την καθησύχασε:
– Ο πολυέλεος Κύριος θα μου στείλει άλλο.
Κάποια νύχτα τον επισκέφθηκε ένας πρώην υπάλληλος της ΓκεΠεΟυ, που είχε απολυθεί από την υπηρεσία επειδή ήταν μέθυσος. Παρουσιάστηκε ως εκπρόσωπος της Κρατικής Ασφάλειας, χωρίς να επιδείξει κανένα σχετικό έγγραφο, και, αφού δήλωσε πως είχε έρθει για έρευνα, απαίτησε να του δείξουν πού βρίσκονταν τα χρήματα.
Ο αρχιεπίσκοπος, δίχως να πει λέξη, του έδειξε το συρτάρι του γραφείου του. Κι εκείνος, αφού πήρε όσα ρούβλια βρήκε εκεί –μερικά εκατοστάρικα–, έφυγε, απειλώντας με θάνατο τον αρχιεπίσκοπο και κάθε άλλον που τυχόν θα αποκάλυπτε σε οποιονδήποτε την επίσκεψή του.
Η μητέρα του ιεράρχη, αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού, συμβούλεψε τον γιο της:
– Πήγαινε χωρίς καθυστέρηση να καταγγείλεις τη ληστεία στην αστυνομία, γιατί αυτός ο άνθρωπος μπορεί να ξανάρθει.
– Ο ληστής, αποκρίθηκε εκείνος, δεν είναι πια κρατικός υπάλληλος. Έχει απολυθεί. Αν τον καταγγείλω στις αρχές, θα τον συλλάβουν, θα τον δικάσουν και ίσως να τον εκτελέσουν. Αλλά εγώ δεν θέλω τον θάνατό του. Θέλω να ζήσει και να μετανοήσει.


Από το βιβλίο: Ηγουμένου Δαμασκηνού (Ορλόφσκι), ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. Ρώσοι ιερομάρτυρες και ομολογητές του 20ού αιώνα. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2014, σελ. 298.
«Πᾶνος» 

Διδακτική ιστορία: Τα άκρα, τα περίσσια και τα υπέρμετρα των δαιμόνων είναι..



Όταν ο γερο-Δανιήλ ήταν στο Ρωσικό, παρατηρούσε πως κάποιος μοναχός που ασκήτευε σ΄ ένα κάθισμα έξω από το μοναστήρι, παρίστανε τον μεγάλο ασκητή.


Έκανε μεγάλες νηστείες, φορούσε τα πιο άθλια ρούχα, γύριζε ξιπόλητος, γύριζε ξιπόλητος ακόμα και τον χειμώνα κλπ. Μεταξύ των άλλων, ενώ ο κανονισμός προβλέπει 300 μετάνοιες την ημέρα, αυτός έκανε 3000. Οι άλλοι λοιπόν μοναχοί τον εθαύμαζαν.

-Αυτό; είναι πραγματικός καλόγερος. Αυτός είναι ασκητής με τα όλα του έλεγαν.

Ο π. Δανιήλ, παρ΄ όλο που ήταν νεώτερος τότε, δεν έδειχνε ενθουσιασμένος. Με το διορατικό του βλέμμα διέκρινε μια κατάσταση κάθε άλλο, παρά θεάρεστη. Διεπίστωσε μάλιστα πως στην πόρτα της καλύβης του υπήρχε κάποιο άνοιγμα, που επέτρεπε στους διαβάτες να βλέπουν μέσα για να επαινούν τη μεγάλη του άσκηση.

Η αγάπη τον έσπρωξε ν΄ αναφέρει την υπόθεση στον ηγούμενο, ώστε να σωθεί ο αδελφός από την πλάνη. Τότε ο ηγούμενος ξεκίνησε για την καλύβη του «υπερασκητού»!

Πώς τα περνάς εσύ εδώ, πάτερ ;

-Με την ευχή σου γέροντα, καλά. Αγωνίζομαι και κλαίω τις αμαρτίες μου.

-Μόνο που δεν ήρθες καμιά φορά να μου πεις τους λογισμούς σου.

-Τί, να σου πω, γέροντα ; Τα ξέρεις. Είμαι ένας αμαρτωλός που αγωνίζομαι.

-Τί αγώνες έχεις ; Δεν μου λες, κάνεις καμιά γονυκλισία ;

-Ναι, γέροντα, κάνω μερικές.

-Πόσες ;

-Να με την ευχή σου 3000 την ημέρα.

-Πώς ; Γιατί 3000 ; Ποιός σου έδωσε ευλογία για τόσες ; Όχι, δεν θα ξανακάνεις 3000. Τί θέλεις να παραστήσεις ; Τον «υπερασκητή»; Στο εξής μόνο πενήντα. Έτσι δεν θα σε πιάνει και υπερηφάνεια.

Ο γέροντας έφυγε. Η τομή είχε γίνει και το απόστημα παρουσιάσθηκε αμέσως με όλη του τη δυσοσμία. Συνέβη κάτι το ανέλπιστο.

Ο άλλοτε «μέγας και τρανός» ασκητής πήρε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών. Γονυκλισίες δεν μπορούσε να κάνει ούτε πενήντα ! Αντί για κουρελιάρικα ρούχα φορούσε τώρα ό,τι πολυτελέστερο υπήρχε. Η φτωχική του τράπεζα γνώρισε τα εκλεκτότερα φαγητά.

Όπως ήταν φυσικό, οι άλλοι πατέρες έτριβαν τα μάτια τους. Τότε πια κατάλαβαν πως οι υπέρμετρες ασκήσεις του οφείλονταν σε πνεύμα υπερηφανείας. Έτσι μπορούσε να εξηγηθεί και η καταπληκτική μεταβολή, γιατί το πνεύμα αυτό της πλάνης κυνηγάει τα άκρα. Τα άκρα, τα περισσά και τα υπέρμετρα, σύμφωνα με την πατερική σοφία «των δαιμόνων εισί».
ΠΗΓΗ : ΑΡΧΙΜ. ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ, ΔΑΝΙΗΛ ΚΑΤΟΥΝΑΚΙΩΤΗΣ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2005, σ. 49 κ.ε.

«Πᾶνος»