Ιερέα
Γεωργίου Μαξίμωφ
Η απόφαση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίου για την
εισπήδηση στην Ουκρανία είχε απήχηση σε όλη την Ορθόδοξη Εκκλησία με
τεράστιες αναστατώσεις οι οποίες δεν παύουν εδώ και αρκετούς μήνες. Οι
Ορθόδοξοι χριστιανοί διαφόρων χωρών παρακολουθούν με απορία και τρόμο
πώς ο προκαθήμενος μιας σεβαστής Εκκλησίας στα καλά καθούμενα
ανακηρύττει οικείο αυτού κανονικό έδαφος εκείνο, το οποίο εδώ και 300
και πλέον χρόνια αναγνωρίζετο από όλους ανεξαιρέτως ως μέρος μιας άλλης
Τοπικής Εκκλησίας, και όσους όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες θεωρούσαν
ομοφώνως ως σχισματικούς, αυτούς τους ανακηρύττει μέρος της κανονικής
Εκκλησίας, εκτοξεύοντας ταυτόχρονα απειλές να ανακηρύξει σχισματικούς
εκείνους, με τους οποίους έχουν ευχαριστιακή κοινωνία όλες οι κατά
τόπους Εκκλησίες.Τις ενέργειές του ο πατριάρχης Βαρθολομαίος χαρακτηρίζει ως «εκχώρηση της αυτοκεφαλίας στην Ουκρανία». Με όλα αυτά, τα δύο τρίτα των Ουκρανών Ορθοδόξων είναι τέκνα εκείνης της Εκκλησίας, η οποία δεν του ζήτησε το αυτοκέφαλο και αρνείται να το δεχθεί. Ίσως, για πρώτη φορά στην ιστορία έχουμε να κάνουμε με μια βίαιη «εκχώρηση της αυτοκεφαλίας», κάτι το οποίο μας επιβάλλει πολύ σκέψιμο.
Στους μήνες πού μεσολάβησαν, κυκλοφόρυσαν αρκετά άρθρα και παρεμβάσεις από διάφορες κατά τόπους Εκκλησίες με άσκηση κριτικής κατά των πράξεων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Κυκλοφόρησαν και απολογητικού χαρακτήρα μελέτες από τους εκπροσώπους αυτού και η επακολουθήσασα πολεμική βυθίσθηκε σύντομα στον κυκεώνα της ιστορίας με πρόταξη στον αναγνώστη διαφόρων ερμηνειών της α’ η της β’ φράσεως από κείμενο του 17 αιώνα. Τα θέματα αυτά, βεβαίως, είναι επίσης σημαντικά, αλλά το πιο σημαντικό κρίνεται να εξετάσουμε τις εξελίξεις σε ευρύτερα πλαίσια και να προσεγγίσουμε τις αιτίες των γενομένων αναστατώσεων. Για να πετύχουμε αυτό οφείλουμε να απαντήσουμε στις δύο ερωτήσεις.
Η πρώτη ερώτηση: οι σημερινές ενέργειες του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην Ουκρανία μήπως είναι κάτι το πρωτοφανές;
Δυστυχώς, όχι. Μια τέτοια εισπήδηση έλαβε χώρα στην Εσθονία το 1996 με τον πατριάρχη Βαρθολομαίο να δεχθεί σε κοινωνία των εκεί σχισματικούς. Αμέσως να κάνουμε μια παρατήρηση, ότι δηλαδή θα ήταν λάθος να αναζητήσουμε την εξήγηση αυτών των ενεργειών στο πρόσωπο του συγκεκριμένου πατριάρχη, εφόσον στις παρόμοιες πράξεις προχωρούσαν οι προκάτοχοί του, αρχίζοντας από τη δεκαετία του 1920, από το διαβόητο πατριάρχη Μελέτιο Δ’ Μεταξάκη. Το έτος 1923 κατέλαβε τις ενορίες της Ρωσικής Εκκλησίας στη Φινλανδία και την Εσθονία, υποτάσσοντας αυτές υπό τη δικαιοδοσία αυτού, ενώ το επόμενο έτος με την αυθαίρετη ανακήρυξη σε «αυτοκέφαλο» Εκκλησία απέσπασε από τη Ρωσική Εκκλησία τις επαρχίες της στην Πολωνία. Το 1936 ο Κωνσταντινουπόλεως κήρυξε τη δικαιοδοσία του τη Λετονία, ενώ πριν πέντε χρόνια, παρά την αντίρρηση της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ενέταξε υπό τη δικαιοδοσία του τις Ρωσικές ενορίες των εμιγκρέδων της Δυτικής Ευρώπης, μετατρέποντας αυτές σε οικεία αυτού εξαρχία (την οποία κατήργησε πρόσφατα ο πατριάρχης Βαρθολομαίος).
Είναι αδύνατο να αποσιωπούμε ότι οι εν λόγῳ πράξεις εισπηδήσεως και καταλήψεως πραγματοποιήθηκαν εκείνη την εποχή, κατά την οποία η Ορθόδοξος Εκκλησία στη Ρωσία αιμορραγούσε κυριολεκτικά, υφισταμένη τους άνευ προηγουμένου διωγμούς από την άθεη Πολιτεία. Οι μεν κομμουνιστές προχωρούσαν σε καταλήψεις Ιερών Ναών και Μονών της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας εντός της ΕΣΣΔ, το δε πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εκτός.
Θα ήταν αναληθές να πούμε ότι οι εν λόγῳ ενέργειες έγιναν μόνο σε βάρος της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τη δεκαετία του 1920 το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατάφερε και έπεισε την Εκκλησία της Ελλάδος να παύσει την εκκλησιαστική της παρουσία στις ΗΠΑ και την Αυστραλία, το 1986 κατάφερε την κατάργηση και την απορρόφηση της Εξαρχίας Αμερικής της Εκκλησίας Αλεξανδρείας, ενώ μόλις πρόσφατα, το 2008, ο πατριάρχης Βαρθολομαίος πέτυχε από την Εκκλησία Ιεροσολύμων να αποποιηθεί των ενοριών τις στις ΗΠΑ και την υπαγωγή αυτών υπό τη δικαιοδοσία Κωνσταντινουπόλεως.
Δεν ήταν πάντοτε οι νικηφόρες αυτές οι πράξεις. Π.χ. το 1931 ο Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος Β’ αγωνιζόταν ανεπιτυχώς να υποτάξει τις υπερόριες ενορίες της Σερβικής Εκκλησίας, γράφοντας στον πατριάρχη Βαρνάβα ότι «όλες οι εκκλησιαστικές ενορίες, οι ευρισκόμενες στη διασπορά και εκτός ορίων των Ορθοδόξων αυτοκεφάλων Εκκλησιών, οιουδήποτε έθνους και να είναι, οφείλουν εκκλησιαστικά να υποτάσσονται στον καθ΄ημάς Αγιώτατο Πατριαρχικό Θρόνο». Δεν υποχώρησε η Σερβική Εκκλησία στις απαιτήσεις αυτές, όπως και η Εκκλησία της Ρουμανίας.
Τον 20ο αιώνα οι προσπάθειες των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως συγκεντρώθηκαν ως επί το πλείστον στην υποταγή της Ορθοδόξου διασποράς, ενώ τον 21ο άρχισε ο επεκτατισμός στο οικείο έδαφος των αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Αναφερόμενος στην κριτική που δέχεται σχετικά με τις πράξεις του στο Ουκρανικό, ο πατριάρχης Βαρθολομαίος επιχείρησε πρόσφατα να την συνδέσει με εθνικές διαφορές, ότι δήθεν η ουσία έγκειται στο ότι «δεν ανέχονται οι αδερφοί μας οι Σλάβοι το προβάδισμα που έχει το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Γένος μας μέσα στην Ορθοδοξία». Αυτός καθεαυτόν ο εν λόγῳ ισχυρισμός, ο οποίος προσδιορίζεται ως αίρεση του εθνοφυλετισμού, αρθρώθηκε για να τύχει υποστηρίξεως από την ελληνική κοινωνία. Πρόκειται για μια απόπειρα εκμεταλλεύσεως του εθνικού αισθήματος. Και όμως αυτή δεν αντικατοπτρίζει καθόλου την πραγματική κατάσταση, εφόσον και έναντι των λοιπών Ελληνοφώνων Εκκλησιών το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν συμπεριφέρθηκε επιεικέστερα απ’ό, τι έναντι της Ρωσικής Εκκλησίας.
Έτσι, το 2003 ο πατριάρχης Βαρθολομαίος ζήτησε αιφνιδίως από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος να τεθούν υπό τον έλεγχό του 36 επαρχίες στις ούτως λεγόμενες «Νέες χώρες» της Ελλάδος, τουλάχιστον ως προς το διορισμό αρχιερέων στους αντίστοιχους θρόνους. Η Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος αρνήθηκε να συμμορφωθεί, ενώ ο τότε προκαθήμενος αυτής ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος έλεγε, ότι η συμμόρφωση προς μια τέτοια απαίτηση θα εξέθετε ακόμη και το ίδιο το αυτοκέφαλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος.
Μόλις νέοι αρχιερείς εξελέγησαν χωρίς τη σύμφωνη γνώμη αυτού, στις 30 Απριλίου 2004 ο πατριάρχης Βαρθολομαίος κήρυξε διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως με εκείνη της Ελλάδος. Όταν πρόσφατα η Ρωσική Εκκλησία, σε ένδειξη διαμαρτυρίας και ως έσχατο μέτρο νουθεσίας κατά της παρανόμου εισπηδήσεως στο κανονικό αυτής έδαφος διέκοψε κοινωνία με την Κωνσταντινούπολη, η απόφαση της αυτή δέχθηκε κριτική από πολλούς ως άκρως υπερβολική. Και όμως, το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εφήρμοσε το ίδιο μέτρο, προκειμένου να ασκήσει πίεση σε μια άλλη ελληνόφωνη τοπική Εκκλησία.
Η Εκκλησία της Ελλάδος υπέκυψε στην πίεση και υποχώρησε τελικά παραχωρώντας τις «νέες χώρες» υπό τη διοίκηση του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Μήπως τούτο συνέβη επειδή οι αρχιερείς της πείσθηκαν για το δίκιο των πράξεων του πατριάρχη Βαρθολομαίου; Όχι, η Εκκλησία της Ελλάδος χαρακτήρισε την απόφαση της αυτή «πράξη θυσίας με σκοπό τη διατήρηση της εκκλησιαστικής ειρήνης».
Βοήθησε πραγματικά αυτή η θυσία στη διατήρηση ειρήνης; Δυστυχώς, όχι. Ακόμη και τα παρατεθέντα ως άνω ιστορικά γεγονότα αποδεικνύουν ότι ούτε θυσίες, αλλά ούτε και υποχωρήσεις από πλευράς των διαφόρων Εκκλησιών, δεν χόρταιναν, αλλά αντιθέτως μόνο άνοιγαν την όρεξη των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως ενθαρρύνοντας νέες κατακτητικές πράξεις αυτών.
Και ιδού, μετά από την εισπήδηση στο κανονικό έδαφος της Εκκλησίας της Ελλάδος, ζούμε ακόμη μεγαλύτερη ως προς τις εκτάσεις και κραυγαλέα εισπήδηση στο κανονικό χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας και δη της αυτονόμου Ουκρανικής Εκκλησίας. Εάν σε αυτή τη διένεξη η Ρωσική Εκκλησία ήθελε ακολουθήσει το παράδειγμα εκείνης της Ελλάδος, μήπως αυτό θα χόρταινε τον πατριάρχη Κωνσταντινουππόλεως και θα μπορούσαμε να αναμένουμε ότι ουδεμία πλέον Εκκλησία θα υφίστατο τέτοια βία από μέρους του; Και ότι όλα αυτά θα είχαν τέρμα στην Ουκρανία;
Δυστυχώς, όχι. Ο πατριάρχης Βαρθολομαίος είχε ήδη ανακοινώσει ότι κάτι παρόμοιο θα επιχειρήσει και στα Σκόπια, τα οποία αποτελούν κανονικό έδαφος της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Σερβίας. Εξ αρχής συνεξετάσθηκαν το «ουκρανικό» και το «μακεδονικό».
Στις 9 Απριλίου 2018 τον πατριάρχη Βαρθολομαίο συναντήθηκαν ο Πρόεδρος της Ουκρανίας Πέτρος Ποροσένκο, ενώ στις 10 Απριλίου ο Πρόεδρος των Σκοπίων Γκιόργκι Ιβάνοφ. Και οι δύο Πρόεδροι ζήτησαν την χορήγηση του κανονικού καθεστώτος στις δύο αντίστοιχες σχισματικές κοινότητες των οικείων χωρών. Και οι δύο Πρόεδροι μετά το πέρας της συναντήσεως με τον πατριάρχη εξέπεμψαν αισιόδοξα μηνύματα.
Στις 30 Μαΐου η Σύνοδος του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επιλήφθηκε «της εξετάσεως του καθεστώτος» της «ἐν σχίσματι Ἐκκλησίας τῶν Σκοπίων», η οποία όπως και οι Ουκρανοί σχισματικοί, υπέβαλε αίτημα, ζητώντας αναγνώριση. Ενώ στις 11 Ιουνίου ο πατριάρχης Βαρθολομαίου δήλωσε δημοσίως: «Ἀποστολικὸν χρέος ἐπιτελεῖ ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία ὅταν μελετᾷ τρόπους σωτηρίας διὰ τοὺς ἀδελφοὺς μας Οὐκρανοὺς καὶ Σκοπιανοὺς. Ἀποτελεῖ χρέος καὶ εὐθύνη μας νά ἐπαναναφέρωμεν πάντα τὰ ἔθνη εἰς τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν κανονικότητα τῆς Ἐκκλησίας».
Όλες αυτές οι κινήσεις υποδείκνυαν ότι θα προβλεπόταν η ταυτόχρονη εισπήδηση στην Ουκρανία και στα Σκόπια από την Κωνσταντινούπολη με την αναγνώριση των εκεί σχισματικών, παρά το θέλημα των κατά τόπους Εκκλησιών, των οποίων κανονικό έδαφος αποτελούν οι ὡς άνω περιοχές. Και όμως, ακριβώς στην άκρως σκληρή θέση, την οποία ακολούθησε η Ρωσική Εκκλησία εξαιτίας της εισπηδήσεως στην Ουκρανία, καθώς και την προφανή δυσαρέσκεια των λοιπών κατά τόπους Εκκλησιών οφείλεται η αναβολή της εισπηδήσεως στο έδαφος της Σερβικής Εκκλησίας. Αποφασίσθηκε η καταφυγή στη δοκιμασμένη ήδη τακτική τσακίσεως την ίδια στιγμή μιας μόνο Τοπικής Εκκλησίας. Παρά ταύτα, είναι αναμφίβολο, ότι σε περίπτωση ανοχής από την Οικουμενική Ορθοδοξία της τετελεσμένης στην Ουκρανία παρανομίας, θα έλθει η σειρά των Σκοπίων.
Θα είναι η τελευταία εισπήδηση τα Σκόπια; Το ερώτημα, μάλλον παραμένει ρητορικό, διότι η απάντηση είναι προφανής. Ουδεμία τοπική Εκκλησία δεν είναι εξασφαλισμένη από εισπήδηση του Κωνσταντινουπόλεως. Έστω και εάν λείπουν αυτή τη στιγμή οι σχετικές προϋποθέσεις λ.χ. στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, με τη μεταβολή καταστάσεως και την κατάλληλη αφορμή ο πατριάρχης Βαρθολομαίος ή διάδοχοί του οπωσδήποτε θα την εκμεταλλευθούν.
Μετά τη Σερβική Εκκλησία ο πιο πιθανός υποψήφιος για την εισπήδηση στο κανονικό της έδαφος τυγχάνει η Ορθόδοξη Εκκλησία της Γεωργίας εξαιτίας της περίπλοκης καταστάσεως στην Αμπχαζία, όπου υπάρχουν ήδη σχισματικοί, οι οποίοι τάσσονται υπέρ της επιλύσεως του εκκλησιαστικού ζητήματος μέσα από την προσφυγή στην Κωνσταντινούπολη. Αυτοί ήταν οι οποίοι ανακήρυξαν την «Ιερά Μητρόπολη Αμπχαζίας» και το 2012 επισκέφθηκαν ήδη τον πατριάρχη Βαρθολομαίο, ενώ το 2016 του υπέβαλαν κατ’επανάληψιν αίτημα ζητώντας την «επίλυση του αμπχαζικού εκκλησιαστικού».
Υπό τις τρέχουσες γεωπολιτικές καταστάσεις η εισπήδηση είναι σχεδόν απίθανη, αλλά με τη μελλοντική μεταβολή της καταστάσεως, αυτό σίγουρα θα λάβει χώρα, και τίποτε δεν θα κωλύσει τον Κωνσταντινουπόλεως να δηλώσει και πάλι ότι «ἐπιτελεῖ ἀποστολικόν χρέος», σώζοντας «τοὺς ἡμετέρους ἀδελφοὺς» ἐκ της Αμπχαζίας.
Τώρα, ας περάσουμε στο δεύτερο ερώτημα: τι κρύβεται πίσω από όλες αυτές τις ενέργειες των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως; Διατί θεωρούν δικαίωμά τους να τις επιχειρούν και συνάμα που αποβλέπουν; Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα δεν έχουμε ανάγκη να καταφεύγουμε στη συνωμοσιολογία ή τις υποθέσεις, αρκεί να προσέξουμε τα λεχθέντα δημοσίως.
Πίσω από όλες αυτές τις περιπτώσεις του επεκτατισμού όπως και πίσω από πολλές άλλες, τις οποίες παραλείψαμε, προκειμένου να μην παρατείνουμε χωρίς να υπάρχει ανάγκη το κείμενο της μελέτης μας, κρύβεται μια ειδική εκκλησιολογική διδασκαλία περί αποκλειστικής θέσεως του Κωνσταντινουπόλεως εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Στις αρχές του Σεπτεμβρίου στη Σύναξη Ιεραρχών του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ο πατριάρχης Βαρθολομαίος δήλωσε ότι «Για την Ορθόδοξη Εκκλησία το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι ζύμη, η οποία ‘όλον το φύραμα ζυμοῖ (Γαλ.5,9) της Εκκλησίας και της ιστορίας… η αρχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο, “ἐν αὐτῷ ζωὴ εἴναι, καὶ ἡ ζωὴ εἴναι τὸ φῶς τῶν Ἐκκλησιῶν”…η Ορθοδοξία αδυνατεί να υπάρχει άνευ του Οικουμενικού Πατριαρχείου … ο Κωνσταντινουπόλεως ὡς κεφαλή του σώματος της Ορθοδοξίας…Εάν το Οικουμενικόν Πατριαρχείον…απομακρυνθή από την διορθόδοξον σκηνήν, τότε αι τοπικαί Εκκλησίαι θα πορεύωνται «ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα» (Ματθ. 9, 36)».
Μπορούμε να συμπληρώσουμε τα ως άνω με τα των άλλων εκπροσώπων του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ιδού, λ.χ. τα του μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Αμφιλοχίου: “Τι θα ήταν η Ορθόδοξος Εκκλησία άνευ του Οικουμενικού πατριάρχου; Ένας άλλου είδους προτεσταντισμός… Είναι αδιανόητο μία τοπική Εκκλησία…να διακόψει την κοινωνία της μαζί με [το Οικουμενικό πατριαρχείο], καθότι από αυτό έλκει την κανονικότητα της ύπαρξής της” [1].
Και να, τα του πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση: «ο Κωνσταντινουπόλεως είναι, αρέσει ή όχι, ο Προκαθήμενος της Ορθοδοξίας, το ορατό σημείο της Ενότητός της και ο εγγυητής της εύρυθμης λειτουργίας του θεσμού τον οποίο αποκαλούμε «Ορθόδοξος Εκκλησία»»[2].
Όπως διαπιστώνουμε, το πράγμα πήγε πάρα πολύ μακριά. Άρχισαν με τους ισχυρισμούς περί υποχρεωτικής υποταγής όλων των εκκλησιών της διασποράς για να καταλήξουν τώρα διατεινόμενοι ότι ο Κωνσταντινουπόλεως αποδεικνύεται ο προκαθήμενος όλης της Ορθοδοξίας, κεφαλή του Ορθοδόξου Σώματος, με δικαίωμα εκδικάσεως όλων των ιεραρχών όλων των Εκκλησιών, ενώ τους προκαθημένους των λοιπών κατά τόπους Εκκλησιών τους βλέπει ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα. Χωρίς αυτόν ούτε καν Ορθόδοξη θα ήταν η Ορθόδοξη Εκκλησία.
Μήπως εκείνο είναι, «ὅπερ ἁπανταχοῦ, ὅπερ ἀείποτε, ὅπερ ὑφ᾿ ἁπάντων ἐπιστεύθη;» Μήπως αυτοί οι ισχυρισμοί δεν προκαλούν έκπληξη σε οποιονδήποτε που διαθέτει έστω και λίγες γνώσεις της εκκλησιαστικής ιστορίας; Όπως είναι γνωστό, ακόμη και αξιώσεις του επισκόπου Ρώμης να τεθεί ως αποκλειστική κεφαλή ως αίρεση απερρίφθησαν από την Ορθοδοξία, άρα οι επίσκοποι Κωνσταντινοπόλεως έχουν ακόμη λιγότερες βάσεις για να εγείρουν τέτοιου είδους αξιώσεις. Και τούτο επειδή μέχρι τον Δ’ αι. δεν υπήρχε η Κωνσταντινούπολη. Ποιος ήταν τότε η αρχή, η ζύμη, η ζωή και το φως των Εκκλησιών; Κάλλιστα τα βολεύθηκε η Εκκλησία χωρίς την Κωνσταντινούπολη σε μια από τις πιο ένδοξες περιόδους της ιστορίας της. Και μετά την ανάδειξη της καθέδρας Κωνσταντινουπόλεως, όπως τυγχάνει γνωστό, αιρετικοί ήταν εκείνοι, οι οποίοι συχνά ανέρχονταν στο θρόνο της. Δεν σφάλουμε λέγοντας ότι στην ιστορία ο θρόνος Κωνσταντινουπόλεως ήταν εκείνος, τον οποίο οι αιρετικοί κατέλαβαν περισσότερα από κάθε άλλο παλαίφατο πατριαρχικό θρόνο. Αυτές οι περίοδοι κρατούσαν χρόνια και ενίοτε δεκαετίες. Πως μπορεί με όλα αυτά να ισχυρίζεται κανείς ότι η Ορθοδοξία αδυνατεί να υπάρχει χωρίς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ότι από αυτό όλες οι λοιπές Εκκλησίες λαμβάνουν την κανονικότητά τους; Εκείνες τις εποχές συνέβη ακριβώς αντίθετο, η Ορθόδοξη ταυτότητα καθορίζετο με την έλλειψη της κοινωνίας με το θρόνο Κωνσταντινουπόλεως (και, βεβαίως, με την τήρηση της αμώμου πίστεως).
Εύκολα διαπιστώνει κανείς, ότι έχουμε να κάνουμε με μία καινοφανή ψευδοδιδασκαλία, την οποία κηρύσσει το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Αυτή η διδασκαλία ακριβώς τυγχάνει πηγή και ταυτόχρονα θεωρητική τεκμηρίωση όλων των αντικανονικών του εισπηδήσεων τα τελευταία εκατό χρόνια, αρχής γενομένης από τη Φινλανδία και καταλήγοντας στην Ουκρανία.
Κάθε νέα ψευδοδιδασκαλία, η οποία ξεφύτρωνε μέσα στην Εκκλησία, δεχόταν αντίρρηση και κριτική, έτσι έχει το πράγμα και ως προς το υπό συζήτηση διδασκαλία.
Ήδη ο Άγιος και Ομολογητής Πατριάρχης Μόσχας Τύχων έγραφε στον Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριο Ζ’ το έτος 1924: «Ταραχθήκαμε όχι λίγα και εξεπλάγημεν ότι… η Κεφαλή της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, άνευ ουδεμίας εκ των προτέρων επικοινωνίας μαζί Μας, ὡς νόμιμο εκπρόσωπο και Κεφαλή όλης της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, αναμιγνύεται στον εσωτερικό βίο και τις υποθέσεις της Αυτοκεφάλου Ρωσικής Εκκλησίας. Οι Ιερές Σύνοδοι (βλ. 2ο και 3ο κανόνα της Β’ Οικουμενικής Συνόδου κλπ.) μόνο πρωτείο τιμής ανεγνώριζαν πάντοτε στον επίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως και ουδόλως ανεγνώριζαν και ούτε αναγνωρίζουν το πρωτείο εξουσίας».
Αυτή ήταν η απάντηση στην αναγνώριση από τον τότε Κωνσταντινουπόλεως των σχισματικών-ανακαινιστών, οι οποίοι απολάμβαναν της υποστηρίξεως των κομμουνιστικών αρχών, ενώ τον Άγιο Τύχωνα ο Κωνσταντινουπόλεως ζήτησε να παραιτηθεί και να καταργήσει τον πατριαρχικό θεσμό στη Ρωσική Εκκλησία.
Με τη σειρά του ο Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς το έτος 1938 σημείωσε ότι η ανάδειξη της εν λόγῳ ψευδοδιδασκαλίας συνέπιπτε χρονικά με την απώλεια από το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ως αποτέλεσμα των πολέμων στις αρχές του 20ου αι., σχεδόν ολόκληρου του ποιμνίου στο κανονικό έδαφός του. Συνεπώς, οι απώλειές τους οι πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως έκριναν να τις αντισταθμίσουν με τον επεκτατισμό σε βάρος των άλλων Εκκλησιών.
Κατά τον Άγιο Ιωάννη, «την απώλεια των επαρχιών, οι οποίες χειραφετήθηκαν, καθώς και την απώλεια της πολιτικής του σπουδαιότητος εντός των ορίων της Τουρκίας, το Οικουμενικό πατριαρχείο επεθύμησε να αναπληρώσει με την καθυπόταξη περιοχών, όπου μέχρι σήμερα δεν υπήρχε η Ορθόδοξη ιεραρχία, καθώς και Εκκλησιών των κρατών με μη Ορθόδοξες κυβερνήσεις… Παράλληλα γίνεται η καθυπόταξη των επιμέρων τμημάτων της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, τα οποία αποσχίσθηκαν από τη Ρωσία… Με την απεριόριστη όρεξή τους για την καθυπόταξη των Ρωσικών περιοχών οι πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως άρχισαν να δηλώνουν ακόμη το παράνομο της ενσωματώσεως του Κιέβου στο Πατριαρχείο Μόσχας… Το επόμενο συνεπές βήμα του Οικουμενικού πατριαρχείου θα ήταν η ανακήρυξη όλης της Ρωσίας υπό τη δικαιοδοσία του Κωνσταντινουπόλεως».
Και όμως, στην πραγματικότητα, όπως αναφέρει ο Άγιος Ιωάννης, «το Οικουμενικό πατριαρχείο… το οποίο έχασε την έννοια του Στύλου της Αληθείας και κατέστη το ίδιο πηγή διαιρέσεως, και ενώ πάσχει από υπέρμετρη φιλαρχία, παρουσιάζει οικτρό θέαμα, το οποίο θυμίζει τις χειρότερες εποχές της ιστορίας του θρόνου της Βασιλευούσης»[3].
Ακόμη πιο συγκεκριμένα επί του προαναφερθέντος θέματος τοποθετήθηκε ο μαθητής του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Σαχάροφ. Τη δεκαετία του 1950 έγραφε: «Κατά το παρόν στους κόλπους της Αγίας μας Εκκλησίας προέκυψε ένας μεγάλος κίνδυνος παραποιήσεως της δογματικής διδασκαλίας… Θα ερωτηθεῖτε: σε τί διαφαίνεται τώρα αυτή η παραποίηση; Απαντάμε: στο νεοπαπισμό της Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος σύντομα από το στάδιο της θεωρίας πασχίζει να περιέλθει σε στάδιο πρακτικής…
[Οι οπαδοί της διδασκαλίας αυτής] δέχονταν εξαρχής τα προνόμια των δικαιοδοσιακών δικαιωμάτων του Κωνσταντινουπόλεως…στη συνέχεια πρέσβευαν το δικαίωμα ανώτατου εφετείου εντός της Οικουμενικής Εκκλησίας, λησμονώντας ότι ακριβώς σε αυτές τις αξιώσεις της Ρώμης οφείλεται η μεγάλη και τελική διαίρεση των Εκκλησιών (1054)…Αφού υιοθέτησαν τη Ρωμαιοκαθολική αρχή της εξελίξεως, δέχθηκαν το αποκλειστικό δικαίωμα της Κωνσταντινουπόλεως επί πάσης Ορθοδόξου Διασποράς, αρνούμενοι ταυτόχρονα τέτοιο δικαίωμα σε λοιπές αυτοκέφαλες Εκκλησίες επί οικείας αυτών Διασποράς… τις άλλες αυτοκεφάλους Εκκλησίες [Κωνσταντινούπολη] βλέπει ως ήδη μειωμένες έναντί της: η Κωνσταντινούπολη είναι το πάν, η Οικουμενική Εκκλησία, ενώ οι υπόλοιπες είναι μέρη και ανήκουν στην Οικουμενική Εκκλησία μόνο επειδή συνδέονται με την Κωνσταντινούπολη.
Ποιος από τους τω όντι χριστιανούς θα ασπασθεί αυτά; Ας υποθέσουμε, ότι εξαιτίας της α’ ή β’ καταστροφής εξαλειφθούν από προσώπου γης η Α’ και Β’ Ρώμη, ο κόσμος θα μείνει δηλαδή χωρίς την πραγματική σχέση με το Θεό, διότι είχαν εξαλειφθεί οι συνεκτικοί με Αυτόν κρίκοι; Όχι, είναι μια αλλότρια φωνή (Ιω. 10. 5). Δεν είναι η δική μας χριστιανική πίστη.
Μήπως χρειάζεται να πούμε ότι αυτή η μορφή του παπισμού είναι επίσης εκκλησιολογική αίρεση όπως και ο παπισμός της Ρώμης;.. Απορρίπτουμε κάθε «Ρώμη»: και την Πρώτη, και τη Δεύτερη και την Τρίτη, εάν πρόκειται περί εισαγωγής της αρχής της υποταγής στην ύπαρξη της Εκκλησίας μας. Κάθε παπισμό τόσο της Ρώμης, όσο της Κωνσταντινουπόλεως, της Μόσχας, του Λονδίνου, των Παρισίων ή της Νέας Υόρκης, όπως και κάθε άλλο, τον απορρίπτουμε ως εκκλησιολογική αίρεση, η οποία παραποιεί το χριστιανισμό» [4].
Με το θέμα αυτό δεν ασχολήθηκαν μόνο οι Ρώσοι εκκλησιαστικοί μελετητές, αλλά και εκείνοι των άλλων κατά τόπους Εκκλησιών. Λ.χ. ο Πρωθιερέας Ράντομιρ Πόποβιτς της Σερβικής Εκκλησίας μετά από την έκθεση της ὡς άνω διδασκαλίας της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, παρατήρησε ότι «αυτός ο τρόπος του σκέπτεσθαι θυμίζει εκείνο της Ρώμης… δεν πρόκειται εδώ μόνο για το πρωτείο τιμής του Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και για όλο το πακέτο προνομιών αποκλειστικής εξουσίας εφ΄όλης της Ορθοδοξίας. Δυστυχώς, τούτο ταυτίζεται με τις αξιώσεις του Επισκόπου Ρώμης, γι΄αυτό πολλοί με το δίκιό τους ομιλούν περί αναδείξεως του νέου πάπα» [5].
Και ιδού τα του ενός των Ιεραρχών της Εκκλησίας Αντιοχείας, δηλαδή Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας Παύλου: «Στους μορφωμένους κύκλους πολύ γνωστό τυγχάνει ότι ο Κωνσταντινουπόλεως δεν έχει την ίδια θέση μέσα στην εκκλησιαστική Ιεραρχία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως εκείνη του επισκόπου Ρώμης στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ο Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι πάπα Ρώμης της Ανατολής. Ακόμη στους μορφωμένους Ορθοδόξους κύκλους πολύ γνωστό τυγχάνει ότι κατά το παρελθόν οι πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως αναγνωρίσθησαν αιρετικοί από τις Οικουμενικές και άλλες τοπικές Συνόδους… Ο Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι φωνή της Ορθοδοξίας όπως και δεν μπορεί να επιβάλλει πρότυπα μέσα στην Ορθοδοξία» [6].
Και ιδού, όσα γράφει ο Πρωθιερέας Μποζιντάρ Γλάβεβ από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Βουλγαρίας: «Ο Κωνσταντινουπόλεως… μεταβαίνει σε όλο και περισσότερο ανησυχητική διεύρυνση των αρμοδιότητων του βαδίζοντας οδό προς τον τελικό σκοπό, δηλαδή την ανύψωση εαυτού στο βαθμό του πάπα της Ανατολής και την ανάδειξη του πρωτείου όχι μόνο τιμής, αλλά και της εξουσίας…Προφανώς ότι ενεργεί ήδη ως πάπα της Ανατολής και προχωρεί σε δηλώσεις, οι οποίες έχουν αποδέκτες όχι μόνο το οικείο αυτού ποίμνιο, αλλά και «πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας… Το παράλογο της τρεχούσης εκκλησιαστικής καταστάσεως συνίσταται στο ότι, αντί να καταδικασθεί εκκλησιαστικώς η καταστροφική δράση του πατριάρχη Βαρθολομαίου, γίνεται ακριβώς αντίθετο, δηλαδή ολοένα και περισσότερη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του θρόνου Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίες ολοένα και περισσότερο απέχουν της παραδόσεως της Εκκλησίας»[7].
Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε περισσότερες τέτοιες παραπομπές, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων από τις άλλες κατά τόπους Εκκλησίες. Η μη αποδοχή της προαναφερθείσης ψευδοδιδασκαλίας Κωνσταντινουπόλεως δεν περιορίζεται σε τοποθετήσεις των επιμέρους προσώπων, διότι υπήρχε ήδη η συνοδική της καταδίκη. Και τούτο συνέβη το έτος 2008 κατά την Σύνοδο Ιεραρχίας της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ο ειδικός επί τούτῳ ορισμός αυτής αναφέρει:
«Η Σύνοδος εκφράζει το βαθύ της προβληματισμό σχετικά με τις τάσεις αναθεωρήσεως της κανονικής παραδόσεως, πράγμα το οποίο εμφανίζεται στις διατυπώσεις και στις ενέργειες ορισμένων εκπροσώπων της Αγίας Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.
Βασιζόμενοι πάνω στη μη αποδεκτή από όλο το πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας ερμηνεία του ΚΗ΄ κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, αυτοί οι ιεράρχες και θεολόγοι αναπτύσσουν ένα νέο εκκλησιολογικό δόγμα, το οποίο αποτελεί πρόκληση για την πανορθόδοξη ενότητα. Σύμφωνα με αυτό: α) μόνο εκείνη η Εκκλησία, η οποία ευρίσκεται σε κοινωνία με το θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως θεωρείται ότι ανήκει στην οικουμενική Ορθοδοξία, β) μόνο το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έχει το αποκλειστικό δικαίωμα της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας εφ’όλων των χωρών της Ορθοδόξου Διασποράς, γ) στις χώρες αυτές μόνο το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εκπροσωπεί ενώπιον των κρατικών αρχών τις απόψεις και τα συμφέροντα όλων των Ορθοδόξων κατά τόπους Εκκλησιών, δ) οποιοσδήποτε επίσκοπος ή κληρικός, ο οποίος υπηρετεί εκτός του κανονικού εδάφους της τοπικής του Εκκλησίας υπάγεται υπό τη δικαιοδοσία της Κωνσταντινουπόλεως, ακόμα και εάν δεν το αντιλαμβάνεται… ε) το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ορίζει τα γεωγραφικά όρια των Εκκλησιών και εάν η θέση του δεν ταυτίζεται με τη θέση της α΄ή της β΄ Εκκλησίας πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, μπορεί να ιδρύσει τη δική του δικαιοδοσία εντός του εδάφους αυτής της Εκκλησίας…
Αυτή η προσέγγιση του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως των δικών του δικαιωμάτων και αρμοδιοτήτων έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με τη μακραίωνη κανονική παράδοση, πάνω στην οποία στηρίζεται η ύπαρξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας και των άλλων κατά τόπους Εκκλησιών»[7].
Καίτοι ο Συνοδικός ορισμός δεν χρησιμοποιεί κατ΄οικονομία τον όρο «αίρεση», ἐν τούτοις η απορριπτέα και καταδικαστέα διδασκαλία προσδιορίζεται ως «νέο εκκλησιολογικό δόγμα», κάτι το οποίο επισημαίνει το πρόβλημα ως εντασσόμενο στον τομέα δογματικής και όχι μόνο των κανόνων, διότι η εκκλησιολογία (δηλαδή η «περί Εκκλησίας διδασκαλία») αποτελεί κλάδο της Δογματικής. Το έτος 2013 η Σύνοδος της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας υιοθέτησε κείμενο με τίτλο «Επί του ζητήματος του πρωτείου στην Οικουμενική Εκκλησία», το οποίο επεξηγεί διατί δεν αποδέχεται τη νέα διδασκαλία του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως:
«Στην Αγία του Χριστού Εκκλησία το πρωτείο κατά πάντα ανήκει στην Κεφαλή της τον Κύριο και Σωτήρα ημών Ιησού Χριστό… Οι ποικίλες μορφές του πρωτείου στην Εκκλησία είναι επουσιώδεις σε σχέση με το αιώνιο πρωτείο του Χριστού ως Κεφαλής της Εκκλησίας… Σε επίπεδο της Οικουμενικής Εκκλησίας ως κοινότητας των κατά τόπους Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, δια της κοινής ομολογίας πίστεως ενωμένων ἐν μίᾳ οικογενείᾳ και τελούντων εν τῃ μυστηριακή μετ΄αλλήλων κοινωνίᾳ, το πρωτείο καθορίζεται συμφώνως προς την παράδοση των Ιερών Διπτύχων και είναι πρωτείο τιμής… Άλλαζε η Τάξη των Διπτίχων κατά τη διάρκεια της ιστορίας… Οι κανόνες επί των οποίων στηρίζονται τα Ιερά Διπτυχα, δεν παρέχουν στον πρώτο κάποιες εξουσιαστικές αρμοδιότητες εντός πλαισίων της καθόλου Εκκλησίας… Οι εκκλησιολογικές αλλοιώσεις, δια των οποίων στον πρώτο επί του παγκοσμίου επιπέδου αποδίδονται διοικητικές λειτουργίες… απέκτησαν την ονομασία του «παπισμού»»[8].
Επίσης, ένα πρόσφατο ανακοινωθέν της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας της 14ης Σεπτεμβρίου 2018 σχολιάζει ως εξής τα προαναφερθέντα από την ομιλία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως: «Δύσκολο είναι να αξιολογήσει κανείς αυτές τις διατυπώσεις ως κάτι άλλο από τις προσπάθειες αναμορφώσεως της Ορθοδόξου εκκλησιολογίας κατά τα Ρωμαιοκαθολικά πρότυπα… ως προσπάθειες να στηρίξει τις ανύπαρκτες και οι οποίες ουδέποτε υπήρχαν εξουσίες του μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία».
Όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν οτι η ανάδειξη της καινοφανούς ψευδοδιδασκαλίας, η οποία παραποιεί το περί Εκκλησίας δόγμα, δεν πέρασε απαρατήρητη. Προκειμένου περί ελέγχου αυτού ανύψωσαν τις φωνές αυτών τόσο οι επιμέρους μελετητές, όσο και οι Σύνοδοι.
Πάντως, αξιολύπητο να δεχθεί κανείς ότι η καθέδρα Κωνσταντινουπόλεως και πάλι μολύνθηκε με την αίρεση, και τούτο δεν είναι απλές καχυποψίες, είναι το τετελεσμένο γεγονός, το οποίο επιβεβαιώθηκε πολλάκις. Αυτή ακριβώς η αίρεση, όπως σημειώσαμε ήδη, ωθεί την Κωνσταντινούπολη να προβαίνει σε παρανομίες προς εδραίωση αυτής της εξουσίας μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, την οποία την εξουσία η ίδια αποδίδει στον εαυτό της. Και αυτή η διαδικασία δεν θα έχει τέρμα στην Ουκρανία η τα Σκόπια, άλλωστε δεν παραχώρησαν όλες οι Εκκλησίες τις υπερόριες ενορίες αυτών στην Κωνσταντινούπολη ούτε δέχθηκαν τις αξιώσεις της.
Το εν λόγῳ πρόβλημα δεν επιλύεται με διπλωματικές μεθόδους, συμβιβασμούς ή προσπάθειες συνεννοήσεως. Όλα αυτά τα έχουμε ήδη ζήσει και δεν καρποφόρησαν. Κατά τον Άγιο Μάρκο Εφέσου, «ουδέποτε όσα αναφέρονται στην Εκκλησία διορθώνονται μέσα από συμβιβασμούς: δεν υπάρχει κάτι το μεσαίο μεταξύ της Αληθείας και του ψεύδους» [10].
Όπως και πάντα το δογματικό πρόβλημα μέσα στην Εκκλησία θεραπεύεται μόνο με τη συνοδική καταδίκη της αιρέσεως και των αιρετικών, με την έκπτωση αυτών και την πλήρωση των θρόνων, τους οποίους είχαν καταλάβει οι αιρετικοί, με Ορθοδόξους Επισκόπους. Αυτή η οδός είναι, πέραν πάσης αμφιβολίας, οδυνηρή, αλλά μόνο αυτή οδηγεί στη θεραπεία του Σώματος της Εκκλησίας. Οι σύγχρονες εξελίξεις δείχνουν ότι και η αποφυγή της εκκλησιαστικής αντιμετωπίσεως του παρόντος προβλήματος δεν είναι καθόλου ανώδυνη. Γι΄αυτό οι πιστοί της κανονικής Εκκλησίας στην Ουκρανία πονούν ήδη. Αυτοί θα μπορούσαν να υποφέρουν τελευταίοι εάν όλες οι κατά τόπους Εκκλησίες είχαν βούληση να καταδικάσουν από κοινού και συνοδικώς το νέο παπισμό. Να καταδικασθεί άλλωστε άπαξ και δια παντός κάθε τάση του παπισμού, προκειμένου στο μέλλον ουδεμία Εκκλησία να μην έχει πειρασμό να πέσει σε αυτό, ώστε κανείς πλέον να μην ακολουθήσει την πρώτη και τη δευτέρα Ρώμη.
Πρέπει να συγκληθεί η Πανορθόδοξη Σύνοδος, η οποία θα προβεί σε νηφάλια αξιολόγηση τόσο της καινοφανούς διδασκαλίας, όσο και των πρακτικών εφαρμογών της υπό μορφή των παρανόμων εισπηδήσεων στα εδάφη των λοιπών Εκκλησιών. Βεβαίως, είναι αμφίβολο να παραστεί σε μια τέτοια Σύνοδο ο ίδιος ο πατριάρχης Βαρθολομαίος, άλλωστε στα πλαίσια της ειδικής του ψευδοδιδασκαλίας προωθεί την ιδέα ότι αυτός μόνο δύναται να συγκαλεί τις Πανορθοδόξους Συνόδους. Έτσι, διαπιστώνεται ότι δεν υπόκειται σε κρίση του κανενός, ώστε ο ίδιος ο πατριάρχης Βαρθολομαίος ουδέποτε θα συγκαλέσει σύνοδο η οποία να εκφέρει κρίση επί των ομιλιών και των πράξεών του.
Αυτή η ιδέα έρχεται σε αντίθεση με την ιστορία. Ουδεμία Οικουμενική Σύνοδος συνεκλήθη από πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, ακόμη περισσότερο, ορισμένες εξ αυτών των Συνόδων κήρυτταν έκπτωτους και αναθεμάτιζαν τους αιρετίζοντας επισκόπους αυτής της καθέδρας. Και μετά την εποχή των Οικουμενικών Συνόδων η Εκκλησία ασκούσε κατ΄ανάγκη τη δικαστική εξουσία επί των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι, λ.χ. κατόπιν της ουνίας Φεράρας-Φλωρεντίας το 1443 στην Ιερουσαλήμ συνήλθε σύνοδος των τριών πατριαρχών της Ανατολής, οι οποίοι κήρυξαν έκπτωτο τον αιρετικό πατριάρχη Μητροφάνη. Την εποχή εκείνη τα πρωτεία τιμής επί πολλά χρόνια κατείχε ο πατριάρχης Αλεξανδρείας, έως ότου ανήλθε στο θρόνο Κωνσταντινουπολεως ένας Ορθόδοξος πατριάρχης.
Το 2005 ο πατριάρχης Βαρθολομαίος συγκάλεσε την Πανορθόδοξη Σύνοδο, όπου κατάφερε την έκπτωση του πατριάρχη Ιεροσολύμων Ειρηναίου, καίτοι οι ενέργειες για τις οποίες κατηγορείτο, δεν ήταν κανονικά παραπτώματα, τα οποία θα επέσυραν την έκπτωση, και ακόμη περισσότερο την καθαίρεση. Οι ενέργειες και οι ισχυρισμοί του ιδίου πατριάρχη Βαρθολομαίου πολύ περισσότερα χρήζουν μιας αμερολήπτου εξετάσεως από μια Πανορθόδοξη Σύνοδο.
Και κατ΄αυτή την αμερόληπτη εξέταση οπωσδήποτε να ληφθεί υπόψη ότι η ψευδοδιδασκαλία, η οποία προωθείται από πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως αρχής γενομένης από το 1922, προσκρούει στην πίστη, την οποία πρέσβευαν και οι πάλαι ποτέ προκάτοχοί τους.
Έτσι, λ.χ. ο πατριάρχης Γερμανός Β’ (1222-1240) έλεγε: «Υπάρχουν πέντε πατριαρχεία με καθορισμένα για το καθένα όρια, ἐν τω μεταξύ, τα τελευταία ανάμεσά τους δημιουργήθηκε σχίσμα, αρχή του οποίου έθεσε ένα τολμηρό χέρι, το οποίο επιζητεί υπεροχή και κυριαρχία μέσα στην Εκκλησία. Η Κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Χριστός, ενώ κάθε αξίωση επί κυριαρχίας προσκρούει στη διδασκαλία Του» [11]. Δυστυχώς, οι σημερινοί διάδοχοί του αγωνίζονται οι ίδιοι να πετύχουν την κυριαρχία στην Εκκλησία, προφανώς κρίνοντας ότι δεν επαρκεί για τους Ορθοδοξους να έχουν την Κεφαλή τους τον Χριστό.
Όμως, κατά την αρχαιότητα οι πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως έλεγαν άμεσα ότι αντιμετωπίζουν το πρωτείο του πάπα Ρώμης όχι επειδή επιθυμούσαν οι ίδιοι να εδραιώσουν το δικό τους πρωτείο. Ειδικότερα δε ο πατριάρχης Νείλος Κεραμεύς (1380–1388) στην επιστολή του προς τον πάπα Ουρβανό ΣΤ’ έγραφε: «Άδικα ορισμένοι διατείνονται σχετικά με εμάς, ότι δήθεν επιθυμούμε να έχουμε πρωτεία» [12]. Κατήσχυνε ο νυν πατριάρχης τα των προκατόχων του, αφού συνέβαλε στο ότι αυτές τις κατηγορίες, δυστυχώς, να καταστούν τελείως βάσιμες.
Και ιδού τα από την Εγκύκλιο Επιστολή των τεσσάρων πατριαρχών του 1848: «Τὸ ἀξίωμα αὐτῆς [τῆς Ῥωμάνας Ἐκκλησίας] οὐ κυριαρχικόν, οὔτε μὴν διαιτητικόν, ὅπερ οὐδ’αὐτὸς ὁ μακάριος Πέτρος οὐδέποτε ἐκπληρώσατο, ἀλλ’ ἀδελφικὸν τυγχάνει πρεσβεῖον ἐν τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ γέρας ἀπονεμηθὲν τοῖς Πάπαις διὰ τὸ μεγαλώνυμον καὶ πρεσβεῖον τῆς πόλεως…ἡ Ὀρθοδοξία ἐτήρησεν τὴν Καθολικὴν Ἐκκλησίαν ἄφθορον νύμφην τῷ νυμφίῳ αὐτῆς παρ’ ἡμῖν, καίτοι μηδεμίαν μὲν ἔχουσαν ἀστυνομίαν κοσμικήν, ἢ ὡς λέγει ἡ αὐτοῦ Μακαριότης “ἱερὰν ἐπιστασίαν” (σελ. ζ’, στίχ. 23) μόνῳ δὲ τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀγάπης καὶ τῷ κοινῷ φίλτρῳ πρὸς τὴν κοινὴν μητέρα συνεχομένοις ἐν ἐνότητι πίστεως ἐσφραγισμένης ταῖς ἑπτὰ σφραγίσι τοῦ Πνεύματος (Ἀποκ. ε. 1), ἤτοι ταῖς ἑπτὰ οἰκουμενικαῖς Συνόδοις, καὶ ἐν ὑπακοῇ ἀληθείας».
Το ἐν λόγῳ υπέγραψε ο Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμος, ο οποίος όπως και οι πάλαι ποτέ προκάτοχοί του ακολουθούσε την ίδια γνώμη σχετικά με το πρωτείο εντός της Εκκλησίας, την οποία διατυπώνει σήμερα και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας. Και της οποίας της πίστεως απέστη το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, και μάλιστα τόσο προφανές, ώστε εξαπολύει κατ΄αυτής άμεση κριτική, ακόμη χαρακτηρίζοντας αυτή ως αίρεση, όπως τούτο συμπεραίνεται από τα λεχθέντα του πρώην Αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου του πατριαρχείου Κωνστανινουπόλεως Αρχιμανδρίτη Ελπιδοφόρου Λαμπρυνιάδη (νην Μητροπολίτη Προύσης), ο οποίος δήλωσε ότι: «Ἡ ἄρνηση ἀναγνωρίσεως πρωτείου τινός στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἑνός πρωτείου τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά ἐνσαρκώσει παρά κάποιος Πρῶτος – συνιστᾷ αἵρεση».
Ακόμη και για την Εκκλησία Ρώμης χρειάσθηκε περισσότερο χρόνο για να δογματίσει τη περί του πρωτείου του πάπα διδασκαλία.
Αξιοθρήνητο να δεχθούμε ότι οι Ελληνόφωνες Εκκλησίες ήταν ακριβώς εκείνες οι οποίες παραθεώρησαν την ανάδειξη αυτής της αιρέσεως. Κάποια ένσταση σημειώθηκε από το πατριαρχείου Αλεξανδρείας κατά το ήμισυ του 20ου αι., η οποία όμως εξέλειψε στη συνέχεια. Με όλα αυτά, είναι δύσκολο να χαρακτηρίζεται ο πατριάρχης Βαρθολομαίος ως δημοφιλές πρόσωπο, και στην Ελληνική γλώσσα ακόμα υπάρχει αρκετά πλούσιο υλικό όπου κατ’αυτού ασκείται κριτική. Εγκαλείται για κανονικά παραπτώματα και αιρέσεις, αλλά υλικό όπου ελέγχεται για την αίρεση του νεο-παπισμού στα Ελληνικά σχεδόν δεν υπάρχει.
Ας λάβουμε παράδειγμα εκείνης της θλιβερής μνήμης Συνόδου της Κρήτης, η οποία στάθηκε αφορμή τόσων σκανδάλων και διαιρέσεων. Πόση κριτική εξαπέλυσαν κατ’αυτής οι σοφότατοι άνδρες! Διατυπώθηκαν ακόμη κατηγορίες για δογματικά σφάλματα στα κείμενα, παράλληλα κανείς δεν πρόσεξε τις πολλαπλές μεταστάσεις της αιρέσεως του παπισμού Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίες παρεισέφρησαν σε διάφορα κείμενα της Συνόδου. Κατά την πεποίθησή μας, η Σύνοδος αυτή συνεκλήθη στην πραγματικότητα για να αναγνωρισθούν πανορθοδόξως τα αυθαιρέτως οικειοποιηθέντα προνόμια του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Τα κείμενά της δεν παρουσιάζουν κάποια αξία για οποιαδήποτε άλλη τοπική Εκκλησία, ούτε αντιμετωπίζουν κάποια επίκαιρα πανορθόδοξα προβλήματα. Ενώ πολλά γράφονται υπέρ του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στα κείμενα αυτά, και συνεπώς παραθέτουμε κάτω ορισμένα παραδείγματα.
Εκ των προτέρων να πούμε ότι η Κωνσταντινουπολίτικη εκδοχή του παπισμού δεν συμπίπτει 100% με εκείνη της Ρώμης. Διαφέρει ως προς κάποια πράγματα. Λ.χ., εάν στον παπισμό της Ρώμης κατά την ανύψωση του προσώπου του πάπα όλοι οι υπόλοιποι επίσκοποι νοούνται ως ίσοι μεταξύ τους, στην εκδοχή παπισμού Κωνσταντινουπόλεως ειδικά δικαιώματα και προνόμια σε κάποιο βαθμό επεκτείνονται και στους αρχιερείς τη Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Αυτό καταγράφεται στο εγκριθέν από τη Σύνοδο της Κρήτης κείμενο «Η Ορθόδοξος Διασπορά». Στην παράγραφο 2.β. καθορίζεται ο κανονισμός λειτουργίας των επισκοπικών συνελεύσεων στις μη Ορθόδοξες χώρες του κόσμου και ειδικότερα αναφέρεται ότι «αἱ Συνελεύσεις αὗται θά συνίστανται ἐκ πάντων τῶν ἐν ἑκάστῃ περιοχῇ ἐπισκόπων… καί θά προεδρεύωνται ὑπό τοῦ πρώτου ἐκ τῶν εἰς τήν Ἐκκλησίαν Κωνσταντινουπόλεως ὑπαγομένων ἀρχιερέων».
Όπως διαπιστώνεται όχι μόνο ο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και όλοι οι υπαγόμενοι σε αυτόν επίσκοποι οφείλουν να κατέχουν πρωτεία έναντι όλων των λοιπών επισκόπων όλων των άλλων κατά τόπους Εκκλησιών, εφόσον μόνο αυτοί οφείλουν να προεδρεύουν των τοπικών συνελεύσεων των Ορθοδόξων επισκόπων διαφόρων δικαιοδοσιών. Ούτε οι γηραιότεροι η έχοντες τα πρεσβεία χειροτονίας, αλλά ούτε οι πλέον κοσμημένοι με αρετές, έμπειροι και σεβαστοί, αλλά οπωσδήποτε οι αρχιερείς του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Λες και έχουμε να κάνουμε με μια ιδιαίτερη, ανώτατη κάστα επισκόπων, των πιο τιμημένων έναντι όλων των λοιπών απλώς λόγῳ της εγγύτητός τους προς τον λεγόμενο «Οικουμενικό πατριάρχη».
Στα πλαίσια αυτής της λογικής και ιερείς του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως εντός της Εκκλησίας οφείλουν να έχουν πρεσβεία έναντι των ιερέων των άλλων κατά τόπους Εκκλησιών, ενώ οι λαϊκοί του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως οφείλουν να θεωρούνται ανώτεροι κατά τη θέση τους έναντι των λαϊκών των άλλων Εκκλησιών.
Ούτε οι λατίνοι με τη λογική τους έφθασαν μέχρι αυτού του σημείου.
Σε πολλά σημεία των κειμένων της Κρήτης στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως αποδίδεται εξουσία εφ’όλης της Ορθοδόξου Εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης και της δικαστικής. Ειδικότερα δε:
«Εἰς ζητήματα γενικωτέρου ἐνδιαφέροντος, ἀπαιτοῦντα…πανορθόδοξον ἀντιμετώπισιν ὁ πρόεδρος [τῆς Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως] ἔχει τήν ἀναφοράν αὐτοῦ εἰς τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην διά τά περαιτέρω» (Η Ορθόδοξος Διασπορά, 6).
«Κατά τήν πανορθόδοξον διαβούλευσιν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀναζητεῖ τὴν ὁμόφωνον συναίνεσιν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διὰ τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι» (Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον, 10).
«Εἰς τόν χῶρον τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς δέν ἱδρύονται Αὐτόνομοι Ἐκκλησίαι, εἰ μή μόνον μετά πανoρθόδοξον συναίνεσιν, ἐξασφαλιζομένην ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου» (Τό Αὐτόνομον καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, 2ε).
«Εἰς περιπτώσεις… ἐγειρομένης ἀμφισβητήσεως… αἱ ἐμπλεκόμεναι πλευραί ἀναφέρονται, ὁμοῦ ἤ κεχωρισμένως, εἰς τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην ἵνα οὗτος ἐξεύρῃ τήν κανονικήν λύσιν ἐπί τοῦ θέματος» (Τό Αὐτόνομον καὶ ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ, 2ζ).
Το Μήνυμα της Συνόδου της Κρήτης εισηγείται την καθιέρωση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ως τακτικώς λειτουργούντος θεσμού, δικαίωμα της συγκλήσεως της οποίας για κάποιο λόγο αποδίδεται μόνο στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, κάτι το οποίο δεν έχει βάσεις ούτε στην ιστορία, αλλά ούτε και στη θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Και όμως, το δικαίωμα συγκλήσεως της Πανορθοδόξου Συνόδου οφείλει να ανήκει όχι μόνο στον έχοντα πρωτεία κατά την τάξη των Διπτύχων προκαθήμανο, αλλά σε οποιοδήποτε προκαθήμενο μιας τοπικής Εκκλησίας. Ο εξασφαλισμός αυτού μόνο στον Κωνσταντινουπόλεως καθιστά ανέφικτη τη σύγκληση της συνόδου σε περίπτωση εγέρσεως κάποιας αξιώσεως στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως από μια τοπική Εκκλησία και εκ των πραγμάτων κάνει τον Πατριάρχη αυτής της Εκκλησίας να μη δικάζεται από κανένα, κάτι το οποίο προσκρούει στην κανονική τάξη της Ορθοδοξίας, σύμφωνα με την οποία οποιοσδήποτε αρχιερέας δικάζεται από αρχιερείς.
Διατί οι Έλληνες Ορθόδοξοι μελετητές και αρθρογράφοι παραθεώρησαν όλα αυτά, όπως και τις λοιπές, τις πλέον κραυγαλέες εκφάνσεις της αιρέσεως του παπισμού της Κωνσταντινουπόλεως, τις οποίες παραθέσαμε παραπάνω; Μήπως όλοι αυτοί συντάσσονται με αυτή την αίρεση; Ή μήπως είναι πρόθυμοι να τη παραδεχθούν μόνο και μόνο από εθνικό αίσθημα; Δύσκολο να τα πιστεύσει κανείς, άλλωστε δόξα του Ορθοδόξου Ελληνικού λαού πάντα συνιστούσε η προσήλωσή του στην αλήθεια, για την οποία οι καλύτεροι εκπρόσωποί του δεν πτοήθηκαν ποτέ να ελέγχουν τους πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, οι οποίοι έπεφταν στην αίρεση. Έτσι ήταν στην περίπτωση του Οσίου Μαξίμου του Ομολογητού κατά την εποχή των μονοθελητών πατριαρχών, έτσι ήταν με τον Άγιο Μάρκο Εφέσου κατά την ουνία Φεράρας-Φλωρεντίας, έτσι ήταν με τον Μελέτιο τον Ομολογητή κατά την εποχή της ουνίας του Λυών. Παραδείγματα ποικίλλουν. Για όλους τους Αγίους αυτούς Ελλήνους προείχε η προσήλωση στην αλήθεια. Τι δε άλλαξε σήμερα;
Δεν μιλάμε να συνταχθεί κανείς «με το πλευρό των Ρώσων» ή των «Σλάβων», αλλά να συνταχθεί κανείς στο πλευρό της αλήθειας. Πόσοι Ομολογητές και Μάρτυρες του Ελληνικού λαού υπέφεραν για να μη δεχθεί αυτός τον παπισμό της Δύσεως; Μήπως αυτό έγινε μόνο και μόνο για να αποδεχθούν οι απόγονοί τους την ίδια αίρεση, αλλά περιβεβλημένη τον μανδύα τον ανατολίτικο, τον Ελληνικό; Μη γένοιτο!
Οφείλουμε εν ολίγοις να σημειώσουμε τις αξιώσεις του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως επί δικαστικής αρχής και διαιτησίας εφ’όλης της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εφόσον αυτές οι αξιώσεις αποτελούν μέρος εκείνου του μανδύα. Αυτή η μελέτη, βεβαίως, και ασχολείται με το ζήτημα δογματικό, και γι΄αυτό δεν εξετάζουμε τα ζητήματα κανονικά, τα οποία καλύφθηκαν επαρκώς από τις άλλες μελέτες. Από την εξέταση της συστηματικής παραβάσεως και καταπατήσεως πολλών ιερών κανόνων εκ μέρους του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ξαφνιάζεται κανείς όταν ακούει ταυτόχρονα δηλώσεις ότι «το Οικουμενικό πατριαρχείο έχει την ευθύνη να θέσει τα πράγματα εν εκκλησιαστική και κανονική ευταξία». Και αυτές οι δηλώσεις διατυπώνονται την ώρα όταν το ίδιο το πατριαρχείο καταργεί κανόνες, π.χ. τους Αποστολικούς κανόνες, οι οποίες απαγορεύουν τη διγαμία των κληρικών.
Πολλά θα εδύνατο να ειπωθούν στη συνάφεια αυτή, και όμως κάτι τέτοιο θα συνέβαλε στην παράταση της μελέτης. Και όμως ένα παράδειγμα αξίζει να εξετασθεί, εκείνο δηλαδή σχετικά με την αξίωση επί της δικαστικής εξουσίας εφ’όλης της Εκκλησίας. Στην ὡς άνω πρόσφατη ομιλία ο πατριάρχης Βαρθολομαίος αναφέρθηκε στο «μοναδικό προνόμιο της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως να δέχεται έκκλητες προσφυγές από όλες τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες». Όλες αυτές οι δηλώσεις διατυπώνονται με επίκληση του 9ου και του 17ου κανόνων της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι δήθεν χορηγούν ένα τέτοιο προνόμιο στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Με αυτούς ακριβώς δικαιολογείται η εισπήδηση στα Ουκρανικά και η αποδοχή σε κοινωνία των καθαιρεθέντων σχισματικών.
Κατά πόσο συνάδει με την Παράδοση της Εκκλησίας μία τέτοια ερμηνεία δύναται να συμπεράνει κανείς αντιπαραβάλλοντας αυτή με την ερμηνεία του Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτου στο περίφημο «Πηδάλιό» του:
«Ὅτι μέν γάρ ὁ Κωνσταντινουπόλεως οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ἐνεργεῖν εἰς τάς Διοικήσεις καί ἐνορίας τῶν ἄλλων Πατριαρχῶν, οὔτε εἰς αὐτόν ἐδόθη ἀπό τόν Κανόνα τοῦτον ἡ ἔκκλητος ἐν τῇ καθόλου Ἐκκλησίᾳ…Διὸ καὶ ὁ Ζωναρᾶς εἰς τὴν ἑρμηνείαν τοῦ ΙΖ’ κανόνος τῆς ἐν λόγῳ Συνόδου λέγει: «οὔτε πᾶσας τάς ἐκκλήτους ἀνατίθησι αὐτῷ [τῷ Κωνσταντινουπόλεως] ἀλλά τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ.
Ὁ Κωνσταντινουπόλεώς ἐστι Κριτής πρῶτος καί μόνος καί ἔσχατος τῶν ὑποκειμένων αὐτῷ Μητροπολιτῶν, οὐ μήν δέ καί τῶν ὑποκειμένων τοῖς λοιποῖς Πατριάρχαις. Μόνη γάρ ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος εἶναι ὁ ἔσχατος καί κοινότατος Κριτής πάντων τῶν Πατριαρχῶν, ὡς εἴπομεν, καί ἄλλος οὐδείς».
Όπως διαπιστώνουμε, η περί δογμάτων ψευδοδιδασκαλία τεκμηριώνεται με τη ψευδή ερμηνεία των κανόνων, κάτι το οποίο, βεβαίως, δεν εκπλήσσει, διότι πρόκειται για μια διδασκαλία αλλότρια προς την Ορθόδοξη Εκκλησία. Βεβαίως, οι θιασώτες της ἐν λόγῳ διδασκαλίας, όπως και κάθε αιρετικός, μπορεί να αναζητήσουν τα υπέρ αυτών χωρία τινα στα παλαιά κείμενα, ιδίως σ΄εκείνα, τα οποία προέρχονται από την Κωνσταντινούπολη. Θα εδύνατο να επαναφέρουν στη μνήμη τους και την απορρόφηση από την Κωνσταντινούπολη των Εκκλησιών Βουλγαρίας και Σερβίας την εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, δηλαδή άκρως αμφισβητήσιμες και αμφιλεγόμενες πράξεις, τις οποίες η Κωνσταντινούπολη αργότερα έπρεπε να διορθώσει. Αλλά τούτο δεν είναι σε θέση να ακυρώσει το γεγονός ότι κάθε παπισμός, τόσο της Δύσεως, όσο και της Ανατολής, τυγχάνει αλλότριος προς την Ορθόδοξη διδασκαλία. Κατά τον Ιερομάρτυρα Γκοράζντ Τσεχίας: «Η Ανατολική Εκκλησία μόνο τον Ιησού Χριστό αναγνώριζε ως Κεφαλή της Εκκλησίας, αρνούμενη την ιδέα αναγνωρίσεως ως κεφαλής [ψιλού] ανθρώπου… διότι εκλάμβανε την ιδέα αυτή ως συνέπεια της ελλιπούς πίστεως στην αόρατη Κεφαλή τον Ιησού Χριστό και τη ζωντανή από Αυτόν διακυβέρνησή του σώματος της Οικουμενικής Εκκλησίας…καθώς και ως ασύμβατη προς την αποστολική αρχή της καθολικής αντιμετωπίσεως των ζητημάτων της Εκκλησίας, κάτι το οποίο σε ανώτατο βαθμό εκφραζόταν στις Οικουμενικές Συνόδους»[13].
Αξίζει ακόμη να μιλήσουμε για το πως το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως χρησιμοποιεί διαφόρους τιμητικούς του τίτλους προς τεκμηρίωση και προώθηση του παπισμού του και κυρίως τον τίτλο «Οικουμενικού πατριάρχη». Παλαιότερα ήταν απλός τιμητικός τίτλος, όπως εκείνος του πατριάρχη Αλεξανδρείας «Κρητής της Οικουμένης», ενώ κατά τους νεότερους χρόνους εκ των πραγμάτων κατέστη επίσημος κύριος αυτοχαρακτηρισμός των προκαθημένων της Κωνσταντινουπόλεως. Από μακρού αυτοτιτλοφορούνται με χρήση αποκλειστικά αυτού του τίτλου, εννοώντας υπό αυτό ότι η εκκλησιαστική τους δικαιοδοσία επεκτείνται κυριολεκτικά εφ’όλης της Οικουμένης.
Ως παράδειγμα χρήσεως αυτού του όρου να παραθέσουμε τα του Μητροπολίτη Ελπιδοφόρου Λαμπρυνιάδη:
«Τὸ πρωτεῖον τοῦ Κωνσταντινουπόλεως οὐδαμῶς σχετίζεται πρὸς τὰ Δίπτυχα, τὰ ὁποῖα… ἐκφράζουν ἁπλῶς καὶ καταγράφουν τὴν ἱεράρχησιν ταύτην…Ἐὰν θέλωμεν νὰ ὁμιλήσωμεν περὶ πηγῆς ἑνὸς πρωτείου…αὕτη εἶναι αὐτὸ τοῦτο τὸ πρόσωπον τοῦ ἐκάστοτε Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος, ὡς ἀρχιερεὺς εἶναι μὲν πρῶτος «μεταξὺ ἴσων», ὡς Κωνσταντινουπόλεως, ὅμως, καὶ συνεπῶς ὡς Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, εἶναι πρῶτος δίχως ἴσων» [14].
Μία τέτοια κατανόηση της οικείας αυτού «οικουμενικής δικαιοδοσίας» επίσης εκφράσθηκε και στο ότι τον 20ο αι. αρχιερείς της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως μοιράσθηκαν μεταξύ τους όλες τις χώρες του κόσμου, εξαιρουμένων μόνο εκείνων, τις οποίες οι ίδιοι αναγνωρίζουν ότι υπάγονται υπό τις άλλες αυτοκέφαλες Εκκλησίες. Έτσι, ακόμη και χώρες όπου δεν υπάρχει έστω και ένας Ορθόδοξος χριστιανός, καταγράφηκαν ως κανονικός έδαφος ενός των αρχιερέων της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Και αυτός ο ιεράρχης θα αγανακτεί και θα διαμαρτυρείται έντονα σε περίπτωση όταν μια Εκκλησία ιδρύσει την αποστολή της σε χώρα, όπου ουδέποτε πάτησε το πόδι του και όπου ούτε ένα πιστό έχει, απλώς εξαιτίας της ἐν λόγῳ κατανομής. Το ότι η κατανομή του κόσμου πραγματοποιήθηκε μόλις τον 20ο αιώνα και πάλι ελέγχει αυτή τη διδασκαλία ως καινοφανή και άγνωστη στην Εκκλησία παλαιότερα, διότι, εάν ήταν αρχαία, πολύ νωρίτερα θα προέβαιναν σε αυτή την κατανομή οι αρχιερείς της Κωνσταντινουπόλεως.
Είναι αρκούντως γνωστό ότι ακόμη με την αρχή της χρήσεως αυτού του τίτλου «Οικουμενικός» από τους επισκόπους Κωνσταντινουπόλεως κατ’αυτού αντιτάχθηκε με σθένος ο Άγιος πάπας Γρηγόριος ο Διάλογος. Ειδικότερα δε έγραφε στον Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη: «Εξαιτίας του εγκληματικού και γεμάτου υπερηφάνεια τίτλου Σας διαιρέθηκε η Εκκλησία και σκανδαλίσθηκαν οι καρδιές των αδελφών Σας…Εάν ο Απόστολος Παύλος απέφευγε την καθυπόταξη των μελών του Χριστού ἐν μέρει σε κάποιες κεφαλές, λες και εκτός Χριστού, παρόλο που αυτές οι κεφαλές ήταν οι απόστολοι οι ίδιοι, τι θα πειτε κατά την εξέταση στο Φοβερό Κριτήριο στο Χριστό, ο Οποίος είναι Κεφαλή της Οικουμενικής Εκκλησίας, Σεις, που με τον τίτλο Σας «οικουμενικός» αγωνίζεσθε να καθυποτάξετε όλα τα μέλη Αυτού στον εαυτό Σας;».
Και ιδού τα όσα είπε ο ίδιος στην επιστολή προς τους πατριάρχες Αλεξανδρείας Ευλόγιο και Αντιοχείας Αναστάσιο: «Ουδείς εκ των προκατόχων μου δεχόταν να χρησιμοποιεί αυτό τον ασεβή τίτλο (οικουμενικός), διότι στην πραγματικότητα εάν ένας πατριάρχης αποκαλείται «οικουμενικός», με αυτό αφαιρεί τον πατριαρχικό τίτλο από τους άλλους».
Και όμως δεν υπάκουσαν οι πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως στο λόγο του Ορθοδόξου πάπα Αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου, ο οποίος κατείχε τότε πρωτεία τιμής. Και αυτός ο τίτλος συνεχίσθηκε να χρησιμοποιείται. Οι οπαδοί της χρήσεώς του ισχυρίζονται ότι αυτός δήθεν δεν εχρησιμοποιείτο με την έννοια, για την οποία κάνει λόγο ο Άγιος Γρηγόριος, και ότι ήταν ψιλός όμορφος τίτλος, σαν τον «Οικουμενικό διδάσκαλο» ή τον «Οικουμενικό βιβλιοθηκάριο», οι οποίοι επίσης υπήρχαν στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Ίσως έτσι ήταν στην αρχή, αλλά εάν δούμε πώς στη συνέχεια εχρησιμοποιείτο, τότε μπορούμε να θεωρήσουμε προφητικά τα του Αγίου Γρηγορίου.
Ο Άγιος Γρηγόριος δεν ήταν ο μόνος πάπας, ο οποίος τάχθηκε κατά της χρήσεως του τίτλου «οικουμενικός». Έτσι, στην Β’ Πράξη της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου διαβάζουμε ότι ανεγνώσθη επιστολή του πάπα Ρώμης Αδριανού προς τον αυτοκράτορα. Το πρωτότυπο κείμενο, εκτός από την καταδίκη της εικονομαχίας, περιείχε και τα εξής:
«Εκπλαγήκαμε πολύ όταν ανακαλύψαμε ότι στα αυτοκρατορικά Σας διατάγματα, τα οποία αφορούν τον πατριάρχη της βασιλευούσης, δηλαδή τον Ταράσιο, αυτός επίσης αποκαλείται «οικουμενικός». Δεν γνωρίζουμε εάν τούτο εγράφη ἐν αγνοίᾳ ή κατόπιν εμπνεύσεως των ασεβών σχισματικών ή αιρετικών, αλλά ζητούμε επίμονα την αυτοκρατορική Σας αρχή ώστε ποτέ και σε καμία γραφή του να υπογράφει οικουμενικός, διότι αυτό προφανώς έρχεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των ιερών κανόνων και τις παραδόσεις των αγίων πατέρων…Γι΄αυτό εάν κανείς αρχίσει και τον αποκαλεί οικουμενικό ή δώσει τη συγκατάθεσή του, να ξέρει ότι είναι ξένος στην ορθόδοξη πίστη».
Παρόλο που με μεγάλη πιθανότητα αυτά τα εδάφια της επιστολής δεν μεταφράσθηκαν στα Ελληνικά κατά την ανάγνωση της επιστολής στη Σύνοδο, ωστόσο βλέπουμε ότι για δεύτερη φορά ο έχων τότε πρωτεία προκαθήμενος ασκούσε άμεση κριτική και απαγόρευε τη χρήση του τίτλου «οικουμενικός» στους πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως. Στηριζόμενοι σε αυτές τις μαρτυρίες μπορούμε να μιλήσουμε περί παρανόμου χρήσεως του παρόντος τίτλου. Γι΄αυτό οι Ορθόδοξοι μελετητές πρέπει να απέχουν της χρήσεως του τίτλου «Οικουμενικός πατριάρχης», αλλά να τον αποκαλούν «πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως», ώστε ακόμη και με την ίδια τη χρήση εκείνου του τίτλου να μην στηρίζουν την εξάπλωση της αιρέσεως του νέου παπισμού.
Ένας άλλος τίτλος, ο οποίος είναι σε ευρεία χρήση από την Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να τεκμηριώσει τις αξιώσεις της είναι η «Εκκλησία Μήτηρ», παρόλο που αυτός ο τίτλος, όπως και ο προηγούμενος, ουδέποτε και από ουδεμία Οικουμενική Σύνοδο αποδόθηκε στο θρόνο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά οικειοποιήθηκε αυθαιρέτως.
Αιτιολογείται πλήρως μόνο στη ιστορική συνάφεια και μόνο έναντι των Εκκλησιών, στις οποίες η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως χορήγησε το ατοκέφαλο. Ἐν τούτοις, χρησιμοποιείται πολύ ευρύτερα. Π.χ. στην ὡς άνω παρέμβασή του ο πατριάρχης Βαρθολομαίος αναφέρεται στο πατριαρχείο ως «φιλόστοργη Μητέρα και τροφό των Εκκλησιών», προς τεκμηρίωση των αξιώσεών της επί ιδιαίτερης θέσεως στην πανορθόδοξη κοινότητα. Αλλά αυτή η αντίληψη της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ως Μητέρας πασών των Εκκλησιών τυγχάνει προφανώς άτοπη διότι πολλά παλαίφατα πατριαρχεία προηγούνται ιστορικώς της Κωνσταντινουπόλεως, πως μπορεί να είναι Μήτηρ τους; Εάν υπάρχει μια Εκκλησία η οποία δικαίως μπορεί να διεκδικεί τον τίτλο αυτό είναι εκείνη των Ιεροσολύμων. Η ιδιαίτερη ιστορική συμβολή αυτής πάντοτε ανεγνωρίζετο από όλες τις Εκκλησίες, όμως ουδέποτε αντιλαμβανόταν ως δικαίωμα κυριαρχίας και εξουσίας.
Την ίδια στιγμή η Κωνσταντινούπολη χρησιμοποιεί τον τίτλο «Εκκλησία Μήτηρ», τον οποίο οικειοποίησε αυθαιρέτως προς αιτιολόγηση της επιθυμίας της να καθυποτάξει στην αρχή τη όλες τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες, οι οποίες οφείλουν να είναι υποτελείς και υπάκουες ως θυγατέρες στη μητέρα τους. Καίτοι, όπως παρατηρεί ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Σαχάροφ, εάν υποθέσουμε ακόμη ότι η Κωνσταντινούπολη «μπορεί πράγματι να αποκαλεί τον εαυτό της κοινή των όλων Εκκλησιών Μητέρα…και πάλι να συμπεράνει κανείς την υποταγή από το γεγονός της ιστορικής μητρότητος θα είναι παρέκκλιση της Ορθοδόξου τριαδολογίας, σύμφωνα με την οποία η Πατρότητα ή η Υιότητα δεν αίρουν την πλήρη ισότητα. Το γεννώμενον ἐκ της ουσίας ισοδυναμεί με τον γεννῶντα. Έτσι σκέπτονταν οι Άγιοι πατέρες» [15].
Και ιδιαιτέρως κυνικά από το στόμα του πατριάρχη Βαρθολομαίου ακούγονται τα περί «φιλόστοργης μητέρας». Ουδεμία φιλόστοργη μητέρα συμπεριφέρεται έναντι των τέκνων της κατά τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται η Κωνσταντινούπολη έναντι της Ρωσικής Εκκλησίας, και λίγο παλαιότερα έναντι εκείνης της Ελλάδος. Εάν να εφαρμόσουμε τη λέξη «μήτηρ» στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, μάλλον παριστάνει αυτή την απαίσια ειδωλολατρική εικόνα μιας μητέρας η οποία καταβιβρώσκει τα τέκνα της. Ποιος θα επιπλήξει τέκνα, τα οποία αποφασίζουν να εγκαταλείψουν μια τέτοια «μητέρα»;
Η διακοπή από τη Ρωσική Εκκλησία της ευχαριστιακής κοινωνίας με εκείνη της Κωνσταντινουπόλεως θα ήταν δικαιολογημένη ακόμη και εάν όλη η υπόθεση θα περιορίζετο στην επιθυμία αντιμετωπίσεως ενός κακουργήματος στο επίπεδο όλης της Εκκλησίας και προστασίας των τέκνων της από την κοινωνία με εκείνους, οι οποίοι εισήλθαν σε κοινωνία με σχισματικούς. Αλλά το πράγμα κατέστη σοβαρότερο. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν πρώτη η οποία αρνήθηκε να υποταχθεί στην αίρεση του παπισμού, το οποίο επιβάλλεται από το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Και οι λοιπές κατά τόπους Εκκλησίες θα οφείλουν αργά ή γρήγορα να κάνουν την ίδια επιλογή, όχι μεταξύ των «Ρώσων» και των «Ελλήνων», αλλά μεταξύ της Ορθοδοξίας και της αιρέσεως.
- [1] https://cognoscoteam.gr/αρνούμενος-το-οικουμενικό-πατριαρχε/
- [2] «Ορθόδοξος «Εκκλησία» ή «Συνομοσπονδία» Τοπικών Εκκλησιών»;
- [3] Παραπομπές από την ομιλία «Polozhenie Pravoslavnoy Tserkvi posle voiny» κατά τη Β’ Σύνοδο της Υπερορίου Ρωσικής Εκκλησίας (Σρέμσκιε Κάρλοβτσυ, 1/14‒11/24 Αυγούστου 1938).
- [4] Σωφρόνιος Σαχάροβ, ιερομ. Edinstvo Tserkvi po obraztsu Edinstva Svatoy Troitsy // Vestnik Russkogo Zapadno-Evropeiskogo Ekzarchata а. 1950. № 2–3. Σ. 8–32.
- [5] Протојереј Радомир В. Поповић. Ангажована Теологиjа Цариградске Патриjаршиjе // svetosavlje.org/angazovana-teologija-carigradske-patrijarsije/
- [6] Ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας Παύλος. Druzhba s drugimi tserkvami // www.blagovest-info.ru
- [7] https://www.pravoslavie.bg
- [8] Απόφαση της Ιεράς Συνόδου Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας (ἐν Μόσχᾳ, από 24 έως 29 Ιουνίου 2008) «Περί ενότητος της Εκκλησίας»)
- [9] http://www.patriarchia.ru/db/text/3481089.html
- [10] Poslanie k Scholariou, II // https://azbyka.ru/otechnik/Amvrosij_Pogodin/svjatoj-mark-ehfesskij-i-florentijskaja-unija/9).
- [11] Cit. ex.: Sokolov I.I. Lektsii po istorii Greko-Vostochnoy Tserkvi. Spb., 2005, Σ. 129.
- [12] Ό.π. Σ. 186
- [13] Gorazd, biskup Českэ aMoravsko-Slezskэ. Život sv. Cyrila a Metoděje a jejich poměr k Řнmu a Cařihradu // http://www.orthodoxia.cz/gorazd/pavlik2.htm
- [14] http://anastasiosk.blogspot.com/2014/01/primus-sine-paribus.html
- [15] Σωφρόνιος Σαχάροβ, ιερομ. Ό.π. Σ. 25.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου