Η
σεμνή μορφή του επισκόπου Ονουφρίου (Γκαγκαλιούκ, †1938), η ασκητική
του διαγωγή, τα καλοσυνάτα του μάτια, στα οποία καθρεφτίζονταν η πίστη
στον Θεό και η αγάπη προς τον πλησίον, τα εμπνευσμένα του κηρύγματα, με
τα οποία καλούσε τους ανθρώπους σε μετάνοια, συγχωρητικότητα και
πιστότητα στην Ορθοδοξία, όλα αυτά είχαν γεννήσει στις καρδιές των
πιστών τον βαθύ σεβασμό και την απεριόριστη ευγνωμοσύνη προς το πρόσωπό
του.
Το
1933 συμπλήρωσε δέκα χρόνια αρχιερατικής διακονίας, από τα οποία τα
μισά τα είχε περάσει σε φυλακές και εξορίες. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους η
ΓκεΠεΟυ συνέλαβε και πάλι τον ιεράρχη, ο οποίος κλείστηκε για δύο
εβδομάδες στη φυλακή του Στάριι-Οσκόλ και έπειτα μετακομίστηκε στη
φυλακή του Βορονέζ. Τον Ιούνιο αποφυλακίστηκε και, αφού προήχθη σε
αρχιεπίσκοπο, διορίστηκε στην εκκλησιαστική επαρχία Κούρσκ.
Οι
πιστοί του Κούρσκ, έχοντας πληροφορηθεί τις αρετές και την πολιτεία
του, τον υποδέχθηκαν με μεγάλη χαρά. Οι αρχές, όμως, άρχισαν αμέσως να
τον παρακολουθούν στενά και να παρεμβάλλουν προσκόμματα στην
ποιμαντορική του διακονία.
Όπως
στο Στάριι-Οσκόλ, έτσι κι εδώ του απαγόρευσαν να περιοδεύει στην
επαρχία του και τον περιόρισαν σ’ έναν μόνο ναό της πόλης. Σύντομα,
μάλιστα, διαπιστώνοντας με ανησυχία ότι στον ναό εκείνο συναθροίζονταν
πολυάριθμοι πιστοί, τον έστειλαν σε μικρότερο και λίγο αργότερα σε ακόμα
μικρότερο.
Τους
κληρικούς και τους λαϊκούς, που ήθελαν να μιλήσουν μαζί του, τους
δεχόταν στο φτωχικό του διαμέρισμα, όπου, επίσης, στις λιγοστές
ελεύθερες ώρες του έγραφε πνευματικά και θεολογικά άρθροι. Τριάντα ένα
τέτοια άρθρα έγραψε όσο έμεινε στο Κούρσκ.
✶✶✶
Η
ζωή του ήταν απλή, ασκητική. Ποτέ δεν φρόντιζε ούτε για το καθημερινό
του ψωμί. Ήταν απόλυτα ικανοποιημένος με ό,τι του έστελνε, αν του
έστελνε κάτι, ο Κύριος. Στο κατάλυμά του είχε ελάχιστα πράγματα, μόνο τα
απαραίτητα. Τα ρούχα του ήταν λιγοστά και ευτελή.
Οι
πιστοί, βλέποντας τη στέρησή του, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον
εφοδιάσουν με πράγματα που θα διευκόλυναν τη ζωή του. Μα εκείνος όλα τα
μοίραζε. Χρήματα του έδιναν; Τα μοίραζε σε φτωχούς. Ρούχα του έδιναν; Τα
χάριζε σε γυμνούς. Τρόφιμα του έδιναν; Τα πρόσφερε σε πεινασμένους. Στο
σπίτι του μαζεύονταν κάθε μέρα διάφοροι δυστυχισμένοι άνθρωποι, που
ήξεραν πόσο σπλαχνικός ήταν, και ζητούσαν τη βοήθειά του. Έτσι, σ’
εκείνον δεν έμενε ποτέ τίποτα.
Κάποιο
χειμωνιάτικο βράδυ χτύπησε την πόρτα του ένας ηλικιωμένος ιερέας, που
μόλις είχε αποφυλακιστεί. Ήταν άρρωστος, πεινασμένος και ξυλιασμένος,
καθώς φορούσε μόνο ένα καλοκαιρινό ζωστικό κι αυτό κουρελιασμένο.
Ο
αρχιεπίσκοπος του παραχώρησε το πρόχειρο μπάνιο του, για να πλυθεί, και
του έδωσε καθαρά ρούχα. Έπειτα του πρόσφερε φαγητό και, τέλος, τον
έβαλε να κοιμηθεί στο κρεβάτι του, ενώ ο ίδιος ξάπλωσε σ’ έναν πάγκο.
Το
πρωί, φεύγοντας για το χωριό του, ο γερο-ιερέας φόρεσε το δικό του
ζωστικό, πλυμένο τώρα και μπαλωμένο. Την ώρα, όμως, που αποχαιρετούσε
τον ιεράρχη, εκείνος, βλέποντάς τον με το λεπτό εκείνο ρούχο, δεν τον
άφησε να φύγει.
Έβγαλε
αμέσως από μια ντουλάπα ένα καινούργιο ράσο, χοντρό και ζεστό, που του
είχαν χαρίσει λίγο καιρό πριν οι πιστοί, και του το φόρεσε ο ίδιος.
Ύστερα τον ευλόγησε και τον ασπάστηκε. Ο ιερέας του φίλησε το χέρι και
αναχώρησε, κλαίγοντας από χαρά.
Η
μητέρα του αρχιεπισκόπου, η οποία, πρέπει να πούμε, είχε στο μεταξύ
καρεί μοναχή με το όνομα Ναταλία και έμενε μαζί του, δυσανασχέτησε με τη
φιλάνθρωπη πράξη του γιου της.
– Γιατί έδωσες το μοναδικό ζεστό ράσο που είχες; τον ρώτησε. Σου ήταν τόσο απαραίτητο!
Ο αρχιεπίσκοπος χαμογέλασε και την καθησύχασε:
– Ο πολυέλεος Κύριος θα μου στείλει άλλο.
Κάποια
νύχτα τον επισκέφθηκε ένας πρώην υπάλληλος της ΓκεΠεΟυ, που είχε
απολυθεί από την υπηρεσία επειδή ήταν μέθυσος. Παρουσιάστηκε ως
εκπρόσωπος της Κρατικής Ασφάλειας, χωρίς να επιδείξει κανένα σχετικό
έγγραφο, και, αφού δήλωσε πως είχε έρθει για έρευνα, απαίτησε να του
δείξουν πού βρίσκονταν τα χρήματα.
Ο
αρχιεπίσκοπος, δίχως να πει λέξη, του έδειξε το συρτάρι του γραφείου
του. Κι εκείνος, αφού πήρε όσα ρούβλια βρήκε εκεί –μερικά εκατοστάρικα–,
έφυγε, απειλώντας με θάνατο τον αρχιεπίσκοπο και κάθε άλλον που τυχόν
θα αποκάλυπτε σε οποιονδήποτε την επίσκεψή του.
Η μητέρα του ιεράρχη, αυτόπτης μάρτυρας του περιστατικού, συμβούλεψε τον γιο της:
– Πήγαινε χωρίς καθυστέρηση να καταγγείλεις τη ληστεία στην αστυνομία, γιατί αυτός ο άνθρωπος μπορεί να ξανάρθει.
–
Ο ληστής, αποκρίθηκε εκείνος, δεν είναι πια κρατικός υπάλληλος. Έχει
απολυθεί. Αν τον καταγγείλω στις αρχές, θα τον συλλάβουν, θα τον
δικάσουν και ίσως να τον εκτελέσουν. Αλλά εγώ δεν θέλω τον θάνατό του.
Θέλω να ζήσει και να μετανοήσει.
Από
το βιβλίο: Ηγουμένου Δαμασκηνού (Ορλόφσκι), ΑΓΙΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ. Ρώσοι
ιερομάρτυρες και ομολογητές του 20ού αιώνα. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός
Αττικής 2014, σελ. 298.
«Πᾶνος»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου