Δευτέρα 17 Ιουνίου 2019

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἡ «νέα ἐκκλησιολογία» τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου




- Ἡ ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου ἀπὸ τὸ 30:30 μέχρι τό 1:05:30 
Ἡ διατριβή τοῦ π. Πέτρου Χίρς μέ τίτλο «ἡ ἐκκλησιολογική ἀναθεώρηση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου» εἶναι ἀξιόλογη ἀπό κάθε πλευρά καί γι’ αὐτό ὅταν τήν διάβασα, πρίν ἐκδοθῆ, ἔγραψα ἕνα κείμενο τό ὁποῖο δημοσιεύθηκε καί μέ τό ὁποῖο τήν παρουσίασα στό εὐρύ κοινό.
Στήν παροῦσα δημόσια παρουσίαση δέν μπορῶ νά ἀποδεσμευθῶ ἀπό ὅσα ἔγραψα, ἀλλά δέν θά ἤθελα νά ἐπαναλάβω τά ἴδια, ὁπότε θά προσπαθήσω νά τονίσω ἐπιγραμματικά μερικά ἐνδιαφέροντα σημεῖα πού καθιστοῦν σπουδαία τήν διατριβή αὐτή.
Θά ἐμμείνω στήν διατριβή, παρουσιάζοντας τά κεντρικά της σημεῖα, καί δέν θά κάνω δικές μου ἀναλύσεις, γιατί αὐτό εἶναι τό νόημα τῆς παρουσιάσεως ἑνός βιβλίου, δηλαδή πρέπει νά ἀναδειχθῆ ἡ σκέψη τοῦ συγγραφέως. Θά κάνω, ὅμως, δύο παρατηρήσεις μου, τήν μία στήν ἀρχή καί τήν μία στό τέλος.
1. Ἡ προσφορά τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν στήν ἔρευνα συγχρόνων Ἐκκλησιαστικῶν καί θεολογικῶν θεμάτων
Ἡ διατριβή ἔδειξε καθαρά ὅτι ἡ προσφορά τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν εἶναι μεγάλη στόν τομέα τῆς ἔρευνας, ὅταν γίνεται μέ ἀντικειμενικότητα καί στηρίζεται στήν ἀνάλυση τῶν κειμένων, πού κατά καιρούς παρουσιάζονται, καί ὄχι στόν στοχασμό καί τήν προσπάθεια νά στηριχθοῦν μερικές συγκεκριμένες ἀπόψεις πού ἤδη ὑπάρχουν.
Πράγματι, ἡ ἔρευνα στά κείμενα καί στά θεολογικά ρεύματα πού γίνεται μέ ἀντικειμενικότητα καί ψυχραιμία μπορεῖ νά συμβάλη στήν ἀντιμετώπιση κρισίμων θεολογικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων καί μέ αὐτόν τόν τρόπο μπορεῖ νά βοηθηθῆ ἡ ἐκκλησιαστική ζωή.
Ὅπως εἶναι γνωστόν ὑπάρχει διάκριση μεταξύ τῆς χαρισματικῆς καί τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, ἀλλά δέν μπορεῖ ἡ μία νά ἀντικαταστήση τήν ἄλλη. Ἡ χαρισματική θεολογία εἶναι πρωτογενής θεολογία, πού συνδέεται μέ τήν ἐμπειρία τοῦ μυστηρίου τῆς κατά Χάριν θεώσεως, ἐνῶ ἡ ἀκαδημαϊκή θεολογία διερευνᾶ τά κείμενα τῶν θεουμένων Πατέρων, ἀλλά πολλές φορές φθάνει καί σέ συγκρίσεις μεταξύ τῶν κειμένων τῶν Πατέρων.
Θέλω νά ἐπαινέσω τόν συγγραφέα τῆς παρούσης διατριβῆς π. Πέτρο Χίρς, διότι ἐργάσθηκε μέ ἀντικειμενικότητα καί νηφαλιότητα στό θέμα του καί μᾶς παρουσίασε μιά σημαντική διατριβή, ἡ ὁποία βοηθᾶ ὅλους μας, ὅταν δέν ἔχουμε τήν δυνατότητα, λόγῳ χρόνου καί τρόπου ζωῆς, νά ἔχουμε πρόσβαση στίς πηγές. Ὅμως, θέλω νά ἐπαινέσω καί τόν ἐπιβλέποντα καθηγητή Δημήτριο Τσελεγγίδη, γιατί ἔδωσε τό θέμα αὐτό καί τό παρακολούθησε κατά τήν ἐξέλιξή του, ἀλλά καί γιατί μέ τόν τρόπο αὐτό ἀνέδειξε ἕνα σοβαρό θέμα πού ἀπασχολεῖ τήν ἐκκλησιαστική ζωή.
Οἱ ἀπόψεις πού ἀναπτύχθηκαν ἀπό τούς Λατίνους κατά τήν διάρκεια τῶν αἰώνων, μέ τήν σχολαστική θεολογία καί τήν θεολογία μετά τήν Μεταρρύθμιση ἀνετράπησαν ἀπό τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου.
Ἡ ἀντικειμενικότητα καί ἡ νηφαλιότητα εἶναι ἀπαραίτητες σέ δογματικά καί ἐκκλησιολογικά ζητήματα, γιατί ὑπάρχουν δύο τάσεις σέ θεολογικά καί ἐκκλησιαστικά ζητήματα· ἡ μία τάση ἀσχολεῖται μόνον μέ τήν διανοητική καί στοχαστική ἀνάλυση τῶν θεμάτων καί ἡ ἄλλη τάση ἀσχολεῖται συνθηματολογικά. Ἡ διατριβή πού παρουσιάζεται σήμερα εἶναι γραμμένη μέ ἐπιστημονικό τρόπο, δηλαδή ἀντικειμενικό, ὅμως ἀναδεικνύει καί τήν παράδοση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁπότε, ἀποφεύγει καί τόν διανοητικό στοχασμό καί τήν συνθηματολογία.
2. Τρία βασικά θέματα τῆς διατριβῆς
Διαβάζοντας κανείς τήν διατριβή τοῦ π. Πέτρου Χίρς μπορεῖ νά διαπιστώση ὅτι θίγονται διάφορα σοβαρά ζητήματα πού προκαλοῦν τήν προσοχή τοῦ ἀναγνώστη.
Σέ αὐτήν τήν εἰσήγηση θά ἐπισημάνω τρία σημεῖα πού ἔκαναν σέ μένα ἰδιαίτερη ἐντύπωση, χωρίς νά ἀποκλείω καί ἄλλα σημεῖα. Τό ἕνα εἶναι ἡ Βαπτισματική θεολογία ἤ ἡ θεολογία τῆς περιεκτικότητας. Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ἡ Ἐκκλησιολογία τῆς Communio. Καί τό τρίτο εἶναι ἡ ἀπουσία ἀπό τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου τόσο τῆς διακρίσεως τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅσο καί τῆς δαιμονολογίας.
Τά δύο πρῶτα σημεῖα φαίνονται στόν ὑπότιτλο τοῦ ἔργου του «Μιά ὀρθόδοξη διερεύνηση τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Ἐκκλησίας κατά τό διάταγμα περί οἰκουμενισμοῦ» τῆς Βατικανῆς Συνόδου, τό δέ τρίτο σημεῖο ἐπισημαίνεται στήν ἀνάλυση τῆς θεματολογίας τῆς διατριβῆς.
α) Ἡ Βαπτισματική θεολογία ἤ ἡ θεολογία τῆς περιεκτικότητας
Στό θέμα τοῦ βαπτίσματος πρέπει νά δοῦμε κατ’ ἀρχάς τήν διαφοροποίηση τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου ἀπό τήν διδασκαλία τῶν ἄλλων ἀνατολικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, καθώς ἐπίσης καί τήν διαφοροποίηση τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη καί ἀπό τόν ἱερό Αὐγουστῖνο καί τελικά πῶς πέρασε αὐτό στό Διάταγμα τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου. Νομίζω ὅτι αὐτό εἶναι τό κεντρικό σημεῖο τῆς διατριβῆς αὐτῆς.
Ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, στήν προσπάθειά του νά ἀντιμετωπίση τούς Δονατιστές, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τους ἔχει τά αὐθεντικά μυστήρια, ἔκανε τήν διάκριση μεταξύ ἐγκυρότητας τῶν Μυστηρίων καί ἀποτελεσματικότητάς τους, ὅτι, δηλαδή, ἄλλο εἶναι ἡ ἐγκυρότητα τῶν Μυστηρίων καί ἄλλο εἶναι ἡ ἀποτελεσματικότητά τους.
Κατά τόν ἱερό Αὐγουστῖνο οἱ αἱρετικοί ἔχουν μέν τό νόμιμο Βάπτισμα, ἐπειδή χρησιμοποιεῖται τό νερό καί προφέρονται τά λόγια τοῦ Εὐαγγελίου, ἀλλά δέν τό ἔχουν νομίμως. Τό μυστήριο ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι ἀδιαμφισβήτητο, ἀλλά στερεῖται σωτηριώδους δυνάμεως. Διετύπωσε τήν περίεργη ἄποψη ὅτι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργεῖ κατά τήν στιγμή τοῦ Βαπτίσματος, οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου ἐξαλείφονται, ἀλλά οἱ ἁμαρτίες αὐτές γυρίζουν ἀμέσως πίσω στόν βαπτιζόμενο, διότι ἀνήκει σέ ὁμάδα σχισματική καί αἱρετική. Δηλαδή, ὅποιος βαπτίζεται ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας περνᾶ μέσα ἀπό μιά στενή ζώνη φωτός, ἀλλά πάλι εἰσέρχεται στό σκοτάδι.
Πρόκειται γιά ἕναν στοχασμό περί τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος, πού διαφέρει σαφῶς ἀπό τήν πατερική διδασκαλία τῆς ἐποχῆς του, ἡ ὁποία πατερική παράδοση συνεχίζει τήν πάγια ἰσχύουσα ἀρχή τοῦ ἁγίου Κυπριανοῦ, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ταυτίζονται τά κανονικά μέ τά χαρισματικά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἄποψη τοῦ Αὐγουστίνου ὅτι εἶναι ἔγκυρο κάθε βάπτισμα πού τελεῖται ἀπό σχισματικούς καί αἱρετικούς ὡς τό ἕνα Βάπτισμα τῆς Ἐκκλησίας, διαφοροποιεῖται ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἀπορρίπτει τό βάπτισμα ὁρισμένων αἱρετικῶν. Ἐπίσης, ἡ ἄποψή του ὅτι πρέπει νά διακρίνουμε τά δόγματα τῶν αἱρετικῶν ἀπό τό πῶς κάνουν χρήση τῶν Μυστηρίων πού ἀνήκουν στόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία, διαφοροποιεῖται ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, σύμφωνα μέ τόν ὁποῖο παρ’ ὅτι οἱ αἱρετικοί χρησιμοποιοῦν τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί κάνουν χρήση τοῦ ὀρθοδόξου τυπικοῦ, ἐν τούτοις τό Βάπτισμα μολύνει μᾶλλον παρά καθαίρει.
Πρέπει νά ἐπισημανθῆ ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἀνατολῆς δέχονταν μιά ἄσκηση οἰκονομίας καί ἐπιείκειας γιά τήν ἐπιστροφή τῶν μετανοημένων σχισματικῶν καί αἱρετικῶν στήν Ἐκκλησία, ἀλλά, ὅπως λέγεται στήν διατριβή, «οὐδέποτε ἀνέπτυξαν μιά νέα θεολογία οὔτε χώρισαν τήν μυστηριακή θεολογία ἀπό τήν ἐκκλησιολογία, προκειμένου νά ὁραματιστοῦν ἐκ νέου τήν Ἐκκλησία καί τό στάτους τῶν σχισματικῶν».
Στήν διατριβή ὑποστηρίζεται ὅτι ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος παρ’ ὅτι δεχόταν ὅτι κάποιος αἱρετικός ἤ σχισματικός θά μποροῦσε νά ἔχη τό ἐξωτερικό σημεῖο τοῦ Βαπτίσματος, δηλαδή νά ἔχη τό μυστήριο μέ τό νόημα καί τήν ἱερότητά του, ἐν τούτοις αὐτό τό βάπτισμα δέν ἔχει τήν ἐσωτερική σωτηριώδη δύναμη πού ὑπάρχει μόνο στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τά ἀνίσχυρα ἐξωτερικά σημεῖα. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, παρ’ ὅλες τίς ἀπόψεις του γιά τήν ἐγκυρότητα τοῦ μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, ποτέ δέν ἐπεξέτεινε στούς αἱρετικούς καί τούς σχιμαστικούς τήν ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας. Μέ τήν θεωρία του αὐτή προσπάθησε νά δεχθῆ στήν Ἐκκλησία ὄχι μόνον λαϊκούς Δονατιστές χωρίς νά τούς βαπτίση, ἀλλά καί Κληρικούς τους χωρίς νά τούς χειροτονήση.
Στήν συνέχεια, ὅμως, ὁ σχολαστικός Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης τόν 13ο αἰώνα διαφοροποιεῖ αὐτήν τήν σκέψη τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου ὡς πρός τό Βάπτισμα. Ἐνῶ γιά τόν Αὐγουστῖνο τό Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν εἶναι ἕνα ἐξωτερικό σημεῖο πού εἶναι ἕνα σημάδι πάνω στό σῶμα τοῦ βαπτιζομένου, καί γιά νά ἐξηγήση τήν ἐγκυρότητα τοῦ σημείου τοῦ Βαπτίσματος, λάμβανε εἰκόνα ἀπό τό σημεῖο πού ἐγχαράσσουν σέ ἐκείνους πού ἐντάσσονταν στίς τάξεις τοῦ στρατοῦ, ἐν τούτοις γιά τόν Θωμᾶ τόν Ἀκινάτη αὐτός ὁ χαρακτήρας εἶναι ἕνα ἀνεξάλειπτο σημάδι στήν ψυχή πού δέν μπορεῖ ποτέ νά ἀφαιρεθῆ.
Αὐτό σημαίνει ὅτι, κατά τόν Θωμᾶ τόν Ἀκινάτη, τό Βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καί τῶν σχισματικῶν παράγει πνευματικά ἀποτέλεσματα. Στό σημεῖο αὐτό φαίνεται ἡ διαφοροποίηση τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη καί ἀπό τήν ἄποψη τοῦ Αὐγουστίνου. Αὐτή ἡ θεωρία καταλήγει στήν πλήρη ἀποδοχή τῆς παρουσίας καί ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, στά «μυστήρια» τῶν αἱρετικῶν καί τῶν σχισματικῶν.
Στό διάστημα ἀπό τήν σχολαστική θεολογία τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη μέχρι τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο ἔγιναν πολλές διεργασίες καί ἀλλαγές ἐντός τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ στά θέματα τοῦ Βαπτίσματος, καθώς ἐπίσης ἔγιναν πολλές διεργασίες καί στό τί σημαίνει νά εἶναι κανείς μέλος τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἀπόψεις τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ὁ ὁποῖος ὅμως, ὅπως ἔχει σημειωθῆ, παρά τό ὅτι ἀνεγνώρισε ἐγκυρότητα τοῦ Βαπτίσματος καί ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, οὐδέποτε ἐπεξέτεινε τήν ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας στούς αἱρετικούς καί τούς σχισματικούς, διεστράφησαν καί θά ἦταν ἀγνώριστες καί ἀπό αὐτόν τόν ἴδιο, ἄν ζοῦσε. Ὅπως σημειώνεται στήν διατριβή «ὁ Αὐγουστῖνος θά ἔφριττε γιά τό βάθος στό ὁποῖο ἡ μεταγενέστερη θεολογία ὁδήγησε τήν δική του "στένωση" στά οὐσιώδη τῆς ἐγκυρότητας».
Οἱ ἀπόψεις τῶν «Ρωμαιοκαθολικῶν θεολόγων» καί τοῦ Βατικανοῦ στά θέματα τοῦ Βαπτίσματος καί στό ποιός ἀνήκει στήν Ἐκκλησία πέρασαν ἀπό διάφορα στάδια, ἀπό τήν περίοδο τῆς σχολαστικῆς θεολογίας μέχρι τίς παραμονές τῆς συγκλήσεως τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου. Στίς Συνόδους τοῦ Λατερανοῦ (Α΄ 1123, Β΄ 1139, Γ΄ 1179 καί Δ΄1215) καί τῆς Φλωρεντίας (1438-1439) ἀπέκτησε θεσμικό κύρος ἡ ἄποψη ὅτι ἀκόμη καί ἕνας ἄπιστος μποροῦσε νά βαπτίζη σέ περίπτωση ἀνάγκης. Στόν Κανόνα 87 τοῦ Κώδικα τοῦ 1917 ὁ ὁποῖος στηρίζεται σέ ἐπίσημο ἔγγραφο τοῦ Πάπα Βενεδίκτου XIV (1740-1758), ὁ ὁποῖος μέ τήν σειρά του στηρίχθηκε στόν Ἰησουΐτη μοναχό Francisco Suarez, ἀποφασίζεται ὅτι αὐτός πού βρίσκεται ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία μπορεῖ νά γίνη μέλος τῆς Ἐκκλησίας (ἐννοεῖται τόν Παπισμό) μέ ἕνα ὀρθῶς μεταδιδόμενο Βάπτισμα, ὅταν δέχεται τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, τήν δικαιοσύνη καί τόν χαρακτήρα τοῦ Χριστοῦ, πράγμα πού εἶναι διαστρέβλωση τῶν ἀπόψεων τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Ἡ ἐγκύκλιος τοῦ Πάπα Πίου τοῦ XII Mystici Corporis Christi παρουσιάζει τήν ἔννοια τῆς «ἀποκλειστικότητας», δηλαδή παρ’ ὅτι ἀναγνωρίζεται ἡ ὕπαρξη Χριστιανῶν ἐκτός τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἐν τούτοις «δέν χαρακτηρίζονται "πραγματικά καί ἀληθινά" μέλη τῆς Ἐκκλησίας "οὔτε μποροῦν νά ζοῦν τήν ζωή τοῦ δικοῦ τους Ἁγίου Πνεύματος"».
Οἱ ἀπόψεις πού ἀναπτύχθηκαν ἀπό τούς Λατίνους κατά τήν διάρκεια τῶν αἰώνων, μέ τήν σχολαστική θεολογία καί τήν θεολογία μετά τήν Μεταρρύθμιση ἀνετράπησαν ἀπό τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, ὁπότε ἀπό τήν «ἀποκλειστικότητα» τῆς Παπικῆς ἐγκυκλίου Mystici Corporis Christi (1943) φθάσαμε στήν ἔννοια τῆς «περιεκτικότητας» τῶν κειμένων τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου.
Στήν διατριβή γίνονται συγκρίσεις μεταξύ τῶν ἐπιδιώξεων τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου γιά τήν ἐπαναφορά τῶν Δονατιστῶν στήν Ἐκκλησία, καί τῶν ἐπιδιώξεων τοῦ Congar γιά τήν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου στήν ἐποχή μας.
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτες οἱ ἀπόψεις τοῦ Congar πού θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθῆ ὡς ὁ Πατέρας τῆς ἐκκλησιολογίας τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, καί ὅπως λέγεται θά μποροῦσε ἡ Β΄ Βατικανή Σύνοδος νά μετονομασθῆ ὡς Σύνοδος τοῦ Congar. Σκοπός τοῦ Congar ἦταν ἡ ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου.
Στήν διατριβή γίνονται συγκρίσεις μεταξύ τῶν ἐπιδιώξεων τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου γιά τήν ἐπαναφορά τῶν Δονατιστῶν στήν Ἐκκλησία, καί τῶν ἐπιδιώξεων τοῦ Congar γιά τήν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου στήν ἐποχή μας. Ὅπως ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος δέν ἀκολούθησε τούς Ἀναστολικούς Πατέρες καί θεωρεῖται ὡς «πρωτοπόρος τῆς θεολογίας» ἤ ὅπως τόν χαρακτήρισε ὁ Harnack ὡς «τόν πρῶτο μοντέρνο ἄνθρωπο», καί ἀπέκλινε ἀπό τήν καθιερωμένη ἐκκλησιολογία τῆς ἐποχῆς του, ἔτσι καί ὁ Congar προέτεινε μιά δική του ἰδιόμορφη ἰδέα ὅτι οἱ σχισματικές κοινότητες διατηροῦσαν στοιχεῖα τῆς Ἐκκλησίας, καί ὅτι ὑπῆρχε ἑνότητα ἔστω καί ἀτελής. Αὐτή ἡ ἄποψη ἔγινε ἡ νέα θεολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου.
β) Ἡ ἐκκλησιολογία τῆς Communio
Στό θέμα τῆς ἐκκλησιολογίας παρατηρεῖται μιά διαφοροποίηση στό Διάταγμα περί οἰκουμενισμοῦ τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου ἀπό προγενέστερες ἀποφάσεις τοῦ Βατικανοῦ, προκειμένου νά τεθῆ μέσα στήν οἰκουμενιστική νοοτροπία τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος. Αὐτό φαίνεται καθαρά στό θέμα τῆς Communio (ἑνότητας). Πρόκειται γιά μιά νέα ἐκκλησιολογία, τήν λεγομένη ἐκκλησιολογία τῆς «communio» πού διαφέρει σαφῶς ἀπό τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία καθορίζονται τά ὅρια τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας μέ τίς «γραμμές τοῦ αἵματος», δηλαδή μέ τήν μετοχή τῶν Χριστιανῶν στό Ποτήριο τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ στήν ἐκκλησιολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου τά ὅρια τῆς ἑνότητας καθορίζονται μέ βάση τό ὕδωρ τοῦ Βαπτίσματος. Κατά τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ μυστηριακή βάση τῆς κοινωνίας στηρίζεται σέ ὅλα τά Μυστήρια, ἀφοῦ ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ τῶν Μυστηρίων, ἐνῶ κατά τήν ἀπόφαση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου ἡ μυστηριακή ἑνότητα στηρίζεται στό ἕνα Βάπτισμα, ἡ δέ μετοχή στήν θεία Εὐχαριστία εἶναι τό ἀποκορύφωμα τῆς ἑνότητας πού ἐπιφυλάσσεται σέ αὐτούς πού θά ἀποκτήσουν πλήρη κοινωνία.
Ἐπίσης, μέ τήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο καθορίζεται ἡ διπλή ἑνότητα τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἰδιότητας τοῦ μέλους, ἀφοῦ ἀναγνωρίζονται ὡς Ἐκκλησίες καί αὐτές πού εἶναι ἐκτός τοῦ Βατικανοῦ, οἱ ὁποῖες, ὅμως, χαρακτηρίζονται ὡς ἀτελεῖς, διότι δέν ἔχουν ἀκόμη κοινωνία μέ τόν Πάπα. Ἔτσι, ἀναγνωρίζεται ἡ ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας μέ τό ἅγιο Βάπτισμα σέ ἕναν πού βρίσκεται καί ἐκτός τοῦ Βατικανοῦ, καί ἡ πλήρης ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας σέ αὐτόν πού ἀναγνωρίζει ὡς κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας τόν Πάπα. Ἑπομένως, μέ τά κείμενα τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου γίνεται διάκριση μεταξύ πλήρους καί ἀτελοῦς κοινωνίας στήν Ἐκκλησία.
Κατά τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, ἡ μυστηριακή βάση τῆς κοινωνίας στηρίζεται σέ ὅλα τά Μυστήρια, ἀφοῦ ὑπάρχει ἑνότητα μεταξύ τῶν Μυστηρίων, ἐνῶ κατά τήν ἀπόφαση τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου ἡ μυστηριακή ἑνότητα στηρίζεται στό ἕνα Βάπτισμα.
Τό θέμα αὐτό εἶναι σοβαρό, γιατί μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου γίνεται διάκριση μεταξύ τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλο εἶναι νά εἶναι κανείς μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἄλλο νά εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι ὅσοι βαπτίζονται, ἀκόμη καί Χριστιανοί ἐκτός τοῦ Βατικανοῦ, εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἔστω καί ἀτελῶς, ἀλλά συγχρόνως λόγῳ τοῦ ὅτι δέν ἔχουν κοινωνία μέ τόν Πάπα δέν ἀνήκουν πλήρως στήν Ἐκκλησία. Αὐτή ἡ θεωρία εἶναι πρωτοφανής στήν πατερική ἐκκλησιολογία.
Ἤδη στήν σχολαστική θεολογία, ὕστερα ἀπό μιά διεργασία, οἱ θεολόγοι κατέληξαν στό νά διακρίνουν μεταξύ «ἀληθινοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» πού εἶναι ἡ θεία Εὐχαριστία, καί «μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ὁ Πάπας Βονιφάτιος Η΄ τήν 8η Νοεμβρίου 1302 ὀνομάζει τήν Ἐκκλησία «μυστικό σῶμα» καί διακηρύσσει ὅτι αὐτό τό σῶμα ἔχει ὡς κεφαλή τόν Χριστό καί τόν ἀντιπρόσωπο τοῦ Χριστοῦ Πέτρο καί τόν διάδοχο τοῦ Πέτρου, τόν ἑκάστοτε Πάπα.
γ) Ἡ ἀπουσία τῆς διακρίσεως τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῆς δαιμονολογίας
Στήν διατριβή πού παρουσιάζεται σήμερα ἐπισημαίνεται ὅτι στά κείμενα τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου δέν γίνεται ἰδιαίτερος λόγος γιά τήν διάκριση τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καθώς ἐπίσης ἀπουσιάζει καί «ἡ διάκριση τῶν μεθόδων τῶν πεπτωκότων πνευμάτων, ἡ δαιμονολογία» πού τά θεωρῶ πολύ ἀξιοπρόσεκτα σημεῖα.
Σέ εἰδικό κεφάλαιο τῆς διατριβῆς μέ τίτλο «Ἡ διάκριση τοῦ Πνεύματος στό UR» (διάταγμα τοῦ Βατικανοῦ γιά τήν οἰκουμενικότητα) ἐπισημαίνεται ὅτι στήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο σχεδιάσθηκε ἡ νέα ἐκκλησιολογία «γιά νά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τίς αὐστηρές καί ἀποκλειστικές διακρίσεις τῆς Mystici Corporis, πού τοποθετοῦσαν τούς "χωρισμένους ἀδελφούς" "ἔξω ἀπό τήν ζωή τοῦ Θείου Πνεύματος"» καί μέ τόν τρόπο αὐτό νά ἐπιστρέψουν στίς πηγές. Παρά ταῦτα δέν γίνεται καμμιά μνεία γιά τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν μέθεξη τῆς Χάριτος ἀπό τόν ἄνθρωπο.
Γνωρίζουμε ὅτι στήν σχολαστική θεολογία ταυτίζεται ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἄκτιστη οὐσία Του, τό γνωστό actus purus, καί πιστεύεται ὅτι ὁ Θεός ἐπικοινωνεῖ μέ τόν κόσμο καί τούς ἀνθρώπους μέ κτιστές ἐνέργειες. Τελικά, κατά τήν δυτική σχολαστική θεολογία, ὁ ἄνθρωπος στά Μυστήρια ἐπικοινωνεῖ μέ κτιστές ἐνέργειες, καί ὄχι μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειες. Γιά τό σοβαρό αὐτό θέμα δέν γίνεται εἰδικός λόγος στήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο. Ὁπότε, διερωτᾶται κανείς πῶς μπορεῖ νά γίνεται λόγος γιά μυστήρια καί θέωση.
Ὅλοι ὅσοι βαπτίζονται, ἀκόμη καί Χριστιανοί ἐκτός τοῦ Βατικανοῦ, εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἔστω καί ἀτελῶς, ἀλλά συγχρόνως λόγῳ τοῦ ὅτι δέν ἔχουν κοινωνία μέ τόν Πάπα δέν ἀνήκουν πλήρως στήν Ἐκκλησία.
Ἔπειτα, στά κείμενα τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου δέν γίνεται λόγος γιά τήν διάκριση μεταξύ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ μία εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία διακρίνεται ἀνάλογα μέ τό ἀποτέλεσμά της σέ δημιουργική, προνοητική, καθαρτική, φωτιστική καί θεωτική. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μετέχουν στήν δημιουργική, τήν συνεκτική καί τήν προνοητική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ μετοχή σέ αὐτές τίς ἐνέργειες δέν σημαίνει ὅτι καθιστᾶ τούς ἀνθρώπους μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ καθαρτική, φωτιστική καί θεοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δίδονται μέσα στήν Ἐκκλησία, χωρίς βέβαια νά ἀποκλείωνται οἱ ἰδιαίτερες ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίσης, στά κείμενα τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου ἀπουσιάζει ἐντελῶς κάθε ἀναφορά στίς μεθοδεῖες τοῦ διαβόλου πρίν καί μετά τό Βάπτισμα. Αὐτό σημαίνει ὅτι χωρίς τήν γνώση τῶν μεθόδων τῶν δαιμόνων καί τῆς ἀντιμετωπίσεώς τους, εἶναι ἀκατανόητες καί ἡ χριστολογία καί ἡ ἐκκλησιολογία.
Ἑπομένως, μιά ἐκκλησιολογία χωρίς τήν ἀναφορά στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἄν εἶναι κτιστή ἤ ἄκτιστη, καί τό κυριότερο μέ τήν ἐμμονή στά περί κτιστῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, καθώς ἐπίσης καί χωρίς ἀναφορά στήν πολεμική ἐναντίον τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν, δέν συνιστᾶ ἐκκλησιαστική διδασκαλία γιά τό Βάπισμα καί τήν Ἐκκλησία.
3. Τά συμπεράσματα τῆς διατριβῆς
Ὁ π. Πέτρος Χίρς ἐργάσθηκε μεθοδικά μελετώντας τόσο τά θεολογικά ρεύματα πού προηγήθηκαν τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου, ὅσο καί τά πλαίσια μέσα στά ὁποῖα ἐργάσθηκε αὐτή ἡ Σύνοδος, καθώς ἐπίσης μελέτησε ἐπισταμένως τά κείμενα τῆς Συνόδου, ἀλλά καί τίς ἀναλύσεις πού ἔγιναν μετά τήν Σύνοδο ἀπό διαφόρους θεολόγους τοῦ Βατικανοῦ. Στόν ἐπίλογο τῆς διατριβῆς του καταγράφει τά συμπεράσματα πού ἀποτελοῦν τήν πεμπτουσία τῆς ὅλης διατριβῆς.
Τό βασικό συμπέρασμά του εἶναι ὅτι ἡ ἐκκλησιολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου δέν εἶναι ἐπιστροφή στήν πατερική παράδοση, δέν εἶναι ἐπιστροφή στίς πηγές, ὅπως διαφημίσθηκε, ἀλλά εἶναι παρέκκλιση ἀπό αὐτήν, στήν πραγματικότητα εἶναι ἕνα «νέο δόγμα ἤ μᾶλλον αἵρεση». Οἱ ἀποφάσεις αὐτές, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ συγγραφεύς ἐρευνητής τῆς παρούσης διατριβῆς, μᾶλλον συνιστοῦν μιά νέα μεταρρύθμιση πού ὁδηγεῖ «τήν Ρώμη πλησιέστερα στόν Προτεσταντισμό».
Αὐτή ἡ ἐκκλησιολογία στηρίζεται στήν λεγόμενη «Βαπτισματική θεολογία» πού ἀποτελεῖ «μιά ἐκκλησιολογία τῆς περιεκτικότητας» καί ἀποβλέπει στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας «σέ ἕνα μίνιμουμ τῶν ἐλάχιστων κοινῶν σημείων». Ἡ «Βαπτισματική θεολογία» παραβλέπει τήν ἑνότητα στήν θεία Εὐχαριστία, τήν ἑνότητα μεταξύ τῶν Μυστηρίων. Ὅμως, δέν εἶναι δυνατόν νά στηρίζεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μόνον στό Βάπτισμα, ὅπως αὐτό τελεῖται διαφοροτρόπως, καί νά παρακάμπτη τήν θεία Εὐχαριστία.
Ἐπίσης, ἕνα ἄλλο σημαντικό σημεῖο εἶναι ὅτι ἡ νέα ἐκκλησιολογική σύγκλιση μεταξύ τῶν Χριστιανῶν «ἐπικεντρώνεται στήν ἀποδοχή μιᾶς διηρημένης Ἐκκλησίας ἐντός τοῦ χρόνου» πού θά μποροῦσε νά χαρακτηρισθῆ ὡς «μία Νεστοριανίζουσα ἐκκλησιολογία», ὅτι δηλαδή, «ἡ Ἐκκλησία διαιρεῖται σέ δύο διαφορετικές ἑνότητες», ἡ μιά εἶναι στόν οὐρανό ἐκτός τοῦ χρόνου πού εἶναι «ἡ μόνη ἀληθινή καί καθολική», καί οἱ ἄλλες εἶναι οἱ «Ἐκκλησίες» ἐντός τοῦ χρόνου, οἱ ὁποῖες εἶναι «ἐλλειματικές καί σχετικές» πού ἀναζητοῦν νά πλησιάσουν μεταξύ τους. Μέ μιά τέτοια θεωρία «ἡ ἀνθρώπινη φύση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι διηρημένη καί σκορπισμένη καί ἔχει χωρισθῆ ἀπό τήν Θεανθρώπινη κεφαλή». Μιά τέτοια ἐκκλησιολογία πού εἶναι «μιά Νεστοριανίζουσα ἐκκλησιολογία» ἤ «ἕνας ἐκκλησιαστικο-ιστορικός δοκητισμός», ὅπως ἐπισημαίνει ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, εἶναι ἀντίθετη μέ τήν διδασκαλία τῶν Ὀρθοδόξων γιά τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.
Ἡ ἐκκλησιολογία τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου δέν εἶναι ἐπιστροφή στήν πατερική παράδοση, δέν εἶναι ἐπιστροφή στίς πηγές, ὅπως διαφημίσθηκε, ἀλλά εἶναι παρέκκλιση ἀπό αὐτήν, στήν πραγματικότητα εἶναι ἕνα «νέο δόγμα ἤ μᾶλλον αἵρεση».
Τό σημαντικό, ὅπως ἐπισημαίνεται στόν ἐπίλογο τῆς διατριβῆς, εἶναι ὅτι μερικοί ὀρθόδοξοι θεολόγοι δέν βλέπουν αὐτήν τήν ἐκτροπή τῆς ἀποφάσεως τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου ἀπό τήν ὀρθόδοξη πατερική θεολογία, δέν ἀσκοῦν κριτική σέ αὐτήν τήν θεωρία, μάλιστα δέ «ἡ βιβλιογραφία τῶν ὀρθοδόξων κριτικῶν ἀναλύσεων καλύπτει λιγότερη ἀπό μισή σελίδα», ἀλλά καί ἔχουν προσχωρήσει σέ αὐτήν τήν «νέα αἱρετική ἐκκλησιολογία», πού εἶναι ἀνατρεπτική τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων. Διάφοροι ὀρθόδοξοι θεολόγοι καί Ἱεράρχες, ὅπως γράφεται, «ἔχουν ἐκφρασθεῖ ἔργῳ καί λόγῳ περί τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Βαπτίσματος μέ σχεδόν ταυτόσημους ὅρους μέ ἐκείνους στά κείμενα τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου καί τῆς σύγχρονης Ρωμαιοκαθολικῆς θεολογίας».
Εἶναι, ἐπίσης, ἐκπληκτικό ὅτι μερικοί σύγχρονοι ὀρθόδοξοι θεολόγοι δέν βλέπουν ὅλες αὐτές τίς ἐκτροπές, «ἀλλά μᾶλλον ἔχουν περιορίσει τό ἐκκλησιαστικό ἐρώτημα σέ αὐτό τοῦ πρωτείου». Καί θά μποροῦσα νά προσθέσω ὅτι καί αὐτό τό πρωτεῖο δέν τό βλέπουν μέσα στήν δογματική σημασία πού τοῦ δίνουν οἱ Παπικοί, σύμφωνα μέ τούς ὁποίους ὁ Χριστός ἔδωσε τήν ἀρχιερωσύνη Του στόν Ἀπόστολο Πέτρο καί ἐκεῖνος στόν Πάπα, ἀλλά τήν ἐντάσσουν ἁπλῶς σέ ἕνα κανονικό καί εὐχαριστιακό πλαίσιο, ὡσάν ὁ Πάπας νά εἶναι ἁπλῶς προεστώς τῆς εὐχαριστιακῆς συνάξεως. Ἀλλά τό λεγόμενο Πέτρειο ἀξίωμα εἶναι ἀναίρεση ὅλης τῆς βάσεως καί τῆς ὑποδομῆς τοῦ σύγχρονου θεολογικοῦ διαλόγου.
Στό τέλος τῆς διατριβῆς ὁ π. Πέτρος Χίρς θέτει τόν ἐπαναπροσανατολισμό καί τήν ἐπανατοποθέτηση τῆς συμμετοχῆς τῶν ὀρθοδόξων μέ τούς ἑτεροδόξους σέ τρία σημεῖα.
Τό πρῶτο σημεῖο εἶναι νά ἐξετασθῆ διεξοδικῶς ἡ λεγόμενη «Βαπτισματική θεολογία» ἤ ἡ «Βαπτισματική ἐκκλησιολογία» πού ἐστερνίσθηκαν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, τό Παγμόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν καί ὀρθόδοξοι θεολόγοι μέ βάση τήν κεντρικότητα τῆς θείας Εὐχαριστίας στήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Μιά ἐκκλησιολογία χωρίς τήν ἀναφορά στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἄν εἶναι κτιστή ἤ ἄκτιστη, καί τό κυριότερο μέ τήν ἐμμονή στά περί κτιστῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, καθώς ἐπίσης καί χωρίς ἀναφορά στήν πολεμική ἐναντίον τοῦ διαβόλου καί τῶν παθῶν, δέν συνιστᾶ ἐκκλησιαστική διδασκαλία γιά τό Βάπισμα καί τήν Ἐκκλησία.
Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι νά μελετηθῆ ἀκόμη περισσότερο ἡ ἱστορική πορεία τῆς θεολογικῆς ἐξέλιξης τῆς νέας ἐκκλησιολογίας, ὥστε νά προσδιορισθοῦν «εὐκρινῶς οἱ θεολογικές καταβολές στήν μετασχισμαστική Δύση».
Καί τό τρίτο σημεῖο εἶναι νά μελετηθῆ ἡ παρέκκλιση τῆς ἐκκλησιολογίας τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου ἀπό τήν πρό αὐτοῦ πατερική ὁμοφωνία, καθώς ἐπίσης καί ἡ παρέκκλιση τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη ἀπό τήν ἐκκλησιολογία τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου σχετικά μέ τό Βάπτισμα τῶν σχισματικῶν καί τῶν αἱρετικῶν.
4. Συμπερασματικό μου σχόλιο
Διαβάζοντας αὐτήν τήν σημαντική διατριβή πολλές φορές καί νομίζω ὅσον ἦταν δυνατόν προσεκτικά, διεπίστωσα πῶς ἐξελίχθηκε ἡ παπική θεολογία μετά τήν ἀπομάκρυνσή της ἀπό τήν ὀρθόδοξη πατερική θεολογία καί παράδοση· πῶς ἐξελίχθησαν οἱ ἀπόψεις τῶν Παπικῶν γιά τό Βάπτισμα καί τήν ἐκκλησιολογία ἀπό τόν ἱερό Αὐγουστῖνο, τόν Θωμᾶ τόν Ἀκινάτη καί τούς μετέπειτα θεολόγους· πῶς ἡ ἐξέλιξη αὐτή πέρασε μέσα ἀπό διάφορες ἀποφάσεις καί τελικά ἔφθασε στήν Β΄ Βατικανή Σύνοδο, ἡ ὁποία παρήγαγε μιά νέα ἐκκλησιολογία.
Ὅμως, αὐτή ἡ νέα ἐκκλησιολογία δέν ἐπανῆλθε στήν πατερική παράδοση –γιά παράδειγμα, στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου καί τοῦ ἁγίου Εἰρηναίου Ἐπισκόπου Λουγδούνου– παρά τό ὅτι διαφημίσθηκε «ὡς ἐπιστροφή στίς πηγές», ἀλλά ἔφθασε σέ μιά διαστρέβλωση καί τῶν ἀπόψεων τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Εἶναι μιά «νέα ἐκκλησιολογία» πού τίθεται μέσα στήν προοπτική τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Καί τό σπουδαιότερο εἶναι ὅτι οἱ Παπικοί μέ τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου δέν ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τήν αἵρεση τοῦ actus purus, δέν ἀποδεσμεύθηκαν ἀπό τό αἱρετικό filioque, δέν ἀποστασιοποιήθηκαν ἀπό τό Πρωτεῖο τοῦ Πάπα, πού ἐκλαμβάνεται ὡς δογματικό θέμα, ὅτι δῆθεν ἡ ἀρχιερωσύνη ὅλων τῶν Ἐπισκόπων ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀρχιερωσύνη τοῦ Πάπα, τήν ὁποία τοῦ τήν ἔδωσε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, τό λεγόμενο Πέτρειο ὑπούργημα.
Ἡ διατριβή πού παρουσιάζεται σήμερα εἶναι πολύ σημαντική καί πρέπει νά διαβαστῆ ἀπό τούς θεολόγους καί τό εὐρύ κοινό. Κυρίως νά διαβαστῆ ἀπό τούς Ἐπισκόπους, ἰδιαιτέρως ἐκείνους πού ἀσχολοῦνται μέ τά θεολογικά καί διαχριστιανικά θέματα καί μέ τούς θεολογικούς καί διαχριστιανικούς διαλόγους.
Ἀπρίλιος 2015

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου