Σάββατο 18 Μαΐου 2019

ΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ, ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΛΟΓΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ


Το μαρτύριο των Αγίων Δέκα 
       Ο Χριστιανισμός στα πρώτα βήματά του, όσο δηλαδή παρέμενε στα στενά όρια της Ιουδαίας, δεν έτυχε καν της προσοχής των Ρωμαϊκών αρχών, αφού εθεωρείτο μία ακόμη Ιουδαϊκή αίρεση. Μάλιστα οι Ρωμαϊκές αρχές, έχαιρον ιδιαίτερα, διότι έβλεπαν τους Ιουδαίους να ερίζουν μεταξύ τους κάτι που τους βόλευε, αφού αρχή τους ήταν «το διαίρε και βασίλευε». 
      Όμως προϊόντος του χρόνου, όταν ο Χριστιανισμός έσπασε τα στενά αυτά όρια της Ιουδαίας και άρχισε να εξαπλώνεται σε όλη την επικράτεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και να αποκτάει ικανό αριθμό οπαδών, η Ρωμαϊκή εξουσία θορυβήθηκε και ιδιαίτερα όταν έγιναν Χριστιανοί άτομα που κατείχαν ανώτερες θέσεις στην κοινωνία...
       Οι πρώτοι βέβαια που αντέδρασαν ήταν οι εκπρόσωποι του Εθνικού (ειδωλολατρικού) Ιερατείου, διότι έχαναν και οικονομικά οφέλη αλλά και περιορίζονταν η επιρροή και ο σεβασμός που απολάμβαναν στην Ρωμαϊκή κοινωνία. Παράλληλα, ένας μεγάλος αριθμός επαγγελματιών – αγαλματοποιοί, αργυροχόοι, οικοδόμοι κ.λ.π. – που είχαν οικονομικά συμφέροντα από την Εθνική λατρεία, άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα.
        Έτσι λοιπόν οι ομάδες αυτές κατηγόρησαν τους Χριστιανούς για «αθεΐα» και εγκληματικές πράξεις με αποτέλεσμα να αρχίσουν οι πρώτες περιστασιακές διώξεις οι οποίες συστηματοποιήθηκαν και κορυφώθηκαν τα μετέπειτα χρόνια, όταν έλαβαν πλέον νομική μορφή αφ’ ης στιγμής εκδίδονταν αυτοκρατορικά διατάγματα για την τέλεσή τους.
        Οι διωγμοί αυτοί όμως, δεν έλαβαν στην Ελλάδα τον άγριο χαρακτήρα που τους διέκρινε στις άλλες επαρχίες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, λόγω της ημερότητας των ηθών των κατοίκων της αλλά κυρίως και λόγω του σεβασμού των Ρωμαϊκών αρχών προς την Ελλάδα.
Κατά τον διωγμό του Δομιτιανού (81 – 96 μ.Χ.) μαρτυρεί δια αποκεφαλισμού ο επίσκοπος Αθηνών Διονύσιος Αρεοπαγίτης ένας από τους ελάχιστους που πίστευσαν στο κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στον Άρειο Πάγο των Αθηνών. Κατ’ άλλους λέγεται πως μαρτύρησε επί εποχής Τραϊανού ή Αδριανού. Σύμφωνα με τις διηγήσεις από τα συναξάρια λέγεται πως μετά τον αποκεφαλισμό του δίνει το κεφάλι του σε μια ευσεβή γυναίκα την Κατούλα. 
        Στον μετέπειτα διωγμό του Τραϊανού (98 – 117 μ.Χ.) στο νέφος των μαρτύρων της Εκκλησίας μας προστίθενται οι Ζώσιμος από την Απολλωνιάδα της Θράκης και ο Ρούφος από τους Φιλίππους της Μακεδονίας, πόλη η οποία ως γνωστόν είχε την τύχη να ακούσει πρώτη σ’ όλη την Ευρώπη το σωτήριο μήνυμα του Χριστιανισμού, μαζί με τον Ιγνάτιο Αντιοχείας και τον επίσκοπο Δυρραχίου Αρίστιο. Για τον Ζώσιμο ο οποίος μαρτυρεί δια αποκεφαλισμού και τον Ρούφο αναφέρεται και ο Ευσέβιος Καισαρείας στην Εκκλησιαστική Ιστορία του: « Και ο Πολύκαρπος μνημονεύει τα πράγματα αυτά στην σωζομένη επιστολή του προς Φιλιππησίους, λέγοντας κατά λέξη ‘παρακαλώ λοιπόν όλους εσάς να πειθαρχείτε και να ασκείτε κάθε υπομονή, την οποία είδατε με τα μάτια σας, όχι μόνο στους μακαρίτες Ιγνάτιο, Ρούφο και Ζώσιμο, αλλά και εις άλλους προερχομένους από τις τάξεις σας και εις αυτόν τον Παύλο και τους λοιπούς Αποστόλους…’» Εκκλησιαστική Ιστορία Γ΄, 36, 13.
Λέγεται επίσης πως πιθανόν στον διωγμό αυτό να μαρτύρησε και ο επίσκοπος Αθηνών Πούπλιος.
      Ο αυτοκράτορας Αντωνίνος ο ευσεβής (138 – 161 μ.Χ.) υπήρξε ένας σπάνιου ήθους ηγέτης. Διακρίνονταν για την ωραιότητα του, την ευγένεια, την φιλοπονία, την μόρφωση και την τιμιότητα του και απεχθάνονταν τον πόλεμο. Υπήρξε μετριοπαθής προς τους Χριστιανούς. Εξέδωσε μάλιστα και ειδικό διάταγμα «προς Λαρισαίους και Θεσσαλονικείς και Αθηναίους», στο οποίο παρήγγειλλε να μη διώκονται οι Χριστιανοί, παρά να οδηγούνται και να δικάζονται ενώπιον των δικαστών.
      Ο υιός του όμως Μάρκος Αυρήλιος (161 – 180 μ.Χ.)  δεν ακολούθησε την συνετή πολιτική του πατέρα του απέναντι στους Χριστιανούς και στην εποχή του μαρτύρησε δια ξίφους στη Ρώμη μια μεγάλη φυσιογνωμία όχι μόνο της Εκκλησίας της Ελλάδας αλλά και του εν γένει Χριστιανισμού ο επίσκοπος Κορίνθου Διονύσιος.
      Πάντως από τα διασωθέντα μαρτυρολόγια διαπιστώνεται, πως μέχρι και τα μισά του Γ΄ αιώνα ο αριθμός των  Χριστιανών στην Ελλάδα δεν ήταν τόσο πολυάριθμος όσο σε άλλες περιοχές όπως π.χ. στην Μικρά Ασία.
       Προς τα τέλη όμως του Γ΄ αιώνα ο αριθμός αυτός αυξάνεται εντυπωσιακά, γι’ αυτό άλλωστε ο διωγμός που εξαπολύει ο αυτοκράτορας Δέκιος (249 – 251 μ.Χ.)  ήταν σφοδρότερος. Ανάμεσα στους μάρτυρες συγκαταλέγονται ο επίσκοπος Αθηνών Λεωνίδας – του οποίου ο τάφος βρέθηκε κοντά στον Ιλισσό – και ο Ηράκλειος από την επισκοπή της Κορίνθου, καθώς επίσης και από την επισκοπή Γόρτυνος της Κρήτης ο Κυπριανός και η Χάρισσα στην οποία οι δήμιοι της κρέμασαν πέτρες και την έριξαν στην θάλασσα για να πνιγεί ανήμερα του Μεγάλου Σαββάτου. Από την Κρήτη είναι και οι επόμενοι μάρτυρες – που δείχνει την μεγάλη εξάπλωση του Χριστιανισμού στην νησιωτική Ελλάδα – ο υπέργηρος επίσκοπος του Αγίου Μύρωνα, Κύριλλος και οι άγιοι Δέκα, οι οποίοι προέρχονται από διάφορες πόλεις και χωριά της. Οι Άγιοι Δέκα ήταν αλφαβητικά οι: Αγαθόπους, Βασιλείδης, Γελάσιος, Ευάρεστος, Ευνικιανός, Εύπορος, Ζωτικός, Θεόδουλος, Πόμπιος και Σατουρνίνος. Το μάρμαρο που γονάτισαν οι Άγιοι Δέκα για να αποκεφαλιστούν, φυλάσσεται σε ειδική προθήκη στο Μητροπολιτικό Ναό του χωριού με την αντίστοιχη ονομασία. Αξίζει να σημειωθεί ότι πάνω στο μάρμαρο είναι αποτυπωμένες οι γονατιές όλων των Αγίων. Η μνήμη των εν Κρήτη μαρτύρων ετιμάτο μεγάλως από την Εκκλησία της Ελλάδας και αυτό διαπιστώνεται από επιστολή που έχει σταλεί από επισκόπους στον Βυζαντινό αυτοκράτορα Λέοντα.           
       Επί αυτοκράτορα Διοκλητιανού (284 – 305 μ.Χ.) βρίσκει μαρτυρικό θάνατο ο πολιούχος της Θεσσαλονίκης Δημήτριος και ο Νέστορας. Στην Θεσσαλονίκη επίσης μαρτυρούν – δια πυρός – η  Χιονία, η Αγάπη  και – από βέλος που της έριξε κάποιος στρατιώτης – η  Ειρήνη. Φρικτό θάνατο βρίσκουν στην Κέρκυρα, αφού καίγονται ζωντανοί, οι Ζήνων, Ευσέβιος, Νέων και Βιτάλιος και ο επίσκοπος Λευκάδας Δονάτος.  
       Επί Γαλερίου (305 – 311 μ.Χ.) σφαγιάστηκαν δεκάδες Χριστιανοί σε Κόρινθο, Θεσσαλονίκη και Κέρκυρα. Δεν πρέπει επίσης να διαφύγει της προσοχής μας πως πλήθος Ελλήνων Χριστιανών που κατάγονταν από τις επαρχίες της Αχαΐας και της Μακεδονίας βρήκαν μαρτυρικό θάνατο σε πόλεις και χωριά εκτός Ελλάδας. Όμως οι διωγμοί ως γνωστόν αντί να καταφέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα την ανάσχεση δηλαδή και την εξαφάνιση του Χριστιανισμού, το μόνο που κατάφεραν ήταν να συμβάλλουν στην περαιτέρω διάδοσή του και εδραίωσή του αφού η αυτοθυσία των μαρτύρων έγινε φωτεινό παράδειγμα για τους άλλους, ακόμα και για τους διώκτες του, με αποτέλεσμα το Ρωμαϊκό κράτος να συμβιβαστεί μαζί του στο πρόσωπο του μετέπειτα μονοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνου.
      Την υπεράσπιση των Χριστιανών που διώκονταν για την πίστη τους ανέλαβαν – αφού πρώτα ασπάστηκαν την νέα θρησκεία – οι Αθηναίοι φιλόσοφοι Αριστείδης και Αθηναγόρας οι και απολογητές καλούμενοι.  
      Ο Αριστείδης ο οποίος υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους απολογητές, έζησε σύμφωνα με τον Ευσέβιο (Εκκλησιαστική Ιστορία Δ΄ 3,3) την ίδια εποχή με τον πρώτο γνωστό απολογητή τον Μικρασιάτη Κοδράτο και επέδωσε την απολογία του στον αυτοκράτορα Αδριανό (117 – 138 μ.Χ). Υπάρχει όμως και η άποψη πως επέδωσε την απολογία του στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αντωνίνο τον ευσεβή (138 – 161 μ.Χ.), διότι βρέθηκε το έργο του σε συριακή μετάφραση όπου την απευθύνει στον παραπάνω αυτοκράτορα. Πάντως όπως και να έχει, το έργο του είναι η αρχαιότερη σωζόμενη Χριστιανική απολογία και γι’ αυτό η σημασία της είναι μεγάλη.
     Σ’ αυτή – στηριζόμενος στην Αγία Γραφή και την φυσική φιλοσοφία – αναπτύσσει  την ιδέα πως ο Χριστιανισμός είναι ανώτερος από τις άλλες θρησκείες διότι κατέχει την αλήθεια περί Θεού την οποία δεν μπόρεσαν να έχουν αυτές γι’ αυτό άλλωστε έπεσαν και σε πλάνη και πως οι Χριστιανοί έχουν ανώτερο ηθικό βίο παρά οι ειδωλολάτρες. Η πλάνη αυτή των άλλων θρησκειών καταφαίνεται επειδή θεοποίησαν τα φυσικά στοιχεία, τα οποία μόνο Θεοί δεν είναι, αφού είναι δημιουργήματα του μόνο αληθινού Θεού. Υποστηρίζει μάλιστα πως οι Έλληνες εξαπατήθηκαν χειρότερα από τους Χαλδαίους, διότι δεχτήκανε Θεούς που ήταν γεμάτοι ανθρώπινα πάθη και παντός είδους ανομίες. Χειρότεροι όμως από όλους τους λαούς εξαπατήθηκαν οι Αιγύπτιοι, αφού θεώρησαν ως Θεούς τα άλογα ζώα. Τέλος ομιλεί για τους Ιουδαίους οι οποίοι ναι μεν σέβονται τον Θεό ως τον μόνο παντοκράτορα, αρνούνται όμως τον Υιό αυτού τον Χριστό. Σ’ αυτό δε, μοιάζουν με τους Εθνικούς (ειδωλολάτρες), διότι ενώ νομίζουν πως αγγίζουν την αλήθεια στην ουσία απομακρύνονται από αυτή.  
     Συνεχίζοντας ο Αριστείδης – ο οποίος σημειωτέον υπήρξε μέτριας μορφώσεως και συγγραφικού ταλάντου – την απολογία του, προς απόδειξη των ισχυρισμών του, επικαλείται την Αγία Γραφή και την φυσική φιλοσοφία και τοιουτοτρόπως αποδεικνύει πως οι άλλες θρησκείες δεν έχουν την ορθή έννοια περί Θεού όπως την έχουν οι Χριστιανοί. Επιπλέον αρχίζει ο Αριστείδης να εκθέτει τα προτερήματα των Χριστιανών, τα οποία τους διαφοροποιούν ηθικώς από τους μη Χριστιανούς. Διότι οι Χριστιανοί πιστεύουν στην ανάσταση των νεκρών και την ζωή του μέλλοντος αιώνος, αγαπούν ακόμη και τους δούλους τους οποίους καλούν αδελφούς, είναι φιλάνθρωποι, δίκαιοι, άγιοι και υπομονετικοί. Και ολοκληρώνει την απολογία του προτρέποντας όσους δεν γνώρισαν τον Θεό να πλησιάσουν τους Χριστιανούς και να δεχτούν τους σωτήριους λόγους τους, οι οποίοι είναι αιώνιοι, για να προκαταλάβουν την φοβερή κρίση η οποία πρόκειται να έλθει δια του Ιησού Χριστού.
     Ένα αξιοσημείωτο γεγονός της Απολογίας του Αριστείδη είναι, πως μιλώντας για τους Χριστιανούς δεν χρησιμοποιεί πρώτο πρόσωπο («ημείς») αλλά τρίτο: «Το ευαγγέλιο που κηρύχθηκε πριν από λίγο χρόνο σ’ αυτούς (=τους χριστιανούς)» ή «όπως πήραμε από τα βιβλία τους» 15,1,3. Εμφανίζεται δηλαδή ο Αριστείδης όχι σαν μέλος της Εκκλησίας – όπως ο Ιουστίνος – αλλά σαν φιλόσοφος που έχει πειστεί για την ανωτερότητα του Χριστιανισμού και γι’ αυτό αναλαμβάνει να τον υπερασπιστεί.   
      Την εποχή των αυτοκρατόρων Μάρκου Αυρηλίου και του υιού του Κόμμοδου (161 – 180 μ.Χ.) αρχίζει την δράση του ο απολογητής Αθηναγόρας, ο και «Αθηναίος φιλόσοφος Χριστιανός καλούμενος». Είναι ο μόνος Χριστιανός συγγραφέας της εποχής του που δικαιούται απόλυτα αυτόν τον τίτλο του «Χριστιανού φιλοσόφου». Δυστυχώς η αρχαία Εκκλησία δεν διατήρησε στην μνήμη της τον Χριστιανό αυτό φιλόσοφο και έτσι αγνοούμε οτιδήποτε σχετίζεται με τον βίο και την δράση του. Ο μόνος εκκλησιαστικός συγγραφέας που τον αναφέρει είναι ο Μεθόδιος Ολύμπου (Περί αναστάσεως 37, 1) δεν είναι διαφωτιστικός.
      Υπάρχει όμως μία εξήγηση για την σιωπή αυτή της αρχαίας Εκκλησίας προς το πρόσωπο του Αθηναγόρα. Και αυτή είναι η εξής. Ο Αθηναγόρας υπερηφανευόμενος στο έργο του, για την παρθενία και «ευνουχία» των Χριστιανών, περιορίζοντας τις σαρκικές σχέσεις των εγγάμων αποκλειστικά και μόνο στην «παιδοποιΐα» και χαρακτηρίζοντας τον δεύτερο γάμο «ευπρεπή μοιχεία» (33), δείχνει ότι είχε σχέσεις με εγκρατιτικές ομάδες – ίσως τις μοντανιστικές – ή ανήκε σ’ αυτές. Οι τέτοιου είδους ομάδες ζούσαν στο περιθώριο κάπως της Εκκλησίας, δεν έδειχναν ενδιαφέρον για τη ζωή, την Παράδοση και τη θεολογία της Εκκλησίας. Κύριο μέλημά τους ήταν η ηθικολογία, την οποία έβρισκαν και στους ποιητές και φιλοσόφους. Τα μεγάλα θεολογικά προβλήματα δεν τους απασχολούσαν. Ο Αθηναγόρας λοιπόν επειδή είχε τις αντιλήψεις αυτές περί αλήθειας και τις εγκρατιτικές τάσεις , δεν αισθάνονταν την ανάγκη βιβλικής και θεολογικής θεμελιώσεως των λεγομένων του. Έτσι απουσιάζει στο έργο του οποιοδήποτε αναφορά στο πρόσωπο του Χριστού και του έργου του. Ακόμη απουσιάζει και το όνομα Χριστός! Όπως απουσιάζει και κάθε τι περί του έργου της Εκκλησίας και της θεολογίας της, εκτός από μια σύντομη αλλά πολυσήμαντη αναφορά στην τριαδολογία και τη σχέση αγένητου Θεού και Λόγου. Ο Αθηναγόρας δηλαδή τοποθετήθηκε από μόνος του στο περιθώριο της Εκκλησίας. Γι’ αυτό άλλωστε, επειδή έγραφε για την χριστιανική αλήθεια με φιλοσοφικές μόνο προϋποθέσεις, χαρακτηρίστηκε ορθά «Χριστιανός φιλόσοφος».
      Και κάτι αξιοσημείωτο από το έργο του Αθηναγόρα το οποίο επιγράφει «Πρεσβεία περί Χριστιανών». Στο κεφάλαιο 13 βρίσκουμε για πρώτη φορά στην Χριστιανική γραμματεία τον όρο «αναίμακτος θυσία» σε σχέση με την λογική λατρεία, χωρίς όμως να αναφέρεται και η λέξη Ευχαριστία
     Στην απολογία του αυτή η οποία αποτελείται από 37 κεφάλαια και την οποία επιδίδει στους αυτοκράτορες Μάρκο Αυρήλιο και Κόμμοδο όπως είπαμε και παραπάνω, αποκρούει ως συκοφαντικές και ψεύτικες τις κατηγορίες εναντίον των Χριστιανών όπως αθεΐα, θυέστια δείπνα και οιδιπόδειες μίξεις. Για τους μη γνωρίζοντες αξίζει να αναφέρουμε στο σημείο αυτό τι σημαίνει η έκφραση «θυέστια δείπνα» για τα οποία κατηγορούνταν οι Χριστιανοί. Η λέξη λοιπόν «θυέστια» προέρχεται από τον Θυέστη τον αδελφό του βασιλιά των Μυκηνών Ατρέα. Στον Θυέστη λοιπόν παρέθεσε ο αδελφός του Ατρέας γεύμα που αποτελούνταν από τις ψημένες σάρκες των ίδιων του των παιδιών. Όπως γίνεται αντιληπτό από τα παραπάνω οι Χριστιανοί συκοφαντούνταν πως στις συνάξεις τους επιδίδονταν στην ανθρωποφαγία, πιθανόν εκ παρεξηγήσεως της έκφρασης που χρησιμοποιούσαν «να μεταλάβουμε σώμα και αίμα του Κυρίου μας».  Ο Αθηναγόρας διαμαρτύρεται γιατί ενώ όλοι λατρεύουν «ότι θέλουν, είτε  ανθρώπους είτε μυστήρια» όπως π.χ. οι Αθηναίοι τον Ποσειδώνα τον Ερεχθέα, οι Λακεδαιμόνιοι τον Αγαμέμνονα Δία, οι Αιγύπτιοι ακόμα και τα αιλουροειδή ζώα, χωρίς κανένας από αυτούς να φοβάται «δίκη», οι Χριστιανοί διώκονται «μόνο και μόνο για το όνομά τους» αν και διακρίνονται για την ευσέβειά τους και «προς το θείο και προς την βασιλεία».
     Στο άλλο έργο του Αθηναγόρα το οποίο μας διασώθηκε και θεωρείται από τα καλύτερα στο είδος του για το συγκεκριμένο θέμα «Περί αναστάσεως των νεκρών», δια συλλογισμών αποδεικνύεται το αναγκαίο της Ανάστασης:
Ι. Διότι ο προορισμός κάθε λογικού όντος είναι «η διαμονή στην αφθαρσία»
ΙΙ. Η σύσταση του ανθρώπου εκ ψυχής και σώματος απαιτεί την συνύπαρξή τους και στη μέλλουσα ζωή
ΙΙΙ. Να απολαύσει ή να τιμωρηθεί μαζί με την ψυχή
IV. Να εκπληρωθεί ο προορισμός του ανθρώπου στη μέλλουσα ζωή, ο οποίος δεν πρόλαβε να εκπληρωθεί στην παρούσα.
      Δυστυχώς η άνθηση των θεολογικών γραμμάτων δεν μπόρεσε να συνεχιστεί στην Αθήνα, διότι ο επακολουθήσας διωγμός του Δεκίου ήταν εξοντωτικός για την Χριστιανική κοινότητα των Αθηνών.      
      Τα Χριστιανικά θεολογικά γράμματα θα λάμψουν ως γνωστό στις δυο μεγάλες σχολές της Αλεξάνδρειας και Αντιόχειας. Άλλωστε ένας από τους πιο διάσημους διευθυντές της Θεολογικής Σχολής της Αλεξάνδρειας και από τους θεμελιωτές της Θεολογικής επιστήμης ήταν και ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Αθηναίος στην καταγωγή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου