Το «παραμένω στην Εκκλησία» θα έπρεπε να ήταν η αυτονόητη θέση για όσους αρνούνται τα αλλότρια ψευτο-δόγματα των αιρετικών, την ψευδοσύνοδο της Κρήτης, την παναίρεση του οικουμενισμού. Πρόλαβαν όμως οι επίσκοποι που κατέχουν θεσμική εξουσία να οικειοποιηθούν την φράση αυτή και να θέσουν το ακόλουθο δίλημμα στους ακατήχητους πιστούς: εάν εσείς δεν μας μνημονεύετε, είστε εκτός Εκκλησίας! Δεν πα να έχουμε εμείς υπογράψει αιρετικά κείμενα, δεν πα να αφήνουμε την παναίρεση του οικουμενισμού να αλωνίζει και να θερίζει ψυχές, εσείς θα μας μνημονεύετε για να παραμείνετε μέσα στην Εκκλησία. Και έρχονται δυστυχώς μετά άνθρωποι σαν τον π. Γεώργιο Μεταλληνό και σιγοντάρουν αυτήν την θέση.
Αφορμή της παρούσας δημοσίευσης ήταν δύο άρθρα που έπεσαν στην αντίληψή μου στο ιστολόγιο Κατήχησις. Στο ένα ο π. Γεώργιος Μεταλληνός εκθειάζει τον επισκοποκεντρισμό του αιρετικού Ζηζιούλα. Στο άλλο, μας παρουσιάζει την δική του «χρυσή τομή». Μας λέει εν ολίγοις ότι επειδή σέβεται την ιεροσύνη του επισκόπου, «παραμένει στην Εκκλησία» μνημονεύοντάς τον, ενώ ταυτόχρονα θα του λέει ότι κάνει λάθος εάν δεν ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας. Το θέμα μας εδώ δεν είναι να κρίνουμε τον π. Γεώργιο Μεταλληνό για τον τρόπο που έχει επιλέξει να αντιδράσει στην παναίρεση του οικουμενισμού. Δεν είναι δική μας δουλειά αυτό. Το θέμα μας εδώ είναι ότι ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, κάνοντας αυτό που έχει επιλέξει να κάνει, ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΝΕΙ τα πράγματα προκαλώντας σύγχυση στο ποίμνιο.
Όταν μας λέει ότι μνημονεύει έναν αιρετίζοντα επίσκοπο επειδή σέβεται την ιεροσύνη του, και έτσι παραμένει μέσα στην Εκκλησία, μας λέει ότι η ιεροσύνη είναι ο κεντρικός και ύψιστος λίθος που δομεί και κατευθύνει την Εκκλησία, ότι η ιεροσύνη είναι η Εκκλησία και όχι η Πίστις, όχι το Ευαγγέλιο, όχι δηλαδή ο Ιησούς Χριστός που μας άφησε μία ρητή εντολή: Κράτει ὅ ἔχεις -ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΟΥΜΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ, ΝΑ ΚΡΑΤΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΑΣ. Μας λέει συνεπώς ο π. Γεώργιος Μεταλληνός ότι η ιεροσύνη η οποία είναι δωρεά του Ιησού Χριστού, είναι ανώτερη από Εκείνον που την δωρίζει. Να μας πει πού το λέει αυτό στις Γραφές για να τελειώνουμε επιτέλους με αυτήν την ιστορία.
Στην απομαγνητοφωνημένη ομιλία που ακολουθεί, η οποία έγινε λίγο πριν την ψευδοσύνοδο, ο καθηγητής Δημήτριος Τσελεγγίδης λέει το αυτονόητο, ότι το «βρίσκομαι στην Εκκλησία» ανήκει αποκλειστικά σε εκείνους που παραμένουν στην Πίστη των Αποστόλων, των Οικουμενικών Συνόδων και των Πατέρων, και ότι τα σχίσματα προκαλούνται από εκείνους που ακολουθούν αιρετικές διδασκαλίες. Και για να γίνει πιο σαφής, έδωσε τα παραδείγματα του Αγίου Μάξιμου του Ομολογητού και του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού, οι οποίοι ξέρουμε πολύ καλά τι έκαναν. Είναι λοιπόν ψευδές και πονηρό (εκ του πονηρού) το δίλημμα το οποίο μας έχουν βάλει οι αιρετίζοντες επίσκοποι, οι οποίοι για να μην σπάσουν αυγά συμπεριφέρονται σαν σατράπες, αναβαθμίζοντας την κοσμική/διοικητική τους εξουσία για να υπερκαλύψουν την ομολογιακή τους απουσία.
Προσευχόμαστε για τους επισκόπους μας, αλλά πρέπει να ειπωθεί ότι αυτό το επισκοπικό μπούλινγκ δεν έχει καμία σχέση με την Εκκλησία του Χριστού μας, έχει όμως πάρα πολλές σχέσεις με τα αυταρχικά κοσμικά καθεστώτα. Προσευχόμαστε και για τον Δημήτριο Τσελεγγίδη να επιστρέψει στον αγώνα, προσευχόμαστε κυρίως και για τους εαυτούς μας, συνειδητοποιώντας τελικά ότι αυτό που λείπει από όλους μας ανεξαιρέτως είναι Ο ΕΡΩΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ. Εάν είχαμε αυτόν τον έρωτα δεν θα λογαριάζαμε τίποτα, δεν θα συζητούσαμε τίποτα τόσον καιρό διότι τα πράγματα θα ήταν αυτομάτως τακτοποιημένα, αυτονόητα και λυμένα μέσα στην καρδιά μας.
***
Χαίρετε
κύριε καθηγητά. Σήμερα έχουμε κοντά μας τον κύριο Τσελεγγίδη, καθηγητή
Δογματικής της Θεολογικής σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου της
Θεσσαλονίκης . Θα θέλαμε να σας θέσουμε κάποια ερωτήματα σχετικά με την
λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» που πρόκειται να συγκληθεί στην φετινή
εορτή της Πεντηκοστής στην Κρήτη, η οποία έχει αφετηρία από τις αρχές
του προηγούμενου αιώνα επί πατριαρχείας Μελετίου Μεταξάκη και έχει
φτάσει μέχρι τις μέρες μας. Θεωρείτε λοιπόν πως στο διάστημα αυτό
υπήρξαν δογματικά θέματα ή θέματα που να απαιτούν τον οικουμενικό
χαρακτήρα αυτό της Συνόδου για να ληφθούν αντίστοιχες αποφάσεις από την
Εκκλησία εν συνόλω; Με άλλα λόγια, η Σύνοδος αυτή με την προοπτική που
της δίνεται από τους διοργανωτές έχει πραγματικό σκοπό ή χρησιμοποιείται
ως πρόφαση για την περαιτέρω προώθηση του οικουμενισμού; Καταρχήν να απαντήσω στο πρώτο ερώτημα, αν υπάρχουν θέματα δογματικά στα οποία η Εκκλησία θα πρέπει να πάρει θέση. Θεωρώ ότι οι μέχρι τώρα διατυπώσεις των δογμάτων, μέχρι και την Ένατη Οικουμενική Σύνοδο, έχουν απαντήσει στα κύρια θέματα και το ζητούμενο είναι να βιωθεί το περιεχόμενο αυτών των δογμάτων. Επομένως μένει το δεύτερο σκέλος αυτής της ερωτήσεως, εάν σκοπιμότητα τελικώς είναι ο οικουμενισμός. Πράγματι, όταν διαβάσει κανείς και την θεματολογία, την τωρινή όσο και αυτές οι οποίες απορρίφθηκαν από την Σύνοδο αυτή, δείχνει καθαρά ότι το κεντρικό θέμα είναι ο οικουμενισμός ο οποίος νοείται υπό την έννοια της καθιερώσεως των ετεροδόξων λεγομένων «εκκλησιών», «αδελφών» κτλ., -ουσιαστικά του Ρωμαιοκαθολικισμού και του Προτεσταντισμού- ως Τοπικών Εκκλησιών της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Δηλαδή να δώσουμε μια και τυπική εκκλησιαστικότητα στην παρουσία αυτών των ετεροδόξων, η οποία σε τελευταία ανάλυση είναι ένα πράγμα τραγελαφικό, ένα πράγμα το οποίο δεν μπορεί να γίνει σε καμία περίπτωση, διότι οι εν λόγω ετερόδοξοι είναι στην ουσία όχι απλώς αιρετικοί του παρελθόντος -να αποκλίνουν δηλαδή από μία συγκεκριμένη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας- αλλά αποκλίνουν από πάρα πολλές. Είναι γνωστή η ρήση του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που το είπε και επιβεβαιώνεται επιστημονικώς τουλάχιστον, ότι είναι μία παναίρεση, υπό την έννοια δηλαδή ότι υπάρχουν πολλές αιρέσεις οι οποίες στεγάζονται κάτω από αυτόν τον όρο «οικουμενισμός», που άλλωστε είναι και ο σκοπός δεδηλωμένος εκ μέρους τους να γίνει η ένωση. Αλλά μια ένωση όπως προδιαγράφεται από την θεματολογία αυτής της Συνόδου, άνευ προϋποθέσεων, δηλαδή δεν ζητάμε τίποτε από τους ετεροδόξους. Παραμένουν στις πλάνες τους και απλώς επιδιώκεται μέσω αυτής της Συνόδου να τους δώσουμε αυτήν την εκκλησιαστικότητα.
Στην συγκεκριμένη Σύνοδο η οποία θα συγκληθεί, θα δεσμεύσουν το πνεύμα της Εκκλησίας αν οι ίδιες αποφάσεις που στις προσυνοδικές διαδικασίες πάρθηκαν ληφθούν;
Αυτό το πράγμα εξαρτάται από τις αποφάσεις που θα πάρει καταρχήν η Σύνοδος. Αν οι αποφάσεις της είναι αυτές που διατυπώνονται σ’ αυτά τα θέματα, όπως έχουνε φτάσει με την τελευταία 5η πανορθόδοξη προσυνοδική διάσκεψη, τότε είναι προφανέστατο ότι δεν δεσμεύουν το πλήρωμα της Εκκλησίας. Γιατί; Εκείνο που δεσμεύει το πλήρωμα της Εκκλησίας είναι οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Οι αποφάσεις μέχρι τώρα των Οικουμενικών Συνόδων σε καμία περίπτωση δεν είναι αντιφατικές, είναι συμπληρωματικές ή δηλαδή σε κάποιο θέμα στο οποίο προέκυψε μια διευκρίνηση, ή κάτι νέο ένα άλλο δόγμα. Πάντοτε όμως η διατύπωση αυτής της δογματικής διδασκαλίας γίνονταν με αναφορά των προηγουμένων αποφάσεων και των προηγουμένων καταδικών. Οι καταδίκες δηλαδή αναφέροντο σαφείς στους καταδικασθέντες. Αυτό σημαίνει στην πράξη, αν ακολουθήσει αυτήν την διαδικασία προκειμένου να είναι μία Ορθόδοξη Σύνοδος, θα πρέπει να αποδεχθεί εκ προοιμίου την δογματική διδασκαλία των προηγουμένων συνόδων και να καταδικάσει τις αιρέσεις. Αυτό όμως αυτόχρημα ακυρώνει μια τέτοια προσπάθεια να νομιμοποιηθεί ο οικουμενισμός, γιατί όπως είπαμε οι αιρέσεις τις οποίες εισηγείται ήδη είναι καταδικασμένες από τις προηγούμενες Συνόδους. Μία Οικουμενική Σύνοδος -ακόμη και αν θέλουν να την πουν «Οικουμενική» γιατί έμμεσα το «Αγία και Μεγάλη» σημαίνει Οικουμενική- τότε δεν μπορεί επειδή θα ονομαστεί να είναι και τέτοια, να είναι δηλαδή δεσμευτική για το πλήρωμα. Επειδή δεν μπορεί να έρθει κάποια Οικουμενική Σύνοδος, ποτέ στην ιστορία, η οποία να είναι αντίθετη, να διαφοροποιείται δηλαδή ως προς την δογματική διδασκαλία από τις προηγούμενες Συνόδους.
Με τον τρόπο με τον οποίον δρομολογήθηκαν οι εργασίες της εν λόγω Συνόδου, τα κείμενα που υπεγράφησαν από την αντιπροσώπευση των Εκκλησιών στις προσυνοδικές συναντήσεις για τα οποία αποδεδειγμένα δεν έχουν λάβει γνώση η Ιεραρχία στο σύνολό τους, δεν είναι δεσμευτικά όπως μας λέτε. Θα τηρηθεί τελικά η προϋπόθεση της ομοφωνίας για τις τελικές αποφάσεις της Συνόδου;
Κοιτάξτε. Είτε τηρηθεί είτε δεν τηρηθεί, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Δηλαδή, αν τηρηθεί η ομοφωνία θα είναι ομόφωνα μία εσφαλμένη απόφαση μιας «Πανορθοδόξου» τέλος πάντων Συνόδου. Αν πάλι δεν τηρηθεί ο ομοφωνία, σημαίνει ότι αυτά κανονικά τα θέματα δεν θα περάσουν. Ήδη όμως κυκλοφορήθηκε μία εγκύκλιος μπορούμε να πούμε του Οικουμενικού Πατριάρχου που δίνει μία άλλη ερμηνεία από την αυτονόητη της ομοφωνίας. Όπως κι αν έχει όμως το πράγμα αυτό είναι τεχνικής φύσεως, εκείνο το οποίο ενδιαφέρει εμάς ως πιστούς είναι εάν οι αποφάσεις όπως και αν ληφθούν, είναι σύμφωνες με τις προηγούμενες αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και αυτό όπως είπαμε εκ προοιμίου φαίνεται πως δεν είναι και επομένως δεν μπορούν να έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για τους πιστούς.
Το προηγούμενο διάστημα δημοσιεύσατε δύο επιστολές. Υπήρξε απάντηση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τις επιστολές σας αυτές;
Ούτε της Εκκλησίας της Ελλάδος υπήρξε απάντηση, ούτε από κάποια Τοπική Εκκλησία άλλη Ορθόδοξη, γιατί οι επιστολές αυτές κοινοποιήθηκαν, εστάλησαν με την ανάλογη προσαρμογή σε όλες τις Τοπικές Εκκλησίες της οικουμένης. Πολλοί από τους Ιεράρχες επίσης την πήραν, την ανέγνωσαν. Τηλεφωνικώς είχα κάποιες επιβεβαιώσεις αλλά η συντριπτική πλειοψηφία εσιώπησε. Επομένως ήσαν τυπικώς ως εάν δεν είχαν γραφεί. Από όσα όμως στην συνέχεια ακολούθησαν, δηλαδή επειδή κάποιοι ιεράρχες πήραν θέση [και] τις μνημόνευσαν αυτές τις επιστολές, μεμονομένως δηλαδή. Όπως επίσης φαίνεται σαφέστατα ότι τις έλαβαν υπόψη στην διαμόρφωση του δικού τους κειμένου. Αυτοί οι επίσκοποι ήσαν εκείνοι οι οποίοι μάλλον διαφωνούν προς την όλη αυτή διοργάνωση και θεματολογία της Συνόδου.
Σχετικά με το αυτόνομο των Εκκλησιών. Τι προβλέπει το κείμενο περί της χορήγησης αυτονόμου σε κάποια Εκκλησία; Υπάρχει φόβος να ανακηρυχθούν ως αυτόνομες Εκκλησίες οι ‘Νέες Χώρες’ και έτσι να υπαχθούν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο περίπου στα πρότυπα της ημι-αυτόνομης Εκκλησίας της Κρήτης;
Ναι. Ο λόγος της αναφοράς μου στην εισήγησή μου η οποία έγινε την περασμένη βδομάδα στον Πειραιά, είχε αυτό ακριβώς το νόημα, να επιστήσει την προσοχή ιδιαίτερα στην Εκκλησία της Ελλάδος. Γιατί γενικότερα είναι κάτι το οποίο δεν δημιουργεί κινδύνους θεσμικά, διότι βάζει τους κανόνες επί τη βάσει των οποίων θα αναγνωρίζεται το αυτόνομο. Δηλαδή, μία περιοχή -γεωγραφική εννοούμε, εκκλησιαστική- δεν μπορεί να αυτοανακηρυχθεί αυτόνομος, θα πρέπει με βάση αυτόν τον κανονισμό να αναφερθεί στην Εκκλησία στην οποία υπάγεται και εφόσον υπάρχει αυτή η συμφωνία τότε μπορεί να προχωρήσει η διαδικασία μέσα στο πλαίσιο του ευρύτερου ας πούμε Οικουμενικού Πατριαρχείου. Γιατί από εκεί, ως το Πατριαρχείο στο οποίο ανήκουμε, θα μπορούσε να γίνει αυτό το πράγμα. Αλλά με δεδομένο ότι η Βόρειος Ελλάδα, δηλαδή οι ‘Νέες’ λεγόμενες ‘Χώρες’ τελούν υπό ειδικό καθεστώς, δηλαδή είναι άχρι καιρού εκχωρημένες στην Ελλαδική Εκκλησία, δημιουργείται εύλογα το ενδεχόμενο να δημιουργηθεί μία κατάσταση τέτοια που να ευνοήσει τα πράγματα ώστε οι ‘Νέες Χώρες’ να μπορέσουν να ζητήσουν αυτό από το Οικουμενικό Πατριαρχείο αφού θα γίνουν κάποιες στο μεταξύ διευθετήσεις. Να μην ληφθεί δηλαδή υπόψη η Εκκλησία της Ελλάδος. Μπροστά σ’ αυτόν τον κίνδυνο εγώ επέστησα την προσοχή της Ελλαδικής τουλάχιστον Εκκλησίας, με το σκεπτικό το οποίο νομίζω ότι θεμελιώνεται απολύτως επειδή οι ενέργειες όλες αυτές του συντονιστικού κέντρου -δηλαδή του Οικουμενικού Πατριαρχείου- είναι στην κατεύθυνση της νομιμοποίησης του οικουμενισμού, ή το λιγότερο να πω ανεξάρτητα από αυτό, διακατέχεται και διαπνέεται ούτως η άλλως από τον οικουμενισμό. Επειδή εμείς, εγώ προσωπικώς τουλάχιστον το λιγότερο αλλά δεν είμαι εκφραστής μόνο του εαυτού μου, παίρνω και τα μηνύματα από τον ευρύτερο εκκλησιαστικό χώρο όχι μόνο της Ελλάδος αλλά και όλου του κόσμου, ότι πάρα πολλοί πιστοί, οι άνθρωποι δηλαδή οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι άρρηκτα με την εκκλησιαστική ζωή, με την μυστηριακή ζωή, έχουνε από επιφυλάξεις μέχρι και απόρριψη αυτού του πνεύματος. Κατά συνέπεια δεν θέλουμε ως βορειοελλαδίτες, και το δηλώνουμε ξεκάθαρα, να έχουμε ως προϊσταμένη εκκλησιαστική αρχή μία αρχή η οποία εμφορείται σαφώς από αυτό το πνεύμα του οικουμενισμού, το οποίο είναι αλλότριο του Ευαγγελίου, είναι αλλότριο του πνεύματος των Οικουμενικών Συνόδων, αλλότριο του πνεύματος και των λόγων όλων των Αγίων των τελευταίων τουλάχιστον ετών, οι οποίοι ήτανε γνώστες και αυτού του φαινομένου. Μέχρι σήμερα δεν έχουμε στην ιστορία μας κανέναν από τους ήδη αγιοκαταταχθέντες Αγίους, όσο και από τους προηγούμενους οι οποίοι εγνώριζαν κάπως το φαινόμενο αυτό του οικουμενισμού, να το επικροτούν, να το νομιμοποιούν, να πουν κάποια καλή κουβέντα για αυτόν. Γιατί αυτό είναι αδύνατο, το Πνεύμα το Άγιο δεν μπορεί να είναι σύμφωνο με το πνεύμα του οικουμενισμού το οποίο εμφορείται από το εναντίον πνεύμα.
Εν κατακλείδι κύριε καθηγητά, αν συγκληθεί αυτή η Σύνοδος η οποία είναι με τόσους περιορισμούς και αποκλεισμούς ιεραρχών και όχι μόνο, και εγκριθούν τα κείμενα για τις σχέσεις με τους ετεροδόξους χωρίς σοβαρές αλλαγές, τί θα πρέπει να γίνει έπειτα, ποιά θα πρέπει να είναι ενδεδειγμένη αντίδραση πιστών και ιεραρχών;
Κοιτάξτε. Εδώ μπορώ να σας απαντήσω βιβλικά γιατί εσείς θέλετε καλά και σώνει μία απάντηση, έτσι όπως το θέτετε. Η πρώτη μου αντίδραση είναι τι μας λέει ο Χριστός. Ότι να μην αγωνιούμε για την επόμενη ημέρα, γιατί η επόμενη ημέρα ουσιαστικά δεν μας ανήκει. Όταν θα ‘ρθει εκείνη η ημέρα, εμείς αν έχουμε το νου μας στον Χριστό, αν δηλαδή η συνείδησή μας είναι γρηγορούσα και προσευχόμαστε, θα έχουμε αυτήν την απάντηση γιατί ο Χριστός μας είπε ακόμη και όταν εκινδυνεύει η ίδια μας η ζωή ενώπιον βασιλεών κτλ., όπως έλεγε τότε για την περίοδο εκείνη της ιστορίας, να μην σκεφτόμαστε ούτε καν τι θα απολογηθούμε. Συγκαταβαίνοντας σε αυτό το ερώτημά σας επειδή και στον Πειραιά το έχω πει ξεκάθαρα, το επαναλαμβάνω. Για εμάς δεν υπάρχει πρόβλημα εκκλησιαστικό. Ό,τι και αν αποφασιστεί σε θεσμικό επίπεδο εμείς παραμένουμε στην Εκκλησία. Θα κάνουμε δηλαδή αυτό που έκαναν οι πιστοί στο πρόσωπο κάποιων συγκεκριμένων Αγίων. Για να γίνω πιο συγκεκριμένος, του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού ο οποίος και μόνος αυτός δεν είχε πνευματικό πρόβλημα, στέγασης δηλαδή εκκλησιαστικής, επειδή διαφωνούσε με όλη την Ορθόδοξη Ανατολή, με όλους τους πατριάρχες δηλαδή της Ανατολής και όλους τους επισκόπους και τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Απλώς έμεινε στην Εκκλησία ασυμβίβαστος με μια αιρετική διδασκαλία του μονοθελιτισμού και μονοενεργητισμού. Το ίδιο πράγμα έκανε και ο Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, για να μείνω πάλι ενδεικτικά μόνο σε αυτόν, δεν υπέγραψε τα πρακτικά της ψευδοσυνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας. Μόνος αυτός και μόνος αυτός ανεγνωρίσθη από την συνείδηση της Εκκλησίας ότι έπραξε ορθά. Μόνος αυτός ανεγνωρίσθη Άγιος και όχι οι άλλοι οι οποίοι υπέγραψαν. Δηλαδή, δεν μπορούν να μας θέτουν τέτοια ερωτήματα / διλήμματα. Εμείς δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να δημιουργήσουμε σχίσματα γιατί απλώς μένουμε στην Εκκλησία. Αυτοί που εισηγούνται αυτά και ψηφίζουν πράγματα αντίθετα με τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, να σκεφτούν ότι τα σχίσματα αυτούς αφορούν τους ιδίους, ανεξάρτητα αν αυτοί είναι πολλοί. Και σας θυμίζω με ένα ακραίο παράδειγμα τον Ρωμαιοκαθολικισμό και τον Προτεσταντισμό σήμερα. Αριθμητικά εμείς είμαστε, οι Ορθόδοξοι, γύρω στα 500 εκατομμύρια. Ένα δις και κάτι είναι οι Ρωμαιοκαθολικοί και γύρω στα 300 εκατομμύρια είναι οι Προτεστάντες. Αυτό δεν σημαίνει τίποτε από πλευράς ορθότητος, από πλευράς αν ψυχολογικής αν θέλετε ισορροπίας κτλ. Δεν έχει σημασία πόσοι είναι στην αίρεση, αν είναι πολλοί ή λίγοι. Εμείς μένουμε στην Εκκλησία.
***
Πηγή: Ορθόδοξος Έλληνας, Αβέρωφ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου