Σάββατο 18 Μαΐου 2019

Αρχαία φιλοσοφία και χριστιανισμός του Θοδωρή Ρηγινιώτη


χρισΕπιμέλεια Θοδωρής Ρηγινιώτης
Η στάση των χριστιανών απέναντι στους εθνικούς (=μη χριστιανούς) φιλοσόφους
Ανάμεσα στους πρώτους Έλληνες χριστιανούς υπάρχουν και φιλόσοφοι: ο άγιος Ιουστίνος, ο άγιος Αθηναγόρας ο Αθηναίος, ο άγιος Αριστείδης (2ος αι.), ο στωικός Πάνταινος και οι μαθητές του, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας (3ος αι.), κ.π.ά.
Αργότερα, οι μεγάλοι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας είναι και μεγάλοι Έλληνες φιλόσοφοι και συνεχίζουν την ελληνική φιλοσοφία, πράγμα που φυσικά αρνούνται (με φανατισμό που αγγίζει τα όρια του ρατσισμού) οι σημερινοί «αρχαιολάτρες» (νεοπαγανιστές). Η περί ενσάρκωσης του Θεού ιδέα και η ένωσή του με τον άνθρωπο, καθώς και η θέωση του ανθρώπινου σώματος κ.τ.λ. (ιδέες που προκύπτουν από την εμπειρία και αναλύονται φιλοσοφικά από τους αγίους Πατέρες) δεν είναι μικρότερου φιλοσοφικού ενδιαφέροντος από τις περί θείου ιδέες των αρχαίων φιλοσόφων, ούτε και «λιγότερο φιλοσοφικές» από τις ιδέες των στωικών και των νεοπλατωνικών, που συνεχώς στρέφονται γύρω από τη σχέση του θείου (όπως το αντιλαμβάνονται) με τον κόσμο και τον άνθρωπο.
Κατά το Χρήστο Γιανναρά, ο τελευταίος μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος του αρχαίου κόσμου είναι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ενώ οι γνωστοί ως φιλόσοφοι του βυζαντινού κόσμου, όπως ο Ψελλός, δεν είναι ιδιαίτερα δημιουργικοί στοχαστές (Χρ. Γιανναρά, Ορθοδοξία και δύση στη νεώτερη Ελλάδα, αρχή του βιβλίου).
Στην πατερική και βυζαντινή παράδοση διατηρείται η φιλοσοφία ως μέθοδος γνώσης του κόσμου και απορρίπτεται (πολύ σωστά) ως μέθοδος προσέγγισης του Θεού, αφού ο Θεός είναι πλέον γνωστός στους ανθρώπους, ενσαρκωμένος ως άνθρωπος, και η γνώση Του είναι εντελώς εμπειρική και κατορθώνεται με την κάθαρση της καρδιάς. Ο φιλοσοφικός στοχασμός δε μπορεί να προσφέρει καμιά πραγματική γνώση του Θεού, αλλά μόνο υποθέσεις, γι’ αυτό και οι εθνικοί (=μη χριστιανοί) φιλόσοφοι έλεγαν άλλα ο ένας κι άλλα ο άλλος για το θείο κόσμο.
Τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ποια είναι η στάση των χριστιανών απέναντι στους εθνικούς φιλοσόφους;
Καθώς γίνονται χριστιανοί, οι λόγιοι του ελληνορωμαϊκού κόσμου –από τους οποίους προέρχονται το 2ο αι. μ.Χ. οι Απολογητές και, ήδη από τότε, οι Πατέρες της Εκκλησίας– αντιμετωπίζουν επιλεκτικά την αρχαία φιλοσοφία [1]. Για την ακρίβεια, αποδέχονται σε μεγάλο βαθμό το τμήμα της που αφορά στην ανθρώπινη ηθική [2] και εξολοκλήρου ό,τι αφορά στη γνώση του κόσμου (της, κατά τους χριστιανούς, κτίσεως) και αντικαθιστούν τα μεταφυσικά δόγματα (δηλ. απόψεις) των αρχαίων φιλοσόφων με την εμπειρική γνώση για το Θεό και τα συναφή θέματα, που προκύπτει από την κάθαρση της καρδιάς, το φωτισμό και τη θέωση και επαληθεύεται με την επιστήμη της διάκρισης των πνευμάτων.
Ήδη στην κλασική και ελληνιστική αρχαιότητα οι φιλόσοφοι και οι σχολές που προέκυπταν απ’ αυτούς απέρριπταν (και μάλιστα με πολύ σκληρά λόγια) διδασκαλίες άλλων φιλοσόφων ή «αντίπαλων» σχολών: ο Ηράκλειτος τον Πυθαγόρα, ο Ξενοφάνης τον Εμπεδοκλή, ο Αριστοτέλης τον Πλάτωνα και τους κυνικούς, ο στωικός Διότιμος, ο σκεπτικός (πυρρωνιστής) Τίμων αλλά και ο Πλούταρχος τον Επίκουρο, ο Επίκουρος σχεδόν όλους τους άλλους κ.ο.κ.
Η απόρριψη λοιπόν από τους χριστιανούς φιλοσόφους δογμάτων άλλων φιλοσοφικών σχολών (από μερικούς και της φιλοσοφίας εν γένει, πράγμα ακραίο που δεν επικράτησε ως κυρίαρχη θέση στην πατερική παράδοση), εκτός από εύλογη (ακόμη και σήμερα μεταξύ των επιστημόνων υπάρχουν «αντίπαλες» τάσεις), ήταν και κάτι σύνηθες στον ελληνικό κόσμο. Υπάρχει βέβαια μια διαφορά: τα μεταφυσικά δόγματα των εθνικών φιλοσόφων προέρχονταν από στοχασμό και ήταν αυθαίρετα (γι’ αυτό και ποίκιλλαν), ενώ των χριστιανών από την εμπειρία της θέωσης, ήταν δηλαδή γνώση προερχόμενη από την εμπειρία και στη συνέχεια επεξεργασμένη και εκφρασμένη με τα εργαλεία του ανθρώπινου νου, όπως αντίστοιχα η γνώση του κόσμου.
Γι’ αυτό και το Συνοδικό της Ορθοδοξίας, αναφερόμενο κυρίως στις νεοπλατωνικές ιδέες του Ιωάννη Ιταλού, απορρίπτει ως αιρετικούς εκείνους που σπουδάζουν την ελληνική φιλοσοφία πιστεύοντας τα μεταφυσικά της δόγματα, ενώ αποδέχεται ως χριστιανούς εκείνους που τη σπουδάζουν «διά παίδευσιν», δηλαδή ως μέρος της φιλοσοφικής κατάρτισής τους.
Έτσι, οι Πατέρες της Εκκλησίας απέρριψαν αρχαίες φιλοσοφικές ιδέες που η θεοπτική εμπειρία των αγίων αποδεικνύει εσφαλμένες, όπως η αιωνιότητα του κόσμου, ο ρόλος του δημιουργού Θεού ως απλού διακοσμητή (και όχι δημιουργού εκ του μηδενός), ο απρόσωπος χαρακτήρας του θείου (ως δυνάμεως), η μετεμψύχωση, η προΰπαρξη των ψυχών, ο πλατωνικός κόσμος των ιδεών κ.λ.π. Αντίθετα, στον τομέα της γνώσης του κόσμου συνεχίζουν σαφώς τους προγενέστερους φιλοσόφους, ακολουθώντας, όπως και εκείνοι, τη μέθοδο της παρατήρησης και του στοχασμού. Αρχίζοντας, ούτως ειπείν, από το χριστιανό Γαληνό, το «διάδοχο του Ιπποκράτη», βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά σοβαρή παράδοση φιλοσοφικών (κοσμολογικών και ανθρωπολογικών) έργων που αποτελεί μέρος της πατερικής γραμματείας.
«Το μεν εξεταστικόν τε και θεωρητικόν εδεξάμεθα, όσον δε εις δαίμονας φέρει και πλάνην και απωλείας βυθόν διεπτύσαμεν» τονίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον Επιτάφιο εις τον Μέγαν Βασίλειον (δηλ. “δεχτήκαμε το ερευνητικό και θεωρητικό πνεύμα και απορρίψαμε ότι οδηγεί προς δαίμονες, πλάνη και βυθό απώλειας” – δηλ. τη μαγεία, τις μαντείες, τις ποικίλες λατρείες κ.λ.π.).
Και αλλού γράφει: «Ή γαρ φιλοσοφητέον, ως ο εμός λόγος, ή τιμητέον την φιλοσοφίαν» (=θα έλεγα ότι ή πρέπει να φιλοσοφεία κάποιος ή [έστω] να τιμά τη φιλοσοφία – Λόγος ΚΕ΄, Εις Ηρώνα τον φιλόσοφον, PG 35, 1197Α).
Αυτή είναι η διάκριση φιλοσοφίας και θεολογίας στον πατερικό χώρο, η διάκριση μεταξύ γνώσης του κόσμου και γνώσης του Θεού. Απορρίφθηκε η παρέμβαση του ενός χώρου στον άλλο, δηλαδή η απόπειρα κατοχής του Θεού με τα εργαλεία της φιλοσοφίας, ενώ η προσπάθεια της θεσμικής Εκκλησίας να ποδηγετήσει την επιστημονική έρευνα ήταν κάτι άγνωστο στον πατερικό χώρο. Συνέβη μόνο στη διαστρεβλωμένη χριστιανοσύνη του ευρωπαϊκού μεσαίωνα, στην οποία, σημειωτέον, η αρχαία πατερική παράδοση αγνοήθηκε, γι’ αυτό αγνοήθηκε και κατά την επιστημονική επανάσταση των νεώτερων χρόνων, με συνέπεια να απορριφθεί ο χριστιανισμός ως συνώνυμο της πνευματικής τρομοκρατίας και του σκοταδισμού.
Η άλλη πλευρά: πολέμιοι της φιλοσοφίας
Αντίθετα με τους παραπάνω, άλλοι πρώιμοι χριστιανοί συγγραφείς της εποχής, όπως ο Τατιανός ο Σύρος (αυτοχαρακτηριζόμενος από αντίδραση «ο κατά βαρβάρους φιλοσοφών», Προς Έλληνας, P.G., τόμ. 6, 888Β), ο άγιος Θεόφιλος Αντιοχείας και ο Ερμείας ο «φιλόσοφος», αντιμετώπισαν εχθρικά την «ανθρώπινη σοφία» των φιλοσόφων και τους διέσυραν ανενδοίαστα, είτε καταγγέλλοντάς τους για ηθική διαφθορά είτε καταλογίζοντάς τους θεολογικούς «λήρους», αφού, επειδή είναι κατ’ ουσίαν «μωροί», ως μη έχοντες σοφία από Θεού, «ουδέ σύμφωνα ουδέ ομόλογα οι φιλόσοφοι προς αλλήλους λέγοντες, εκτίθενται τα δόγματα» (Ερμείας, Διασυρμός των έξω φιλοσόφων, P.G., ό.π., 1169Α).
Αφετηρία της πολεμικής τους οι συγγραφείς αυτοί θέτουν τον περίφημο στίχο του αποστόλου Παύλου από την επιστολή προς Κολοσσαείς 2, 8: «Βλέπετε μή τις υμάς έσται ο συλλαγωγών διά της φιλοσοφίας και κενής απάτης, κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Χριστόν».
Εκεί ωστόσο ο Παύλος καταπολεμεί «θρησκεία των αγγέλων» (Κολοσσ. 2, 18), που προφανώς αυτοχαρακτηριζόταν «φιλοσοφία» ενώ, στην πραγματικότητα, ανήκε στα σωτηριολογικά κινήματα της εποχής (προδρομικά γνωστικά κινήματα) [3] που συνδύαζαν μια ιδιότυπη «λαϊκή φιλοσοφικότητα» με πλείστες διατάξεις και αντιλήψεις θρησκευτικού τύπου (πρβ. ό.π., 2, 16: «Μη ουν τις υμάς κρινέτω εν βρώσει ή εν πόσει ή εν μέρει εορτής ή νουμηνίας ή σαββάτων»).
Είναι πασίγνωστο στους μελετητές ότι, κατά την εποχή του αποστόλου Παύλου, φιλοσοφία και θρησκεία δεν ήταν πάντα σαφώς διακεκριμένα. Επομένως ανάλογες αναφορές πρέπει να εξετάζονται με προσοχή: ο Παύλος μιλάει για μια μαγικο-θρησκευτική λατρεία και όχι για την ελληνική φιλοσοφία, λατρεία ανάλογη με τα σύγχρονα κινήματα ανατολικής θρησκευτικότητας (γιόγκα, τάι τσι, φενγκ σούι κ.λ.π.) [4]. Ο Τατιανός, ο Θεόφιλος και ο Ερμείας ωστόσο αναφέρονται στους φιλοσόφους και όχι στις λατρείες της εποχής τους.
Οι προ χριστού χριστιανοί
Ο Αθηναίος απολογητής του 2ου αιώνα άγιος Αθηναγόρας, ο «χριστιανός φιλόσοφος», αποφαίνεται: «Οι στωικοί, αν και θεωρητικά πολλαπλασιάζουν το θείον, στην πράξη θεωρούν πως ο Θεός είναι ένας», Αθηναγόρου, Πρεσβεία περί χριστιανών, P.G., ό.π., 904Α – πρβ. τον 4ο αι., «και παρ’ Έλλησι, φαίεν αν, μία θεότης, ως οι τα τελεώτερα παρ’ εκείνοις φιλοσοφούντες…», (δηλ. και ανάμεσα στους Έλληνες [=ειδωλολάτρες] ένας θεωρείται ο Θεός, όπως γράφουν οι τελειότεροι φιλόσοφοί τους, Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος Θεολογικός 5ος, κεφ. 15, P.G. τόμ. 36, 149Β).
Ο Ιουστίνος μιλάει για «το έμφυτον παντί γένει ανθρώπων σπέρμα του λόγου» (Απολογία Β΄, κεφ. 8), για τον «σπερματικόν θείον Λόγον» (ό.π., κεφ. 13) μέσω του οποίου οι εθνικοί συγγραφείς «αμυδρώς εδύναντο οράν τα όντα». Ο όρος, που καθιερώθηκε στο χριστιανισμό ως η κορύφωση της αποδοχής της προχριστιανικής σοφίας, έχει στωική προέλευση. Κατά τους στωικούς «ο Θεός είναι ο σπερματικός λόγος του σύμπαντος» (Διογένης Λαέρτιος 7, 136).
Ο Ιουστίνος επίσης διακρίνει τους ανθρώπους, από καταβολής κόσμου, σε «άνευ λόγου βιώσαντας», οι οποίοι «άχρηστοι και εχθροί τω Χριστώ ήσαν, και φονείς των μετά λόγου βιούντων», και σε «μετά λόγου βιώσαντας και βιούντας», οι οποίοι «Χριστιανοί και άφοβοι και ατάραχοι υπάρχουσι» (Απολογία Α΄). Ο «μετά λόγου» και «άνευ λόγου» βίος, καθώς και η περί αφοβίας και αταραξίας αναφορά, παραπέμπουν ευθέως στα στωικά ανάλογα, όπως και η διάκριση των ανθρώπων, από ηθικής απόψεως, σε «φαύλους» και «σπουδαίους» (Απολ. Β΄, 7), από τους οποίους οι πρώτοι ταυτίζονται με τους «αμαρτάνοντας», ενώ οι δεύτεροι με τους «κατορθούντας», δηλαδή τους «πανταχού κατά λόγον τον ορθόν νομοθετήσαντας και φιλοσοφήσαντας ανθρώπους», τους οποίους αναφέρει αμέσως παρακάτω, και τους οποίους («οίον Σωκράτην και τους ομοίους») οι «φαύλοι δαίμονες» ενέργησαν «διώκεσθαι, και εν δεσμοίς είναι».
Οι «προγεγραμμένοι του Χριστού κατά το ανθρώπινον» (ό.π., κεφ. 10), μεταξύ των οποίων, εκτός του Σωκράτη, «Ηράκλειτον μεν… και Μουσώνιον δε εν τοις καθ’ ημάς, και άλλους οίδαμεν», «αμυδρώς εδύναντο οράν τα όντα», όπως είπαμε, «διά της ενούσης εμφύτου του λόγου σποράς», οι χριστιανοί όμως «τον από αγεννήτου και αρρήτου Θεού Λόγον μετά τον Θεόν προσκυνούμεν και αγαπώμεν…». Γι’ αυτό, «μεγαλειότερα πάσης ανθρωπίνης διδασκαλίας φαίνονται τα ημέτερα», καθόσον «έτερόν εστι σπέρμα τινός και μίμημα κατά δύναμιν δοθέν, και έτερον αυτό ού κατά χάριν την απ’ εκείνου η μετουσία και μίμησις γίνεται» [δηλ. οι προ Χριστού πιστοί του αληθινού Θεού είχαν αμυδρή θέα των όντων, εξαιτίας του έμφυτου θείου λόγου που διέθεταν, όμως εμείς έχουμε τον ίδιο το θείο Λόγο (το Χριστό), γι’ αυτό και η χριστιανική διδασκαλία φαίνεται μεγαλειωδέστερη από κάθε ανθρώπινη διδασκαλία].
Τον 6ο αι. ο άγιος Αναστάσιος Αντιοχείας αναφέρει ότι ο Πλάτωνας εμφανίστηκε στο όνειρο ενός φανατικού μοναχού, που τον έβριζε για τις μεταφυσικές πλάνες του, του εξήγησε ότι έχει σωθεί διά του Χριστού και τον παρακάλεσε “να μη αμαρτάνη υβρίζων” (P.G., τόμ. 89, 764. Το μνημονεύει ο άγιος Νεκτάριος στο Περί της αθανασίας της ψυχής και των ιερών μνημοσύνων, 1901, κεφ. Γβ΄).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Για μια συνολική αποτίμηση των σχέσεων του χριστιανισμού με τη φιλοσοφική, αλλά και τη θρησκευτική πραγματικότητα του ελληνορωμαϊκού κόσμου, βλ., μεταξύ πολλών άλλων, Jean Pépin, «Ελληνισμός και Χριστιανισμός», στο Francois Châtelet (επιμ.), Η Φιλοσοφία, τόμ. Α΄, Από τον Πλάτωνα ώς τον Θωμά Ακινάτη, μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Γνώση, Αθήνα 1999, και Γ. Ζωγραφίδη, «Βυζαντινή Φιλοσοφία» στο Κ. Ιεροδιακόνου-Σ. Βιρβιδάκης (επιμ.), Ελληνική Φιλοσοφία, Αθήνα, Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 1999.
[2] Ως τεκμηρίωση του παρόντος αρκεί μια ανάγνωση των δύο Απολογιών του αγίου Ιουστίνου του Φιλοσόφου (P.G. τ. 6) και του λόγου (στην πραγματικότητα, επιστολής) του Μ. Βασιλείου Προς τους νέους, όπως αν εξ Ελληνικών ωφελοίντο λόγων (P.G. 31, 564 εξ.). Ο Χρυσόστομος επίσης προβάλλει ως ηθικά παραδείγματα τον Πλάτωνα και το Σωκράτη, τον Αριστείδη, το Διογένη και τον Επαμεινώνδα (Προς άπιστον πατέρα, P.G. 47, 332-348) και άλλοι άλλα.
[3] Πρβ. Σάββα Αγουρίδου, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Γρηγόρης, Αθήναι 1971, σελ. 291: «Το χαρακτηριστικόν της ετεροδιδασκαλίας των Κολοσσών ήτο η λατρεία των “στοιχείων του κόσμου τούτου”, δηλ. των πνευμάτων ή αγγέλων, που κυβερνούν τον κόσμον, και μία ιουδαϊκού τύπου άσκησις, κατά τινα τρόπον συνδεομένη προς τας κοσμικάς ταύτας αγγελικάς δυνάμεις. Η ετεροδιδασκαλία αύτη ηξίου δι’ εαυτήν το όνομα της ανωτέρας γνώσεως ή φιλοσοφίας, εκ δε της λέξεως “θρησκεία”, ήν χρησιμοποιεί ο Παύλος εν 2,18, φαίνεται ότι, όπως εν γένει εις τας μυστηριακάς θρησκείας, οι λάτρεις των ουρανίων δυνάμεων εν Κολοσσαίς είχον τελετήν μυήσεως…».
[4] Για μια κριτική αξιολόγηση της θέσης των κινημάτων αυτών στο σύγχρονο δυτικό κόσμο –και αντιπαραβολή με τη θέση της αρχαίας ελληνικής και της νεότερης φιλοσοφίας, της χριστιανικής θεολογίας κ.λ.π.– βλ. Νικόλα Σεβαστάκη, Η αλχημεία της ευτυχίας – δοκίμιο για τη σοφία της εποχής, Πόλις, Αθήνα 2000.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου