Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, περιγράφει στὸ τέταρτο Εὐαγγέλιο τῆς Καινῆς Διαθήκης τὸν συγκλονιστικὸ διάλογο τοῦ Κυρίου μὲ τὸν Πιλᾶτο στὸ Πραιτώριο. Διεξήχθη δημοσίως καὶ φαίνεται, ὅτι ὁ ἠγαπημένος μαθητὴς τὸν παρηκολούθησε προσωπικῶς.
Προηγήθηκαν ἄλλες ἐρωταποκρίσεις. Ὁ Κύριος ἐμβανθύνοντας τὸν λόγο ἀποκρίνεται πρὸς τὸν κριτὴ Του, τὸν Πιλᾶτο, τὰ ἑξῆς: «Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον – ἐγὼ γι΄ αὐτὸ γεννήθηκα καὶ γι΄ αὐτὸ ἦρθα στὸν κόσμο – γιὰ νὰ φανερώσω τὴ ἀλήθεια. Ὅποιος ἀγαπάει τὴν ἀλήθεια καταλαβαίνει καὶ ὑπακούει στὰ λόγια μου».
Μὲ τὸ «γεγέννημαι» – ἔχω γεννηθεῖ – φανερώνει τὴν ἀνθρώπινή Του φύση, ὅτι γεννήθηκε ὡς ἄνθρωπος, καὶ μὲ τὸ «ἐλήλυθα» – ἔχω ἔρθει ἀπὸ τὸν Οὐρανό – φανερώνει τὴν Θεότητά Του. Ἀποκαλύπτει μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα Πιλᾶτο, τὸν Μεσσιανικὸ καὶ Θεανθρώπινό Του χαρακτήρα.
Αὐτό, ὅμως, τὸ ἀντιλαμβάνεται, μόνο ὁ ἐλεύθερος ἀπὸ προκαταλήψεις ἀκροατής, ποὺ ἀγαπᾶ τὴν ἀλήθεια, ὅσο κι ἄν πληγώνη τὸν ἐγωϊσμό, καὶ ποὺ δὲν κολακεύεται ἀπὸ τὴν ψευτιά, ποὺ παραπλανᾶ.
Ὁ σκεπτικιστὴς Πιλᾶτος ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ. Εἶχε ἀκούσει τοὺς φιλοσόφους νὰ συζητοῦν μεταξὺ τους γιὰ τὸ «τὶ εἶναι ἀλήθεια;», ἀλλὰ οὐδέποτε εἶχε ἱκανοποιηθεῖ ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις τους.
Νὰ ποὺ τώρα, ποὺ ὁ ξένος ἐκεῖνος δεσμώτης, ὁ Ἰησοῦς, ἰσχυρίζεται, ὅτι κατέχει τὴν ἀλήθεια καὶ διδάσκει τὴν ἀλήθεια. Ὅτι Α ὐ τ ό ς ! εἶναι ἡ Ἀλήθεια.
Ὁ Πιλᾶτος δυσκολεύεται νὰ πιστεύση, καὶ προσπαθεῖ νὰ ἀποφύγη ρωτῶντας τὸν Χριστὸ μὲ ἀδιαφορία: «Τὶ ἐστιν ἀλήθεια;». Χωρίς, ἀσφαλῶς, νὰ περιμένη ἀπάντηση, διότι νομίζει σφαλερά, ὅτι ἀπάντηση δὲν ὑπάρχει στὸ ἐρώτημά του.
Ὁ ζυγὸς τῆς δίκης τοῦ Κυρίου τώρα, πάλλεται μεταξὺ δύο παραμέτρων.
Ἀπὸ τὴν μία πλευρά, εὑρίσκεται τὸ ὑπέρλογο βάρος τῆς Ἀληθείας, ποὺ ἵσταται ἐνώπιον τοῦ χοϊκοῦ Πιλάτου καὶ τὸν ὑποχρεώνει νὰ ὁμολογήση, ὅτι: «ἐγὼ δὲν βρίσκω κανένα λόγο γιὰ νὰ τὸν καταδικάσω».
Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά τοῦ ζυγοῦ γίνεται προσπάθεια, ἀπὸ τὸν Ρωμαῖο ἡγεμόνα, ἀντιστάθμισης αὐτοῦ τοῦ βάρους τῆς Ἀληθείας μὲ τὴν κενότητα τῆς πεπερασμένης λογικῆς, τοῦ ὀρθολογισμοῦ τῶν αἰσθήσεων, τῆς ὑλιστικῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν ὄντων καὶ τῆς φοβικῆς ἰδιοτελείας.
Τελικῶς, ὁ ἐναγκαλισμὸς μὲ τὴν ἐξουσία, τὸ πλῆθος τῶν ἐνοχῶν καὶ τῶν ἐσωτερικῶν του συγκρούσεων ἀναγκάζουν τὸν Πιλᾶτο νὰ παραγκωνίση τὸ δίκαιο ὑπὲρ τοῦ Ἀναμαρτήτου καὶ νὰ λάβη τὴν ἀπόφαση τῆς προσηλώσεως τῆς Ἀληθείας στὸ ἰκρίωμα τοῦ Σταυροῦ.
Καὶ χάνει ὁριστικὰ ὁ Πιλᾶτος – ὄχι ὅμως καὶ ἡ ἀνθρωπότητα – τὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀπάντηση, ὅτι: «ἐγὼ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Δηλαδή, ὁ δρόμος εἶναι ἕνας. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μονόδρομος τῆς ἀληθείας. Ἡ ἴδια ἡ Ἀλήθεια. Καὶ: «τόσο περισσότερο κατέχει κανεὶς τὴν ἀλήθεια, ὅσο περισσότερο κανεὶς ζεῖ τὴν ἀλήθεια» .
* * *
Ἰδοὺ ἕνα μεγάλο ζήτημα, ποὺ ἀπησχόλησε ἔντονα τὴν φιλοσοφικὴ σκέψη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.
Τὸν προβληματισμό: «τὶ ἐστιν ἀλήθεια;», καὶ τὸ γεφύρωμα τοῦ κενοῦ μεταξὺ φιλοσοφίας καὶ Ἀληθείας, κάνει ἐντύπωση, ὅτι ἐπισημαίνει, ὁ σήμερα ἑορταζόμενος Ἅγιος Ἀθηναγόρας, ὁ ὁποῖος ἔζησε στὰ τέλη τοῦ δευτέρου μ.Χ. αἰῶνος. Ἦταν Ἕλληνας, Ἀθηναῖος, Χριστιανὸς φιλόσοφος καὶ ἀπολογητής.
Ὑπῆρξε δυνατὸς φιλοσοφικὸς νοῦς, μεθοδικὸς καὶ συστηματικός. Ἀνήσυχο πνεῦμα, ἔχοντας στὸν νοῦ του νὰ γράψη κατ΄ ἀρχήν, ἐναντίον τῶν χριστιανῶν μελέτησε τὴν Ἁγία Γραφὴ γιὰ νὰ τοὺς πολεμήση μὲ περισσότερη ἐπιστήμη. Ἀλλὰ μελετώντας τὴν Ἁγία Γραφή, ἐμπνεύστηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ κατακτήθηκε ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, ὥστε «μεταμορφώθηκε» ἐσωτερικά, ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀπὸ διώκτη σὲ διδάσκαλο τῶν δογμάτων τῶν ὁποίων ἐδίωκε.
Κάτοχος, ὁ Ἀθηναγόρας, τῆς Ἑλληνικῆς μυθολογίας καὶ φιλολογίας, εἶχε βαθύτερη γνώση τῆς φιλοσοφίας καὶ μάλιστα τῆς πλατωνικῆς, πρὸς τὴν ὁποία διέκειτο εὐμενῶς. Θεωρεῖται ὁ πιὸ μετρημένος καὶ ἑλληνικώτερος ἀπὸ ὅλους τοὺς ἀπολογητὲς καὶ διακρίνεται γιὰ τὴν μετριοφροσύνη τῆς πολεμικῆς του καὶ τὴν δικαιοσύνη του πρὸς τοὺς ἀντιπάλους του.
Σώζονται δύο ἔργα του:
Στὸ πρῶτο, μὲ τίτλο: «πρεσβεία περὶ Χριστιανῶν», ἀπολογία, δηλαδή, ὑπὲρ τῶν Χριστιανῶν, ποὺ γράφηκε μετὰ τὸ ἑκατοστὸ ἑβδομηκοστὸ ἕκτο ἔτος μ.Χ. καὶ ἀπευθύνεται πρὸς τοὺς αὐτοκράτορες Μᾶρκο Αὐρήλιο καὶ τὸν υἱὸ του Κόμμοδο, πρωτοπορεῖ! Διότι σ΄ αὐτὸ γίνεται ἡ πρώτη ἀπόπειρα στὴν ἐκκλησιαστικὴ φιλολογία, νὰ καταδείξη μὲ φιλοσοφικὲς ἀποδείξεις τὸ ἑνιαῖο τοῦ Θεοῦ.
Τὸ δεύτερο ἔργο του μὲ τίτλο: «περὶ ἀναστάσεως νεκρῶν» ἀποτελεῖ τὴν πρώτη χριστιανικὴ μελέτη στὴν ὁποία προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξη ἀληθινὴ τὴν ἀνάσταση, ὄχι μὲ γραφικὰ χωρία, ἀλλὰ μὲ φιλοσοφικὴ ἐπιχειρηματολογία.
Εἶναι ὁ πρῶτος, ποὺ σχεδὸν ὁρίζει τὴν θεολογία, ὡς λόγο περὶ Θεοῦ Πατρός, Υἱοῦ, Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐπιλύοντας ὁ Ἀθηναγόρας, τὰ ἀδιέξοδα τῶν φιλοσόφων μπροστὰ στὴν ἀνακάλυψη τῆς Ἀληθείας, δείχνει, ὅτι χρειαζόταν στὴν πεπερασμένη ἀνθρώπινη λογική, νὰ ἀποκαλύψη ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς τὴν Ἀλήθεια, φανερώνοντας τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτὸ Του στοὺς ἀνθρώπους. Λέγει χαρακτηριστικά, ὁ ἅγιος: «… ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς ποιητὲς καὶ φιλοσόφους ἐπροχώρησαν στοχαστικά… γιὰ νὰ βροῦν καὶ νὰ ἐννοήσουν τὴν ἀλήθεια. Κατόρθωσαν ὅμως, νὰ ἀποκτήσουν μόνο μιὰ ἀμυδρὰ ἰδέα τῆς ἀληθείας.
Δὲν κατόρθωσαν νὰ εὕρουν τὸν Θεό, ἐπειδὴ δὲν καταδέχθησαν νὰ μάθουν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ προτίμησαν ὁ καθένας ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ του νὰ στοχαστῆ γιὰ τὸν Θεό. Γι΄ αὐτὸ καὶ ἔρχονται σὲ ἀντιφάσεις. Ἐμεῖς οἱ χριστιανοί, γι΄ αὐτά, ποὺ κατανοοῦμε καὶ πιστεύουμε ἔχομε μάρτυρες τοὺς προφῆτες, ποὺ ἐξήγγειλαν τὰ περὶ τοῦ Θεοῦ κινούμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Κι ἐσεῖς, ποὺ ὑπερέχετε στὴν σύνεση καὶ τὴν εὐσέβεια ἀπὸ τοὺς ἄλλους – λέγει πρὸς τοὺς αὐτοκράτορες – μπορεῖτε νὰ ὁμολογήσετε, ὅτι εἶναι παράλογο νὰ προσέχωμε στὶς γνῶμες τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ μὴν πιστεύωμε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ κίνησε σὰν ὄργανα τὰ στόματα τῶν προφητῶν» .
Ἔτσι ὁ ἅγιος Ἀθηναγόρας ἐπιχειρεῖ τὴν χριστιανικὴ ἀληθοποίηση τῆς φιλοσοφίας, εἰσάγοντας τὴν φανέρωση τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ καὶ συνηγορώντας σὲ ὅσα ὁ ἅγιος Νεκτάριος διετύπωσε αἰῶνες ἀργότερα στὸ βιβλίο του «Ἱερῶν καὶ Φιλοσοφικῶν Λογίων θησαύρισμα» γράφοντας τὰ ἑξῆς: «… ἡ Ἑλληνικὴ Φιλοσοφία ἦταν … συνεργὸς καὶ αἰτία κατανοήσεως τῆς ἀληθείας, ὄχι, ὅμως, ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια, … Στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἔμενε πάντοτε κάποιο κενό … · ἡ φιλοσοφία ἐννοοῦσε τὸν Θεόν … συναισθανόταν τὸ ἄπειρον μεγαλεῖον Του, ἀλλὰ … ἀδυνατοῦσε νὰ ἑνώσῃ τὸν ἄνθρωπον μετὰ τοῦ θείου … ἀδυνατοῦσε νὰ ἀνυψώσῃ τὸν ἄνθρωπον μέχρι τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ … γιὰ νὰ τὸν ἀντικρύσῃ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· … δὲν μποροῦσε νὰ καταργήσῃ τὸ χάσμα, ποὺ δημιούργησε ἡ ἁμαρτία μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων· … ἔτσι ἡ φιλοσοφία ἔγινε παιδαγωγὸς τῆς ἀνθρωπότητος εἰς τὸν Χριστιανισμόν …» .
Ἄνοιξε, δηλαδή, ἡ φιλοσοφία στὴν ἀνθρωπότητα τὸν δρόμο πρὸς τὴν εἰς Χριστὸν Πίστη καὶ Ἀλήθεια.
Δὲν μποροῦμε, ἐξ ἄλλου νὰ καταδικάσουμε τὸν ἅγιο Ἀθηναγόρα, ὅσον ἀφορᾶ στὸ γεγονός, ὅτι χρησιμοποιεῖ φιλοσοφικὰ καὶ ὄχι θεολογικὰ ἐπιχειρήματα στὰ συγγράμματά του. Τοῦτο δικαιολογεῖται, διότι ἡ Ἀθήνα στὴν ὁποία γεννήθηκε ἦταν τὸ κέντρο τῆς φιλοσοφίας μὲ τὴν περίφημη σχολή. Ἀκόμη τὰ ἔργα του δὲν ἀπευθύνονται σὲ πιστοὺς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἀποδέχονται τὴν ἀποκάλυψη τῆς Ἀληθείας κατὰ τὴν χριστιανικὴ θεώρηση. Ἔχουν χαρακτήρα ἀπολογητικό. Ἀπευθύνεται στοὺς εἰδωλολάτρες αὐτοκράτορες καὶ διῶκτες τοῦ χριστιανισμοῦ, τὸν Μᾶρκο Αὐρήλιο καὶ τὸν υἱὸ του Κόμμοδο. Ἔπρεπε, λοιπόν, ὁ ἅγιος νὰ ὁμιλήση γιὰ τὸν Θεὸ τῆς Ἀληθείας «στὴν δικὴ τους γλῶσσα», χρησιμοποιῶντας τὴν φιλοσοφικὴ μεθοδολογία, ποὺ ἀσφαλῶς, ἐκεῖνοι θὰ κατανοοῦσαν. Χρειαζόταν νὰ στηριχθῆ στοὺς φιλοσόφους, ποὺ ἐκεῖνοι θεωροῦσαν ὡς αὐθεντίες, γιὰ νὰ προσελκύση στὸν Χριστιανισμὸ τοὺς ἀντιπάλους του, βάσει τῆς νοοτροπίας καὶ ἀντιλήψεως, ποὺ χρησιμοποιοῦσαν ἐκεῖνοι.
Ἔτσι ἐκπλήρωνε τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσω» .
* * *
Ἡ χριστιανικὴ ἀλήθεια, εἶναι φῶς, βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν ὑποκειμενικότητα τοῦ ἀτόμου κι ἐπιβάλλει στὴν ἀνθρώπινη διάνοια τρόπους ζωῆς συμφώνους μὲ τὶς αἰώνιες κι ἀναλλοίωτες ἀξίες τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου. Ἡ ἀντικειμενικὴ πνευματικὴ ἀλήθεια τοῦ Χριστιανισμοῦ γιὰ νὰ γίνη ἀντιληπτὴ σ΄ ὅλη της τὴν καθαρότητα, προϋποθέτει προκαταβολικὴ συγκατάθεση τοῦ πνεύματος, τὴν ὁποία δυστυχῶς ἐμποδίζει ὁ ἀνθρώπινος ἐγωϊσμός.
Στὴν ἐγωκεντρικὴ κοινωνία τῶν ποικίλων πολύχρωμων περιτυλιγμάτων καὶ τῶν στιγμιαίων βεγγαλικῶν ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἀναζητᾶ κάτι πιὸ αὐθεντικό, πιὸ γνήσιο, πιὸ ἀληθινὸ καὶ φωτεινό. Ἀλλὰ δυστυχῶς συχνά, χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιῆ παρασύρεται καὶ ἐκτροχιάζεται μακρυὰ ἀπὸ τὴν Εὐαγγελικὴ Ἀλήθεια, χωρὶς νὰ ἱκανοποιοῦνται οἱ βαθύτερες ἀναζητήσεις του.
Ἀποτέλεσμα τοῦ ἐκτροχιασμοῦ αὐτοῦ εἶναι τὰ ἐπίκαιρα βιοτικὰ μας προβλήματα. Γιὰ νὰ ἐπιλυθοῦν δὲν πρέπει νὰ παραμείνουμε στὴν ἐπιφάνεια καὶ ἐξωτερικότητα τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ νὰ διεισδύσουμε στὶς βαθύτερες αἰτίες τους. Ἡ λύση δὲν πρέπει νὰ περιοριστῆ σὲ οἰκονομικῆς φύσεως ἀποφάσεις. Χρειάζονται προτάσεις προπάντων πνευματικές. Χρειάζεται νὰ ἀλλάξη ἡ ὑλιστικὴ νοοτροπία καὶ ὁ ἰδιοτελὴς τρόπος τοῦ «σκέπτεσθαι» στὴν καθημερινὴ πραγματικότητα. Ἀπαιτεῖται ἡ ἐπαναφορὰ στὴν γνησιότητα, τὴν εἰλικρίνεια καὶ τὴν Θεία Ἀλήθεια, ἀξίες, τὶς ὁποῖες σίγουρα ἀγωνίζεται νὰ νοθεύση ὁ τεχνοκρατικὸς τρόπος ζωῆς.
Τὴν ὑπὲρ λόγον ὄντως Ἀλήθεια, ποὺ εἶναι Φῶς θὰ ἀντικρύση πρόσωπο πρὸς πρόσωπο ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐκεῖ, ὅπου μπορεῖ νὰ συναντήση τὸν ἐσταυρωμένο καὶ ἀναστημένο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Μήπως προσμένει τὴν δικὴ μας τὴν καρδιὰ νὰ τὴν ἀνοίξουμε καὶ νὰ τὴν φωτίση μὲ τὴν Ἀλήθειά Του καὶ νὰ τὴν θερμάνη μὲ τὴν Ἀγάπη Του; «πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς» διεκήρυξε στὸ Πραιτώριο.
Ἀξίζει νὰ τὸν ἀφήσουμε νὰ χειραγωγήση τὴ ζωὴ μας καὶ νὰ κάνη φωτεινὲς καὶ λαμπρὲς καὶ χαρούμενες τὶς ἡμέρες μας. Νὰ κατευθύνη ὅλο τὸ εἶναι μας.
* * *
Ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Ἀθηναγόρου τοῦ Φιλοσόφου καὶ Ἀπολογητοῦ, σήμερα, μᾶς ἀνασύρει τὸ μεγάλο καὶ κορυφαῖο αὐτὸ θέμα τῆς ἀναζητήσεως τῆς ἀληθείας σὲ μία γνήσια καὶ αὐθεντικὴ πνευματικὴ ζωή, ὅπως τὴν ἔζησαν καὶ ἐβίωσαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἐκ παραλλήλου, ἔχουμε τὴν μεγάλη εὐλογία ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ ἑορτάζομε καὶ τὰ ὀνομαστήρια τοῦ Πνευματικοῦ μας Πατρὸς καὶ Ποιμενάρχου τῆς Τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἰλίου, Ἀχαρνῶν καὶ Πετρουπόλεως κ.κ. ΑΘΗΝΑΓΟΡΟΥ.
Τοῦ εὐχόμαστε νὰ ἵσταται ἐνώπιον τοῦ ἱεροῦ θυσιαστηρίου μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, νὰ μεταδίδη τὶς ἀτελεύτητες δωρεὲς τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος καὶ νὰ γνωρίζη στὸν καθένα ἀπὸ ἐμᾶς τὶς φωτεινὲς διαδρομὲς τῆς αὐθεντικότητος, ποὺ συντελοῦν στὴν προσωπικὴ μας ἐλευθερία.
Εἴησαν τὰ ἔτη Αὐτοῦ ὡς πλεῖστα, χαριτόβρυτα καὶ εὐλογημένα, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Πάτρωνος Αὐτοῦ, τοῦ μύστου τῆς Θεογνωσίας, ἁγίου Ἀθηναγόρου τοῦ Ἀθηναίου, Ἀπολογητοῦ καὶ Φιλοσόφου. Ἀμήν.
του αρχιμανδρίτη Ιωαννικίου Γιαννοπούλου, ιεροκήρυκος της Ι.Μ. Ιλίου, Αχαρνών & Πετρουπόλεως
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου